Ισαάκιος Κομνηνός της Κύπρου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ισαάκιος Καματηρός)
Ισαάκιος Κομνηνός
Τεταρτηρόν με επιγρ.: ΙCAAKIΩ ΔΕCPOTH
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Ἰσαάκιος Κομνηνός (Ελληνικά)
Γέννηση1155
Θάνατος1196
Μαργκάτ
Αιτία θανάτουδηλητήριο
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμονάρχης
Οικογένεια
ΤέκναDamsel of Cyprus
ΓονείςΚαματηρός και Ειρήνη Κομνηνή
ΟικογένειαΔυναστεία Δουκών
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαηγεμόνας (1185–1191)
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Το Ακρωτήριο Αποστόλου Ανδρέα, τοποθεσία στην οποία φέρεται να συνελήφθη ο Ισαάκιος από τους Σταυροφόρους.

Ο Ισαάκιος Κομνηνός (1155 - 1196), κυβέρνησε την Κύπρο από το 1184 έως το 1191, προτού ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, Βασιλιάς της Αγγλίας καταλάβει το νησί στη διάρκεια της Γ΄ Σταυροφορίας.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τον θάνατο του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού το 1143, ο θρόνος πέρασε όχι στον μεγαλύτερο εν ζωή γιο του Ισαάκιο Κομνηνό, αλλά στον νεαρότερο γιο του Μανουήλ Α΄ Κομνηνό, ο οποίος διεκδίκησε με επιτυχία τον θρόνο. Ο Ισαάκιος, παρ'όλα αυτά, υπηρέτησε καλοπροαίρετα ως σεβαστοκράτωρ, ενώ η πρώτη του σύζυγος, Θεοδώρα Καματηρά (π. 1144) του έκανε μία κόρη, την Ειρήνη Κομνηνή, καθώς και άλλους απογόνους. Η Ειρήνη Κομνηνή παντρεύτηκε ένα (αγνώστου ονόματος) μέλος της οικογένειας Δούκα Καματηρού, με το οποίο και απέκτησε τον Ισαάκιο Κομνηνό Καματηρό, περίπου το 1155. Τις πληροφορίες αυτές τις αναφέρει ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης.

Δεν θα πρέπει να συγχέεται ο τελευταίος Ισαάκιος με τον προαναφερόμενο ομώνυμο σεβαστοκράτορα, ούτε με τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Ισαάκιο Α΄ Κομνηνό (1057–1059), θείο τού Αλέξιου Α΄ Κομνηνού και μεγάλο θείο τού Ιωάννη Β΄.

Κυβερνήτης και μετά αιχμάλωτος των Αρμενίων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ισαάκιος Κομνηνός νυμφεύτηκε μία Αρμένια πριγκίπισσα στην Κύπρο.

Ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός όρισε τον Ισαάκιο δούκα (κυβερνήτη) της Ισαυρίας και της πόλης της Ταρσού (σημερινή Μερσίν της Τουρκίας)· ο Ισαάκιος ξεκίνησε πόλεμο ενάντια στη Μικρά Αρμενία (Κιλικία), αλλά οι αντίπαλοι στρατιώτες τον αιχμαλώτισαν. Όταν ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ απεβίωσε το 1180, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για την τύχη του Ισαάκιου, του οποίου η μακρά περίοδος φυλάκισης φαίνεται να υποβάθμισε περαιτέρω τη θέση του. Λόγω της αρμενικής, βασιλικής καταγωγής της συζύγου του, είναι πιθανό η περίοδος αιχμαλωσίας του να μην ήταν ιδιαίτερα επώδυνη.

Τελικά η θεία του Θεοδώρα Κομνηνή, σύζυγος του Βαλδουίνου Γ΄ των Ανζού της Ιερουσαλήμ, στη διάρκεια συνάντησής της με τον νέο Ρωμαίο Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό (1183–1185), έπεισε τον Αυτοκράτορα να συνεισφέρει στην καταβολή των λύτρων του. Ο Κωνσταντίνος Μακροδούκας, πιστός υποστηρικτής του Αυτοκράτορα και θείος του Ισαάκιου και ο Ανδρόνικος Δούκας, ένας συγγενής, παιδικός φίλος, αλλά ακόλαστος, συνεισέφεραν και οι δυο τους στην καταβολή του ποσού. Οι δύο αυτοί συγγενείς του, στάθηκαν προσωπικά εγγυητές της πίστης του Ισαάκιου Καματηρού Κομνηνού προς τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα. Οι Ναΐτες, τους οποίους ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει ως "φρέρους" (αδελφούς), περιέργως επίσης συνεισέφεραν στην καταβολή των λύτρων.

Από τη φυλακή στην Κύπρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Αρμένιοι, το 1185, απελευθέρωσαν τον Ισαάκιο, καθώς ήταν αγανακτισμένοι με την Αυτοκρατορική κωλυσιεργία. Ο τελευταίος χρησιμοποίησε το υπόλοιπο των χρημάτων, προκειμένου να προσλάβει έναν στρατό μισθοφόρων και στη συνέχεια απέπλευσε για την Κύπρο. Εκεί παρουσίασε παραποιημένες Αυτοκρατορικές επιστολές, σύμφωνα με τις οποίες ο τοπικός πληθυσμός διατασσόταν να του είναι υπάκουος σε κάθε του απαίτηση, ενώ ο ίδιος αυτοανακηρύχθηκε κύριος του νησιού.

Καθώς ο Ισαάκιος Κομνηνός αρνήθηκε να επανέλθει στην αυτοκρατορική υπηρεσία, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός διέταξε τη σύλληψη του Κωνσταντίνου Μακροδούκα και του Ανδρόνικου Δούκα για προδοσία, παρά το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος ήταν ανέκαθεν πιστός υποστηρικτής του αυτοκράτορα. Ο αυλικός Στέφανος Αγιοχριστοφορίτης πραγματοποίησε υδατομαντεία, η οποία έδωσε το γράμμα Ι (γιώτα) ως το αρχικό του ονόματος του διαδόχου αυτοκράτορα, με αποτέλεσμα ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Α΄ να πιστέψει πως ένας Ισαάκιος επρόκειτο να επιχειρήσει να σφετεριστεί τον θρόνο. Όταν αξιωματούχοι της αυλής οδήγησαν τους φυλακισμένους από τη φυλακή προς τον χώρο όπου θα δικάζονταν, ο Αγιοχριστοφορίτης ξεκίνησε να τους λιθοβολεί, υποχρεώνοντας, ταυτόχρονα, άλλα άτομα να ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Οι πέτρες φόνευσαν και τους δύο κρατούμενους εμπρός στο παλάτι των Μαγγάνων στις 30 Μαΐου του 1185.

Ένας άλλος χρησμός έδωσε την ημερομηνία έναρξης της βασιλείας του επόμενου Ρωμαίου Αυτοκράτορα, η οποία ωστόσο ήταν πολύ κοντινή ώστε να έχει ο Ισαάκιος τον χρόνο να αποπλεύσει από την Κύπρο, κάτι που προκάλεσε σημαντική ανακούφιση στον Ανδρόνικο Α΄.

Εν τω μεταξύ, ο Ισαάκιος πήρε αριθμό Ρωμαίων στην υπηρεσία του. Όρισε έναν ανεξάρτητο Πατριάρχη Κύπρου, ο οποίος τον έστεψε ως "αυτοκράτορα" το 1185.

Αφότου μία λαϊκή εξέγερση στην Κωνσταντινούπολη οδήγησε στον θάνατο του Ρωμαίου Αυτοκράτορα στις 12 Σεπτεμβρίου του 1185, ο Ισαάκιος Β΄ Άγγελος τον διαδέχτηκε στον Ρωμαϊκό θρόνο. Ετοίμασε στόλο, αποτελούμενο από 70 πλοία, προκειμένου να ανακαταλάβει την Κύπρο. Ο στόλος αυτός βρισκόταν υπό την ηγεσία του Ιωάννη Κοντοστέφανου και του Αλέξιου Κομνηνού (π. 1188), έναν -για καιρό εξόριστο- ανιψιό του Αυτοκράτορα. Ο Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός είχε διατάξει την τύφλωση του Αλέξιου και ως εκ τούτου ούτε ο ίδιος, ούτε ο αρκετά ηλικιωμένος Ιωάννης, ήταν ικανοί για τον ρόλο αυτό.

Ο στόλος κατέφθασε στην Κύπρο, ωστόσο, αφότου τα στρατεύματα εγκατέλειψαν τα πλοία, ο Μαργαριτόνε του Μπρίντιζι, πειρατής στην υπηρεσία του Γουλιέλμου Β΄ του Καλού, βασιλιά της Σικελίας, αιχμαλώτισε τα πλοία. Ο Ισαάκιος, ή πιθανότερα ο Μαργαριτόνε, επέτυχε νίκη επί των Ρωμαϊκών στρατευμάτων και συνέλαβε ως αιχμάλωτους τους αρχηγούς τους, τους οποίους και οδήγησε στη Σικελία, ενώ οι υπόλοιποι στρατιώτες που είχαν απομείνει στην Κύπρο έκαναν το καλύτερο δυνατό προκειμένου να επιζήσουν και να γλιτώσουν από τον εχθρό. "Μονάχα αρκετά αργότερα επέστρεψαν στα σπίτια τους, άμα δεν αφανίστηκαν στο σύνολό τους".

Ηγεμόνας της Κύπρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τη στιγμή της στέψης του, ο Ισαάκιος άρχισε να λεηλατεί την Κύπρο, βιάζοντας γυναίκες, μιαίνοντας παρθένες, επιβάλλοντας ιδιαίτερα σκληρές ποινές για εγκλήματα και δεσμεύοντας τις περιουσίες των πολιτών. "Κύπριοι, οι οποίοι έχαιραν μεγάλης εκτίμησης με πλούτο αντίστοιχο εκείνου του Ιώβ, πλέον βρίσκονταν επαίτες στους δρόμους, απογυμνωμένοι και πεινασμένοι, εφόσον δεν είχαν φονευτεί από τον οξύθυμο αυτόν τύραννο". Επιπλέον, διέταξε την αξιοκαταφρόνητη πράξη του γδαρσίματος και του ακρωτηριασμού του ποδιού του Βασίλειου Πεντακηνού, πρώην διδασκάλου του.

Ο Νικήτας Χωνιάτης, εμφανώς μη αντικειμενικός απέναντι στον Ισαάκιο, τον περιγράφει ως έναν οξύθυμο και βίαιο άνθρωπο, ο οποίος "έβραζε από θυμό, όπως μία χύτρα στη φωτιά". Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός, παρ'όλα αυτά, έφερε ευθύνη για ακόμη μεγαλύτερες φρικαλεότητες. Μία, κατά τα φαινόμενα, συμμαχία του Ισαάκιου με τον Γουλιέλμο Β΄ της Σικελίας, ο οποίος αποτελούσε ισχυρό αγκάθι στα πλευρά της Ρωμανίας, βοήθησε τον Ισαάκιο να διατηρήσει υπό την κατοχή του το νησί για τη διάρκεια της βασιλείας του, ενώ διατηρούσε, ταυτόχρονα, στενές σχέσεις με τον Σαλαντίν, Σουλτάνο της Αιγύπτου και της Συρίας.

Η Γ΄ Σταυροφορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ριχάρδος Α΄ ο Λεοντόκαρδος, καθώς και άλλοι ηγεμόνες συμμετείχαν στην Γ΄ Σταυροφορία το 1189. Στις αρχές του 1191, η Βερεγγάρια της Ναβάρρας και η Ιωάννα της Αγγλίας, η αρραβωνιαστικιά και η αδελφή του Βασιλέα Ριχάρδου, αντίστοιχα, ταξίδευσαν μαζί και ναυάγησαν στην Κύπρο. Εκεί, ο Ισαάκιος Κομνηνός τις κράτησε αιχμάλωτες. Ως αντίποινα, ο Ριχάρδος κατέλαβε το νησί, ενώ κατευθυνόταν προς την Τύρο του Λιβάνου. Οι Άγγλοι έπιασαν αιχμάλωτο τον Ισαάκιο κοντά στο Ακρωτήριο Αποστόλου Ανδρέα στην Καρπασία, το βορειότερο άκρο του νησιού. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ριχάρδος υποσχέθηκε να μην του περάσει ασημένια δεσμά, έτσι, όταν φυλακίστηκε, τα δεσμά που τον έδεσαν ήταν χρυσά. Οι Άγγλοι παρέδωσαν τον Ισαάκιο στους Οσπιταλιέρους, οι οποίοι τον κράτησαν φυλακισμένο στο Μαργκάτ κοντά στην Τρίπολη του Λιβάνου.

Η φυλάκιση, τα λύτρα και το τέλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την Γ΄ Σταυροφορία, ο Ριχάρδος επέστρεψε στην Ευρώπη, ωστόσο ο Λεοπόλδος Ε΄ δούκας της Αυστρίας, καθώς και ο Ερρίκος ΣΤ΄ της Γερμανίας, αιχμαλώτισαν τον βασιλιά της Αγγλίας. Η συμφωνία των λύτρων για τον Ριχάρδο είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση του Ισαάκιου και της κόρης του, οι οποίοι βρέθηκαν υπό την προστασία του δούκα Λεοπόλδου,[1] γιού της Θεοδώρας Κομνηνής, εξαδέλφης της Ειρήνης, της μητέρας του Ισαάκιου.[2]

Ο Ισαάκιος, στη συνέχεια, ταξίδευσε έως το Σουλτανάτο του Ρουμ, όπου επιχείρησε να προσεταιριστεί συμμάχους εναντίον του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Αλέξιου Γ΄ Άγγελου, που στέφθηκε το 1195. Ωστόσο, οι βλέψεις του Ισαάκιου δεν κατέληξαν σε κάποιο αποτέλεσμα, καθώς δολοφονήθηκε δηλητηριασμένος το 1195 ή το 1196.

Απόγονοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πηγές δεν φαίνεται να αναφέρουν το όνομα της κόρης του Ισαάκιου, ωστόσο αρκετά συχνά την αναφέρουν ως "Κόρη της Κύπρου". Με την απομάκρυνση από την εξουσία του πατέρα της, Ισαάκιου, εντάχθηκε στην Αυλή του Ριχάρδου Α΄ της Αγγλίας. Θεωρείτο ιδιαιτέρως όμορφη και έξυπνη. Μετά την Γ΄ Σταυροφορία ταξίδευσε δια της θαλάσσιας οδού έως το Βασίλειο της Αγγλίας μαζί με άλλες κυρίες της Αυλής, όπως την Ιωάννα -αδελφή του Ριχάρδου Α΄ και σύζυγο του Γουλιέλμου Β΄ της Σικελίας- μέχρι το τέλος του Γουλιέλμου Β΄, καθώς και τη Βερεγγάριας των Χιμένεθ, σύζυγο του Ριχάρδου Α΄. Το 1194, ως μέρος της συμφωνίας των λύτρων για την απελευθέρωση του Ριχάρδου Α΄ του Λεοντόκαρδου, οι Άγγλοι απελευθέρωσαν την Κύπρια πριγκίπισσα, η οποία τέθηκε υπό την προστασία του Λεοπόλδου Ε΄ δούκα της Αυστρίας, ο οποίος ήταν μακρινός συγγενής της.[3]

Αργότερα έζησε στην Προβηγκία, όπου το 1199 συνάντησε τον Ραϋμόνδο ΣΤ΄ κόμη της Τουλούζης και εκ νέου την Ιωάννα, πρώην βασίλισσα της Σικελίας και τότε σύζυγο του Ραϋμόνδου ΣΤ΄ κόμη της Τουλούζης και έγκυο στον μελλοντικό Ραϋμόνδο Ζ΄ κόμη της Τουλούζης. Το ζεύγος ξαφνικά χώρισε, ενώ ο Ραϋμόνδος ΣΤ΄ ξεκίνησε σχέση, η οποία πιθανώς χαρακτηρίστηκε ως "γάμος", με τη συγκεκριμένη κόρη του Ισαάκιου Κομνηνού της Κύπρου. Η σχέση αυτή έληξε προς το 1202, όταν η πριγκίπισσα της Κύπρου παντρεύτηκε τον Τιερρύ, έναν ανιψιό του Βαλδουίνου Θ΄ τότε κόμη της Φλάνδρας και μετά πρώτου λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντιούπολης. Ο Τιερρύ και η σύζυγός του απέπλευσαν από τη Μασσαλία το 1204 με συνοδεία στρατιωτών, οι οποίοι θα εντάσσοντο στην Δ΄ Σταυροφορία, ωστόσο το στράτευμα αυτό δεν κατευθύνθηκε προς την Κωνσταντινούπολη. Φτάνοντας στην Κύπρο, επιχείρησαν να καταλάβουν το νησί ως απόγονοι του Ισαάκιου. Ωστόσο η απόπειρά τους απέτυχε και κατέφυγαν στην Αρμενία.[4]

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νυμφεύτηκε μία πριγκίπισσα της Αρμενίας και είχε τέκνο:

Πρόγονοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Boyle, The Troubador's Song, p.182
  2. Boyle, p.83
  3. Boyle, p.83, 182
  4. Boyle, p.268

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Boyle, David, The Troubador's Song: The Capture and Ransom of Richard I, Walker Publishing Company, 2005
  • Brudndage, J.A., ‘Richard the Lion-Heart and Byzantium’, Studies in Medieval Culture 6-7 (1970), 63-70 and reprinted in J.A. Brundage, The Crusades, Holy War and Canon Law, Variorum, 1991, No. IV
  • Coureas, Nicolas, 'To what extent was the crusaders’ capture of Cyprus impelled by strategic considerations', Epetêris 19 (1992), 197-202
  • Edbury, P.W., The Kingdom of Cyprus and the Crusades, 1191-1374, Cambridge University Press, 1991
  • Harris, Jonathan, Byzantium and the Crusades, Bloomsbury, 2nd ed., 2014. ISBN 978-1-78093-767-0
  • Harris, Jonathan, 'Collusion with the infidel as a pretext for military action against Byzantium', in Clash of Cultures: the Languages of Love and Hate, ed. S. Lambert and H. Nicholson, Brepols, 2012, pp. 99–117
  • The Oxford Dictionary of Byzantium, Oxford University Press, 1991
  • Rudt de Collenberg, W.H., 'L'empereur Isaac de Chypre et sa fille (1155–1207)', Byzantion 38 (1968), 123–77

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]