Ιουλία Δόμνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιουλία Δόμνα
Περίοδος193 - 211 (ως σύζυγος του Σεπτίμιου Σεβήρου)
Γέννηση170
Έμεσα (στη σημερινή Συρία)
Θάνατος217 (47 ετών)
Αντιόχεια (στη σημερινή Τουρκία)
Τόπος ταφήςΚαστέλ Σαντ'Άντζελο, Ρώμη
ΣύζυγοςΣεπτίμιος Σεβήρος
ΟίκοςΔυναστεία των Σεβήρων
ΠατέραςΓάιος Ιούλιος Βασσιάνος
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Η Ιουλία Δόμνα (λατινικά: Iulia Domna, 170 - 217) ήταν Ρωμαία αυτοκράτειρα συριακής καταγωγής και φιλόσοφος[1], η δεύτερη σύζυγος του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου και ισχυρή μορφή στο καθεστώς του διαδόχου του, αυτοκράτορα Καρακάλλα. Γεννήθηκε στην Έμεσα στη ρωμαϊκή επαρχία της Συρίας και πατέρας της ήταν ο αρχιερέας του Ηλιογάβαλου στην Έμεσα, Ιούλιος Βασσιάνος. Είχε επίσης και μία μεγαλύτερη αδελφή, την Ιουλία Μαίσα. Γέννησε δύο γιους, τους αυτοκράτορες Γέτα και Καρακάλλα. Ως σύζυγος του αυτοκράτορα, έλαβε τους τίτλους της αυγούστας (193) και της "μητέρας των στρατοπέδων" (195).

Η Ιουλία ήταν διάσημη για την καταπληκτική της μάθηση καθώς και για την εξαιρετική πολιτική επιρροή της και μνημονεύεται ότι ήταν προστάτιδα των τεχνών, της μουσικής και της φιλοσοφίας, χρησιμοποιώντας τον τίτλο και την επιρροή της για να διαδώσει την προηγουμένως υπό διωγμό φιλοσοφία και να συνεισφέρει προκειμένου να βελτιωθεί και να ευδοκιμήσει στη Ρώμη.

Οικογενειακή καταγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ιουλία καταγόταν από μια οικογένεια στη Συρία, θεωρούταν δε ότι είχε αραβικές ρίζες από την πόλη της Έμεσας (σημερινή Χομς, κοντά στα συριακά σύνορα με τον Λίβανο).[2] Ήταν η μικρότερη κόρη του αρχιερέα Γάιου Ιούλιου Βασσιάνου, και η μεγαλύτερή της αδελφή ήταν η Ιουλία Μαίσα. Από αυτό καταλαβαίνουμε ότι το Ιουλία ήταν το επίθετό της (κόρη του Ιούλιου) και το Δόμνα το όνομά της, το οποίο δεν προέρχεται, όπως ίσως νομίζουν κάποιοι, από το λατινικό domina,δηλαδή κυρία, αλλά πρόκειται για την αραμαϊκή εκδοχή του ονόματος Μάρθα.[1] Οι πρόγονοί της ήταν «Ιεροί Βασιλείς» (με τα σημερινά δεδομένα, μια μορφή θεοκρατικής διοίκησης) του περίφημου ναού των Ba’al. Η οικογένειά της έχασε τα πολιτικά αυτά προνόμια από τους Ρωμαίους, αλλά συνέχισε να διοικεί το ναό. Ο τεράστιος πλούτος που διέθετε διευκόλυνε την κοινωνική προαγωγή της οικογένειας στους κόλπους της ρωμαϊκής αριστοκρατίας.

Αν και δεν γνωρίζουμε τίποτα για την πρώιμη εκπαίδευση της Ιουλίας είναι πιθανό να γνώρισε κάποιους από τους επιφανείς προσκυνητές που πέρασαν από το σπίτι του πατέρας της και να έμαθε πολλά από συζητήσεις μαζί τους.[1] Κατά πάσα πιθανότητα γνώρισε τον Σεπτίμιο Σεβήρο την εποχή που εκείνος ήταν διοικητής της ρωμαϊκής λεγεώνας στη Συρία και εκείνη ήταν μόλις 10 ετών.[1]

Βασιλεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μπούστο ρωμαίας κυρίας από το 200 μ.Χ. που ίσως να εικονίζει την Ιουλία Δόμνα.

Το 186 ο χηρεύσας Σεπτίμιος Σεβήρος, διοικητής τότε της κεντρικής Γαλλίας υπό την διακυβέρνηση του Μάρκου Αυρήλιου, αναζητούσε κατάλληλη νύφη για να παντρευτεί για δεύτερη φορά.[1] Έχοντας μεγάλη πίστη στην αστρολογία, θεώρησε σημαντικό να συμβουλευτεί πρώτα τα ωροσκόπια των υποψήφιων κοριτσιών και όταν έμαθε πως η κόρη του αρχιερέα της Έμεσας προορίζονταν σύμφωνα με τον αστρολογικό της χάρτη να παντρευτεί έναν βασιλιά, την επέλεξε.[1] Έτσι, το 187, η ηλικίας 17 ετών Ιουλία Δόμνα παντρεύτηκε τον ηλικίας 42 ή 43 ετών μετέπειτα αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο, ο οποίος είχε φοινικική καταγωγή από την Καρχηδόνα της Βόρειας Αφρικής.[1] Ο γάμος τους ήταν ευτυχισμένος και ο Σεβήρος θαύμαζε τη γυναίκα του και τις πολιτικές απόψεις της, δεδομένης της εκπαίδευσης και του ενδιαφέροντος που αυτή είχε για τη φιλοσοφία.

Με το Σεπτίμιο Σεβήρο απέκτησε δυο υιούς,

Εμφύλιος πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ο Σεβήρος κατέλαβε το ρωμαϊκό θρόνο το 193, η εμφύλια σύρραξη με τους ανταγωνιστές του Πεσκένιο Νίγηρα και Κλαύδιο Αλβίνο ήταν επικείμενη. Η Ιουλία τον συνόδεψε στις εκστρατείες του στην ανατολή, κάτι εντελώς ασυνήθιστο, αφού οι γυναίκες της εποχής πρωτίστως περίμεναν τους συζύγους τους στη Ρώμη. Ως ένδειξη στοργής και ευμένειας προς αυτήν, ο Σεβήρος, μεταξύ άλλων, τύπωσε νομίσματα που έφεραν τη μορφή της με την επιγραφή «μητέρα των στρατοπέδων» (mater castrorum). Με εξαίρεση τον Μάρκο Αυρήλιο, είναι η μόνη αυτοκράτειρα-φιλόσοφος της οποίας το όνομα εμφανίζεται σε πάνω από 350 διαφορετικά είδη νομισμάτων και σε πάνω από 180 δημόσια κτίρια ή αγάλματα και που έχει ορισθεί επίσημα θεότητα.[1]

Η Ιουλία Δόμνα είχε πλέον απόλυτη εξουσία στα χέρια της και συμμετείχε στο έργο του άντρα της να αναπαλαιώσει σημαντικά κτίρια της Ρώμης και ανακαίνισε μία αίθουσα συσκέψεων για τις γυναίκες στην Αγορά του Τραϊανού και ξαναέχτισε το ναό της Βέστα που είχε καταστρέψει η πυρκαγιά του Κόμμοδου.[1] Όμως, πολλοί Ρωμαίοι θεωρούσαν απρεπές το γεγονός ότι κυβερνούσε αυτή όσο ο Σεβήρος βρισκόταν στο μέτωπο.

Κέρμα της εποχής με την κεφαλή της Ιουλίας Δόμνας και των παιδιών της

Αμφισβήτηση και απώλεια εξουσίας και επιστρέψτε στην εξουσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριος αντίπαλος της Ιουλίας Δόμνας ήταν ο Πλωτιανός, διοικητής της πρετοριανής φρουράς και έμπιστος του Σεπτίμιου Σεβήρου που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει σημαντικό πλούτο και εξουσία και είχε ανεγείρει αγάλματά του σε όλη τη Ρώμη.[1] Ο Πλωτιανός μάλιστα είχε καταφέρει να πείσει τον Σεβήρο να παντρέψει την κόρη του, Πλωτίλλα, με τον μεγαλύτερο γιο του Σεβήρου, τον Καρακάλλα, παρά τις αντιρρήσεις του γαμπρού και της Ιουλίας Δόμνας.[1] Η Ιουλία Δόμνα υποπτεύονταν την επιρροή που είχε ο Πλωτιανός στον σύζυγό της ενώ ο Πλωτιανός με τη σειρά του «συχνά φερόταν στην Ιουλία με απαίσιο τρόπο γιατί την απεχθάνονταν ολόψυχα και πάντα την διέβαλλε μπροστά στον Σεβήρο. Ερευνούσε συχνά τον βίο της και συγκέντρωνε στοιχεία εναντίον της βασανίζοντας διάφορες ευγενείς γυναίκες».[1] Ο Πλωτιανός την κατηγόρησε για προδοσία, ακόμα και για μοιχεία, αλλά η επιρροή του τερματίστηκε το 204 όταν ο αδερφός του Σεβήρου, ο Γέτας, λίγο πριν να πεθάνει τον προειδοποίησε να μην εμπιστεύεται τον Πλωτιανό.[1] Λίγο μετά ο Πλωτιανός κατηγορήθηκε ότι σχεδίαζε να δολοφονήσει τον αυτοκράτορα και θανατώθηκε.[1]

Ζωγραφική άγνωστου καλλιτέχνη από το 200 μ.Χ. περίπου που δείχνει την Ιουλία Δόμνα και τον Σεπτίμιο Σεβήρο με τους γιους τους Καράκαλλα (δεξιά κάτω) και Γέτα (αριστερά κάτω με σβησμένο το πρόσωπο).

Ο Σεπτίμιος Σεβήρος συνέχισε να στηρίζει τη Ιουλία Δόμνα και, το 208, της ζήτησε να τον ακολουθήσει στην εκστρατεία του κατά των Βρετανών. Όταν ο Σεβήρος σκοτώθηκε στο Εμποράκουμ (σημερινό Γιορκ της Αγγλίας) το 211, η Ιουλία ανέλαβε τη διαμεσολάβηση μεταξύ των δυο της γιων. Σύμφωνα με τη διαθήκη του πατέρα τους, ο Καρακάλλας και ο Γέτας θα μοιράζονταν το θρόνο που κληρονόμησαν. Οι δυο τους δεν συμπαθούνταν καθόλου και αντιμαχούσαν συχνά. Πράγματι, ο Γέτας δολοφονήθηκε από τον Καρακάλλα την ίδια χρονιά. Ο Καρακάλλας αμέσως φρόντισε να ρίξει όλα τα αγάλματα του Γέτα και να αφαιρέσει το όνομά του από όλα τα επίσημα έγγραφα.[1]

Ο Καρακάλλας ήταν πια μόνος αυτοκράτορας, αλλά η Ιουλία Δόμνα συνέχισε να ασκεί την πραγματική εξουσία κατά το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του γιου της καθώς εκείνος έλειπε συχνά σε στρατιωτικές εκστρατείες.[1] Οι σχέσεις μητέρας και γιου ήταν δύσκολες κυρίως, όπως μαρτυρούν πολλές πηγές, λόγω της εμπλοκής του στη δολοφονία του Γέτα. Παρ’ όλα αυτά, η Ιουλία Δόμνα συνόδεψε τον γιο της στην εκστρατεία του κατά της Παρθικής Αυτοκρατορίας το 217. Στη διάρκεια της εκστρατείας αυτής, ο Καρακάλλας δολοφονήθηκε και τη θέση του πήρε, προσωρινά, ο Μακρίνος. Όταν η Ιουλία έμαθε για την ανταρσία αυτή, προτίμησε να αυτοκτονήσει με ασιτία αν και η υγεία της ήταν ήδη πολύ κλονισμένη λόγω κάποιου καρκίνου του μαστού που είχε επί πολύ καιρό.[1] Το σώμα της μεταφέρθηκε πίσω στη Ρώμη και πιθανότατα ετάφη σε ένα ξεχωριστό θάλαμο του μαυσωλείου του Αυγούστου.[3] Αργότερα, η αδερφή της Ιουλία Μαίσα μετέφερε τα οστά της καθώς και αυτά του Γέτα στο μαυσωλείο του Αδριανού δίπλα στις στάχτες του άντρα της. Η Ιουλία Δόμνα θεοποιήθηκε μετά θάνατον.

Η Ιουλία Δόμνα ως φιλόσοφος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και κατά τη διάρκεια της βασιλείας της η Ιουλία Δόμνα διοίκησε ενεργά, φρόντισε όμως να μην αμελήσει και τις πνευματικές της αναζητήσεις. Ο σύγχρονός της Φιλόστρατος κάνει λόγο για την «φιλόσοφο Ιουλία» και αναφέρεται στον κύκλο της που περιλάμβανε μαθηματικούς και φιλοσόφους.[1] Ο Δίων Κάσσιος περιέγραψε πως, εξαιτίας της άσχημης συμπεριφοράς του Πλωτινιανού εναντίον της, εκείνη άρχισε να μελετά φιλοσοφία και περνούσε τη μέρα της με σοφιστές.[1] Η λέξη «σοφιστής» την εποχή της Ιουλίας Δόμνας δεν είχε την αρνητική σημασία που της αποδόθηκε αργότερα, αλλά σήμαινε ρήτορας και διδάσκαλος ρητορικής.[1] Οι σοφιστές του 2ου και του 3ου αιώνα μ.Χ. ανήκαν στους πιο δημοφιλείς και αξιοσέβαστους λόγιους της εποχής τους.[1] Δέχονταν τιμές από αυτοκράτορες, τους απέδιδαν σημαντικά κρατικά πόστα και αποκτούσαν τέτοιο πλούτο που μπορούσαν να δωρίζουν στις κοινότητές τους ακόμα και ολόκληρα κτίρια.[1] Όταν αργότερα, κατά την βασιλεία του γιου της, είχε αναλάβει και πάλι την διοίκηση του κράτους, ο Κάσσιος περιέγραψε πως η Ιουλία Δόμνα άρχισε να συναντιέται με επιφανείς άντρες και συνέχισε να μελετά φιλοσοφία μαζί τους.[1] Αντίθετα από προηγούμενους Ρωμαίους αυτοκράτορες όπως Νέρωνας και ο Δομιτιανός που είχαν απαγορεύσει τη φιλοσοφία και εκδίωξαν τους φιλοσόφους, η Ιουλία Δόμνα χρησιμοποίησε την αυτοκρατορική εξουσία για προστατέψει τους φιλοσόφους και να προωθήσει τη φιλοσοφία.[1]

Στην Ιουλία Δόμνα οφείλουμε σήμερα τη δυνατότητά μας να διαβάζουμε για τον Απολλώνιο Τυανέα, καθώς είναι η ίδια που έπεισε τον Φιλόστρατο να γράψει το περίφημο έργο του Η ζωή του Απολλώνειου, που σώζεται μέχρι σήμερα.[4] Αυτή η παραγγελία μας επιτρέπει ίσως να πάρουμε μία γεύση από τα φιλοσοφικά ενδιαφέροντα της Ιουλίας Δόμνας καθώς εκείνη δεν έγραψε ποτέ τίποτα. Η κόρη ενός αρχιερέα του Ηλιογάβαλου μπορούσε να κατανοήσει τις πνευματικές ανησυχίες ενός άντρα που απέκτησε τη φήμη μάγου και το έργο του, επηρεασμένο από τον Πυθαγορισμό, είχε να κάνει με τον θεό, την αθανασία την αθανασία και την πολιτική φιλοσοφία.[1] Προφανώς προτιμούσε μία φιλοσοφία που αναγνώριζε την ύπαρξη του θεού (ή των θεών), τη συγγένεια του ανθρώπου με το θείο, την αθανασία της ψυχής, την ανάγκη απόκτησης πνευματικών και ηθικών αρετών και την καθοδήγηση που μπορεί να προσφέρει η φιλοσοφία σε όσους κατέχουν θέσεις εξουσίας.[1]

Η Ιουλία Δόμνα έκοψε το νήμα της ζωής της προτού ο Φιλόστρατος τελειώσει το οκτάτομο έργο του[5] αλλά, παρ' όλα αυτά, «μας επιτρέπει να ρίξουμε μια ματιά στο μυαλό μίας γυναίκας που έπαιξε κυρίαρχο ρόλο σε μία κρίσιμη περίοδο της ρωμαϊκής ιστορίας».[1]

Παραπομπές και σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 1,13 1,14 1,15 1,16 1,17 1,18 1,19 1,20 1,21 1,22 1,23 1,24 1,25 1,26 Waithe, Mary Ellen (1987). Ancient women philosophers, 600 B.C.-500 A.D. Dordrecht: M. Nijhoff. ISBN 9024733480. 13525241. 
  2. Irfan Shahid, Rome and The Arabs: A Prolegomenon to the Study of Byzantium and the Arabs, Washington, 1984, Dumbarton Oaks Research Library, p. 167, ISBN 0-88402-115-7; Glen Warren Bowersock, Roman Arabia, Cambridge, Harvard University Press, 1983, pp. 126–128, ISBN 0-674-77756-5 [1]. "with the last of his names, he clearly tried to forge a link with the ultimate Antonines, who were the Arab emperors from the family of Julia Domna"; Maxime Rodinson, The Arabs, Chicago, University of Chicago Press, pp. 55, ISBN 0-226-72356-9, [2], "The emperor Septimus Severus married an Arab from Emessa, Julia Domna, whose sons and great-nephews ruled Rome."
  3. «Cassius Dio — Epitome of Book 79». penelope.uchicago.edu. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2024. 
  4. Dzielska, Maria (1986). Apollonius of Tyana in Legend and History. σελ. 14. ISBN 88-7062-599-0. 
  5. Jones, Christopher P. (2005). Philostratus, The Life of Apollonius of Tyana. Harvard University Press. σελ. 2.