Ιστορία της Κρήτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χάρτης της Κρήτης, της εποχής της αναγέννησης, κατασκευασμένος με περίπλου.
Δημόσιο κτήριο στην αγορά της Γόρτυνας

Στο νησί της Κρήτης έχουν βρεθεί δείγματα πολιτισμού από την έβδομη χιλιετία π.Χ.. Το 3000 π.Χ. θεωρείται κατά προσέγγιση η αφετηρία του μινωικού πολιτισμού, ο οποίος είναι ο αρχαιότερος της Ευρώπης. Η μεσαιωνική και η σύγχρονη ιστορία της Κρήτης είναι συνυφασμένη με την ιστορία των κρατών των οποίων το νησί υπήρξε μέρος, με εξαίρεση ορισμένες περιόδους αυτονομίας όπως το ντε φάκτο αυτόνομο εμιράτο της Κρήτης, τη βραχύβια δημοκρατία του αγίου Τίτου και την Κρητική Πολιτεία των αρχών του 20ού αιώνα. Καθ’ όλη τη βυζαντινή περίοδο και το πρώτο μισό της ενετικής περιόδου το νησί μετρά δεκάδες μικρές και μεγάλες εξεγέρσεις και αποστασίες. Από τα τέλη του 14ου αιώνα και έπειτα η Κρήτη μπαίνει μαζί με τη δυτική Ευρώπη στην περίοδο της Αναγέννησης και παρουσιάζει άνθηση των τεχνών και των γραμμάτων, η οποία θα τελειώσει με την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669. Η τουρκοκρατία θα διαρκέσει σχεδόν δύο αιώνες έως την επανάσταση του 1866 και λήγει οριστικά το 1896 με την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων.

Προϊστορική εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ανασκαφές του 2008-2009 υπό τον T. F. Strasser (Providence College, R.I., USA) στον Πλακιά της νότιας Κρήτης έφεραν στο φως εργαλεία χειρός 130.000 ετών. Η ανακάλυψη αυτή δημιουργεί προβλήματα στην επικρατούσα θεωρία του pre-Homo sapiens ανθρώπου της Αφρικής, ο οποίος δεν θα έπρεπε να βρίσκεται στην Κρήτη την περίοδο αυτή και όχι πάντως πριν το 12.000 π.Χ.[1][2][3][4]

Υπάρχουν, επίσης, σημάδια ανθρώπινης παρουσίας στην Κρήτη, τα οποία ανάγονται στη λεγόμενη Προκεραμική Περίοδο (6100-5700 π.Χ.). Οι περισσότερες μαρτυρίες προέρχονται από τα κατώτατα στρώματα στην Κνωσό -ίσως τον χώρο με την αρχαιότερη συνεχή κατοίκηση στην Κρήτη. Παρότι δεν έχουν βρεθεί ίχνη κεραμικής από εκείνη την περίοδο, υπάρχουν ενδείξεις ότι είχαν αναπτυχθεί ορισμένες δεξιότητες και,επομένως,οι κάτοικοι δεν ζούσαν αποκλειστικά από το κυνήγι και το ψάρεμα.

Πολύ περισσότερα είναι τα δείγματα πολιτισμού από την πρώιμη (5700-3800 π.Χ.) και τη μέση Νεολιθική Περίοδο (3800-3500 π.Χ.). Ωστόσο, παραμένει άγνωστη η προέλευση και η καταγωγή των κατοίκων της Κρήτης εκείνης της περιόδου.

Η ύστερη Νεολιθική Περίοδος (3500-2800 π.Χ.) σηματοδοτεί την επέκταση της κεραμικής (χρήση ψημένου πηλού) σε όλο το νησί, ενώ σαφείς είναι και οι ενδείξεις προχωρημένων μορφών γεωργίας και κτηνοτροφίας. Ορισμένα από τα υλικά των ευρημάτων (όπως ο οψιανός της Μήλου ή το ελεφαντόδοντο) δείχνουν ότι υπήρχαν -έστω και περιορισμένες- επαφές με την Αίγυπτο.

Γύρω στο 2800 π.Χ., στο τέλος της ύστερης Νεολιθικής Εποχής, μια σημαντικότατη αλλαγή λαμβάνει χώρα: η χρήση του χαλκού. Αντίστοιχες αλλαγές συμβαίνουν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, καθώς και στις Κυκλάδες. Στην Κρήτη, όμως, φαίνεται ότι έχουμε και άφιξη νέων κατοίκων, των Μινωιτών, φορέων ενός συνολικά νέου πολιτισμού.

Η ακριβής καταγωγή των Μινωιτών δεν έχει προσδιοριστεί. Κάποιοι ερευνητές υποθέτουν ότι μάλλον ήρθαν από τη Μικρά Ασία. Σε αυτό το συμπέρασμα, τουλάχιστον, οδηγεί η κοντινή σχετικά απόσταση και η εύκολη πρόσβαση, αλλά και αντίστοιχες αλλαγές που παρατηρούνται στην υπόλοιπη νησιωτική Ελλάδα.

Η άφιξη των νέων κατοίκων δεν φαίνεται να συνοδεύτηκε από εξόντωση των παλαιότερων, αλλά περισσότερο από μια διαδικασία αφομοίωσής τους, σε μια μακρά περίοδο κατά την οποία το εμπόριο και η ναυτιλία οδήγησαν σε σημαντική οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη.

Μινωική εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μινωικός πολιτισμός ήταν ένας πολιτισμός της Εποχής του Χαλκού. Ανακαλύφθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, από τον Βρετανό αρχαιολόγο Άρθουρ Έβανς ο οποίος τον αναφέρει ως τον πρώτο κρίκο της ευρωπαϊκής αλυσίδας.

Η Πρωτομινωική Περίοδος (2800-2100 π.Χ.) είναι η πρώτη φάση ανάπτυξης του Μινωικού Πολιτισμού, πριν από την εμφάνιση των μεγάλων ανακτορικών συγκροτημάτων. Η χρήση του αγγειοπλαστικού τροχού έχει πια γενικευτεί και διακρίνονται διαφορετικοί τύποι κεραμικών, οι οποίοι βοηθούν στη χρονολόγηση και στην παρακολούθηση της επικοινωνίας ανάμεσα στα διαφορετικά κέντρα του νησιού. Η οικονομία είναι ακόμη κυρίως γεωργική, γεγονός που αντανακλάται και στη δομή και την ανάπτυξη των οικισμών. Την ίδια εποχή αυξάνονται και οι ενδείξεις επικοινωνίας και επαφών με άλλες περιοχές (εξού και ο αυξημένος αριθμός κυκλαδικών ειδωλίων).

Η Μεσομινωική Περίοδος (2100-1560 π.Χ.) είναι εποχή πραγματικής απογείωσης του πολιτισμού της Κρήτης, όπως προκύπτει από τη διαμόρφωση μεγάλων οικισμών, την ύπαρξη στόλου ικανού να διαπλέει ολόκληρο το Αιγαίο Πέλαγος (αλλά και να φτάνει ως την Αίγυπτο), το εύρος των οικονομικών συναλλαγών με άλλες περιοχές, την παρουσία μινωικών οικισμών, ακόμη και εκτός ορίων της Κρήτης. Οι στενές σχέσεις με την Αίγυπτο φαίνονται και από τη συχνή αναφορά αιγυπτιακών κειμένων της εποχής στους Κεφτιού, τους κατοίκους της μινωικής Κρήτης.

Όμως, το πιο βασικό γνώρισμα αυτής της εποχής είναι η ανάπτυξη μεγάλων οικιστικών κέντρων. Στην Κνωσό, τη Φαιστό, τα Μάλια, τη Ζάκρο, τις Αρχάνες διαμορφώνονται μεγάλα ανακτορικά συγκροτήματα, ενώ υπάρχουν ενδείξεις και για άλλα μικρότερα, όπως και για άλλες σημαντικές πόλεις (λ.χ. η Κυδωνία, στη θέση των σημερινών Χανίων).

Διαμορφώνεται τότε μια σαφής κοινωνική ιεραρχία, στην κορυφή της οποίας βρίσκονται οι ισχυροί τοπάρχες ή βασιλείς των μεγάλων πόλεων και στη βάση οι δούλοι, που ήταν απαραίτητοι για την κατασκευή τόσο μεγάλων έργων. Αυτού του είδους η κοινωνική οργάνωση διήρκεσε για μια περίοδο 600-700 χρόνων και ήκμασε κατά τη διάρκεια του Μινωικού Πολιτισμού, στα μέσα της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Ανάμεσα στους διάφορους βασιλείς, και μάλλον μετά από μια περίοδο συγκρούσεων, επικράτησε τελικά ειρήνη, ίσως και λόγω της ανάγκης να αποκρουστούν εξωτερικοί κίνδυνοι. Επιπλέον, η μινωική ναυτιλία κυριαρχούσε πια στο Αιγαίο και στις εμπορικές συναλλαγές, όπως προκύπτει και από πολύ μεταγενέστερες αναφορές αρχαίων Ελλήνων ιστορικών στη μινωική θαλασσοκρατία.

Τα ανάκτορα δεν ήταν απλές κατοικίες των ηγεμόνων, αλλά κυρίως σημαντικά διοικητικά κέντρα, τα οποία διαχειρίζονταν την πολιτική εξουσία, αλλά και την οικονομική (δηλαδή, τη διαχείριση των βασικών προϊόντων, και ειδικά των εξαγώγιμων, καθώς και την εποπτεία των βιοτεχνικών δραστηριοτήτων). Επί πλέον, στο βαθμό που ο ηγεμόνας είχε και θρησκευτικές αρμοδιότητες, στα ανάκτορα ζούσε πολυπληθές ιερατείο. Το μέγεθος, επομένως, των ανακτόρων αντιστοιχεί στην ανάγκη να στεγαστεί το ιερατείο και η γραφειοκρατία που ήταν επιφορτισμένη με τη διαχείριση των προϊόντων (δεν είναι τυχαίο ότι η ανάπτυξη των ανακτόρων συμπίπτει και με την εμφάνιση της γραφής), να μπορούν να αποθηκεύονται προϊόντα, να διοργανώνονται θρησκευτικές τελετές, να γίνονται υποδοχές ξένων αποστολών, να "φιλοξενούνται" κάθε είδους δημόσιες τελετουργίες, γιορτές και θεάματα (λ.χ. τα παράτολμα ταυροκαθάψια).

Η περίοδος αυτή είναι και περίοδος "μεγάλων έργων", όπως προκύπτει από το μέγεθος των ανακτόρων, τη διαμόρφωση εκτεταμένου οδικού δικτύου ικανού να εξυπηρετεί τετράτροχες άμαξες ή τη διαμόρφωση περίπλοκων συστημάτων αποχέτευσης, όπως αυτά του ανακτόρου της Κνωσού.

Όσο για την ανάπτυξη των τεχνών, αυτή είναι εμφανής στην εξέλιξη της κεραμικής, στους περίτεχνους σφραγιδόλιθους, στη μεταλλοτεχνία και την κατεργασία των πολύτιμων μετάλλων, καθώς και στην υφαντουργία.

Η ανάπτυξη της γραφής ακολουθεί την ανάπτυξη μιας περίπλοκης διοικητικής δομής. Η πρώτη μορφή γραφής πρέπει να ήταν ιερογλυφική. Το πιο εντυπωσιακό δείγμα ιερογλυφικής γραφής είναι ο περίφημος Δίσκος της Φαιστού (1700-1600 π.Χ.), που βρέθηκε το 1908 και δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί.

Όσο για τη θρησκεία των Μινωιτών, πιστεύεται ότι και σε αυτή την περίοδο συνεχίστηκε η λατρεία της λεγόμενης "μεγάλης θεάς", της θεάς της γονιμότητας, παράλληλα με τη λατρεία του "νεαρού θεού", που λατρεύεται άλλοτε ως γιος και άλλοτε ως σύζυγος της μεγάλης θεάς (τη λατρεία του νεαρού θεού πρέπει να απηχεί και η μεταγενέστερη λατρεία του Κρηταγενή Δία).

Αυτή η περίοδος συμπίπτει με το απόγειο του Μινωικού Πολιτισμού, καθώς και με την επέκταση της επίδρασής του και εκτός των ορίων της Κρήτης, όπως προκύπτει και από ευρήματα στην ηπειρωτική Ελλάδα. Γύρω στο 1600 π.Χ., παράλληλα με τα ανάκτορα, αρχίζουν να αναπτύσσονται και οι επαύλεις, δηλαδή κατοικίες ισχυρών τοπικών αρχόντων, που υποδηλώνουν και σχετικό κατακερματισμό της εξουσίας. Ταυτόχρονα, όμως, παρατηρείται σχετική συγκέντρωση της θρησκευτικής εξουσίας στους αρχιερείς των ανακτόρων. Τέλος, κατά την περίοδο αυτή εξελίσσεται η γραφή και γενικεύεται η χρήση της Γραμμικής Α.

Περίπου το 1450 π.Χ. όλα τα ανακτορικά κέντρα καταστρέφονται. Παλαιότερα πιστευόταν ότι αιτία ήταν μια πολύ μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, που συνοδεύτηκε από πολύ ισχυρούς σεισμούς, παλιρροϊκά κύματα και πυρκαγιές. Νεώτερες έρευνες, όμως, χρονολογούν την έκρηξη του ηφαιστείου στον 17ο αιώνα π.Χ., οπότε τα αίτια της καταστροφής των μινωικών ανακτόρων πρέπει να αναζητηθούν είτε σε κάποιες φυσικές καταστροφές είτε σε εχθρικές επιδρομές. Σε κάθε περίπτωση, το πλήγμα ήταν ανεπανόρθωτο (από τα μεγάλα ανακτορικά συγκροτήματα μόνο η Κνωσός συνεχίζει να είναι αναπτυγμένος οικισμός)[5].

Οι Αχαιοί, που σύντομα θα ελέγχουν το εμπόριο στο Αιγαίο, θα κυριαρχήσουν και στην Κρήτη, όπως μαρτυρούν και οι αποκρυπτογραφημένες πινακίδες σε Γραμμική Β. Οι Αχαιοί (Μυκηναίοι) φέρνουν μαζί τους στοιχεία του δικού τους πολιτισμού, όπως είναι η έμφαση στο ρόλο του βασιλιά (του άνακτα) και ο πολεμικός χαρακτήρας της κοινωνίας τους, σε αντιδιαστολή προς το φιλειρηνικό πνεύμα των Μινωιτών.

Λίγο μετά το 1400 π.Χ. νέα καταστροφή, τα αίτια της οποίας δεν έχουν εξακριβωθεί, πλήττει το ανάκτορο της Κνωσού, σηματοδοτώντας την έναρξη μιας φθίνουσας πορείας της μετανακτορικής Κρήτης.

Σκοτεινοί αιώνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γύρω στο 1100 π.Χ. καταγράφονται και στην Κρήτη σημαντικές αλλαγές που σχετίζονται με την Κάθοδο των Δωριέων: καταστρέφονται και εγκαταλείπονται μεγάλοι προηγούμενοι οικισμοί, ενώ σε ορεινά και προφυλαγμένα μέρη διαμορφώνονται οικισμοί φυγάδων ή προσφύγων, οι οποίοι προσπαθούν να προφυλαχθούν.

Για τους πρώτους αιώνες της δωρικής Κρήτης δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες με εξαίρεση ορισμένα αρχαιολογικά ευρήματα (άλλωστε, και για ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο είναι η περίοδος των λεγόμενων "σκοτεινών χρόνων").

Πολύ περισσότερες πληροφορίες υπάρχουν για τη δωρική Κρήτη μετά τον 7ο αιώνα. Στην κορυφή βρίσκονταν οι κόσμοι, ανάλογοι με τους εφόρους της επίσης δωρικής Σπάρτης. Εν συνεχεία, υπήρχε η Γερουσία ή Βουλή, σώμα ισόβιων αρχόντων με μεγάλη πείρα, και τέλος η Εκκλησία, η συνέλευση των ελεύθερων πολιτών, που όμως κατά κύριο λόγο επικύρωνε απλώς τις αποφάσεις των άλλων οργάνων. Ακόμη, στην Κρήτη διατηρήθηκε και ένας άλλος αρχαίος θεσμός του δωρικού κόσμου, τα συσσίτια, στα οποία συμμετείχαν οι πολίτες οργανωμένοι σε ομίλους. Όσο για την αγωγή των νέων, αυτή ήταν επίσης τυπικά δωρική, με τα αγόρια να οργανώνονται σε αγέλες και την έμφαση να δίνεται στη σκληραγώγηση, την πειθαρχία, το σεβασμό προς τους μεγαλύτερους και την πολεμική τεχνική.

Κλασική εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πιο βασικό χαρακτηριστικό της Κρήτης κατά την Κλασική Εποχή είναι ότι παραμένει στο περιθώριο του ελληνικού κόσμου. Σχετικά φτωχές, οι δωρικές πόλεις της Κρήτης δεν θα συμμετάσχουν ούτε στους Περσικούς Πολέμους, ούτε στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι στους συγγραφείς του 4ου αιώνα π.Χ., όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, η Κρήτη και η πολιτική της οργάνωση μνημονεύονται περισσότερο ως ενδιαφέρων αρχαϊσμός.

Ελληνιστικοί χρόνοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ελληνιστική Περίοδος, με τα βασίλεια των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος προς τα νότια και τα ανατολικά, αναβάθμισε τη σημασία της Κρήτης, αλλά και την έκταση των επεμβάσεων στα εσωτερικά της. Χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η διαμόρφωση ποικίλων ενώσεων (της Κνωσού, της Γόρτυνας, της Φαιστού), καθώς και οι κάθε είδους συγκρούσεις και διενέξεις ανάμεσα στις πόλεις του νησιού. Παράλληλα, η Κρήτη πλήρωνε και τις συνέπειες των ανταγωνισμών της Ελληνιστικής Εποχής (λ.χ. μεταξύ Μακεδόνων και Ροδίων).

Ρωμαϊκή περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επαρχία Κρήτης και Κυρηναϊκής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επαρχία Κρήτης και Κυρηναϊκής

Μετά την υποταγή της ηπειρωτικής Ελλάδας το 146 π.Χ., η Κρήτη βρέθηκε στο στόχαστρο της επεκτατικής πολιτικής των Ρωμαίων στην περιοχή. To 88 π.Χ. ο βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης ΣΤ, κήρυξε πόλεμο για να σταματήσει την προέλαση της ρωμαϊκής ηγεμονίας στο Αιγαίο. Οι δύο ισχυρότερες πόλεις της Κρήτης διχάζονται: η Κνωσός θα υποστηρίξει τον Μιθριδάτη, ενώ η Γόρτυνα θα ταχθεί εναντίον του και στο πλευρό της Ρώμης. Το 74 π.Χ ο ρωμαίος στρατηγός Μάρκος Αντώνιος θα αναλάβει να καταστείλει την πειρατεία στην ανατολική Μεσόγειο επιχειρώντας να καταλάβει το νησί της Κρήτης. Ωστόσο, οι ρωμαϊκές δυνάμεις υπέστησαν ολική καταστροφή, ενώ ο Μάρκος Αντώνιος φυλακίστηκε από Κρήτες πειρατές και πέθανε λίγα χρόνια αργότερα[6].Το 67 π.Χ. ο Κόιντος Καικίλιος Μέτελλος καταλαμβάνει την Κρήτη, με την Ιεράπυτνα να είναι η τελευταία πόλη που πρόβαλε αντίσταση. Η Κρήτη γίνεται έτσι ρωμαϊκή επαρχία με πρωτεύουσα τη Γόρτυνα για τους επόμενους εννέα αιώνες[7].

Για περισσότερο από τρεις αιώνες -από το 20 π.Χ. έως το 297 μ.Χ.- η Γόρτυνα αποτέλεσε πρωτεύουσα και κυβερνητικό κέντρο της συγκλητικής επαρχίας Κρήτης και Κυρηναϊκής, που περιελάμβανε εκτός από το νησί της Κρήτης και ένα μέρος της υπερσαχάριας Αφρικής[8].

Λίγες πηγές αναφέρουν την Κρήτη από τον 4ο αιώνα έως το 820. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου το νησί φαίνεται να ήταν μια ήσυχη επαρχία στο περιθώριο του ελληνορωμαϊκού κόσμου.[9] Οι επίσκοποι του νησιού απουσιάζουν ακόμη και από την πρώτη σύνοδο της Νίκαιας το 325, σε αντίθεση με τα γειτονικά νησιά όπως η Ρόδος ή η Κως.[10] Με εξαίρεση μια επίθεση από τους βανδάλους το 457 και τους μεγάλους σεισμούς του 365, 415, 448 και 531 - οι οποίοι κατέστρεψαν πολλές πόλεις - το νησί παρέμεινε ειρηνικό και εύπορο όπως μαρτυρούν τα πολυάριθμα, μεγάλα και καλά χτισμένα μνημεία της περιόδου που διατηρούνται ως σήμερα [11][12][13] Τον 6ο αιώνα η Κρήτη φαίνεται να κυβερνάται από έναν κονσιλάριο και να έχει πρωτεύουσα τη Γόρτυνα ενώ και αναφέρονται στις πηγές και άλλες 22 πόλεις [14]. Ο πληθυσμός του νησιού αυτή την περίοδο έφτανε τους 250.000 και ήταν σχεδόν αποκλειστικά χριστιανοί.[15]

Από τη δικαιοδοσία του Πάπα στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης 732[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο δείπνος της Διδούς και του Αινεία, απεικόνιση από το χορογράφο Vergilius Romanus, κλασική παγανιστική ποίηση, 5ος αιώνας μ.Χ.
Ο μυστικός δείπνος. Βυζαντινή Τοιχογραφία από τον ναό του Άγιου Απολλινάριου στη Ραβέννα, 6ος αιώνας μ.Χ.[16]

Ο αυτοκράτορας Λέων Γ´ ο Ίσαυρος μεταφέρει το νησί από τη δικαιοδοσία του Πάπα σε εκείνη του πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης,[11] καθώς τα πρώτα σημάδια του σχίσματος των εκκλησιών αρχίζουν να φαίνονται.

Για να γίνει πιο εύκολα αποδεκτός ο χριστιανισμός στην ελληνική και την ιταλική χερσόνησο, αναπτύχθηκε εξαρχής η αγιογραφία και η γλυπτική σαν μέρος της λατρείας, καθώς οι λαοί των περιοχών αυτών είχαν ειδωλολατρικές καταβολές και τα τυπικά των αρχαίων θρησκειών περιελάμβαναν λατρεία αγαλμάτων και παραστάσεων μέσα σε ναούς. Ο καταγόμενος από τον Καύκασο Λέων -το πραγματικό του όνομα ήταν Konon- όντας γεννημένος σε μια περιοχή της ανατολής όπου οι αβρααμικές θρησκείες με το ανεικονικό τυπικό επικρατούσαν, έβλεπε τη λατρεία των εικόνων της δύσης σαν ένα κατάλοιπο των αρχαίων θρησκειών που έπρεπε να εκριζωθεί.

Ο Λέων απέτυχε να επιβάλλει την εικονομαχία στην ιταλική χερσόνησο και οι σχέσεις Κωνσταντινούπολης-Ρώμης επιδεινώθηκαν. Μετά τη δημοσίευση του εικονοκλαστικού διατάγματος, που κατέστησε την εικονομαχική διδασκαλία επίσημο δόγμα του κράτους και της Εκκλησίας, ήταν πλέον αναπόφευκτη η ανοικτή ρήξη. Ο Πάπας Γρηγόριος Β΄ παρότρυνε τους πιστούς σε επανάσταση κατά της βυζαντινής αρχής με χαρακτηριστική εκείνη της Βενετίας το 726, όπου ο βυζαντινός έξαρχος της πόλης δολοφονήθηκε[17] και εκείνη του Κοσμά κατά της Κωνσταντινούπολης ένα χρόνο αργότερα.

Ο Κρητικός οπλαρχηγός Κοσμάς, όπως τον αναφέρει ο Θεοφάνης ο Ομολογητής στη χρονογραφία του, με τη βοήθεια του τουρμάρχη του ελληνικού θέματος Αγαλλιανού, επιτίθεται στην Κωνσταντινούπολη με στόλο από την Κρήτη και τις Κυκλάδες. Ο στόλος καταστράφηκε ολοσχερώς από υγρό πυρ ανοικτά της Κωνσταντινούπολης στις 18 Απριλίου του 727, ενώ οι οπλαρχηγοί εκτελέστηκαν[18][19].

Το 732 ο Πάπας Γρηγόριος Γ΄ καταδίκασε σε σύνοδο τις εικονομαχικές απόψεις του Λέοντα και ο Λέων φυλάκισε τους απεσταλμένους του Γρηγορίου Γ' και δήμευσε όλα τα κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας στην Κρήτη και αλλού, έτσι η Κρήτη πέρασε θρησκευτικά στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης το 732. Τη θρησκευτική διαφωνία ακολούθησε η πολιτική αποξένωση. Πρώτες πολιτικές συνέπειες της εικονομαχίας ήταν η διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και τη Ρώμη και η αποδυνάμωση της θέσης του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους στην ιταλική χερσόνησο.

Εμιράτο της Κρήτης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Εμιράτο της Κρήτης
Ο στόλος των Σαρακηνών πλέει προς την Κρήτη. Μικρογραφία από το Βυζαντινό χειρόγραφο του Σκυλίτζη.

Κάποια στιγμή ανάμεσα στο 820 και το 829, κατά την περίοδο της εικονομαχίας, επί βασιλείας Μιχαήλ Β´, μια ομάδα εξόριστων από την Ανδαλουσία αποβιβάζεται στην Κρήτη μαζί με τις οικογένειές τους, έχοντας πίσω τους ένα μεγάλο ιστορικό περιπλάνησης στη Μεσόγειο. Ο θρύλος λέει ότι μετά την άφιξή τους στη Κρήτη, έκαψαν τα πλοία πίσω τους. Ήταν οι επιζήσαντες του αποτυχημένου πραξικοπήματος κατά του εμίρη Αλ-Χακάμ Α' της Κόρδοβας. Οι εξόριστοι της Ανδαλουσίας, οι οποίοι ήταν Μοζάραβες κυρίως ρωμαιογοτθικής καταγωγής, με επικεφαλής τον Αμπού Χαφέζ, εδραίωσαν την πόλη του Χάνδακα σε μια πιθανότατα ακατοίκητη περιοχή, χωρίς αντίδραση από τον τοπικό πληθυσμό καθώς η διαφθορά και η επαχθής φορολογία χαρακτήριζε τη ρωμαϊκή διοίκηση της περιόδου.[20] Επίσης την περίοδο αυτή διώκονταν και οι εικονόφιλοι στο νησί[21] όπως ο Άγιος Ανδρόνικος και ο Άγιος Ανδρέας ο μάρτυρας [22]. Κατά την περίοδο του εμιράτου το νησί μετατράπηκε από μια προβληματική και ξεχασμένη παραμεθόριο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε εύπορο ανεξάρτητο κράτος όπου ανθούσε η γεωργία και το εμπόριο με εξαγωγές μελιού, κρασιών, τυριών και ξυλείας[20]. Η ιστορία του εμιράτου στο εσωτερικό δεν είναι ξεκάθαρη,καθώς πολύ λίγα στοιχεία επιβίωσαν της άλωσης του 961[23]. Ωστόσο,είναι βέβαιο ότι η Κρήτη δεν ήταν μια αποικία πειρατών όπως περιγράφεται στις μη αντικειμενικές βυζαντινές πηγές[24][25][26][27]. Από αρχαιολογικά ευρήματα και αναφορές από τον αραβικό κόσμο προκύπτει ότι ο Χάνδακας εκείνης της εποχής υπήρξε ένα σημαντικό πολιτισμικό κέντρο[25][27] με ισχυρή οικονομία και υψηλό επίπεδο διαβίωσης των κατοίκων του[28]. Ο ισλαμισμός επίσης φαίνεται να περιορίζεται στην πόλη του Χάνδακα και να μην εξαπλώνεται στην ενδοχώρα[24][25]. Ο Γεώργιος Φρατζής αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η Γόρτυνα, η μεγαλύτερη πόλη και πρωτεύουσα του νησιού, καθώς και η Κυδωνία, μια από τις μεγαλύτερες πόλεις, δεν εντάχθηκαν ποτέ στην πολιτεία του εμιράτου[29]. Η ύπαρξη ηγετικών φυσιογνωμιών όπως του Καραμούντη, του Φωτίου, του Δαμιανού της Ταρσού και του Λέοντα του Τριπολίτη, και ίσως ακόμα πολλών άλλων που δεν διασώζουν οι πηγές, υποδηλώνει τη σύμπραξη πολλών Ελλήνων με τούς εξόριστους της Ανδαλουσίας, εναντίων των βυζαντινών τον 9ο και τον 10ο αιώνα[30].

Διενέξεις του Εμιράτου της Κρήτης με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 843 ο στρατηγός Θεόκτιστος αποβιβάζεται στην Κρήτη και ξεκινά να την οργανώνει ως θέμα, χωρίς όμως να επιχειρήσει στον Χάνδακα όπου βρίσκονταν οι Σαρακηνοί. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας άκουσε φήμες ότι η τότε αυτοκράτειρα Θεοδώρα σκόπευε να ανεβάσει στον θρόνο τον αδελφό της τον Βάρδα. Έτσι,εγκατέλειψε το εκστρατευτικό σώμα στην Κρήτη και επέστρεψε εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη, μόνο για να βεβαιωθεί ότι η φήμες ήταν λανθασμένες. Εν τω μεταξύ στην Κρήτη ο βυζαντινός στρατός είχε καταστραφεί ολοσχερώς από τους Σαρακηνούς.[31][32]

Το 872 ο Έλληνας αποστάτης, ναύαρχος Φώτιος, απέπλευσε από την Κρήτη με πάνω από 50 πλοία και κατέστρεψε τις ακτές του Αιγαίου, από τον νότο της Πελοποννήσου και τις Κυκλάδες ως τη θάλασσα του Μαρμαρά στα ανοικτά της Κωνσταντινούπολης[33], τελικά όμως νικήθηκε στη μάχη της Καρδίας το 873 και επέστρεψε στην Κρήτη. Λίγα χρόνια αργότερα, γύρω στο 879 ξεκινά νέα εκστρατεία, αυτή τη φορά καταστρέφοντας τις ακτές του Ιονίου Πελάγους. Ο κρητικός στόλος τελικά καταστράφηκε απο τούς βυζαντινούς σε ναυμαχία στον Κορινθιακό Κόλπο και ο Φώτιος σκοτώθηκε[34].

Το 904 στόλος από την Κρήτη[35] υπό τον, Έλληνα αποστάτη, ναύαρχο Λέοντα τον Τριπολίτη λεηλατεί τη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Δέσμευσαν όλο τον πλούτο της πόλης και πήραν 22.000 χιλιάδες αιχμαλώτους νεαρής ηλικίας. Κάποιοι από αυτούς ανταλλάχτηκαν με Σαρακηνούς και άλλοι πουλήθηκαν ως σκλάβοι[36]. Η επιστροφή της αρμάδας του Λέοντα στην Κρήτη θεωρήθηκε βυζαντινή επιδρομή, όταν εμφανίστηκε στα ανοικτά[20], καθώς τα περισσότερα καράβια του ήταν βυζαντινά. Κατά τη λεηλασία της Θεσσαλονίκης επιτάχθηκαν από τους Σαρακηνούς 60 βυζαντινά καράβια διαφόρων τύπων[37].

Το 911 ο βυζαντινός ναύαρχος Ιμέριος θα αποπειραθεί να καταλάβει το νησί της Κρήτης με 177 πλοία και 43.000 στρατιώτες.[38] Μετά την αποβίβαση στην ακτογραμμή του Χάνδακα, το κάστρο θα τεθεί σε πολιορκία για 6 μήνες, έως ότου φτάσει η είδηση ότι ο βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων ο Σοφός ασθένησε και πρόκειται να πεθάνει, οπότε εγκαταλείφθηκε η πολιορκία και ο βυζαντινός στόλος αναχώρησε εσπευσμένα. Κατά την επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη ο βυζαντινός στόλος θα καταστραφεί ολοσχερώς ανοικτά της Χίου από τις αρμάδες του Λέοντα του Τριπολίτη και του επίσης Έλληνα ναυάρχου Δαμιανού της Τάρσου τον Απρίλιο του 912 μ.Χ.[38][39][40] Ο Λέων και ο Δαμιανός συνεργάστηκαν στενά στις επιθέσεις κατά των βυζαντινών [41] ορμώμενοι από το ασφαλές λιμάνι του Χάνδακα[42].

Το 949 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ' ο Πορφυρογέννητος επιχειρεί μια ακόμα εκστρατεία στην Κρήτη με επικεφαλής του στόλου τον ναύαρχο Κωνσταντίνο Γογγύλη από την Παφλαγονία[43], ο οποίος απέπλευσε με δύναμη 100 πλοίων και αρκετών χιλιάδων στρατιωτών[44], κυρίως Αρμένιων και Σλάβων[45]. Ωστόσο, το φρούριο πιθανότατα δεν τέθηκε ποτέ σε πολιορκία, καθώς το εκστρατευτικό σώμα των βυζαντινών καταστράφηκε ολοσχερώς στο σημείο όπου στρατοπέδευσε κατά την απόβασή του στο νησί, σε νυχτερινή επιδρομή Σαρακηνών.[46][47][48]

Η πρώτη άλωση του Χάνδακα 961[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Νικηφόρος Φωκάς επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη μετά την άλωση του Χάνδακα, από το βυζαντινό χειρόγραφο του Σκυλίτζη. Απεικονίζονται τα παραδοσιακά μουσικά όργανα των Βυζαντινών.

Το 961 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ρωμανός Β΄, της αποκαλούμενης μακεδονικής δυναστείας (867 - 1056) -στην πραγματικότητα επρόκειτο για Αρμένιους[49][50][51]- θα επιχειρήσει μια τεράστια εκστρατεία κατά της Κρήτης υπό τον επίσης αρμένιο στρατηγό Νικηφόρο Φωκά. Ο Ρωμανός το 959 χώρισε το βυζαντινά τάγματα σε δυο τομείς, τον ανατολικό και τον δυτικό. Ο Φωκάς έχοντας το αξίωμα του ‘’δομέστικου της Ανατολής’’ - δηλαδή διοικητή των ταγμάτων της Μικράς Ασίας - διατάχθηκε να ξεκινήσει την εκστρατεία στην Κρήτη[52]. Ο παραδοσιακά κοσμοπολίτικος βυζαντινός στρατός, που τον 10ο αιώνα απαρτιζόταν κυρίως από Σλάβους, Αρμένιους, Ρώσους, Τούρκους, Πετσενέγους, Τατάρους, Ούννους, Αλανούς, Χαζάρους και Κουμάνους, (φυλές Τούρκων) μεταξύ άλλων[45][53][54], αποβιβάζεται στην Κρήτη και ξεκινά την πολιορκία του κάστρου η οποία διήρκησε όλο το χειμώνα του 960-961.

Ο Θεοδόσιος ο Διάκονος, προσωπικός κόλακας του Φωκά και αυτόπτης μάρτυρας της λεηλασίας του Χάνδακα, αποτύπωσε το μέγεθος των επιχειρήσεων στο ποίημά του ‘’Η άλωση της Κρήτης’’. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι ο Όμηρος έγραφε για ασήμαντα γεγονότα σε σύγκριση με αυτά που περιέγραφε ο ίδιος, οι ήρωες και οι στρατηγοί του Τρωικού Πολέμου ήταν τιποτένιοι μπροστά στον Νικηφόρο Φωκά και οι στρατοί τους μικροί και ασήμαντοι σε σύγκριση με τον βυζαντινό στρατό[55][56].

Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας στη μέση του χειμώνα, Κρήτες από την ορεινή ενδοχώρα, περίπου 10.000, με τον οπλαρχηγό τους τον Καραμούντη (με βεβαιότητα Κρης [57]), όπως αναφέρει ο Θεοδόσιος ο Διάκονος: «Ο αιματοβαμμένος γέρος, των παλαιών ημερών νέος δράκος, αυτός που αφιέρωσε τη ζωή του για να ορίζει τους Κρήτες», επιτίθενται στο βυζαντινό στρατόπεδο όπου είχε καταφύγει μέρος των ορδών των Σλάβων, των Τούρκων και των άλλων βαρβάρων του βυζαντινού στρατού εξαιτίας της σφοδρότητας του χειμώνα.[58] Ο βυζαντινός στρατηγός Νικηφόρος Παστιλάς κλήθηκε να αντιμετωπίσει την επίθεση και στις πρώτες μάχες οι βυζαντινοί φαινόταν να απωθούν τους Κρήτες στα ορεινά, στη συνέχεια όμως καθώς αναπτύσσονταν στην ενδοχώρα, καταστράφηκαν ολοσχερώς και ο Παστιλάς εκτελέστηκε.[59][60] Νέα όμως αντεπίθεση των υπεράριθμων Βυζαντινών ανάγκασε τους Κρήτες του Καραμούντη να καταφύγουν οριστικά στα ορεινά την άνοιξη του 961, έτσι η πολιορκία του κάστρου μπήκε στην τελική της φάση.[61]

Την πτώση του κάστρου την άνοιξη του 961 ακολούθησαν σφαγές βρεφών, ηλικιωμένων και γυναικών[56], εκτεταμένος προσηλυτισμός[62] με τη δράση του Νίκωνος του "Μετανοείτε" στο νησί, ο οποίος ήταν επίσης Αρμένιος[63], και σχολαστική καταστροφή τον πολιτισμικών στοιχείων του εμιράτου[23]. 700 χρόνια αργότερα οι ίδιοι ουσιαστικά λαοί θα λεηλατήσουν για δεύτερη φορά τον Χάνδακα, κατά το μεγάλο κρητικό πόλεμο, κάτω όμως από οθωμανικά λάβαρα αυτή τη φορά.

Σχετικά με τις πηγές Λέοντα και Θεοδοσίου του Διακόνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μελετώντας κανείς τη χρονογραφία του Λέοντα του διακόνου και την Άλωση της Κρήτης του Θεοδοσίου του διακόνου διαπιστώνει ότι οι χαρακτηρισμοί: Κρήτες, βάρβαροι και Σαρακηνοί χρησιμοποιούνται διαδοχικά για τον εχθρό, χωρίς να γίνεται κανένας διαχωρισμός μεταξύ των ιθαγενών Κρητών και των εξόριστων της Ανδαλουσίας, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Κρήτη εκείνη την εποχή ήταν σύσσωμη εχθρός του Βυζαντίου και δεν υπήρχε στο νησί κανένας προσφιλής στους βυζαντινούς πληθυσμούς για να απελευθερώσουν. Δημιουργεί όμως και το ερώτημα, σε ποιους πραγματικά αναφέρονται οι συγγραφείς κάθε φορά. Ωστόσο όταν φτάσει κανείς στο μέρος 3 ς' του Α΄ βιβλίου της ιστορίας του Λέοντα του Διακόνου, όπου ο συγγραφέας μεταφέρει το λόγο του Νικηφόρου Φωκά προς το στράτευμα, τα πράγματα γίνονται ξεκάθαρα.

«δι' ἃ οὐκ ἠνέσχετο πάντως ἡ πρόνοια μέχρι καὶ τοῦ παντὸς, τοὺς ψεύστας. τὰ θηρία τὰ κάκιστα. τὰς ἀργὰς γαστέρας, καταθοινεῖσθαι λαὸν τὸν Χριστώνυμον»

Εδώ ο Φωκάς χρησιμοποιεί τα στερεότυπα που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη 1:12 για τους Κρήτες, χαρακτηρισμοί που ακολουθούσαν τούς ιθαγενείς Κρήτες καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα.

Β΄ Βυζαντινή Περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διάφοροι ιστοριογράφοι αντλώντας ο ένας από τον άλλο, ισχυρίζονται ότι μετά την άλωση του Χάνδακα το 961, ακολούθησε εποικισμός της Κρήτης με Αρμένιους και Ρωμαίους (με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτός ο όρος), καθώς το νησί είχε ''αφελληνιστεί'' κατά την περίοδο του εμιράτου, παραβλέποντας την ειρωνεία που περιέχει το να ''εξελληνίζεις'' με Αρμένιους και Βυζαντινούς, και συνολικά βασίζονται στο χωρίο του Λέοντα του Διακόνου στο η' P7 του Β βιβλίου:

«Τέμενος τὸ ἄστυ ὠνόμασε, καὶ τὴν νῆσον ἐξημερώσας ἅπασαν, Ἀρμενίων τε καὶ Ῥωμαίων καὶ συγκλύδων ἀνδρῶν φατρίας ἐνοικισάμενος»

Το οποίο χωρίο αποτελεί και το μοναδικό τους επιχείρημα. Ωστόσο ο Νικόλαος Τωμαδάκης, ένας εξέχων μελετητής της κρητικής ιστορίας, θεωρεί ότι ο Λέων εδώ μνημονεύει κάποιους φρουρούς και κρατικούς υπαλλήλους που ήρθαν από την Κωνσταντινούπολη για την ασφάλεια του νησιού και δεν μιλάει για εποικισμό. Και επιχειρηματολογεί λέγοντας:

« Ου μόνον σλαβικά ή αρμενικά στοιχεία είναι ανύπαρκτα εις την κρητικήν διάλεκτον, αλλά, ματαίως θ’ ανεζήτει τις ίχνος της αραβοκρατίας εν τη γλώσση»[64]

Σχεδόν αμέσως μετά την άλωση του Χάνδακα από τους Βυζαντινούς έχουμε αναφορές για ελεύθερους αγρότες στην κρητική ενδοχώρα. Όπως προκύπτει από τη διαθήκη του Αγίου Ιωάννη του Ξένου (γέννηση 970 μ.Χ), ελεύθεροι αγρότες δώριζαν ή πουλούσαν τις ιδιοκτησίες τους στα μοναστήρια που είχε ιδρύσει, είτε μεμονωμένα, είτε ομαδικά, κάτοικοι των γύρω χωριών.[65]

Ενετική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τέταρτη σταυροφορία 1201[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επίθεση των σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη, από το Ενετικό χειρόγραφο του Geoffreoy de Villehardouin 1330 μ.Χ.

Η Τέταρτη Σταυροφορία αποτελεί ένα κομβικό γεγονός στην ιστορία της Κρήτης καθώς η μοίρα του νησιού διαχωρίζεται από τη μοίρα της βαλκανικής χερσονήσου τους επόμενους αιώνες. Το νησί της Κρήτης παραχωρήθηκε στους σταυροφόρους από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ισαάκιο Β΄ Άγγελο ως ανταμοιβή για τη συνδρομή των σταυροφόρων στην επαναφορά του στον θρόνο, από όπου είχε εκθρονιστεί λίγα χρόνια νωρίτερα από τον αδελφό του.[66] Μετά από διαπραγματεύσεις, η δημοκρατία της Βενετίας θα πάρει υπό τον έλεγχο της το νησί της Κρήτης από το 1211 έως και την πτώση του Χάνδακα το 1669.

Η δημοκρατία της Βενετίας αποτελούσε μια συνάθροιση πολιτών του δυτικού ρωμαϊκού κράτους που έχει πάψει να υπάρχει από το 476 μ.Χ. με τη λεηλασία της Ρώμης από τους Γότθους και ως το 726 μ.Χ, κατά την έκδοση του εικονοκλαστικού διατάγματος του Λέοντα Γ΄ του Ίσαυρου, αποτελούσε την τελευταία κτήση του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους στην ιταλική χερσόνησο[17]. Έκτοτε αυτονομήθηκε απολαμβάνοντας προνόμια από τους βυζαντινούς λόγο της τακτικής στρατιωτικής συνδρομής που προσέφερε.

Η ιστορική αυτή συγκυρία θα αποδειχθεί πολύτιμη στο μέλλον για το νησί της Κρήτης, καθώς η παρουσία των Ενετών στο Αιγαίο και τα εκτεταμένα οχυρωματικά έργα που έγιναν στο νησί την περίοδο αυτή, θα κρατήσουν την Κρήτη ανεπηρέαστη από τις εξελίξεις στην ανατολή τους επόμενους αιώνες, και τα πρώιμα χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας που ήταν τα σκοτεινότερα. Οι αναγκαστικές μετακινήσεις των πληθυσμών και το παιδομάζωμα που αποτελούσαν συνήθεις πρακτικές της οθωμανικής αυτοκρατορίας τα πρώιμα χρόνια, δεν εφαρμόστηκαν ποτέ στο νησί της Κρήτης[67] καθώς από τις αρχές του 17ου αιώνα οι πολιτικές είχαν αλλάξει. Μετά τις μετακινήσεις φυλών από το Αζερμπαϊτζάν στο Ερζινκάν και Πασίν της σημερινής Τουρκίας επί Μουρατ Δ΄ το 1635 μ.Χ. δεν απαντώνται άλλες μετακινήσεις πληθυσμών στα οθωμανικά αρχεία[68][69], ενώ μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος των γενίτσαρων επίσης επί Μουράτ Δ΄ το 1632 μ.Χ. η πρακτική του παιδομαζώματος φτάνει επίσημα στο τέλος της[70][71].

Εξεγέρσεις κατά της Βενετίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1212 οι αδελφοί Αγιοστεφανίτες εξεγέρθηκαν στο Οροπέδιο του Λασιθίου, πιθανώς λόγω της άφιξης των πρώτων Βενετών εποίκων και της απαλλοτρίωσης των περιουσιών των Κρητικών ευγενών και της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο νησί. Η εξέγερση εξαπλώθηκε σύντομα σε όλη την ανατολική Κρήτη και καταστάλθηκε μόνο με την παρέμβαση του Μάρκου Α΄ Σανούδου, δούκα της Νάξου[72]. Στη συνέχεια ο Σανούδος προσπάθησε να κατακτήσει το νησί για λογαριασμό του, έχοντας σημαντική τοπική υποστήριξη, συμπεριλαμβανομένου του ισχυρού άρχοντα Σεβαστού Σκορδύλη. Οι δυνάμεις του Σανούδου, του Σκορδύλη και άλλων Κρητικών, κατάφεραν ακόμη και να κυριεύσουν τον Χάνδακα. Ενώ ο Γιάκοπο Τιέπολο, ο πρώτος Βενετός Δούκας της Κρήτης, διέφυγε στο κοντινό φρούριο του Τεμένους μεταμφιεσμένος σε γυναίκα. Η άφιξη του ενετικού στόλου επέτρεψε στον Τιέπολο να ανακτήσει τον Χάνδακα και ο Σανούδος συμφώνησε να εκκενώσει το νησί με αντάλλαγμα χρήματα, τρόφιμα και άλλα αγαθά. Είκοσι Κρήτες άρχοντες που είχαν συνεργαστεί μαζί του τον ακολούθησαν στη Νάξο. [73][74]

Το 1217, η κλοπή κάποιων αλόγων και η απαλλοτρίωση κάποιων βοσκότοπων που ανήκουν στην οικογένεια Σκορδύλη, από τον βενετσιάνικο ρετούρη Μονοπάρη, καθώς και η αποτυχία του Δούκα Παύλου Κουερίνι να αποκαταστήσει τον Σκορδύλη, οδήγησε σε μεγάλη εξέγερση, με επικεφαλής τους ευγενείς Κωνσταντίνο Σκορδύλη και Μιχαήλ Μελισσηνό. Με βάση δύο ορεινές τοποθεσίες, την Άνω Σίβρυτο και την Κάτω Σίβρυτο, οι επαναστάτες υποχρέωσαν σε διαδοχικές ήττες τα ενετικά στρατεύματα και η εξέγερση σύντομα εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη δυτική Κρήτη. Καθώς το ενετικό στράτευμα αποδείχθηκε ανίκανο να καταπνίξει την εξέγερση, οι Βενετοί κατέφυγαν σε διαπραγματεύσεις. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1219, ο δούκας Δομήνικος Δελφίνος και οι ηγέτες των επαναστατών κατέληξαν σε συνθήκη που έδινε στους δεύτερους ιπποτικά φέουδα και διάφορα προνόμια. Επίσης απελευθερώθηκαν 75 αγρότες, επιβεβαιώθηκαν τα προνόμια στο μετόχι της Μονής του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο και αποφασίστηκε οι Βενετοί υπήκοοι να υπόκεινται σε τιμωρία για οποιαδήποτε εγκλήματα κατά των ιθαγενών Κρητών. Σε αντάλλαγμα, οι Κρήτες ευγενείς ορκίστηκαν υπακοή στη Δημοκρατία της Βενετίας. Η συνθήκη αυτή είχε μεγάλες επιπτώσεις, καθώς άρχισε να διαμορφώνεται μια κληροδοτούμενη κρητική ευγενής τάξη, η οποία βρισκόταν σε ίση μοίρα με τη βενετική αποικιακή αριστοκρατία [75]. Ωστόσο, η άφιξη του δεύτερου κύματος Βενετών αποίκων το 1222 οδήγησε και πάλι σε εξέγερση, υπό τον Θεόδωρο και τον Μιχαήλ Μελισσηνό. Για μια ακόμη φορά, οι ενετικές αρχές σύναψαν μια συνθήκη με τους ηγέτες των επαναστατών, παραχωρώντας τους δύο ιπποτικά φέουδα.[76]

Το 1228 ξεκίνησε νέα εξέγερση η οποία αφορούσε όχι μόνο τους Σκορδύλίδες και τους Μελισσηνούς, αλλά και τις οικογένειες των Αρκολέων και των Δρακοντόπουλων. Και οι δύο πλευρές ζήτησαν εξωτερική βοήθεια: ο Δούκας της Κρήτης Ιωάννης Στορλάντος, ζήτησε τη βοήθεια του Άγγελου Σανούδου, δούκα της Νάξου, γιου και διαδόχου του Μάρκου Α΄ Σανούδου. Ενώ οι Κρητικοί ζήτησαν βοήθεια από την αυτοκρατορία της Νίκαιας. Ένας στόλος 33ων πλοίων από τη Νίκαια σύντομα έφτασε στο νησί, και μέσα στη δεκαετία του 1230 οι Νικαιώτες ήταν σε θέση να αμφισβητήσουν τον ενετικό έλεγχο στην Κρήτη διατηρώντας στρατεύματα στο νησί. Μια σειρά συνθηκών το 1233, 1234 και 1236, έληξε την εξέγερση, με την παραχώρηση νέων προνομίων στην κρητική αριστοκρατία. Μόνο οι Δρακοντόπουλοι, μαζί με κάποια κατάλοιπα των Νικαιωτών (οι λεγόμενοι «Ανατολίτες») συνέχισαν τον αγώνα, με βάση τους το φρούριο του Μιράμπελου (σύγχρονος Άγιος Νικόλαος). Μόνο με τη βοήθεια του αυτόνομου Έλληνα άρχοντα της Ρόδου, Λέοντα Γαβαλά, οι Βενετοί μπόρεσαν να αναγκάσουν τους ανατολίτες σε οπισθοχώρηση πίσω στη Μικρά Ασία το 1236. Ενώ οι Δρακοντόπουλοι δεν εμφανίζονται ξανά στις πηγές έκτοτε.[77][78][79]

Το 1261 μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την αποκατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπό τη δυναστεία των Παλαιολόγων, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος προσπάθησε να ανακτήσει και την Κρήτη. Ένας απεσταλμένος του Παλαιολόγου φτάνει στο νησί και έρχεται σε επαφή με τους ευγενείς Γεώργιο Χορτάτση και Μιχαήλ Ψαρομελίγκο. Το γεγονός οδήγησε σε μια ακόμα εξέγερση το 1262, η οποία οδηγείται και πάλι από τις οικογένειες των Σκορδύλιδων, των Μελισσηνών και των Χορτάτσηδων και υποστηρίζεται επίσης από τον ορθόδοξο κλήρο. Η εξέγερση μαίνονταν για τέσσερα χρόνια, αλλά οι προοπτικές της δεν ήταν ποτέ καλές. Όχι μόνο επειδή ο Παλαιολόγος δεν ήταν σε θέση να αποστείλει ουσιαστική βοήθεια, αλλά κυρίως γιατί ο επιφανής Κρητικός ευγενής Αλέξιος Καλλέργης αρνήθηκε να υποστηρίξει την εξέγερση. Τελικά, το 1265 μια άλλη συνθήκη έληξε την εξέγερση, επιβεβαιώνοντας τα προνόμια των κρητικών ευγενών και απονέμοντας στους αρχηγούς τους δύο ακόμα ιπποτικά φέουδα [80]. Την επόμενη χρονιά όμως φήμες διαδόθηκαν ότι οι κρητικοί ευγενείς, συμπεριλαμβανομένων των αδελφών Γιώργου και Θεόδωρου Χορτάτση αλλά και του Αλέξιου Καλλέργη, σχεδίαζαν μια άλλη εξέγερση. Η δυναμική παρέμβαση όμως του δούκα Ιωάννη Βελένιο, άλλα και οι ενδοιασμοί του Καλλέργη, οδήγησαν στην αποτυχία αυτών των σχεδίων [81]. Ο Παλαιολόγος τελικά αναγνώρισε τον ενετικό έλεγχο του νησιού με τις συνθήκες που συνήφθησαν το 1268 και το 1277.[82]

Το 1272 ή το 1273, ο Γιώργης και ο Θοδωρής Χορτάτσης ξεκίνησαν μια νέα εξέγερση στην ανατολική Κρήτη, με επίκεντρο το οροπέδιο του Λασιθίου. Το 1276 οι εξεγερμένοι σημείωσαν μεγάλη νίκη σε ανοιχτή μάχη στην πεδιάδα της Μεσσαράς, στην οποία ο Δούκας της Κρήτης, ο σύμβουλος του Δούκα, καθώς και το «λουλούδι της βενετικής αποικίας του Χανδακα» έπεσαν. Οι επαναστάτες πολιόρκησαν το Χάνδακα ακόμα μια φορά, αλλά στα πρόθυρα της επιτυχίας, η εξέγερση άρχισε να καταρρέει λόγω διαφωνιών μεταξύ των κρητικών ευγενών: οι Ψαρομελίγκοι άρχισαν να πολεμούν με τους Χορτάτσηδες, γιατί ένας από τους δικούς τους σκότωσε έναν Χορτάτση στην κατανομή των λαφύρων, ενώ συγχρόνως ο Αλέξιος Καλλέργης συνεργάστηκε ανοιχτά με τους Βενετούς. Με την άφιξη σημαντικών ενισχύσεων από τη Βενετία, η εξέγερση τελικά καταστάλθηκε το 1278. Σε αντίθεση με προηγούμενες εξεγέρσεις, οι Βενετοί αρνήθηκαν διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων και απείλησαν τους επαναστάτες με εκστρατεία τρομοκρατίας και μαζικά αντίποινα. Η οικογένεια των Χορτάτσηδων και πολλοί από τους υποστηρικτές τους έφυγαν στη Μικρά Ασία, όμως η ωμή καταστολή των Βενετών δημιούργησε ένα αγεφύρωτο χάσμα με τον τοπικό πληθυσμό [83].

Παρά το διπλό παιχνίδι και την αλλαγή στρατοπέδων μεταξύ της Βενετίας και των συμπατριωτών του, η ήττα και ο διωγμός των αδελφών Χορτάτση άφησε τον Αλέξιο Καλλέργη ως τον πιο εξέχοντα και σεβαστό από τους Κρητικούς ευγενείς. Ο τεράστιος πλούτος του, καθώς και η στρατηγική του θέση στο Μυλοπόταμο, του έδιναν επίσης μεγάλη δύναμη.[84] Αυτό έκανε τους Βενετούς καχύποπτους απέναντι του. Οι προσπάθειες τους όμως να ελέγξουν την εξουσία του προκάλεσαν την έναρξη της μεγαλύτερης και πιο βίαιης από όλες τις μέχρι τότε κρητικές εξεγέρσεις.[85]

Το 1282 ο Καλλέργης ένωσε όλες τις εξέχουσες οικογένειες της κρητικής αριστοκρατίας: τους Γαβαλάδες, τους Βαρούχες, τους Βλαστούς, ακόμα και τον Μιχάλη Χορτάτση, ανιψιό του Θεοδώρου και του Γεωργίου. Η εξέγερση εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλο το νησί. Οι Βενετοί προσπάθησαν να την καταστείλουν με αντίποινα: ορθόδοξα μοναστήρια τα οποία συχνά χρησιμοποιούνταν ως βάσεις και καταφύγια από τους επαναστάτες, πυρπολήθηκαν και βασανιστήρια εφαρμόστηκαν στους κρατούμενους. Το 1284, η είσοδος και η εγκατάσταση στο οροπέδιο του Λασιθίου -το οποίο σε προηγούμενες εξεγέρσεις είχε χρησιμεύσει ως βάση- κηρύχθηκε απαγορευμένη, ακόμη και για τα βοοειδή.[85] Παρά τη συνεχή ροή των ενισχύσεων από τη μητρόπολη, η εξέγερση δεν μπορούσε να κατασταλεί. Οι ενετικές αρχές προσπάθησαν επίσης να συλλάβουν τον Καλλέργη και τους άλλους ηγέτες, όμως χωρίς επιτυχία.[86] Η κατάσταση έγινε τρομερή για τη Βενετία το 1296, μετά την εκδήλωση πολέμου με τη Γένοβα. Ο Γενουάτης ναύαρχος Λάμπα Ντόρια κατέλαβε και πυρπόλησε τα Χανιά και έστειλε απεσταλμένους στον Καλλέργη προσφέροντας συμμαχία, μαζί με την αναγνώριση του ως κληρονομικού κυβερνήτη του νησιού. Ο Καλλέργης όμως αρνήθηκε. Αυτή η πράξη, σε συνδυασμό με την κούραση και τις εσωτερικές διαφωνίες των οπλαρχηγών, άνοιξε το δρόμο για τον τερματισμό της εξέγερσης και την επίτευξη συμφωνίας με τη Βενετία [87].

Η εξέγερση τερματίστηκε με την «Ειρήνη του Αλεξίου Καλλέργη» (Λατινικά: Pax Alexii Callergi), που υπεγράφη στις 28 Απριλίου 1299 μεταξύ του δούκα Μιχαήλ Βιτάλη και των ηγετών της επανάστασης. Σε 33 άρθρα, η συνθήκη κήρυξε γενική αμνηστία και την επιστροφή όλων των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων και των προνομίων που είχαν προηγουμένως οι ηγέτες των επαναστατών, στους οποίους χορηγήθηκε επίσης φορολογική απαλλαγή δύο ετών για την αποπληρωμή οποιωνδήποτε χρεών. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων που είχαν καθιερώσει οι επαναστάτες κατά τη διάρκεια της εξέγερσης αναγνωρίστηκαν και άρθηκε η απαγόρευση των μικτών γάμων μεταξύ Κρητών και Βενετών. Ο ίδιος ο Καλλέργης έλαβε εκτεταμένα νέα προνόμια: επιπλέον τέσσερα ιπποτικά φέουδα, το δικαίωμα να χορηγεί τίτλους και φέουδα ο ίδιος, το δικαίωμα κατοχής πολεμικών αλόγων, το δικαίωμα μίσθωσης των ιδιοκτησιών διαφόρων μοναστηριών και το δικαίωμα διορισμού ορθόδοξου επισκόπου στη μητρόπολη του Αρείου (που μετονομάστηκε σε Καλλεργιούπολη) και η ενοικίαση των γειτονικών επισκοπών Μυλοπάταμου και Καλαμώνα [88].

Η συνθήκη άφησε τον Καλλέργη ως κυβερνήτη του ορθόδοξου πληθυσμού της Κρήτης. ο χρονικογράφος Μιχαήλ Λουλλούδης, ο οποίος κατέφυγε στην Κρήτη όταν η Έφεσος έπεσε στους Τούρκους, τον αποκαλεί «Κύριο της Κρήτης»[89]. Ο Καλλέργης τιμούσε σταθερά τους όρους της συνθήκης και παρέμεινε εμφανώς πιστός στη Βενετία στη συνέχεια. Η παρέμβασή του απέτρεψε μια άλλη εξέγερση το 1303, μετά τον καταστροφικό σεισμό εκείνου του έτους, που είχε αφήσει τις βενετσιάνικες αρχές σε αταξία. Αργότερα, το 1311, μια επιστολή του Δούκα της Κρήτης του ζητά να συγκεντρώσει πληροφορίες σχετικά με τις επαναστατικές δραστηριότητες στα Σφακιά [89]. Όταν ξέσπασε μια άλλη εξέγερση στα Σφακιά το 1319, ο Καλλέργης παρενέβη με τους άνδρες του και τον Δούκα Ιουστιανιάνη για να τη σταματήσει. Την ίδια χρονιά, έπειτα από επέμβαση του Καλλέργη, έληξαν και κάποιες μικρότερες εξεγέρσεις από τους Βλαστούς και τους Βαρούχες.[90] Οι Βενετοί τον αντάμειψαν με την καταγραφή της οικογένειάς του στο Libro d'Oro της βενετικής ευγενείας, δίνοντας το δικαίωμα στα μέλη της οικογένειας του ακόμα και στο αξίωμα του δούκα της Βενετίας. Όμως η πίστη του Καλλέργη στη Βενετία προκάλεσε την εχθρότητα των άλλων μεγάλων κρητικών οικογενειών που προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν στον Μυλοπόταμο. Έτσι ο Αλέξιος Καλλέργης πέρασε τα τελευταία χρόνια, μέχρι το θάνατό του το 1321, στον Χάνδακα. Οι εχθροί του συνέχισαν να προσπαθούν να τον δολοφονήσουν, αλλά κατάφεραν μόνο να σκοτώσουν τον γιο του, τον Αντρέα, και πολλούς από τους συνοδούς του.[89]

Το 1333 η ειρήνη που καθιέρωσε ο Καλλέργης έφτασε στο τέλος της, όταν ο δούκας Βιάγκο Ζένο διέταξε επιπλέον φόρους για τη χρηματοδότηση της κατασκευής γαλέρων, για την καταπολέμηση της συνεχούς αυξανόμενης απειλής της πειρατείας και των επιδρομών κατά μήκος των ακτών της Κρήτης. Η εξέγερση ξεκίνησε ως διαμαρτυρία στον Μυλοπόταμο, αλλά σύντομα εξαπλώθηκε στις δυτικές επαρχίες το Σεπτέμβριο του 1333, υπό την ηγεσία του Βάρδα Καλλέργη, του Νικόλαου Πρικοσιρίδη από την Κίσαμο, και των τριών αδελφών Συρόπουλου. Παρά τη συμμετοχή στην εξέγερση ενός συγγενή τους, οι γιοι του Αλεξίου Καλλέργη μεσολάβησαν ανοιχτά με τους Βενετούς, όπως και άλλοι Κρητικοί. Η εξέγερση καταστάλθηκε το 1334 και οι ηγέτες της συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν με την κρίσιμη συνεργασία πολλών Κρητικών. Οι οικογένειες των εξεγερμένων εξορίστηκαν και τα αδέλφια και τα παιδιά του Βάρδα Καλλέργη καταδικάστηκαν σε ισόβια φυλάκιση. Επίσης η είσοδος μη Κρητικών Ορθοδόξων κληρικών στο νησί απαγορεύτηκε.[91]

Το 1341 ξεκίνησε μια ακόμη εξέγερση, από ένα ακόμα μέλος της οικογένειας Καλλέργη, τον Λέοντα. Ένας εγγονός ή ανιψιός του Αλεξίου, ο Λέων ήταν δημόσια πιστός στη Βενετία, αλλά συνωμοτούσε με άλλους Κρητικούς ευγενείς, την οικογένεια του Σμυρίλιου απο τον Αποκόρωνα. Η εξέγερση ξέσπασε και σύντομα εξαπλώθηκε σε άλλες περιοχές, καθώς ακολούθησαν και άλλες ευγενείς οικογένειες, όπως οι Σκορδύλιδες, οι Μελισσηνοί, οι Ψαρομελίνκγοι και άλλοι. Ο Αλέξιος Καλλέργης (ο ομώνυμος εγγονός), όμως, συνέδραμε και πάλι αποφασιστικά τους Βενετούς: συνέλαβε τους Σμυρίλιους, οι οποίοι με τη σειρά τους πρόδωσαν τον Λέοντα Καλλέργη, τον οποίο ο δούκας Ανδρέας Κορνάρος έριξε ζωντανό στη θάλασσα, δεμένο σε σάκο [92]. Παρά την απώλειά του, η εξέγερση συνεχίστηκε κάτω από τους Σκορδύληδες και τους Ψαρομελίνκγους, που είχαν υπό τον έλεγχο τους τα βουνά των Σφακίων και της Σύβριτου. Οι επαναστάτες πολιόρκησαν ακόμα και τον Αλέξιο Καλλέργη τον νεότερο στο Καστέλι. Υπέστησαν όμως μεγάλη ήττα όταν ο Δούκας κατάφερε να αιφνιδιάσει τους Ψαρομελίνγκους και τις δυνάμεις τους και να τους καταστρέψει στην πεδιάδα της Μεσσαράς. Η απώλεια των Ψαρομελίνγκων ήταν το προοίμιο της καταστολής της εξέγερσης το 1347, που χαρακτηρίστηκε και πάλι από τη μεγάλη βία και την εξορία των οικογενειών των επαναστατών στη Βενετία [93].

Η αποστασία του αγίου Τίτου 1363[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χειρόγραφο από το Ερωτικόν ενύπνιον του Μαρίνου Φαλιέρου

Η μεροληψία στη φορολογία και τα δικαιώματα ευγενείας από την αριστοκρατία της Βενετίας έναντι των τιμαριούχων του νησιού, Βενετών και Κρητών, είχε σαν αποτέλεσμα τη λεγόμενη αποστασία του Αγίου Τίτου τον Αύγουστο του 1363. Η Βενετία θέλοντας να απομονώσει τους αποστάτες από τον χριστιανικό κόσμο έστειλε εκκλήσεις υποστήριξης σε πολλά χριστιανικά κράτη μεταξύ των οποίων και στον τότε βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη Ε' Παλαιολόγο. Όλοι ανταποκρίθηκαν θετικά, διακόπτοντας οποιεσδήποτε συναλλαγές με την Κρήτη και συνδράμοντας στρατιωτικά στην καταστολή της εξέγερσης[94].

Τα χρόνια που ακολούθησαν την αποστασία του αγίου Τίτου στην Κρήτη συνέπεσαν με σημαντικές αλλαγές στη βόρεια Ιταλία καθώς περνούσε από τον Μεσαίωνα στην περίοδο της Αναγέννησης. Το νησί της Κρήτης θα επηρεαστεί από το ρεύμα της περιόδου στα τέλη του 14ου αιώνα και ως και την πτώση του Χάνδακα το 1669 θα διανύσει μια από τις σημαντικότερες περιόδους στην ιστορία του, στις τέχνες και τα γράμματα. Την περίοδο αυτή έγινε δυνατή η εκτύπωση βιβλίων για πρώτη φορά στην κρητική διάλεκτο και παράχθηκε υλικό για διδασκαλία το οποίο αποτέλεσε και την απαρχή της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Μέσω της Βενετίας η Κρήτη απέκτησε πρόσβαση στα πανεπιστήμια της βόρειας Ιταλίας όπως της Βερόνας, της Μπολόνιας, της Φεράρας και του Μιλάνου. Μόνο από το πανεπιστήμιο της Πάντοβας εκτιμάται ότι αποφοίτησαν πάνω από 1.000 Κρήτες κατά την περίοδο 1500-1700 αριθμός σημαντικός για την εποχή και το μέγεθος του πανεπιστημίου. Ενώ στο κολέγιο του αγίου Αθανάσιου στη Ρώμη όπου ανέγειρε ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ το 1577 ειδικά για Έλληνες, το ένα τρίτο των σπουδαστών κατά την περίοδο 1577-1669 ήταν από την Κρήτη[95].

Μερικοί σημαντικοί Κρήτες της περιόδου ήταν οι λογοτέχνες Βιτσέντζος Κορνάρος και Γεώργιος Χορτάτσης συγγραφείς του Ερωτόκριτου και της Ερωφίλης αντίστοιχα, δυο από τα δημοφιλέστερα έργα σε κρητική διάλεκτο, ο ζωγράφος Δομήνικος Θεοτοκόπουλος που αποτελεί έναν από τους κλασικούς της ευρωπαϊκής αναγέννησης, αγιογράφοι της κρητικής σχολής όπως ο Μιχαήλ Δαμασκηνός και ο Θεόδωρος Πουλάκης, ο πάπας κατά τη διάρκεια του δυτικού σχίσματος Αλέξανδρος Ε΄, κατά κόσμον Πέτρος Φιλάργης, δάσκαλοι και φιλόσοφοι όπως ο Νικόλαος Καλλιάκης, ο Μάρκος Μουσούρος, συνθέτες αναγεννησιακής μουσικής όπως Φραγκίσκος Λεονταρίτης και ο Ιωσήφ Πλουσιαδηνός και άλλοι.

Η πολιτισμική μετάβαση της Κωνσταντινούπολης 1453[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής παραχωρεί τα προνόμια του Πατριαρχείου στον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο 1453 μ.Χ.

Η δεύτερη πολιτισμική και θρησκευτική μετάβαση της πρώην ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το 1453 καθόρισε εν καιρώ, για άλλη μια φορά την τύχη της Κρήτης. Είναι η σειρά του Χριστιανισμού που αντικατέστησε τις αρχαίες θρησκείες κατά την πρώτη οικουμενική σύνοδο, να αντικατασταθεί τώρα από το Ισλάμ σαν επίσημη θρησκεία του κράτους και η σειρά της ελληνιστικής επίσημης διαλέκτου που αντικατέστησε σταδιακά τα λατινικά, να αντικατασταθεί τώρα από την τουρκική γλώσσα.

Ο Γεώργιος Φραντζής στο χρονικό της άλωσης της Κωνσταντινούπολης[96] δείχνει τους Κρήτες ως τους τελευταίους που εγκατέλειψαν τον αγώνα με αναγνώριση μάλιστα των προσπαθειών τους από τους Τούρκους.

Όταν μπήκαν οι εχθροί στην Πόλη, έδιωξαν τους Χριστιανούς που είχαν απομείνει στα τείχη με τηλεβόλα, βέλη, ακόντια και πέτρες. Έτσι έγιναν κύριοι ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, εκτός των πύργων του Βασιλείου του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν ναύτες από την Κρήτη που πολέμησαν από τις 6 μέχρι τις 8 το απόγευμα και σκότωσαν πολλούς Τούρκους, δεν ήθελαν να παραδοθούν, έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν. Κάποιος Τούρκος ειδοποίησε το Σουλτάνο για την ηρωική άμυνά κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με το πλοίο και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί τους

Οι Οθωμανοί στο περιστατικό αυτό φαίνεται να επιβραβεύουν την αυτοθυσία στη μάχη ακόμα και όταν πρόκειται για τον αντίπαλο.

Η Κρήτη μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Κρήτη είχε πάντα ιδιαίτερη σημασία για τη Βενετία και η σημασία της αυξήθηκε ακόμα περισσότερο καθώς οι Οθωμανοί άρχισαν να κατακτούν τις ενετικές κτήσεις στην ανατολική Μεσόγειο, σε μια σειρά συγκρούσεων που ξεκίνησαν μετά την Πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453.[97] Η Κρήτη άρχισε σταδιακά να εμπλέκεται όλο και περισσότερο σε αυτές τις συγκρούσεις.

Η όξυνση της οθωμανικής απειλής συνέπεσε με μια περίοδο οικονομικής παρακμής της Ενετικής Δημοκρατίας, η οποία περιόρισε την ικανότητά της να ενισχύσει αποτελεσματικά την Κρήτη. Επιπλέον, οι εσωτερικές συγκρούσεις στο νησί, καθώς και η άρνηση της τοπικής αριστοκρατίας για μεταρρυθμίσεις, διόγκωναν το πρόβλημα [98]. Η πτώση της Κωνσταντινούπολης επηρέασε ορισμένους κατοίκους του νησιού και ακολούθησε μια σειρά αντιβενετικών συνωμοσιών μικρής έκτασης. Η πρώτη ήταν μια εξέγερση σχεδιαζόμενη από τον Σήφη Βλαστό στο Ρέθυμνο, η οποία περιελάμβανε ακόμη και μια ψεύτικη επιστολή του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα. Η συνωμοσία προδόθηκε στις βενετικές αρχές από τους ορθόδοξους ιερείς Ιωάννη Λιμά και Αντρέα Νίγκρο, με αντάλλαγμα χρήματα και προνόμια. 39 άτομα κατηγορήθηκαν για συμμετοχή, μεταξύ των οποίων πολλοί ορθόδοξοι ιερείς. Τον Νοέμβριο του 1454, ως τιμωρία, οι αρχές απαγόρευσαν τη χειροτονία ορθοδόξων ιερέων για πέντε χρόνια [99]. Μια άλλη συνωμοσία προδόθηκε το 1460, κάνοντας τους Βενετούς να ξεκινήσουν διώξεις κατά ντόπιων άλλα και προσφύγων από την ηπειρωτική Ελλάδα. Ο πρωτόπαπας του Ρεθύμνου, Πέτρος Τζανγκαρόπουλος, ήταν ένας από τους ηγέτες της συνωμοσίας[100]. Αν και η συνωμοτική δραστηριότητα υποχώρησε σταδιακά, οι αρχές παρέμειναν νευρικές. Το 1463, επιτράπηκε στον οικισμό του οροπεδίου του Λασιθίου να παράγει σιτηρά για να αντιμετωπιστεί ο λιμός, όμως αμέσως μόλις πέρασε ο άμεσος κίνδυνος το 1471, απαγορεύθηκε ξανά και παρέμεινε έτσι μέχρι τις αρχές του 16ου αιώνα. [100]

Το 1471, κατά τον Πρώτο Βενετοτουρκικό Πόλεμο, ο οθωμανικός στόλος λεηλατούσε τις ανατολικές επαρχίες του νησιού γύρω από τη Σητεία.[98] Κατά τον Τρίτο Βενετοτουρκικό Πόλεμο (1537-1540), οι Οθωμανοί ζήτησαν την αναγνώριση της κυριαρχίας του σουλτάνου στην Κρήτη και την καταβολή ετήσιου φόρου υποτέλειας, αξιώσεις οι οποίες αγνοήθηκαν.

Τον Ιούνιο του 1538, ο Οθωμανός ναύαρχος Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα κατέλαβε τον Μυλοπόταμο, τον Αποκόρωνα και την Κεραμία, πολιόρκησε τα Χανιά χωρίς επιτυχία και έπειτα κατευθύνθηκε στο Ρέθυμνο και τον Χάνδακα. Ήταν μόνο η έκκληση βοήθειας των βενετικών αρχών προς τον τοπικό πληθυσμό που έσωσε το κάστρο, προσφέροντας αμνηστίες και φορολογικές απαλλαγές. Οι αδελφοί Καλλέργη, Αντώνης και Μαθιός, χρησιμοποίησαν την περιουσία τους για να στρατολογήσουν άντρες και να ενισχύσουν τις οχυρώσεις του νησιού. Εντωμεταξύ, οι Τούρκοι είχαν καταστρέψει την περιοχή γύρω από το Φόδελε και τα οχυρά του Μιράμπελλου, της Σητείας και του Παλαιόκαστρου. Οι οθωμανικές επιδρομές επανήλθαν το 1539, όταν το Σέλινο παραδόθηκε από τους κατοίκους του και η βενετική φρουρά αιχμαλωτίστηκε. Το φρούριο της Ιεράπετρας επίσης έπεσε, αλλά η Κίσαμος αντιστάθηκε με επιτυχία.[101]

Το 1571, κατά τη διάρκεια του πολέμου για την Κύπρο, ο Κιλίτζ Αλή Πασάς κατέλαβε για λίγο το Ρέθυμνο και επέδραμε στο νησί, οδηγώντας σε εκτεταμένο λιμό. Κάποιοι κάτοικοι του νησιού επιχείρησαν ακόμα και να έλθουν σε συμφωνία με τους Τούρκους, oμως η παρέμβαση του Κρητικού ευγενούς Ματθαίου Καλλέργη κατάφερε να ηρεμήσει τα πνεύματα και να αποκαταστήσει την τάξη [102]. Δύο χρόνια αργότερα, το 1573, η περιοχή γύρω από τα Χανιά λεηλατήθηκε ξανά από τους Οθωμανούς. [103]

Η ενδοχώρα της Κρήτης στα τελη το 16ου αιωνα δεσπόζεται από οικογένειες -φατρίες όπως των Πάτερων, των Παπαδόπουλων και των Μουσούρων που λυμαίνονταν τα ορεινά, δημιουργώντας μια αφόρητη κατάσταση, όπως φαίνεται από τις εκλύσεις βοήθειας τον ντόπιων κατοίκων προς τη Βενετία αλλά και από ριζίτικα τραγούδια εκείνης της εποχής.

«Χριστὲ νὰ ζώνουμουν σπαθὶ
καὶ νᾄπιανα κοντάρι
νὰ πρόβαινα στὸν Ὁμαλὸ
στὴ στράτα τῶ Μουσούρω
νὰ σύρω τἀργυρὸ σπαθὶ
καὶ τὸ χρυσὸ κοντάρι
νὰ κάμω μάνες δίχως γιούς
γυναῖκες δίχως ἄντρες»

Παλαιά μορφή του Πότε θα κάμει ξαστεριά [104] Ριζίτικο

…Είναι ακόμα οι Μουσούροι και οι Σγουράφοι, άνθρωποι με κακά φυσικά, που κατοικούν στον Ομαλό, στο Ορθούνι … Μα οι χειρότεροι από όλους αυτούς είναι σήμερα οι Πάτεροι που είναι περισσότεροι και ασύγκριτα πιο δυνατοί από τους άλλους, χάρις τόσο στον τόπο που κατοικούν όσο και στη φύση τους. Όλοι έχουν επιδοθεί σε κακές πράξεις και αν δεν αντιστάθμιζε τη δύναμη τους η δύναμη των Παπαδόπουλων δεν θα μπορούσε να τους υποφέρει κανείς…

— Απόσπασμα από την αναφορά του προβλεπτή Φίλλιπου Πασκουαλίνγκο, 16ος αιώνας

…Αν δεν γίνει αυτή η θεραπεία, έχει να ερημωθεί σε λίγο ολόκληρος ο τόπος αυτός, για να μηνούν οι κακοί και να ξεριζωθούν οι καλοί, που είναι στην υπηρεσία του Άγιου Μάρκου, μαραγκοί καλαφάτες και μαστόροι…

— Απόσπασμα από την Έκλυση βοήθειας των κάτοικων των Σφακίων προς τις αρχές της Βενετίας, 16ος αιώνας[105][106]

Ο Βενετός προβλεπτής Τζάκομο Φοσκαρίνι σε έκθεση του το 1579 αναφέρεται στην κατάληξη των παλαιών Βενετών εποίκων στην ενδοχώρα της Κρήτης.

«Από τους ευγενείς Βενετούς πολλοί είναι που δεν έχουν ανάμνηση της ευγενικής τους καταγωγής και πάρα πολλοί τόσο φτωχοί, που εργάζονται με τα χέρια τους στις γεωργικές δουλειές και δεν διατηρούν τίποτε άλλο παρά το επίθετο και λίγο φέουδο που τους απέμεινε, ύστερα από το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα. Έχουν χάσει εντελώς τη γνώση της Ιταλικής γλώσσας και επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα σε κανένα χωριό του νησιού να λειτουργούνται κατά το λατινικό δόγμα, είναι αναγκασμένοι να παρακολουθούν καμιά φτωχή θεία λειτουργία στις ορθόδοξες εκκλησίες, να βαφτίζουν τα παιδιά, να παντρεύονται και να θάβουν τους νεκρούς σύμφωνα με το ορθόδοξο δόγμα και τα ελληνικά έθιμα. Οικογένειες τέλεια ελληνικές, οι οποίες δεν πιστεύω πως μπορούν να υπόσχονται περισσότερα από ότι θα μπορούσαν να προσφέρουν οι Έλληνες».[107]

Ο μεγάλος Κρητικός πόλεμος 1645[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης της Κρήτης της εποχής της Αναγέννησης κατασκευασμένος με περίπλου. Αναγράφονται εκατοντάδες τοπωνύμια μεταξύ των οποίων και η κορυφή Ίδη ως IDA στο κέντρο του χάρτη.

Στις 22 Ιουνίου του 1645 το οθωμανικό κράτος ξεκινά τον πέμπτο σε σειρά πόλεμο εναντίον της δημοκρατίας της Βενετίας με την αποβίβαση ενός τεράστιου στρατεύματος στα Χανιά. Έως το 1669 θα πέσουν νεκροί στην κρητική ύπαιθρο 70.000 αμυνόμενοι από την προέλαση του οθωμανικού στρατού, στην πλειοψηφία άμαχος πληθυσμός της Κρήτης.[108] Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, πολλοί κληρικοί και λόγιοι από την πόλη πέρασαν ή εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη, όπως Ιανός Λάσκαρης, Μιχαήλος Αποστόλης, η οικογένεια των Πατελλάρων και άλλοι. Η δημοκρατία της Βενετίας από το 1453 είχε απαγορέψει στον υψηλόβαθμο ορθόδοξο κλήρο να ασκεί καθήκοντα στην Κρήτη,[109] επέτρεπε όμως στον χαμηλόβαθμο κλήρο να τηρεί τα μυστήρια μεγάλου μέρους Κρητών.

Το 1646 με την κατάληψη του Ρεθύμνου από τους Οθωμανούς και ενώ ο πόλεμος μαίνονταν έξω από τα τείχη του Χάνδακα, ο Νεόφυτος Πατελλάρος, ο πρώτος ορθόδοξος μητροπολίτης Κρήτης αναλάμβανε καθήκοντα υπό την προστασία των Τούρκων και ο χαμηλόβαθμος ορθόδοξος κλήρος της Κρήτης λάμβανε 30 χρόνια απαλλαγή από τον κεφαλικό φόρο των άπιστων (Jizya) από την οθωμανική αρχή, σαν ανταμοιβή για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην αυτοκρατορία, αποτρέποντας μεγάλη μερίδα Κρητών να λάβει μέρος στο πόλεμο με τους δυτικούς συμμάχους[109]. Σύγχρονοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι αν η στάση των Κρητών ήταν μαζικά υπέρ των δυτικών, η έκβαση του πολέμου θα ήταν πολύ διαφορετική, δεδομένου ότι τα οθωμανικά στρατεύματα πολλές φορές κατά την εκστρατεία στην Κρήτη βρέθηκαν σε οριακό σημείο, όμως δεν αντιμετώπισαν σημαντική αντίσταση εκτός των φρουρίων[110][111].

Ωστόσο υπήρξαν και περιπτώσεις που διασώζει το ενετικό αρχείο, όπου χαμηλόβαθμος ορθόδοξος κλήρος αρνήθηκε την εύνοια των Τούρκων. Όπως ο Χανιώτης αγιογράφος Φιλόθεος Σκούφος και οι 34 μοναχοί υπό την καθοδήγηση του που έλαβαν μέρος στην υπεράσπιση της πόλης των Χανίων κατά την πρώτη απόβαση των Τούρκων στην Κρήτη. Μη έχοντας θέση μετά τη μάχη στο νέο καθεστώς κατέφυγε στη Βενετία.[112]

Οθωμανική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δεύτερη άλωση του Χάνδακα 1669[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απεικόνιση του Χάνδακα από το Civitates Orbis Terrarum (1617), Ο Άτλας των πόλεων του κόσμου των Georg Braun και Franz Hogenberg.

Μετά την πτώση του Χάνδακα το Σεπτέμβριο 1669 ξεκινά μια σκοτεινή περίοδος γεμάτη αναταραχές για την Κρήτη. Ενώ στον δυτικό κόσμο την Αναγέννηση ακολούθησε ο Διαφωτισμός, στην Κρήτη την αναγέννηση ακολούθησε ξανά ο Μεσαίωνας για σχεδόν δυο αιώνες.

Η ύπαρξη του φρουρίου του Χάνδακα είναι ένας από τους λόγους που οι Οθωμανοί δεν επιτέθηκαν στην Κρήτη νωρίτερα από το 1644 και δεν μετέφεραν πληθυσμούς στο νησί μετά την πτώση του το 1669[68]. Ο Χάνδακας ήταν το ισχυρότερο φρούριο της Μεσόγειου της εποχής του, επέτρεπε να ελέγχεται το νησί της Κρήτης διατηρώντας ελάχιστα στρατεύματα, καθώς σε περίπτωση απειλής θα μπορούσε να αντέξει αρκετά έως ότου φτάσουν ενισχύσεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι για να πέσει το φρούριο του Χάνδακα μετά την τελευταία ανακατασκευή των Ενετών, χρειάστηκε μια Οθωμανική Αυτοκρατορία στην απόλυτη ακμή της, 25 χρόνια προσπαθειών και χιλιάδες νεκρούς. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία μέτρησε 70,000 χιλιάδες νεκρούς στρατιώτες συνολικά στον κρητικό πόλεμο του 1645-1669[113], μεγάλο μέρος των οποίων έπεσε έξω από τα τείχη του Χάνδακα.

Kάστρο και πού ’ν’ οι πύργοι σου, και τα καμπαναργιά σου και πού ’ν’ οι γιαντριωμένοι σου, τα 'μορφα παλικάργια. Μα μένα οι γιαντριωμένοι μου, τα 'μορφα παλικάργια, η μαύρη γης τα χαίρεται στο μαυρισμένο ’Αδη. Δεν έχω αμάχη τσι Τουρκιάς, μήδε κακιά του χάρου μόνο ’χω αμάχη και κακιά του σκύλου του προδότη

απού μου τα κατάδουδε.[114] Ριζίτικο

Το νησί της Κρήτης από την κατάκτηση του ήταν η χειρότερα κυβερνούμενη επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας[115]. Την εξουσία κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ασκούσαν οι λεγόμενοι τουρκοκρήτες. Ήταν κρητικής καταγωγής και ομιλητές στις περισσότερες περιπτώσεις μόνο της κρητικής διαλέκτου[116][117] που ασπάστηκαν το Ισλάμ για οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους [118] αλλά κυρίως εξαιτίας του ρόλου που έπαιξε η Ορθόδοξη Εκκλησία κατά το μεγάλο Κρητικό Πόλεμο. Αναφέρονται ως ασεβείς πιστοί του Ισλάμ και δυνάστες των χριστιανών, συχνά αυτόμολοι και σε διένεξη με την Πύλη. Ο μουσουλμανισμός επιφανειακός ή μη, έφτασε σε κάποια περίοδο ακόμα και το 47% του συνολικού πληθυσμού του νησιού.[119] Ο γάλλος περιηγητής Ζοζέφ Πιτόν ντε Τουρνεφόρ και ο Άγγλος περιηγητής Ρίτσαρντ Πόκοκ που επισκέφθηκαν την Κρήτη τον πρώτο αιώνα της Τουρκοκρατίας αναφέρουν χαρακτηριστικά:

Τουρνεφόρ: Όλοι οι κάτοικοι της ενδοχώρας μιλούν την χαρακτηριστική διάλεκτο των χριστιανών του μεσαίωνα, όμως τα βιοποριστικά πλεονεκτήματα του ισλαμισμού, έχουν οδηγήσει πολλούς να εγκαταλείψουν τη θρησκεία των προγόνων τους.[120] Pococke: Eίναι μερικά χωριά που έχουν γίνει όλοι μουσουλμάνοι[121].

Κρητική επανάσταση 1770[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1768–1774)

Το 1770 σημειώθηκε στα Σφακιά η πρώτη μεγάλη επανάσταση κατά των Οθωμανών έναν αιώνα μετά την πτώση του Χάνδακα, ήταν μέρος του Ρωσοτουρκικού Πόλεμου του 1768–1774, γεγονότα γνωστά και ως Ορλοφικά.

Ολόκληρο το 1769 και ως την Άνοιξη του 1770 ο Δασκαλογιάννης προετοίμαζε την επανάσταση στα Σφακιά. Οι Σφακιανοί αρνήθηκαν την καταβολή του κεφαλικού φόρου και το Πάσχα του 1770 ξεκίνησαν οι εχθροπραξίες. Οι επαναστάτες δεν ξεπερνούσαν τους 2000 άνδρες. Προσέβαλλαν πρώτα τις κοντινές επαρχίες της Κυδωνίας, Αποκορώνου και αγίου Βασιλείου με επιτυχία. Η αντίδραση όμως των Οθωμανών ήταν άμεση με αποστολή 15000 ανδρών στις παρυφές των Σφακίων τον Μάιο του 1770. Οι προσπάθειες των Οθωμανών για συμβιβασμό και παράδοση των επαναστατών απέτυχαν και μετά την πρώτη μεγάλη μάχη στην Κράπη οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στις βουνοκορφές αμυνόμενοι ολόκληρο το θέρος και το φθινόπωρο του 1770. Το χειμώνα του 1770 ήταν φανερό πια ότι οι Ρώσοι δεν πρόκειται να συνδράμουν την επανάσταση και έτσι οι επαναστάτες προχώρησαν σε συμβιβασμό και παράδοση του Δασκαλογιάννη.[122][123].

Οι επαναστάσεις στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα που σημειώθηκαν παράλληλα, έχοντας μικρή υποστήριξη από τους Ρώσους τελικά καταπνίγηκαν από Αλβανούς μισθοφόρους[124].

Η Περίοδος της Γραμβούσας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κάστρο της Γραμβούσας

Κρήτες που συμμετείχαν στην Επανάσταση του Μοριά το 1821 επέστρεψαν στην Κρήτη το καλοκαίρι του 1825, όπου η επανάσταση που είχε ξεκινήσει παράλληλα, είχε σχεδόν κατασταλεί, καθώς οι συνθήκες στην Κρήτη ήταν πολύ διαφορετικές από ότι στην Πελοπόννησο, κυρίως λόγω των εξαιρετικά οχυρών ενετικών θέσεων που κατείχαν τώρα οι Τούρκοι.

Με επικεφαλής τον Δημήτριο Καλλέργη και τον Εμμανουήλ Αντωνιάδη κατέλαβαν το παλιό ενετικό φρούριο της Γραμβούσας στις 9 Αυγούστου του 1825, το όποιο κατείχαν οι Τούρκοι από το 1715. Οι προσπάθειες των Τούρκων να ανακτήσουν το οχυρό απέτυχαν και έτσι άρχισε στην Κρήτη η λεγόμενη περίοδος της Γραμβούσας. Οι επαναστάτες ίδρυσαν οικισμό με μεγάλη προσέλευση από την Κρήτη, έκτισαν σχολείο και οργάνωσαν το ‘’Κρητικό Συμβούλιο’’ που αποτελούσε την επίσημη επαναστατική αρχή της Κρήτης και επιδόθηκαν σε ανταρτοπόλεμο κατά των Τούρκων. Την ίδια εποχή δρούσε στο Κρητικό Πέλαγος και ο Μιχαήλ Κόρακας με 3 πειρατικά πλοία και ορμητήριο την Κάρπαθο[125].

Το 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας φτάνει στα Επτάνησα για να αναλάβει την αρχηγία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Μια από τις πρώτες ενέργειες του την ίδια χρονιά, ήταν να στείλει στόλο υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο εναντίον του φρουρίου της Γραμβούσας μετά από υποδείξεις των Άγγλων, που ήθελαν την Κρήτη αναπόσπαστο μέρος της φίλης και συμμάχου Τουρκίας. Με πρόσχημα την καταστολή της πειρατείας κατέστρεψαν τα κρητικά πλοία, κατέλαβαν το φρούριο και διέλυσαν τον οικισμό και μαζί τον πυρήνα της επανάστασης στην Κρήτη προσωρινά.[126]

Κρητική επανάσταση 1866[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επανάσταση του 1866 ήταν η σημαντικότερη από μια σειρά επαναστάσεων του 19ου αιώνα όπου η Οθωμανική Αυτοκρατορία απώλεσε τον έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος του νησιού, και φέρνει την Κρήτη σε μια περίοδο ανομίας που προδίκασε την ανεξαρτησία. Η ανατίναξη της μονής Αρκαδίου όπου σκοτώθηκαν πάνω από 700 άμαχοι, προκάλεσε το διεθνές αίσθημα και εθελοντές από την Ιταλία τη Σερβία και την Ουγγαρία έφτασαν στο νησί το 1866. Από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ήρθε ουσιαστική βοήθεια σε χρήματα και εξοπλισμό, ενώ το νεοελληνικό κράτος εξέφρασε τη συμπάθεια του στον αγώνα.

Κρητική Πολιτεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Κρητική Πολιτεία
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος

Η Κρητική Πολιτεία είναι το κράτος που δημιουργήθηκε μετά την επέμβαση της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ρωσίας, στην Κρήτη το 1898 αποσπώντας το νησί από την παραπαίουσα τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία με την αιτιολογία ότι δεν μπορούσε πλέον να διατηρήσει τον έλεγχο. Η Κρητική Πολιτεία διήρκησε 15 χρόνια έως ένωση της με την Ελληνική Δημοκρατία το 1913. Η Εξέγερση της Θερίσου το 1905 εναντίον του πρίγκιπα Γεωργίου της Ελλάδας ο οποίος ασκούσε εξουσία στο νησί, ανέδειξε τον σημαντικότερο πολιτικό της Κρητικής Πολιτείας, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος μετά την ένωση αναδείχτηκε 7 φορές πρωθυπουργός της Ελληνικής Δημοκρατίας. Επί αρχηγίας του η Ελληνική Δημοκρατία έφτασε στη μεγαλύτερη εδαφική έκταση στην ιστορία της, όμως μεγάλο μέρος της χάθηκε μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920. Παρ' όλα αυτά η μισή και πλέον από τη συνολική έκταση της σημερινής Ελληνικής Δημοκρατίας προσαρτήθηκε επί αρχηγίας του.

Η Κρητική Χωροφυλακή (1907) ήταν το στρατιωτικό σώμα της Κρητικής Πολιτείας, το όποιο ήταν επιφορτισμένο εκτός από την άμυνα του νησιού και με την αστυνόμευση των πόλεων, ενώ είχε και ρόλο εκστρατευτικού σώματος. Έλαβε μέρος μεταξύ άλλων στους Βαλκανικούς Πολέμους και στο Κίνημα Εθνικής Αμύνης του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Ένωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη λήξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου το Μάιο του 1913, η Κρήτη ενώθηκε με την Ελλάδα με τη Συνθήκη του Λονδίνου. Η ένωση έγινε με επίσημη τελετή στο φρούριο Φιρκά των Χανίων την 1 Δεκεμβρίου 1913.

Εγκατάσταση Μικρασιατών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη πολλές οικογένειες Ελλήνων Μικρασιατών. Κατά την επακόλουθη ανταλλαγή πληθυσμών, με βάση τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923, οι Τούρκοι που κατοικούσαν στην Κρήτη, περίπου 33.000, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί και Έλληνες Μικρασιάτες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στο νησί, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της Κρήτης να καταστεί εθνικά και θρησκευτικά ομογενής[127]. Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες εμπλούτισαν τον τοπικό πολιτισμό και την οικονομία και δημιούργησαν συνοικισμούς που φέρουν τα ονόματα των πόλεων της Μικράς Ασίας από όπου προήλθαν, όπως Νέες Κλαζομενές, Νέα Αλικαρνασσός, Νέα Βρύουλα, Νέα Αλάτσατα [128][129][130].

Η μάχη της Κρήτης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Μάχη της Κρήτης
Γερμανός αλεξιπτωτιστής κείτεται νεκρός ενώ το αλεξίπτωτο του έχει μπλέξει σε ελαιόδεντρο.

Η μάχη της Κρήτης διεξήχθη το Μάιο του 1941, στα πλαίσια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μεταξύ στρατευμάτων των Συμμάχων, Βρετανών, Ελλήνων, Αυστραλών, Νεοζηλανδών, και δυνάμεων του Άξονα. Η μάχη έληξε με κατάκτηση του νησιού από τους Γερμανούς με βαρύ όμως τίμημα. Χαρακτηριστικές είναι αναφορές μεσήλικων Κρητών να πολεμούν άοπλοι με ραβδιά τους εισβολείς[131], καθώς ο ελληνικός στρατιωτικός σχηματισμός που αρχικά είχε την ευθύνη της άμυνας του νησιού, η 5η Μεραρχία Πεζικού, δύναμης 22.000 ανδρών, είχε μεταφερθεί από τα μέσα Νοεμβρίου 1940 στην ηπειρωτική Ελλάδα για να πάρει μέρος στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμος.[132]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Team Led by PC Faculty Member Finds Evidence of Earliest Seafaring by Human Ancestors, Providence College». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Μαΐου 2010. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουνίου 2014. 
  2. Strasser F. Thomas et al. (2010) Stone Age seafaring in the Mediterranean, Hesperia (The Journal of the American School of Classical Studies at Athens), vol. 79, pp. 145-190.
  3. Wilford, J.N., On Crete, New Evidence of Very Ancient Mariners The New York Times, 15 Feb 2010.
  4. Bruce Bower, Hominids Went Out of Africa on Rafts Wired Science, January 8, 2010.
  5. Κρήτη, σελ. 14-18, Explorer (2004)
  6. Chisholm, Hugh, ed. (1911). "Antonius". Encyclopædia Britannica. 2 (11th ed.). Cambridge University Press.
  7. Mayor, The Poison King: the life and legend of Mithradates, Rome’s deadliest enemy
  8. the Oxford encyclopedia of Ancient Greece and Rome Volume 1 - Oxford University Press
  9. Detorakis, Theocharis E. (1986). Ιστορία της Κρήτης [History of Crete] (in Greek). Athens. p. 128
  10. Hetherington, Paul (2001), The Greek Islands. Guide to the Byzantine and Medieval Buildings and their Art, London, ISBN 1-899163-68-9 p. 60
  11. 11,0 11,1 Kazhdan, Alexander, ed. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford and New York: Oxford University Press. ISBN 0-19-504652-8. p. 546
  12. Hetherington, Paul (2001), The Greek Islands. Guide to the Byzantine and Medieval Buildings and their Art, London, ISBN 1-899163-68-9 p. 61
  13. Detorakis, Theocharis E. (1986). Ιστορία της Κρήτης [History of Crete] (in Greek). Athens. pp. 131–132
  14. Detorakis, Theocharis E. (1986). Ιστορία της Κρήτης [History of Crete] (in Greek). Athens. p. 129
  15. Detorakis, Theocharis E. (1986). Ιστορία της Κρήτης [History of Crete] (in Greek). Athens. pp. 130–131
  16. Δείτε επίσης το ψηφιδωτό του Ιησού από τον ναό του Άγιου Απολλινάριου της Ραβέννας της ίδιας εποχής, όπου η χειρονομία είναι περισσότερο εμφανής. Αντιπαραβάλλετε επίσης την απεικόνιση του Δία από το Vergilius Romanus (Folio 234 verso) με τη βυζαντινή αγιογραφία του Αρχάγγελου Μιχαήλ, όπου φέρει σκήπτρο και σφαίρα, σύμβολά της βασιλείας επί της γης.
  17. 17,0 17,1 Edinburgh Companion to the History of Democracy: From Pre-history to Future Possibilities: From Pre-history to Future Possibilities p. 135. ISBN 1474400140 ISBN 978-1474400145
  18. Γεώργιος Κεδρηνός: Σύνοψη Ιστοριών Α, 796.
  19. Θεοφάνους: Χρονογραφία. Εκδόσεις Bonn. Α., 623
  20. 20,0 20,1 20,2 Lincoln Paine, The Sea and Civilization: A Maritime History of the World, Atlantic Books Ltd 2013. ISBN13: 9781400044092. Chapter: The Contest For Crete.
  21. Θεοχάρης Ευστρατίου Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, 1986, p. 137.
  22. (Γαλλικά) Janin, Raymond (1964). Constantinople Byzantine (2η έκδοση). Παρίσι: Institut français d'etudes byzantines. σελ. 70. 
  23. 23,0 23,1 Miles, George C. (1964). Byzantium and the Arabs: Relations in Crete and the Aegean Area. Dumbarton Oaks Papers. pp. 11, 16–17.
  24. 24,0 24,1 John H. Pryor, Geography, Technology, and War: Studies in the Maritime History of the Mediterranean, 649-1571 Cambridge University Press, 1992, p. 110.
  25. 25,0 25,1 25,2 Christides, Vassilios (1981). The Raids of the Moslems of Crete in the Aegean Sea: Piracy and Conquest.pp 78-99.
  26. Christides, Vassilios (1984). The Conquest of Crete by the Arabs (ca. 824): A Turning Point in the Struggle between Byzantium and Islam. Academy of Athens. OCLC 14344967. p. 116.
  27. 27,0 27,1 Miles, George C. (1964). Byzantium and the Arabs: Relations in Crete and the Aegean Area. Dumbarton Oaks Papers. pp.14-17.
  28. Christides, Vassilios (1984). The Conquest of Crete by the Arabs (ca. 824): A Turning Point in the Struggle between Byzantium and Islam. Academy of Athens. OCLC 14344967 pp. 33, 116–122
  29. Georgius Phrantzes, Joannes Cananus, Joannes Anagnostes. Επιμελητής Impensis E. Weberi, εκδότης I. Bekker, Βόννη 1838, ASIN: B001C71SAG σελ. 101
  30. Christides, Vassilios (1984). The Conquest of Crete by the Arabs (ca. 824): A Turning Point in the Struggle between Byzantium and Islam. Academy of Athens. OCLC 14344967 pp. 104–109
  31. Treadgold, Warren (1997). A History of the Byzantine State and Society. Stanford, California: Stanford University Press. ISBN 0-8047-2630-2. p. 447.
  32. Winkelmann, Friedhelm; Lilie, Ralph-Johannes; et al. (2001). "Theoktistos (# 8050)". Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit: I. Abteilung (641–867), 4. Band: Platon (#6266) – Theophylaktos (#8345) (in German). Walter de Gruyter. pp. 578–581. ISBN 3-11-016674-7. p. 579.
  33. Canard, M. (1986). "Iḳrīṭis̲h̲". The Encyclopedia of Islam, New Edition, Volume III: H–Iram. Leiden and New York: BRILL. pp. 1082–1086. ISBN 90-04-08118-6.
  34. Wortley, John, ed. (2010). John Skylitzes: A Synopsis of Byzantine History, 811-1057. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-76705-7. pp. 147–148.
  35. Eugenia Russell, Literature and Culture in Late Byzantine Thessalonica 2013 ISBN 1441161775 ISBN 978-1441161772 p. 28.
  36. Frendo, David; Fotiou, Athanasios, eds. (2000), John Kaminiates: The Capture of Thessaloniki, Perth: Australian Association for Byzantine Studies, ISBN 1-876503-00-9
  37. Alan G. Jamieson, Faith and Sword: A Short History of Christian-Muslim Conflict 2006, ISBN 978-1861892720 p.32.
  38. 38,0 38,1 Tougher, Shaun (1997). The Reign of Leo VI (886-912): Politics and People. Leiden, The Netherlands: Brill. ISBN 978-90-04-10811-0. p. 192.
  39. Kazhdan, Alexander Petrovich, ed. (1991). Oxford Dictionary of Byzantium. New York, New York and Oxford, United Kingdom: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-504652-6. p. 933
  40. Treadgold, Warren (1997). A History of the Byzantine State and Society. Stanford, California: Stanford University Press.ISBN 0-8047-2630-2. p. 470.
  41. Khoury Odetallah, Rashad (1995). "Leo Tripolites - Ghulām Zurāfa and the Sack of Thessaloniki in 904".Byzantinoslavica. 56 (1): 97–102.ISSN 0007-7712. p. 98.
  42. The New Cambridge Medieval History: Volume 3, C.900-c.1024 ISBN 1107460581 p. 556.
  43. • Guilland, Rodolphe (1967). Recherches sur les Institutions Byzantines, Tome II (in French). Berlin, Germany: Akademie-Verlag. p. 185.
  44. Armies of the Dark Ages 600-1066, Ian Heath, second edition 1980 p. 27.
  45. 45,0 45,1 Constantinus Porphyrogenitus De cerimoniis aulae Byzantinae libri duo ... e recensione Io. Iac. Reiskii cum eiusdem commentariis integris ; Volumen I. (II.45)
  46. McGeer, Eric (2008). Sowing the Dragon's Teeth: Byzantine Warfare in the Tenth Century. Washington, District of Columbia: Dumbarton Oaks Studies. ISBN 978-0-88402-224-4. p. 359
  47. Pryor, John H.; Jeffreys, Elizabeth M. (2006). The Age of the ΔΡΟΜΩΝ: The Byzantine Navy ca. 500–1204. Leiden, The Netherlands and Boston, Massachusetts: Brill Academic Publishers. ISBN 978-90-04-15197-0. p. 71
  48. Ringrose, Kathryn M. (2003). The Perfect Servant: Eunuchs and the Social Construction of Gender in Byzantium. Chicago, Illinois: The University of Chicago Press. ISBN 978-0-226-72015-9. p. 13
  49. Ronald Grigor Suny, 1994, The Making of the Georgian Nation ISBN 978-0253209153 p. 32.
  50. Timothy E. Gregory 2011, A History of Byzantium ISBN 978-1405184717 Chapter 10: The beginnings of the Macedonian dynasty.
  51. Chahin, Mack. The Kingdom of Armenia: A History. London: RoutledgeCurzon, 2001, ISBN 0-7007-1452-9 p. 232
  52. Warren T. Treadgold Byzantium and Its Army 284-1081, Stanford University Press, 1998 ISBN 978-0804731638 p. 34.
  53. Raffaele D’Amato, 2012, Byzantine Imperial Guardsmen 925–1025: The Tághmata and Imperial Guard, ISBN 978-1849088503 p. 31.
  54. Sigfús Blöndal, Benedict Benedikz 2007, The Varangians of Byzantium, Cambridge University Press, ISBN 978-0521035521 p.38
  55. Aleksandr Petrovich Kazhdan, Annabel Jane Wharton, Change in Byzantine Culture in the Eleventh and Twelfth Centuries University of California Press, 1985 p.137.
  56. 56,0 56,1 De Creta Capta Praefatio Ad Nicephorvm Phocam, ΑΛΩΣΙΣ ΚΡΗΤΗΣ ΠΟΝΗΘΕΙΣΑ ΠΑΡΑ ΘΕΟ∆ΟΣΙΟΥ ∆ΙΑΚΟΝΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΤΩΙ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΩΙ ΚΑΙ ΚΡΑΤΑΙΩΙ ΒΑΣΙΛΕΙΡΩΜΑΝΩΙ
  57. George C. Miles, Byzantium and the Arabs: Relations in Crete and the Aegean Area, Dumbarton Oaks Papers Vol. 18 (1964), σελ. 15 στις παραπομπές
  58. Θεοδόσιος ο Διάκονος, Ἅλωσις τῆς Κρήτης, Δ ́784 κ.εξ.
  59. Θεοδόσιος ο Διάκονος, Ἅλωσις τῆς Κρήτης, Δ ́848-890
  60. Λέων Ο Διάκονος, 8.20 – 10.1-11.
  61. Θεοδόσιος ο Διάκονος, Ἅλωσις τῆς Κρήτης, Δ ́890-917
  62. The Encyclopaedia Britannica, Or Dictionary of Arts, Sciences, and General Literature, Tome 16. p. 249
  63. Αρχιμανδρίτης Νικόδημος, Βίος και Πολιτεία του οσίου Νίκωνος του "Μετανοείτε", εκδόσεις Τήνος, Αθήνα (1996)
  64. Ν. Τωμαδάκης, Σλάβοι εν Κρήτη. Τα Καράνου. Το Ροδοβάνι, ΕΕΚΣ 1 (1938) 425-431.
  65. Τωμαδάκης, Νικόλαος, (1948) Κρητικά Χρονικά, τόμος 2, σελ. 57-66.
  66. Nicetas Choniates, Historia, ed. J.-L. Van Dieten, 2 vols. (Berlin and New York, 1975); trans. as Ο City of Byzantium, Annals of Niketas Choniates, by H.J. Magoulias (Detroit; Wayne State University Press, 1984).
  67. Greene Molly (2000) A Shared World: Christians and Muslims in the Early Modern Mediterranean, Princeton University Press. σελ. 87.
  68. 68,0 68,1 P. Hooper, Thesis, University of New Mexico σελ. v. σελ.27
  69. Barkan, Ömer Lütfi. (1951-52). “Osmanlı İmparatorluğu'nda Bir İskân ve Kolonizasyon Metodu Olarak Sürgünler” (“Population Transfers as a Method of Settlement and Colonization in the Ottoman Empire”) İstanbul Üniversitesi İktisat Fakültesi mecmuası. σελ. 73
  70. Zürcher, Erik (1999). Arming the State. London and New York: LB Tauris and Co Ltd. p. 80. ISBN 1-86064-404-X.
  71. . Hubbard, Glenn and Tim Kane. (2013). Balance: The Economics of Great Powers From Ancient Rome to Modern America. Simon & Schuster. P. 152. ISBN 978-1-4767-0025-0
  72. Detorakis, Theocharis E. (1986). History of Crete. Athens. OCLC 715204595. pp. 172–173.
  73. Miller, William (1908). The Latins in the Levant, a History of Frankish Greece (1204–1566). New York: E. P. Dutton and Company. OCLC 563022439. pp. 571–572.
  74. Detorakis, Theocharis E. (1986). History of Crete. Athens. OCLC 715204595. p. 174.
  75. Detorakis, Theocharis E. (1986). History of Crete. Athens. OCLC 715204595. pp. 174–175.
  76. Detorakis, Theocharis E. (1986). History of Crete. Athens. OCLC 715204595. p. 175.
  77. Miller, William (1908). The Latins in the Levant, a History of Frankish Greece (1204–1566). New York: E. P. Dutton and Company. OCLC 563022439. pp. 574–575.
  78. Nicol, Donald M. (1992), Byzantium and Venice: A Study in Diplomatic and Cultural Relations, Cambridge University Press, ISBN 978-0-521-42894-1 pp. 171–172.
  79. Detorakis, Theocharis E. (1986). History of Crete. Athens. OCLC 715204595. pp. 175–176.
  80. Detorakis, Theocharis E. (1986). History of Crete. Athens. OCLC 715204595. p. 177.
  81. Detorakis, Theocharis E. (1986). History of Crete. Athens. OCLC 715204595.pp. 177–178.
  82. Nicol, Donald M. (1992), Byzantium and Venice: A Study in Diplomatic and Cultural Relations, Cambridge University Press, ISBN 978-0-521-42894-1 pp. 191, 198.
  83. Detorakis, Theocharis E. (1986). History of Crete. Athens. OCLC 715204595. pp. 178–179.
  84. Detorakis, Theocharis E. (1986). History of Crete. Athens. OCLC 715204595. pp. 179–180.
  85. 85,0 85,1 Detorakis, Theocharis E. (1986). History of Crete. Athens. OCLC 715204595. p. 180.
  86. Detorakis, Theocharis E. (1986). History of Crete. Athens. OCLC 715204595. pp. 180–181.
  87. Detorakis, Theocharis E. (1986). History of Crete. Athens. OCLC 715204595. p. 181.
  88. Detorakis, Theocharis E. (1986). History of Crete. Athens. OCLC 715204595. pp. 181–182.
  89. 89,0 89,1 89,2 Detorakis, Theocharis E. (1986). History of Crete. Athens. OCLC 715204595. p. 183.
  90. Detorakis, Theocharis E. (1986). History of Crete. Athens. OCLC 715204595. p. 184.
  91. Detorakis, Theocharis E. (1986). History of Crete. Athens. OCLC 715204595. pp. 182–183.
  92. Detorakis, Theocharis E. (1986). History of Crete. Athens. OCLC 715204595. pp. 183–184.
  93. Detorakis, Theocharis E. (1986). History of Crete. Athens. OCLC 715204595. pp. 186–187.
  94. Setton, Kenneth (1976). The Papacy and the Levant, 1204-1571, Vol. 1: The Thirteenth and Fourteenth Centuries. American Philosophical Society. pp. 249–257. ISBN 978-0-87169-114-9.
  95. David Holton, Literature and Society in Renaissance Crete, Cambridge University Press 1991, ISBN 978-0521325790. p. 7.
  96. Γεωργίου του Φραντζή Περί της βασιλείας του κυρ Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και ετέρων τινών, εκδ. Δωδώνη.
  97. Ploumidis, Georgios; Alexiou, Stylianos (1974). "Λατινοκρατούμενες ελληνικές χώρες: Κρήτη". Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ι′: Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία, 1453–1669. Athens: Ekdotiki Athinon. p. 201.
  98. 98,0 98,1 Ploumidis, Georgios; Alexiou, Stylianos (1974). "Λατινοκρατούμενες ελληνικές χώρες: Κρήτη". Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ι′: Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία, 1453–1669. Athens: Ekdotiki Athinon. p. 202.
  99. Ploumidis, Georgios; Alexiou, Stylianos (1974). "Λατινοκρατούμενες ελληνικές χώρες: Κρήτη". Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ι′: Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία, 1453–1669. Athens: Ekdotiki Athinon. pp. 204–205.
  100. 100,0 100,1 Ploumidis, Georgios; Alexiou, Stylianos (1974). "Λατινοκρατούμενες ελληνικές χώρες: Κρήτη". Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ι′: Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία, 1453–1669. Athens: Ekdotiki Athinon. p. 205.
  101. Ploumidis, Georgios; Alexiou, Stylianos (1974). "Λατινοκρατούμενες ελληνικές χώρες: Κρήτη". Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ι′: Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία, 1453–1669. Athens: Ekdotiki Athinon. pp. 203–204.
  102. Ploumidis, Georgios; Alexiou, Stylianos (1974). "Λατινοκρατούμενες ελληνικές χώρες: Κρήτη". Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ι′: Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία, 1453–1669. Athens: Ekdotiki Athinon. pp. 204, 207.
  103. Ploumidis, Georgios; Alexiou, Stylianos (1974). "Λατινοκρατούμενες ελληνικές χώρες: Κρήτη". Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ι′: Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία, 1453–1669. Athens: Ekdotiki Athinon. p. 204.
  104. Οι ρίζες των ριζίτικων τραγουδιών Ν. Καβρουλάκη, εκδόσεις Πέτρος Κ Ράνος 1967 σ.83
  105. Σ. Σπανάκης, κρητικά χρονικά, τόμος Ά, σσ. 431-444
  106. Οι ρίζες των ριζίτικων τραγουδιών Ν. Καβρουλάκη, εκδόσεις Πέτρος Κ Ράνος 1967 σσ.85-86
  107. Andreas G. Kalokairinos (1966) Krētika chronika, Τόμοι 20-21. σελ. 134.
  108. Setton, Kenneth Meyer (1991), Venice, Austria, and the Turks in the Seventeenth Century, DIANE Publishing, ISBN 0-87169-192-2
  109. 109,0 109,1 Elizabeth A. Zachariadou, Glances at the Greek Orthodox priests in the seventeenth century in: Living in the Ottoman Ecumenical Community, Essays in Honour of Suraiya Faroqhi. page 310.
  110. Finkel, Caroline (2006), Osman's Dream: The Story of the Ottoman Empire 1300–1923, London: John Murray, ISBN 978-0-7195-6112-2. p. 226
  111. Finlay, George (1856), The History of Greece under Othoman and Venetian Domination, London: William Blackwood and Sons. p. 130
  112. Απόφαση της γερουσίας της Βενετίας για τον Φιλόθεο Σκούφο από το σωζόμενο αρχείο του Χάνδακα.
  113. Νίκος Βατόπουλος στην εφημερίδα "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" της Παρασκευής (1 Νοεμβρίου 2019, σελ. 14, στήλη 'ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ': "Η μοιραία πτώση του Χάνδακα" Ανακτήθηκε στις 6/11/2019
  114. http://www.domnasamiou.gr/?i=portal.el.songs&id=86 Στίχοι με βάση καταγραφή του Σίμωνα Καρά που ανήκει στη συλλογή του Συλλόγου προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής.
  115. Robert Pashley, Travels in Crete vol 1, p.xxi
  116. Barbara J. Hayden, The Settlement History of the Vrokastro Area and Related Studies, vol. 2 of Reports on the Vrokastro Area, Eastern Crete, p. 299
  117. Chris Williams, "The Cretan Muslims and the Music of Crete", in Dimitris Tziovas, ed., Greece and the Balkans: Identities, Perceptions, and Cultural Encounters since the Enlightenment
  118. Leonidas Kallivretakis, "A Century of Revolutions: The Cretan Question between European and Near Eastern Politics", p. 13f in Paschalis Kitromilides, Eleftherios Venizelos: The Trials of Statesmanship, Edinburgh University Press, 2009, ISBN 0748633642
  119. A. Lily Macrakis, Cretan Rebel: Eleftherios Venizelos in Ottoman Crete, Ph.D. Dissertation, Harvard University, 1983. p. 51.
  120. Joseph Pitton de Tournefort ‘’Relation d'un voyage du Levant, 1717’’
  121. Richard Pococke A Description of the East and Some other Countries, Vol. II, W. Boyer, London, 1745 — divided into two parts: part I p.268
  122. Δετοράκης σσ. 308-311
  123. Pappas, Nicholas Charles (1982). Greeks in Russian military service in the late eighteen and early nineteenth centuries. Stanford University. p. 76
  124. Jelavich, Barbara (1983). History of the Balkans. 1. Cambridge University Press. pp. 69, 78
  125. Moschovitis, P. (1929). "Κόρακας". Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια. Τόμος Δ′: Καβάδης – Μωριάς. Έκδοσις Μεγάλης Στρατιωτικής και Ναυτικής Εγκυκλοπαιδείας. pp. 193–194.
  126. Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας” της Γ΄ τάξης Γενικού Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης pp.179-180
  127. Θεοχάρης Δετοράκης (2000). «Κρήτη». Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάννικα. 36, σσ. 151. 
  128. «Νέα Αλικαρνασσός: Η Μικρασιατική καταγωγή των κατοίκων της περιοχής». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Οκτωβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2017. 
  129. Η εγκατάσταση των Μικρασιατών στα Χανιά (εφημερίδα Χανιώτικα Νέα).
  130. «Πώς υποδέχονταν οι Κρητικοί τους Μικρασιάτες - Μία εξαιρετική αφήγηση». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Ιουνίου 2017. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2017. 
  131. MacDonald, Callum (1995). The Lost Battle – Crete 1941. Papermac. ISBN 0-333-61675-8. pp. 176–178.
  132. Richter, Heinz A. (2011). Η Μάχη της Κρήτης. Εκδόσεις Γκοβόστη. σελ. 397. ISBN 978-960-446-147-9. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Δετοράκης, Θεοχάρης (1990). Ιστορία της Κρήτης, Β έκδοση. Μύστις.