Καπακλής

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Καπακλής
Ενήλικος αρσενικός καπακλής στο πτέρωμα αναπαραγωγής
Ενήλικος αρσενικός καπακλής στο πτέρωμα αναπαραγωγής
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χηνόμορφα (Anseriformes)
Οικογένεια: Νησσίδες (Anatidae)
Υποοικογένεια: Νησσίνες (Anatinae) [1]
Γένος: Μαρέκα (Mareca) Stephens, 1824 F
Είδος: M. strepera
Διώνυμο
Mareca strepera (Μαρέκα η φωνασκός)
(Linnaeus, 1758)
Υποείδη

Mareca strepera couesi
Mareca strepera strepera

Mareca strepera

Ο Καπακλής είναι υδρόβιο νηκτικό πτηνό της οικογενείας των Νησσιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Mareca strepera και περιλαμβάνει 2 υποείδη, εκ των οποίων το ένα (1) εξαφανισμένο.[2][3]

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Άγνωστη ? [4]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιστημονική ονομασία του γένους, Mareca, έχει πορτογαλική ρίζα και με προέλευση τη Βραζιλία, όπου με τον όρο marréco αποκαλούνται οι μικρές σε μέγεθος πάπιες, γενικότερα. Παραλλαγές της ίδιας λέξης αποτελούν οι όροι marica και marcia.[5]

Ο λατινικός όρος strepera στην επιστημονική ονομασία του είδους, προέρχεται από το ρήμα strepo (strepere, strepui, strepitus) «παράγω δυνατό ήχο, ηχώ συγκεχυμένα».[6] Κατά μίαν εκδοχή, το ρήμα αυτό έχει ελληνική ρίζα και προέρχεται από το «στρέφω», συγκεκριμένα από τον στριγγό ήχο που κάνει κάποια πόρτα όταν στρέφεται στους στροφείς (μεντεσέδες) της.[7] Επομένως, η ονοματοδοσία του είδους οφείλεται στον ήχο που αρθρώνει το πτηνό, αν και η φωνή του ουδόλως είναι στριγκή και κακόηχη, τουναντίον μοιάζει πολύ με την ανθρώπινη ανδρική (βλ. Φωνή). Υπό αυτή την έννοια είναι περισσότερο «επιτυχημένη» η απόδοση «φωνασκός, φλύαρος» για τον όρο strepera (βλ. Άλλες ονομασίες).

Η αγγλική λαϊκή ονομασία του πτηνού, gadwall, έχει άγνωστη προέλευση αλλά πιθανόν προέρχεται από το [Anas] querquedula (κιρκίρι). Η ορθογραφία καταγράφεται για πρώτη φορά στον Willughby το 1676, και έχει γενικά υιοθετηθεί από μεταγενέστερους συγγραφείς. Ο Merrett, το 1667, ανέφερε ότι προέρχεται από τη λέξη gaddel (Pinax rerum naturalium Britannicarum, σ. 180), που χρησιμοποιούσαν έμποροι πτηνών.[8]

Η ελληνική λαϊκή ονομασία καπακλής έχει τουρκική προέλευση: kapak = κάλυμμα, καπάκι, kapakli = καλυμμένος, σκεπασμένος,[9] αλλά είναι άγνωστος ο λόγος ονοματοδοσίας. [εκκρεμεί παραπομπή]

Συστηματική Ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συστηματική ταξινομική του taxon είναι προβληματική σε επίπεδο γένους. Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, υπό την ονομασία Anas strepera (Ευρώπη, 1758).[10] Το 1824, ο Άγγλος φυσιοδίφης Τ. Στέφενς (James Francis Stephens 1792 – 1852) πρότεινε το γένος Mareca, αλλά επαναταξινομήθηκε στο αρχικό γένος το 1886, από την AOU. Κατόπιν, ο ίδιος ταξινομικός φορέας το μετέφερε στο γένος Chaulelasmus, για να ξαναμεταφερθεί στο Anas, μέχρι το 2014. Έκτοτε, προτάθηκε η μεταφορά του στο γένος Mareca, με τη νέα ταξινομική να ακολουθείται από πολύ σημαντικούς ταξινομικούς φορείς, όπως οι Howard & Moore (4th ed.), Avibase, HBW, IUCN κ.α. Ωστόσο, άλλες αυθεντίες όπως οι ITIS, IOC, AOU (7th ed.) δεν έχουν αποδεχθεί αυτή την αλλαγή, τουλάχιστον ακόμη.[11]

Υβρίδια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι καπακλήδες εμφανίζουν έντονους υβριδισμούς με πολλά άλλα είδη εντός των Ανατιδών, όπως: Mareca strepera x Tadorna tadorna (βαρβάρα), M. strepera x Anas platyrhynchos (πρασινοκέφαλη), M. s. x Anas acuta, M. s. x Anas undulata, M. s. x Anas superciliosa, M. s. x Lophodytes cucullatus, κ.α.[11]

Γεωγραφική εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος εμφανίζει ευρύ φάσμα κατανομής σε μεγάλες επικράτειες της Ευρασίας, της Αφρικής και της Βόρειας Αμερικής (Παλαιοαρκτική και Νεοαρκτική οικοζώνη) (βλ. και Μεταναστευτική συμπεριφορά). Στην Ευρώπη, απαντά σε όλη την ήπειρο, εκτός από τη Β. Σκανδιναβία, σε όλες τις μορφές μετακίνησης, αλλά όχι σε ιδιαίτερα συμπαγείς πληθυσμούς.

Στην Αφρική απαντά κυρίως στις μεσογειακές χώρες και στη ζώνη παράλληλα του Νείλου, ως διαχειμάζον είδος.

Η Ασία είναι πολύ σημαντική επικράτεια καλοκαιρινού φωλιάσματος, σε μιαν ευρεία ζώνη που αρχίζει από τη Ρωσία και τις ακτές του Ευξείνου Πόντου στα δυτικά και, διά μέσου όλης της σιβηρικής περιοχής νότια της τάιγκα, φθάνει μέχρι τις ακτές του Ειρηνικού, την Καμτσάτκα και την Ιαπωνία, στα ανατολικά. Νότια φθάνει μέχρι την Κ. Ινδία, τις ακτές του Ινδικού στο Πακιστάν και το Χονγκ Κονγκ ως χειμερινός επισκέπτης.

Στην Αμερική, οι εκεί πληθυσμοί απαντούν σε όλες τις μορφές μετακίνησης, από την Αλάσκα (μικροί θύλακοι) στα βορειοδυτικά, μέχρι τις ατλαντικές ακτές του Καναδά και των ΗΠΑ στα ανατολικά, ενώ νότια φθάνουν μέχρι τη Γουατεμάλα kai to Μπελίζ, ως διαχειμάζοντα πτηνά.[12]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Mareca strepera couesi Ταμπουαεράν στο Κιριμπάτι Ενδημικό στη νήσο Ανακαλύφθηκε στο απόμακρο νησί του Ειρηνικού το 1874, αλλά έκτοτε παρατηρήθηκε ελάχιστες φορές [5] και, σήμερα, θεωρείται εξαφανισμένο (EX)
2 Mareca strepera strepera Ευρώπη, Ασία, Αφρική, Β. Αμερική Ευρώπη, Αφρική, Β. και Κ. Αμερική Πιθανώς εξαφανισμένο από θέσεις της Καραϊβικής (Κούβα, Βερμούδες, κ.α)

Πηγές:[2][12][13] (σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο καπακλής μπορεί να απαντά σε όλες τις μορφές μετακίνησης στις επικράτειες όπου κατανέμεται και, μπορεί να είναι επιδημητικό, καλοκαιρινό αναπαραγόμενο, διαχειμάζον ή διαβατικό πτηνό ανάλογα με την περιοχή. Ωστόσο, γενικότερα, θεωρείται μεταναστευτικό είδος, διότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων εκτελεί αποδημίες. Η αναπαραγωγή πραγματοποιείται στα γεωγραφικά πλάτη μεταξύ 40° και 60°, στο Βόρειο ημισφαίριο. Οι φθινοπωρινές μεταναστεύσεις, πραγματοποιούνται στα νότια της εκάστοτε περιοχής αναπαραγωγής, κυρίως στα γεωγραφικά πλάτη μεταξύ 20° και 60°, αλλά υπάρχουν αρκετοί πληθυσμοί που μένουν μόνιμα σε μια περιοχή, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Βέβαια, όσο βορειότερα αναπαράγονται τα πτηνά, τόσο τείνουν να μεταναστεύουν νότια.

Οι πληθυσμοί της Ευρώπης θεωρούνται μερικώς μεταναστευτικοί, με αρκετούς υπο-πληθυσμούς, να παραμένουν μόνιμα στην ήπειρο, κυρίως στο δυτικό τμήμα της (Ηνωμένο Βασίλειο, Κάτω Χώρες, Γαλλία, Ισπανία). Στην υπόλοιπη επικράτεια, οι πληθυσμοί έρχονται τα καλοκαίρια για να φωλιάσουν, κυρίως στην Κ. Ευρώπη, τη Ρωσία και τη Ν. Σκανδιναβία, φθάνοντας μέχρι και την Ισλανδία. Οι μεσογειακές χώρες αποτελούν κυρίως θέσεις διαχείμασης, αν και σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχουν αρκετοί θύλακοι μόνιμων πληθυσμών σε αυτές.

Οι ασιατικοί πληθυσμοί, είναι πλήρως μεταναστευτικοί, με ελάχιστους θύλακες μόνιμης παραμονής σε περιοχές του Ευξείνου Πόντου, της Τουρκίας και της Κασπίας. Ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος των περιοχών φωλιάσματος, διαχειμάζουν στη Μέση Ανατολή και σε μια ευρεία ζώνη που ξεκινάει από τις ακτές του Ινδικού και, διά μέσου της Ινδίας, των Ιμαλαΐων και της Κίνας, φθάνει στη Σινική Θάλασσα στα ανατολικά. Στην περιοχή του Νεπάλ ξεχειμωνιάζει μέχρι τα 915 μ., ενώ ως διαβατικό πτηνό φθάνει στα 4.750 μ.[14]

Οι βορειοαμερικανικοί πληθυσμοί αναπαράγονται κυρίως στον Καναδά και τις Κ. ΗΠΑ (αλλά και στην Αλάσκα), αλλά υπάρχουν συμπαγείς επιδημητικοί πληθυσμοί, στις Α. ΗΠΑ και στις ατλαντικές ακτές στα ΒΑ. Κατεβαίνουν νοτιότερα για να ξεχειμωνιάσουν, με αρκετούς από αυτούς να φθάνουν στο Μεξικό και την Καραϊβική, αν και αρκετοί πληθυσμοί στην Κούβα και τα γύρω νησιά δεν παρατηρούνται, πλέον.

Τα αρσενικά αφήνουν τους τόπους αναπαραγωγής στις αρχές Ιουλίου (ένα (1) μήνα πριν από τα θηλυκά και τα νεαρά άτομα), μεταναστεύουν σε υγροτόπους-κλειδιά για να περάσουν περίοδο αλλαγής πτερώματος (moulting), που διαρκεί 4 εβδομάδες, περίπου, ενώ κατόπιν συνεχίζουν για τις θέσεις διαχείμασης.[15] Η επιστροφή διαρκεί από τον Μάρτιο έως τον Απρίλιο.[15] (Scott and Rose 1996)

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί από το Μάλι, τη Νιγηρία και τη Σομαλία, την Τζαμάικα και πολλά νησιά του νότιου συμπλέγματος των Αντιλλών, αλλά και από τη Γροιλανδία.[4]

Στην Ελλάδα, ο καπακλής απαντά σε όλες τις μορφές μετακίνησης, κυρίως όμως είναι καλοκαιρινός αναπαραγόμενος και χειμερινός επισκέπτης, με κάποιους πληθυσμούς να είναι επιδημητικοί στα βόρεια.[16][17] Γενικά, θεωρείται ανεπαρκώς γνωστό (K, Insufficiently Known) [18] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα). Από την Κρήτη δεν αναφέρεται, αλλά από την Κύπρο αναφέρεται ως χειμερινός επισκέπτης και ως φθινοπωρινό διαβατικό πτηνό (σποραδικά).[19]

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναπαραγωγική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος αναπαράγεται σε πολύ παραγωγικά [20][21] ή/και ευτροφικά,[22] μεσοτροφικά [23] γλυκά νερά λιμνών ή βάλτων,[20][21] κυρίως σε ανοικτούς πεδινούς λειμώνες,[24][25] δείχνοντας προτίμηση σε προφυλαγμένα, αβαθή, στάσιμα ή με αργή ροή ύδατα,[22] με άφθονη αναδυόμενη βλάστηση [20][21][22][24] και νησίδες με βλάστηση που παρέχουν κάλυψη για την ωοτοκία [20][22][24] Μπορεί επίσης να βρεθεί σε μόνιμα, ρηχά, ελαφρώς αλκαλικά, άδενδρα έλη,[20][24] καθώς και σε λίμνες που σχηματίζονται από τους μαιάνδρους των ποταμών (oxbow lakes), κανάλια,[26] ταμιευτήρες και λάκκους με βότσαλα.[21]

Μη αναπαραγωγική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την εκκόλαψη των νεοσσών, τα θηλυκά τούς μετακινούν σε βαθύτερα άδενδρα έλη, ή στις άκρες μεγάλων νερόλακκων, μερικές φορές περισσότερο από 1 μίλι μακριά από τις θέσεις φωλιάσματος.[24] Σπάνια, (κυρίως τον χειμώνα),[27] το είδος εμφανίζεται κατά μήκος προστατευμένων ακτών,[20][28] σε παράκτια άδενδρα έλη (κυρίως στη Βόρεια Αμερική),[21] σε εκβολές ποταμών [22][26][27] και σε δέλτα ή λιμνοθάλασσες.[22]

Στην Ελλάδα, ο καπακλής απαντά σε λιμνοθάλασσες, λίμνες, έλη και τενάγη, σπανιότερα σε ακτές.[16] Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, σχηματίζει μικρά σμήνη στα ρηχά νερά μεγάλων υγροτόπων, γλυκά και υφάλμυρα.[29]

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενήλικος αρσενικός (πάνω) και θηλυκός καπακλής με το λευκό κάτοπτρο να διακρίνεται

Ο καπακλής, όπως και πρασινοκέφαλη ανήκει στις επονομαζόμενες αφρόπαπιες, επειδή τρέφεται στην επιφάνεια ή λίγο κάτω από την επιφάνεια του νερού. Όπως όλες οι αγριόπαπιες, εμφανίζει έντονο φυλετικό διμορφισμό με το αναπαραγόμενο αρσενικό (drake) να είναι εντελώς διαφορετικό σε εμφάνιση από το θηλυκό (duck). Επίσης είναι λίγο μεγαλύτερο και βαρύτερο.

Γενικά, είναι μεσαίου μεγέθους πάπιες, λίγο μικρότερες από τις πρασινοκέφαλες,[30] με πιο ίσιο μέτωπο.[31] Το αρσενικό δεν διαθέτει το εντυπωσιακό πτέρωμα άλλων ειδών, ακόμη και κατά την αναπαραγωγική περίοδο. Ίσως, το κυριότερο χαρακτηριστικό του είδους είναι τα ελάσματα των χειλέων της ρινοθήκης, που είναι ευκρινώς ορατά εξωτερικά κατά το μεγαλύτερο μέρος τους.[16] Τα πόδια είναι πορτοκαλοκίτρινα και η ουρά διαθέτει 16 πηδαλιώδη. Η κοιλιά είναι λευκή, στοιχείο ιδιαίτερα ορατό κατά την πτήση.[30]

Το αρσενικό δεν διαθέτει κάποιο έντονο διαγνωστικό γνώρισμα (nondescript) στο αναπαραγωγικό του πτέρωμα αλλά, ιδωμένο από πλάγια, πιθανόν να ξεχωρίζει το λευκό κάτοπτρο που περιβάλλεται από μικρές περιοχές καστανού και μαύρου χρώματος. Κατά τα άλλα, το γενικότερο πτέρωμα είναι μονότονο γκρίζο, με έντονα, λεπτά γεωμετρικά μοτίβα στην περιοχή του λαιμού και του στήθους. Το πίσω μέρος της ράχης είναι ομοιόμορφα καστανόγκριζο και το ουροπύγιο σκοτεινόχρωμο. Το ράμφος είναι γκρίζο στο χρώμα του σχιστόλιθου (slate-grey). Στο μη-αναπαραγωγικό πτέρωμα (eclipse), το αρσενικό μοιάζει αρκετά με το θηλυκό, διατηρώντας τα μοτίβα των πτερύγων και το σκουρότερο ράμφος.

Το θηλυκό έχει, επίσης, μονότονο γκρίζο χρωματισμό αλλά, εκτός από την περιοχή του λαιμού και του στήθους, όπου μοιάζει με το αρσενικό, διαθέτει πλατύτερες σκούρες καφέ στίξεις και ραβδώσεις σε όλη τη ράχη, ενώ το ράμφος της έχει αρκετό πορτοκαλί στα χείλη του, με μαύρη μέση ραχιαία γραμμή.[32] Το κάτοπτρο είναι μικρό και λευκό, χωρίς τις περιβάλλουσες έγχρωμες περιοχές του αρσενικού.

Στα νεαρά άτομα, το κάτοπτρο είναι δυσδιάκριτο ή -πρακτικά- ανύπαρκτο και το πτέρωμα ωχροκίτρινο, κάνοντας αντίθεση με το γκριζωπό κεφάλι.[30]

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: 46 έως 56 (-58) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (78-) 84 έως 90 (-95) εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ 27,2 ± 0,7 εκατοστά [Εύρος 26,0 – 28,4 εκατοστά (σε δείγμα Ν=106 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 25,6 ± 0,6 εκατοστά [Εύρος 24,5 – 26,5 εκατοστά (Ν=91)]
  • Βάρος: ♂ 675 έως 990 γραμμάρια (Ν=95), ♀ 630 έως 980 γραμμάρια (Ν=87) [33]

Πηγές:[14][34][35][36][37][38][39][30][31][13][32][40][41][42][43]

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ζευγάρι καπακλήδων με το αρσενικό στο κάτω μέρος

Οι καπακλήδες είναι παμφάγα αλλά, κατά κύριο λόγο, φυτοφάγα πτηνά,[20] με το διαιτολόγιο να αποτελείται από τα σπέρματα, τα φύλλα, τις ρίζες και τους μίσχους υδροχαρών φυτών (βυθισμένων και αναδυομένων).[20] Επίσης, τρέφονται με αγρωστώδη και χαροφύκη,[21] ενώ, περιστασιακά, λαμβάνουν κόκκους δημητριακών από το έδαφος.[22][44] Κατά τη διάρκεια του χειμώνα (κυρίως στην Αφρική) τρέφονται με μικρές ποσότητες ζωικής ύλης, όπως έντομα, μαλάκια, δακτυλιοσκώληκες, αμφίβια, γόνο αμφιβίων και μικρά ψάρια.[44]

  • Πολύ χαρακτηριστική είναι η εικόνα ομάδας από καπακλήδες που βουτάνε σε κατακόρυφη θέση το μισό σώμα τους, ενώ το υπόλοιπο παραμένει έξω από το νερό, με την ουρά στον αέρα (bottoms-up).[34]

Ηθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη μη-αναπαραγωγική εποχή, το είδος δεν είναι τόσο αγελαίο και τείνει να σχηματίζει ζευγάρια ή μόνο μικρά σμήνη, συχνά μαζί με άλλες πάπιες επιφανείας.[39] Ωστόσο, κατά τις μεταναστεύσεις ή κατά την περίοδο αλλαγής πτερώματος, μπορεί να συναθροίζεται σε μεγάλα σμήνη.[21][25]

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περίοδος φωλιάσματος ποικίλλει αλλά, συνήθως, ξεκινάει αργά στις αρχές Μαΐου μέχρι τον Ιούνιο ή και τον Ιούλιο.[21] Παρόλο που δεν σχηματίζει αποικίες, σε κάποιες περιπτώσεις οι φωλιές απέχουν μόλις 5μ. η μία από την άλλη.[22] Στους οικοτόπους αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), οι καπακλήδες συνηθίζουν να φωλιάζουν στις θέσεις με την πυκνότερη και ψηλότερη βλάστηση, κοντά στο νερό έτσι, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη προστασία. Ωστόσο, κάποιες φορές, η θέση της φωλιάς είναι αρκετά μακριά από το νερό.[21][27] Η φωλιά είναι μια απλή κοιλότητα στο έδαφος επιστρωμένη με φυτικό υλικό και λίγα φτερά. Συνήθως χρησιμοποιούνται τσουκνίδες,[27] ή απλό γρασίδι. Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος.[45]

Η γέννα αποτελείται από (7-) 8 έως 12 (-16) ελλειπτικά ή οβάλ αβγά, με κρεμ ή ανοιχτοπράσινο χρώμα, διαστάσεων 54,3 Χ 39,1 χιλιοστών [45] και βάρους 44 γραμμαρίων, από τα οποία ποσοστό 8% είναι κέλυφος.[33]. Η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του τελευταίου αβγού, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί (24-) 25 έως 26 (-27) ημέρες. Οι νεοσσοί (παπάκια) είναι φωλεόφυγοι (precocial), πλήρως ικανοί προς κολύμβηση μόλις εκκολαφθούν. Ωστόσο, από ένστικτο τείνουν να μένουν ενστικτωδώς κοντά στη μητέρα τους, όχι μόνο για ζεστασιά και προστασία, αλλά και για να μάθουν και να θυμούνται το μέρος που γεννήθηκαν, καθώς και το πώς και πού να αναζητήσουν τροφή. Όταν οι νεοσσοί ωριμάζουν σε «εφήβους» ικανούς προς πτήση, μαθαίνουν και θυμούνται τις παραδοσιακές μεταναστευτικές διαδρομές τους (εκτός αν έχουν γεννηθεί και εκτραφεί σε αιχμαλωσία). Μετά από αυτή την περίοδο, τα νεαρά άτομα και η μητέρα μπορεί να αποχωριστούν, ή να παραμείνουν μαζί μέχρι να έρθει η επόμενη εποχή αναπαραγωγής. Η πτέρωση πραγματοποιείται στις 45-50 ημέρες.[38]

Απειλές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νεαρός καπακλής

Το είδος απειλείται από τη ρύπανση [21] και την όχληση από τη χρήση των υγροτόπων γλυκού νερού, για ψυχαγωγικούς λόγους.[21][46] Επίσης, υπάρχει αυξημένη θνησιμότητα, ως αποτέλεσμα κατάποσης μολύβδινων σκαγιών από τα κυνηγετικά όπλα [47] και τη θήρευση της φωλιάς από νυφίτσες (κυρίως στην Ευρώπη).[48] Το είδος είναι ευαίσθητo στη γρίπη των πτηνών έτσι, ώστε μπορεί να απειλείται από μελλοντικές επιδημίες της νόσου.[49]

Κυνήγι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο καπακλής υφίσταται μικρη πίεση από το κυνήγι σε όλες τις χώρες όπου απαντάται, στις οποίες θηρεύεται εντατικά.[50][51][52] Επίσης, τα αβγά του συλλέγονταν -και ίσως συλλέγονται ακόμη- στην Ισλανδία.[53]

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος, παρά το κυνήγι, λόγω του ευρέος φάσματος κατανομής του, δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας από την IUCN.[4] Ωστόσο, παρά το ευρύ φάσμα κατανομής του, χαρακτηρίζεται ως μη-κοινό,[39] διότι δεν σχηματίζει συμπαγείς πληθυσμούς.

Κατάσταση στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτες καταγραφές φωλιάσματος του καπακλή στη χώρα, καταγράφονται από το 1961. Γενικά, φωλιάζει σε πολύ περιορισμένους αριθμούς ζευγαριών (20 ζευγάρια, περίπου) στη Β. Ελλάδα, σε Μακεδονία και Θράκη.[54][55] και θεωρείται η λιγότερο κοινή πάπια επιφανείας (αφρόπαπια) στη χώρα.[54] Ακόμη, όμως, και ως χειμερινού επισκέπτη οι αριθμοί του δεν φαίνεται να είναι μεγάλοι, παρόλο που στο παρελθόν υπήρξαν κάποιες αξιόλογες συναθροίσεις στον Εβρο. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα δεν θεωρείται σημαντικός διεθνής μεταναστευτικός σταθμός, παρόλο που, στο παρελθόν, υπήρχαν σημαντικοί αριθμοί στον Έβρο και στον Αμβρακικό.

Η σημαντικότερη απειλή στην Ελλάδα είναι το παράνομο [56] κυνήγι και, μάλιστα, κινδυνεύουν οι διαχειμάζοντες πληθυσμοί του είδους από υπερθήρευση, αν και απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση επί του προβλήματος.[54][57] Επίσης, η συνεχιζόμενη υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων αναπαραγωγής του.[54]

  • Γενικά, ο καπακλής χαρακτηρίζεται ως αρκετά κοινός χειμερινός επισκέπτης, αλλά με πολύ αραιή και τοπική αναπαραγωγική πυκνότητα,[29] ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ειδικά για την Ελλάδα ως Τρωτό Είδος [VU, κριτήρια B2ab (ii, iii, iv) D1].[54]

Μέτρα διαχείρισης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Προστασία των ενδιαιτημάτων αναπαραγωγής
  • Καταγραφή και μελέτη της οικολογίας του μικρού αναπαραγωγικού πληθυσμού

Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον ελλαδικό χώρο ο Καπακλής απαντά και με τις ονομασίες: Γαλάνι (Λεσίνι Ακαρνανίας), Σταχτόπαπια, Φλυαρόπαπια [16][58] και Κανναούρα (Κύπρος).[59]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Howard and Moore, p. 65
  2. 2,0 2,1 Howard and Moore, p. 66
  3. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=175073
  4. 4,0 4,1 4,2 http://www.iucnredlist.org/details/full/22680149/0
  5. 5,0 5,1 http://www.hbw.com/species/gadwall-mareca-strepera
  6. http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=strepo
  7. Valpy, p. 448
  8. http://en.wikisource.org/wiki/1911_Encyclop%C3%A6dia_Britannica/Gadwall#endnote_1
  9. http://2gym-kalam.mes.sch.gr/onomata/eponyma.html
  10. http://ibc.lynxeds.com/species/anas-strepera
  11. 11,0 11,1 http://avibase.bsc-eoc.org/species.jsp?lang=EN&avibaseid=C235A4D7&sec=summary&ssver=1
  12. 12,0 12,1 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22680149
  13. 13,0 13,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2015. 
  14. 14,0 14,1 Grimmett et al, p. 56
  15. 15,0 15,1 Scott & Rose
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 Όντρια (Ι), σ. 63
  17. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 151
  18. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 241
  19. Σφήκας, σ. 38
  20. 20,0 20,1 20,2 20,3 20,4 20,5 20,6 20,7 del Hoyo et al. 1992
  21. 21,00 21,01 21,02 21,03 21,04 21,05 21,06 21,07 21,08 21,09 21,10 Kear 2005b
  22. 22,0 22,1 22,2 22,3 22,4 22,5 22,6 22,7 Snow & Perrins 1998
  23. Χανδρινός, σ. 285
  24. 24,0 24,1 24,2 24,3 24,4 Johnsgard 1978
  25. 25,0 25,1 Madge & Burn, 1988
  26. 26,0 26,1 Flint et al. 1984
  27. 27,0 27,1 27,2 27,3 Madge & Burn 1988
  28. Scott & Rose 1996
  29. 29,0 29,1 Handrinos & Akriotis
  30. 30,0 30,1 30,2 30,3 Mullarney et al, p. 24
  31. 31,0 31,1 Scott & Forrest, p. 32
  32. 32,0 32,1 Singer, p. 103
  33. 33,0 33,1 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob1820.htm
  34. 34,0 34,1 Gray, p. 39
  35. Avon & Tilford, p. 21
  36. Flegg, p. 66
  37. Heinzel et al, p. 64
  38. 38,0 38,1 Perrins, p. 80
  39. 39,0 39,1 39,2 Bruun, p. 52
  40. Όντρια, σ. 63
  41. http://www.ibercajalav.net
  42. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  43. planetofbirds.com
  44. 44,0 44,1 Brown et al. 1982
  45. 45,0 45,1 Harrison, p. 83
  46. Pease et al. 2005
  47. Mondain-Monval et al. 2002
  48. Opermanis et al., 2001
  49. Melville & Shortridge 2006
  50. Kear
  51. Bregnballe et al
  52. Balmaki & Barati
  53. Gudmundsson
  54. 54,0 54,1 54,2 54,3 54,4 Χανδρινός & Καζαντζίδης σ. 285
  55. ΣΠΕΕ, σ. 80
  56. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Αυγούστου 2014. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2015. 
  57. Χανδρινός, σ. 231
  58. Απαλοδήμος, σ. 16
  59. avibase.bsc-eoc.org

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Χανδρινός Γιώργος, «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Balmaki, B.; Barati, A. 2006. Harvesting status of migratory waterfowl in northern Iran: a case study from Gilan Province. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 868–869. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • Bregnballe, T., Noer, H., Christensen, T.K., Clausen, P., Asferg, T., Fox, A.D. and Delany, S. 2006. Sustainable hunting of migratory waterbirds: the Danish approach. In: G. Boere, C. Galbraith, and D. Stroud (eds), Waterbirds around the world, pp. 854–860. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Brown, L.H., Urban, E.K. and Newman, K. 1982. The Birds of Africa, Volume I. Academic Press, London.
  • Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
  • del Hoyo, J., Collar, N.J., Christie, D.A., Elliott, A. and Fishpool, L.D.C. 2014. HBW and BirdLife International Illustrated Checklist of the Birds of the World. Lynx Edicions BirdLife International.
  • del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Flint, V.E., Boehme, R.L., Kostin, Y.V. and Kuznetsov, A.A. 1984. A field guide to birds of the USSR. Princeton University Press, Princeton, New Jersey.
  • Giles, N. 1994. Tufted Duck (Aythya fuligula) habitat use and brood survival increases after fish removal from gravel pit lakes. Hydrobiologia 279/280: 387-392.
  • Gudmundsson, F. 1979. The past status and exploitation of the Myvatn waterfowl populations. Oikos 32(1-2): 232-249.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: June 2015).
  • Johnsgard, P.A. 1978. Ducks, geese and swans of the World. University of Nebraska Press, Lincoln and London.
  • Kear, J. 2005. Ducks, geese and swans volume 2: species accounts (Cairina to Mergus). Oxford University Press, Oxford, U.K.
  • Madge, S. and Burn, H. 1988. Wildfowl. Christopher Helm, London.
  • Melville, D. S.; Shortridge, K. F. 2006. Migratory waterbirds and avian influenza in the East Asian-Australasian Flyway with particular reference to the 2003-2004 H5N1 outbreak. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 432–438. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Mondain-Monval, J.Y., Desnouhes, L. and Taris, J.P. 2002. Lead shot ingestion in waterbirds in the Camargue, (France). Game and Wildlife Science 19(3): 237-246.
  • Murphy-Klassen, H.M., Underwood, T.J., Sealy, S.G. and Czyrny, A.A. 2005. Long-term trends in spring arrival dates of migrant birds at Delta Marsh, Manitoba, in relation to climate change. The Auk 122: 1130-1148.
  • Opermanis, O., Mednis, A. and Bauga, I. 2001. Duck nests and predators: interaction, specialisation and possible management. Wildlife Biology 7(2): 87-96.
  • Pease, M.L., Rose, R.K. and Butler, M.J. 2005. Effects of human disturbances on the behavior of wintering ducks. Wildlife Society Bulletin 33(1): 103-112.
  • Scott, D. A.; Rose, P. M. 1996. Atlas of Anatidae populations in Africa and western Eurasia. Wetlands International, Wageningen, Netherlands.
  • Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Χανδρινός Γιώργος, Σάββας Καζαντζίδης, στο «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»