Καρβουνιάρης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Καρβουνιάρης
Αρσενικός καρβουνιάρης (αναπαραγωγικό πτέρωμα)
Αρσενικός καρβουνιάρης (αναπαραγωγικό πτέρωμα)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1) [1]
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Passeriformes)
Οικογένεια: Μυιοθηρίδες (Muscicapidae)
Υποοικογένεια: Σαξικολίνες (Saxicolinae) [2]
Γένος: Φοινίκουρος ((Phoenicurus) T. Forster, 1817 M
Είδος: P. ochruros
Διώνυμο
Phoenicurus ochruros (Φοινίκουρος ο ωχρόουρος)
(S. G. Gmelin, 1774)
Υποείδη

Phoenicurus ochruros aterrimus
Phoenicurus ochruros gibraltariensis
Phoenicurus ochruros ochruros
Phoenicurus ochruros phoenicuroides
Phoenicurus ochruros rufiventris
Phoenicurus ochruros semirufus

Ο καρβουνιάρης είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Μυιοθηριδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Phoenicurus ochruros και περιλαμβάνει 6 υποείδη. [3]

Στην Ελλάδα απαντά κυρίως το υποείδος Phoenicurus ochruros gibraltariensis (J. F. Gmelin, 1789), αλλά στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου υπάρχει πιθανότατα και το μικρασιατικό υποείδος Phoenicurus ochruros ochruros (S. G Gmelin, 1774). [3]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιστημονική ονομασία του γένους Phoenicurus, είναι ελληνική, προέρχεται από τις επιμέρους λέξεις φοίνιξ + ουρά και, σημαίνει «αυτός που έχει πορφυρή ουρά», με σαφή αναφορά στο χρώμα της συγκεκριμένης περιοχής του πτηνού. Η λέξη φοίνιξ συνδέεται με το επίθετο φοινός «κόκκινος» και, μπορεί να ερμηνευτεί ως παράγωγο του επιθέτου αυτού με το σπάνιο επίθημα -ιξ, -ικος (πρβλ. κίλ-ιξ, πέρδ-ιξ). [4]

Η ονομασία του είδους παραπέμπει στο «ωχρό» χρώμα της ουράς του, σε αντιπαράθεση με την πιο λαμπερόχρωμη ουρά του Κοκκινούρη. [5]

Συστηματική Ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε από τον Γκμέλιν, το 1774, ως Motacilla ochruros. [6] Η ταξινομική του πτηνού εμφανίζει κάποια προβλήματα, με ορισμένα υποείδη που, κάποιοι ερευνητές τα θεωρούν ξεχωριστά taxa, ενώ κάποιοι άλλοι όχι. Το είδος ανήκει σε έναν ευρασιατικό κλάδο που, περιλαμβάνει επίσης τα είδη P. auroreus, P. hodgsoni, P. erythrogastrus και, ίσως, το P. alaschanicus. Οι πρόγονοί τους απέκλιναν περίπου 3 εκ. χρόνια πριν (Πλειόκαινο) και εξαπλώθηκαν σε μεγάλο μέρος της Ευρασίας πριν από 1,5 εκ. χρόνια, περίπου. [7] Οι παλαιότεροι πρόγονοι του είδους φαίνεται να ήσαν κοινοί με εκείνους του κοκκινούρη (Phoenicurus phoenicurus), με τον διαχωρισμό να πραγματοποιείται περίπου 3 εκατ. χρόνια πριν, στην Πιατσέντσια Εποχή του Πλειόκαινου. Θεωρητικά, σε γενικές γραμμές, ο καρβουνιάρης και ο κοκκινούρης, μπορούν να αλληλοϋπάρχουν και να διασταυρώνονται, σχηματίζοντας υγιή και γόνιμα υβρίδια, ωστόσο διαχωρίζονται από διαφορετική συμπεριφορά και οικολογικές προϋποθέσεις, γι’αυτό σπάνια εμφανίζονται στη φύση. [8]

Τα υποείδη διαφέρουν κυρίως στα χρώματα του κάτω μέρους των ενήλικων αρσενικών και, μπορούν να χωριστούν σε τρεις μεγάλες ομάδες, ανάλογα με τη μορφολογία, βιογεωγραφία και τη β ακολουθία χρωμοσωμικών δεδομένων (βλ. Γεωγραφική κατανομή):

  • Ομάδα gibraltariensis: 1 και 2, ευρωπαϊκή ομάδα που διαχωρίστηκε κατά την τελευταία Παγετωνική Περίοδο.
  • Ομάδα phoenicuroides: 4 και 5, ασιατική ομάδα που σταδιακά αποχωρίστηκε από τα υπόλοιπα είδη, τα οποία κινήθηκαν προς τα δυτικά, περίπου 3- 1,5 εκ. χρόνια πριν.
  • Ομάδα ochruros: 3 και 6, ομάδα της δυτικής Ασίας που σταδιακά αποχωρίστηκε από την πρώτη ομάδα, περίπου 1,5-0,5 εκ. χρόνια πριν.

Γεωγραφική κατανομή υποειδών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο καρβουνιάρης είναι μερικώς μεταναστευτικό είδος με κατανομή σε περιοχές του Παλαιού Κόσμου, ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή και την ασιατική ήπειρο και, λιγότερο στην αφρικανική. Ωστόσο, δεν έχει την ευρεία γεωγραφική εξάπλωση του κοκκινούρη, ούτε τις μεταναστευτικές του επιδόσεις. Τα ανατολικά όρια της επικρατείας του, βρίσκονται στην Κίνα, περίπου στις 111°, και τα βόρεια στο ύψος του ποταμού Γενισέι, στις 52° περίπου. [9] Στην ευρωαφρικανική περιοχή, τα δυτικά όρια βρίσκονται στον Άτλαντα στο Μαρόκο και τα ανατολικά φθάνουν μέχρι την Εγγύς Ανατολή.

Σημειωτέον ότι, μόνον από τα μέσα του 18ου αιώνα, το είδος έχει εξαπλωθεί στις ορεινές και πεδινές περιοχές της Ευρώπης προς τα βόρεια, μια έκταση περίπου 1,6 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων. Το βόρειο όριο των περιοχών κατανομής στην Ευρώπη σήμερα, βρίσκεται στις 65° βορείου γεωγραφικού πλάτους, με πληθυσμούς στη Ν. Αγγλία, Ν. Σουηδία, Λετονία, και από το 1966 και στη ΝΔ. Φινλανδία. Επέκταση της κατανομής στις πεδινές περιοχές της Ευρώπης έχει, επίσης, συμβεί στα τελευταία χρόνια, με νέες τοποθεσίες στην Κ. Φινλανδία και στα πεδινά του Βόλγα στο Καζάν. Ωστόσο, η πυκνότητα του πληθυσμού είναι σημαντικά υψηλότερη στις ορεινές περιοχές απ’ ό, τι στις πεδινές. [9]

Αρ. Υποείδος Καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής Περιοχές διαχείμασης Σημειώσεις
1 Phoenicurus ochruros aterrimus Πορτογαλία, Ν και Κ Ισπανία, Μαρόκο Μαρόκο (οι πληθυσμοί που έρχονται από την Ιβηρική) Επιδημητικό σε μεγάλο ποσοστό. Υπάρχει ανάμιξη και διασταύρωση πληθυσμών με το 2, από το οποίο αμφισβητείται η διάκρισή του
2 Phoenicurus ochruros gibraltariensis Ευρώπη (εκτός από τα νοτιοδυτικά, την Β Σκανδιναβία, Ιρλανδία, Β Ηνωμένο Βασίλειο) ανατολικά προς Κριμαία και Δ Τουρκία, θύλακες στη ΒΔ Αφρική Δ και Ν Ευρώπη (Ιταλία, Ελλάδα, νότια προς Β Αφρική (Αλγερία, Τυνησία και Μέση Ανατολή Επιδημητικό σε μεγάλο ποσοστό, ιδιαίτερα στα νότια. Θεωρείται από αρκετούς ερευνητές ότι συμπεριλαμβάνει το 1
3 Phoenicurus ochruros ochruros Μικρά Ασία, ανατολικά προς περιοχή Καυκάσου και ΒΔ Ιράν (Όρη Ελμπούρτζ) Μέση Ανατολή (ΝΑ Τουρκία, Β Συρία, Β Ιράκ
4 Phoenicurus ochruros phoenicuroides Κ Καζακστάν, ΝΚ Ρωσία (Τούβα), ανατολικά προς Κίνα (Τιεν Σαν), Ν Θιβέτ και Δ Μογγολία ΝΔ, Ν και Κ Ασία (Νεπάλ, Πακιστάν, Αφγανιστάν νοτιοδυτικά προς Σαουδική Αραβία και Ν Ιράν), ΒΑ Αφρική (Αίγυπτος, Λιβύη Αμφισβητείται η διάκρισή του από το 5 με το οποίο διασταυρώνεται
5 Phoenicurus ochruros rufiventris Τουρκμενιστάν, Παμίρ, Αλταϊκά Όρη, ανατολικά προς Ιμαλάια και Κ Κίνα ΝΔ, ΝΚ και Ν Ασία (Μιανμάρ, Ν Ινδία) Συμπεριλαμβάνει και το P. o. xerophilus, αμφισβητείται η διάκρισή του από το 4 με το οποίο διασταυρώνεται
6 Phoenicurus ochruros semirufus Δ Συρία, Λίβανος και ΒΑ Ισραήλ Επιδημητικό σε μεγάλο ποσοστό με μικρές μετακινήσεις

Πηγές:[3][10][11]

(σημ. με έντονα γράμματα τα υποείδη που απαντούν στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεωγραφική κατανομή όλων των υποειδών του είδους Phoenicurus ochruros (σημ. το P. o. xerophilus συμπεριλαμβάνεται στο P. o. rufiventris)

Ο καρβουνιάρης είναι οψέ μεταναστευτικό πτηνό μικρών σχετικά αποστάσεων. Τα υποείδη της δυτικής επικράτειας μεταναστεύουν στη Β. Αφρική, στο ύψος περίπου της ισοθερμικής των 7,5-10 βαθμών κατά τον Ιανουάριο, δηλ. στο ύψος περίπου της χερσονήσου Σινά. [9] Η φθινοπωρινή αποδημία των κεντροευρωπαϊκών πληθυσμών ξεκινάει από τα τέλη Σεπτεμβρίου, με κορύφωση στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου ενώ, σπάνια, μπορεί να επεκταθεί μέχρι το Νοέμβριο, αν και έχουν παρατηρηθεί άτομα που διαχειμάζουν στις περιοχές αναπαραγωγής (πιθανόν λόγω ήπιων χειμώνων).

Η επιστροφή αρχίζει από τον Ιανουάριο, με τα πρώτα πουλιά να ζευγαρώνουν στα τέλη Φεβρουαρίου στις περιοχές φωλιάσματος. Η κορύφωση της ανοιξιάτικης μετανάστευσης είναι στα τέλη Μαρτίου, αλλά στην Α. και Β.9* Ευρώπη μπορεί να επεκταθεί μέχρι τις αρχές Ιουνίου. Δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο το, εάν τα πουλιά ταξιδεύουν την ημέρα ή τη νύχτα. Από τη μία πλευρά, εκείνα σε αιχμαλωσία φαίνεται -το φθινόπωρο-, να προτιμάνε την νυκτερινή αποδημία, από την άλλη στα όρη του Γιούρα (Jura) και άλλα αλπικά περάσματα, να μετακινούνται κυρίως κατά τη διάρκεια της ημέρας. Υπάρχει η άποψη ότι, στην αρχική φάση, οι καρβουνιάρηδες ταξιδεύουν κατά τη διάρκεια της ημέρας και αφιερώνουν πολύ χρόνο για το κυνήγι. Ωστόσο αργότερα, όταν μεγάλες αποστάσεις πρέπει να καλυφθούν, μετακινούνται κατά τη διάρκεια της νύχτας -όπως και άλλα εντομοφάγα μεταναστευτικά πουλιά - και αναπαύονται κατά τη διάρκεια της ημέρας, ιδιαίτερα σε περιοχές πλούσιες σε έντομα. [9]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ισλανδία και τις Φερόες, τη Σενεγάλη, το Μάλι και το Τσαντ, την Ιαπωνία, την Κορέα, το Χονγκ Κονγκ και την Ταϊβάν. [1]

Στην Ελλάδα, ο καρβουνιάρης απαντά τόσο ως μόνιμο αναπαραγόμενο είδος, όσο και ως χειμερινός και μεταναστευτικός επισκέπτης σε όλη την επικράτεια. [12][13]

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θηλυκός καρβουνιάρης (φωτογραφία με διάκριση)

Ο καρβουνιάρης είναι είδος που μπορεί να παρατηρηθεί από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τις ορεινές περιοχές, ακόμη και στο επίπεδο της αλπικής ζώνης. Τα κύρια ενδιαιτήματά του περιλαμβάνουν ευρύ φάσμα τόσο ξηρών, όσο και υγρών βραχωδών περιοχών, αλλά απαντά και σε ανθρωπογενή περιβάλλοντα. [14] Κοινό στοιχείο σε όλα τα αναπαραγωγικά οικοσυστήματα είναι, οι ανοικτές, καθαρές εκτάσεις που χαρακτηρίζονται από την απουσία υψηλής και πυκνής βλάστησης. Ωστόσο, τα ενδιαιτήματα αυτά πρέπει να έχουν κάποιες πέτρες ή ογκολίθους (blocks), στοιχεία σημαντικά για το φώλιασμα και την επισκόπηση του περιβάλλοντος χώρου. Οι κλιματολογικές και ορεογραφικές συνθήκες των πρωτογενών οικοτόπων μπορεί να διαφέρουν σημαντικά. Για παράδειγμα, στη Μογγολία μπορεί να συχνάζει σε περιοχές με ήπια, αραιή βλάστηση, βουνοπλαγιές και λόφους καλυμμένους με χαλίκια, απότομα φαράγγια σε παρακείμενα ψηλά βουνά, ενώ στα Ιμαλάια σε ημιερημικές, ξηρές ηπειρωτικές κοιλάδες και, στην Ευρώπη, σε βραχώδεις ψηλές εξάρσεις και σε παγετωνικούς ογκόλιθους των Άλπεων. [9] Μπορεί να φθάσει μέχρι και στα 3200 μέτρα στις Άλπεις, ενώ στα Ιμαλάια στα 5700 μέτρα, περίπου. [9][14][15]

Το φάσμα των μη αναπαραγωγικών οικοτόπων, που κατοικούνται από τον καρβουνιάρη είναι εξαιρετικά μεγάλο, αν και η σύνδεση με το κύριο ενδιαίτημα δεν είναι πάντα προφανής. Ένας βασικός παράγοντας σε αυτούς τους οικοτόπους είναι η ύπαρξη τουλάχιστον κάποιας ή κάποιων περιοχών με χαμηλή βλάστηση, οι οποίες κατά προτίμηση χρησιμοποιούνται για το κυνήγι. Σε όλες τις περιπτώσεις και, παρά το ευρύ φάσμα των ενδιαιτημάτων του, το είδος είναι πολύ ευαίσθητο στις διάφορες οχλήσεις. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις ενδιαιτημάτων εντός ή πλησίον οικισμών. Παραδείγματα είναι τα λατομεία, κατασκευές στήριξης αμπελιών σε αμπελώνες, εμπορικές και βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Στην Ευρώπη, οι οικισμοί είναι πιθανόν να αποτελέσουν μελλοντικά, το 90% των συνολικών ενδιαιτημάτων, [9] ενώ ήδη στο Ηνωμένο Βασίλειο, αυτό τείνει να γίνει πλέον κανόνας. [16]

Μετά την περίοδο αναπαραγωγής και, κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης, προτιμώνται ως τόποι ανάπαυλας μεγάλες ανοικτές εκτάσεις, όπως καλλιεργημένα ή χέρσα χωράφια, ενώ ιδιαίτερα δημοφιλείς είναι οι παραποτάμιες όχθες, ιδιαίτερα σε άσχημες καιρικές συνθήκες. Οι καλαμιώνες και τα έλη, ωστόσο, φαίνεται να αποφεύγονται, παρά την αφθονία τροφής που παρέχουν και, τον ημι-ανοικτό χαρακτήρα τους. [9]

Στην Ελλάδα, απαντά σε λόφους με πέτρες ή βράχια, βουνοπλαγιές, κήπους, δενδροφυτείες, αγρούς, πεδινές, δασικές και θαμνώδεις εκτάσεις και όχθες ποταμών. [12]

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρσενικός καρβουνιάρης (αναπαραγωγικό πτέρωμα)

Όπως και ο -συγγενικός με αυτόν- κοκκινούρης, ο καρβουνιάρης, είναι πτηνό που παρουσιάζει έντονο φυλετικό διμορφισμό στο αναπαραγωγικό του πτέρωμα. Το αρσενικό ξεχωρίζει εύκολα από τον χαρακτηριστικό χρωματισμό του, ενώ τα θηλυκά και τα νεαρά άτομα είναι πιο «θαμπά» και μοιάζουν αρκετά με μικρά αηδόνια, σε κάποιον μη έμπειρο παρατηρητή.

Το αναπαραγόμενο αρσενικό έχει γκριζόμαυρο κεφάλι, ράχη και στήθος (διαφορά από τον κοκκινούρη) που, σε συνδυασμό με τη λαμπερή πορτοκαλοκόκκινη ουρά, είναι εύκολα αναγνωρίσιμο στο πεδίο. Έχει μαύρο μέτωπο αλλά, μερικές φορές, με ένα λευκό σημάδι στο πάνω μέρος του, μαύρο πηγούνι και λάρυγγα, ενώ το κάτω μέρος είναι ανοικτοτεφρόχρωμο. Η άνω επιφάνεια των πτερύγων είναι σκούρα γκριζοκαφέ, με λευκωπές περιοχές κυρίως στα δευτερεύοντα ερετικά φτερά, εμφανείς κατά την πτήση, ενώ όταν το πουλί κάθεται διακρίνονται δύσκολα.[17] Όσο μεγαλύτερο σε ηλικία είναι το πουλί, τόσο πιο μεγάλη είναι αυτή η λευκόχρωμη επιφάνεια.[18] Το ουροπύγιο και όλη σχεδόν η ουρά είναι λαμπερά πορτοκαλοκόκκινα (τα δύο κεντρικά πηδαλιώδη φτερά είναι σκούρα σταχτοκαφέ). Πάντως, στο μη αναπαραγωγικό πτέρωμα, τα αρσενικά χάνουν αυτά τα λαμπερά χαρακτηριστικά και είναι πολύ πιο «θαμπά» σε χρώματα, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι πιο μαυριδερά από τα θηλυκά.

Τα θηλυκά έχουν, σε όλες τις εποχές, καφετί ομοιόμορφο πτέρωμα με πιο αχνές περιοχές, ιδιαίτερα στο στήθος, ενώ δεν διαθέτουν το μαύρο χρώμα στο πρόσωπο και στο σαγόνι του αρσενικού, αντίθετα, αυτές οι περιοχές έχουν τεφρόλευκο χρώμα. Πάντως, σε γενικές γραμμές, είναι πιο σκουρόχρωμα από τα θηλυκά του κοκκινούρη. Τα νεαρά άτομα μοιάζουν με τα θηλυκά, αλλά είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστούν με βάση, μόνον, τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του πτερώματός τους και, μοιάζουν με τα μικρά του κοκκινολαίμη.

Το ράμφος είναι καφετί-μαύρο, σχετικά μακρύ και φέρει στη βάση του μακριές σμήριγγες, ενώ οι -αρκετά μεγάλοι- ταρσοί έχουν μαύρο χρώμα. Οι οφθαλμοί φέρουν έναν αρκετά δυσδιάκριτο λευκό δακτύλιο στην περιφέρειά τους.

  • Συνηθίζει να κινεί την ουρά του πάνω-κάτω (jerking), ένα χαρακτηριστικό που, πολλές φορές χρησιμοποιείται ως διαγνωστικό στοιχείο αναγνώρισης, ιδιαίτερα στα θηλυκά και νεαρά άτομα.

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: 14(-15)εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 84.5 ± 2.9 χιλιοστά [16]
  • Βάρος: 12-21 γραμμάρια [16]

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διατροφή του καρβουνιάρη αποτελείται κυρίως από μικρά ασπόνδυλα, αλλά και φυτική ύλη, ιδιαίτερα από σωροκάρπια (berries). Το φάσμα των θηραμάτων ποικίλλει και, περιλαμβάνει περισσότερες από 50 οικογένειες εντόμων, αραχνοειδών -αράχνες και αραχνίδια (φαλάγγια)- καθώς και διάφορα άλλα είδη, ιδιαίτερα αρθρόποδα εδάφους και σαλιγκάρια. Το μέγεθος του θηράματος είναι 2-8 χιλιοστά, ενώ συλλαμβάνονται περιστασιακά κάμπιες και γεωσκώληκες, τα οποία μπορεί να είναι μέχρι και 16 εκατοστά. Τέτοια μεγάλα θηράματα, συνήθως διαμελίζονται σε μικρότερα κομμάτια πριν την κατανάλωση ή για να τραφούν οι νεοσσοί. Το πεπτικό σύστημα του πτηνού δείχνει προσαρμογές ανάλογα με τη διατροφή του εκάστοτε ατόμου. Το, εάν τα σωροκάρπια έχουν ιδιαίτερη φυσιολογική σημασία ή μπορούν να αξιοποιηθούν μόνον ευκαιριακά, είναι θέμα αμφιλεγόμενο. [9]

Κυνήγι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο καρβουνιάρης είναι κυρίως κυνηγός που «στήνει καρτέρι». Συνήθως καραδοκεί για το θήραμα από υψηλές θέσεις (perching), όπως πέτρες, βράχους, πασσάλους ή οροφές, σπάνια από θάμνους ή δέντρα. Η θήρευση επιτυγχάνεται με κατακόρυφες επιθέσεις, αλλάζοντας την κατεύθυνσή του εάν χρειαστεί. Η απόσταση από το θήραμα όταν επιτίθεται είναι συνήθως μεταξύ δύο και τριών μέτρων, αλλά μπορεί επίσης να φθάνει και τα δέκα μέτρα. Τα ιπτάμενα έντομα συλλαμβάνονται στον αέρα, αλλά το συγκεκριμένο κυνήγι έχει δευτερεύοντα χαρακτήρα. Εναλλακτικά, περιμένει το θήραμα απευθείας στο έδαφος. Για το σκοπό αυτό, είναι καλά προσαρμοσμένο να τρέχει μεγάλες αποστάσεις με τα ισομήκη δάκτυλα των ποδιών του, ενώ μπορεί να κάνει μικρά άλματα, αλλά σπανίως συνεχόμενα.

Ηθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι καρβουνιάρηδες δεν είναι, γενικά, κοινωνικά πτηνά και αρέσκονται να κινούνται και να κυνηγούν μοναχικά, εκτός από τη μεταναστευτική περίοδο που συγκεντρώνονται σε ομάδες, αν και ακόμη και τότε, απαιτούν κάποιο ζωτικό χώρο. [9]

Στην Κ. Ευρώπη, στην αναπαραγωγική περίοδο από το Μάρτιο έως τον Ιούνιο, συνηθίζουν να κελαηδάνε δύο ώρες πριν από την ανατολή του ηλίου. Έτσι, μαζί με τα κοτσύφια, αποτελούν τα πουλιά που ξεκινάνε το κελάηδημα πολύ νωρίς το πρωί και, τραγουδάνε μέχρι αργά το βράδυ, με μικρά μόνο διαλείμματα. Κάποιες φορές, μάλιστα, ακούγονται και κατά τη διάρκεια της νύκτας, ενώ υπάρχουν αναφορές για νυκτερινό κυνήγι εντόμων, στο φώς των λαμπτήρων που φωτίζουν τους δρόμους των πόλεων. [17] Ειδικά κατά την αλλαγή πτερώματος (moulting) βλέπει κανείς τα πουλιά να κάθονται αρκετή ώρα στον ήλιο, ενώ είναι σπάνια τα υδατόλουτρα και, ακόμη σπανιότερα τα αμμόλουτρα σε σωρούς χώματος. [17]

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θηλυκός καρβουνιάρης με υλικό κατασκευής φωλιάς

Ο καρβουνιάρης ωριμάζει σεξουαλικά ήδη στο τέλος του πρώτου έτους της ζωής του και, είναι κατά κύριο λόγο, μονογαμικό πτηνό, με τα ίδια ζευγάρια να επιχειρούν και πάλι το επόμενο έτος να μεγαλώσουν τα μικρά τους, μαζί. Ωστόσο, έχουν παρατηρηθεί αρκετές περιπτώσεις διγυνίας, οπότε το αρσενικό -μόνο υπό πολύ ευνοϊκές συνθήκες-, να προσπαθεί να ζευγαρώσει με δύο θηλυκά. [9]

Σε πολλά μέρη της Ν. και Κ. Ευρώπης, έχουν παρατηρηθεί δύο ή και τρεις γέννες (broods), μέσα στην ίδια αναπαραγωγική περίοδο. Λόγω της ασύγχρονης άφιξης στη περιοχή αναπαραγωγής, συμβαίνει χρονική επικάλυψη μεταξύ της πρώτης και δεύτερης γέννας εντός μεμονωμένων πληθυσμών. Η συχνότητα της δεύτερης γέννας ποικίλλει ανάλογα με το υψόμετρο και το γεωγραφικό πλάτος. Επιπλέον, τα γηραιότερα αρσενικά έχουν περισσότερες πιθανότητες για δεύτερη γέννα από τα μικρότερα σε ηλικία πτηνά. [9]

Τα θηλυκά στην Κ. Ευρώπη καταφθάνουν λίγες ημέρες έως και δύο εβδομάδες αργότερα από τα αρσενικά στην περιοχή αναπαραγωγής και, περιφέρονται αρκετές ημέρες χωρίς να διαλέγουν ταίρι, αλλά συλλέγουν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των ιδιοτήτων του εδάφους και των πιθανών συντρόφων τους. Κοινή επιθεώρηση των πιθανών φωλιών είναι, επίσης, μέσα στην προετοιμασία για τις διαδικασίες ζευγαρώματος που ακολουθούν. [9]

Η περίοδος αναπαραγωγής των καρβουνιάρηδων ξεκινάει συνήθως τον Απρίλιο, από τις αρχές μέχρι τα τέλη του και, εξαρτάται από το γεωγραφικό πλάτος της περιοχής φωλιάσματος. Προτιμώνται θέσεις που μπορούν να προσφέρουν τρύπες σε βράχους ή κάτι ανάλογο όπως, γκρεμοί, γείσα βράχων, παλαιοί τοίχοι κοντά σε κήπους, οπωρώνες, αγροί και αμπελώνες. Επίσης χρησιμοποιούνται ερείπια, το εσωτερικό εγκαταλελειμμένων κτηρίων και κουφάλες δένδρων. [19] Μπορεί να χρησιμοποιηθούν και τεχνητά κατασκευασμένες φωλιές, ιδιαίτερα στα αστικά πάρκα των βορειοευρωπαϊκών χωρών, αλλά γενικά δεν προτιμώνται. [14]

Η φωλιά κατασκευάζεται από το θηλυκό και, είναι μια μάλλον ογκώδης, στέρεη και σχετικά βαθιά κατασκευή που αποτελείται κυρίως από ξερά κλαδιά, βλαστούς και βρύα, ενώ σπανιότερα χρησιμοποιούνται φτερά, ή χαρτί. Το εσωτερικό επιστρώνεται κυρίως με τρίχες, μαλλί και φτερά.

Αρσενικός καρβουνιάρης (αναπαραγωγικό πτέρωμα) στη φωλιά του
Phoenicurus ochruros

Η γέννα αποτελείται συνήθως από 4-6 αυγά και, η επώαση που πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό, διαρκεί 12-16 ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, επιτηρούνται και σιτίζονται και από τους δύο γονείς και, μένουν στη φωλιά για 12-19 ημέρες, περίπου. Συνήθως φεύγουν από τη φωλιά προτού να πετάξουν. [19]

Στην Ελλάδα, ο καρβουνιάρης φωλιάζει ως επιδημητικό, ή περνάει ως μεταναστευτικό πτηνό το χειμώνα για τις νότιες επικράτειες. [13][20]

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ευρώπη, οι πληθυσμικές τάσεις από το 1982 έχουν παραμείνει σταθερές, με βάση τα προσωρινά στοιχεία για 21 χώρες από το Πανευρωπαϊκό Πρόγραμμα Παρακολούθησης Κοινών Πουλιών (EBCC / RSPB / BirdLife / Στατιστική Ολλανδίας, P. Voříšek in litt. 2008), γι’αυτό η IUCN έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) [1]

Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον ελλαδικό χώρο o Καρβουνιάρης απαντά και με τις ονομασίες Γιαννάκος, Γιαννάκης, Γιαννάκι (Κρήτη), Καλατζής (Παρνασσός), Τσουκαλάκος, Κοκκινόκωλος, Χειμώνι [21] και Μαυροφοινίκουρος. [20]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 BirdLife International (2012). Phoenicurus ochruros στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 29 Μαρτίου 2014.
  2. Howard and Moore, p. 674
  3. 3,0 3,1 3,2 Howard and Moore, p. 681
  4. Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα (1992), τ. 60, σ. 474
  5. Menzel
  6. http://ibc.lynxeds.com/species/black-redstart-phoenicurus-ochruros
  7. Ertan
  8. Grosch
  9. 9,00 9,01 9,02 9,03 9,04 9,05 9,06 9,07 9,08 9,09 9,10 9,11 9,12 Landmann
  10. BirdLife International and NatureServe (2012). «Phoenicurus ochruros: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής». IUCN. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2014. 
  11. Αγγλική και Γερμανική Βικιπαίδεια
  12. 12,0 12,1 Όντρια, σ. 206
  13. 13,0 13,1 Κόκκινο Βιβλίο, σ. 159
  14. 14,0 14,1 14,2 Hölzinger
  15. HBV Band 11/I, P. o. gibraltariensis, Verbreitung der Art; Seite 301, siehe Literatur
  16. 16,0 16,1 16,2 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob11210.htm
  17. 17,0 17,1 17,2 del Hoyo
  18. Heinzel et al, p. 262
  19. 19,0 19,1 Harrison, p. 270
  20. 20,0 20,1 Όντρια, σ. 206-7
  21. Απαλοδήμος, σ. 35

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Collin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 32 , λήμμα «Καρβουνιάρης»
  • Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια, Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Γ. Χανδρινού-Α. Δημητρόπουλου, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, εκδόσεις Ευσταθιάδη, Αθήνα, 1982.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
  • Richard Grimmett, Carol Inskipp, Tim Inskipp, Birds of Nepal , Helm Field Guides, London 2000
  • Ertan, K. T. (2006). The Evolutionary History of Eurasian Redstarts "Phoenicurus". Acta Zoologica Sinica 52 (Supplement): 310–313. PDF fulltext
  • Urs N. Glutz von Blotzheim, K. M. Bauer: Turdidae/Erithacinae. Aula, Wiesbaden 2001, ISBN 3-923527-00-4 (Handbuch der Vögel Mitteleuropas. Band 11/1).
  • Armin Landmann: Der Hausrotschwanz. AULA-Verlag, Wiesbaden 1996, ISBN 3-89104-551-4
  • Jochen Hölzinger: Die Vögel Baden-Württembergs. Band 3/1, Singvögel/Sperlingsvögel, Eugen Ulmer Verlag; Stuttgart 1999, ISBN 3-8001-3493-4
  • del Hoyo, J, et al. eds. (2005). Handbook of the Birds of the World, vol. 10. Barcelona: Lynx Edicions. p. 771. ISBN 84-87334-72-5.
  • Heinz Menzel: Der Hausrotschwanz. Neue Brehm Bücherei, Magdeburg 1995, ISBN 3-89432-221-7
  • Steijn, Laurens B. (2005) Eastern Black Redstarts at IJmuiden, the Netherlands, and on Guernsey, Channel Islands, in October 2003, and their identification, distribution and taxonomy Dutch Birding 27(3):171-194
  • Grosch, K. (2004). Hybridization Between Redstart Phoenicurus phoenicurus and Black Redstart P. ochruros, and the Effect on Habitat Exploitation. J. Avian Biol. 35 (3): 217-223 doi:10.1111/j.0908-8857.2004.03128.x (HTML abstract)
  • Snow, D. W., & Perrins, C. M. (1998). The Birds of the Western Palearctic (Concise Edition ed.). Oxford: Oxford University Press. ISBN 0-19-854099-X.
  • Holling, M. et al. (2010). Rare breeding birds in the United Kingdom in 2008. British Birds 103: 482–538.