Γυναίκες στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Σε όλο το βίο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόσο σε εποχές ακμής, όσο και σε εποχές παρακμής, δεν έλειψαν τα σύμφυτα και παράλληλα φαινόμενα του μεγάλου πλούτου και της μεγάλης φτώχειας. Η κοινωνία ήταν χωρισμένη σε δύο βασικές κατηγορίες ανθρώπων, τους ελεύθερους και τους δούλους. Η δουλεία δεν είχε εσωτερικές διακρίσεις, τη συνέθετε μια τεράστια, άμορφη μάζα από δυστυχισμένα, βασανισμένα πλάσματα που βρισκόταν στο έλεος και την αναλγησία του κάθε αφέντη τους. Αντίθετα η ελευθερία είχε εσωτερικές διακρίσεις, πολύ βαθιές μάλιστα, ξεκινώντας από τους βαθύπλουτους και φτάνοντας μέχρι τους πειναλέους και εξαθλιωμένους. Στο Βυζάντιο, επίσης, οι τάξεις ήταν τρεις. Την πρώτη αποτελούσαν οι πατρίκιοι, οι μεγαλοκτηματίες, τα μέλη του ανώτερου κλήρου, οι στρατιωτικοί ηγήτορες. Στην δεύτερη τάξη ανήκαν οι έμποροι, οι επαγγελματοβιοτέχνες και οι ναυτικοί. Και στην τρίτη τάξη ήταν οι μεροκαματιάρηδες των πόλεων και οι εργατοαγρότες της υπαίθρου.

Ωστόσο, η κυρίαρχη τάξη, προστατεύοντας τα προνόμια της και μεριμνώντας για τη διαιώνιση τους, απαγόρευε αυστηρά τους γάμους ανάμεσα σε πρόσωπα διαφορετικών κοινωνικών τάξεων[1]. Η περιχαράκωση των τάξεων μέσα στα ξεχωριστά τους όρια δεν αφορούσε μόνο το γάμο απλώς κατέληξε σε αυτόν. Ξεκινούσε από την απαγόρευση να στέκονται άνθρωποι του λαού δίπλα σε άρχοντες: έπρεπε ή να τους προσκυνάνε ή να εξαφανίζονται από μπροστά τους. Εξαίρεση του κανόνα υπήρχε μόνο στην εκκλησία, κάτι που εξαίρουν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, αλλά και εκεί η ανάμιξη ίσχυε μόνο τυπικά, αφού οι μεν πλούσιοι είχαν τα δικά τους στασίδια, ενώ οι φτωχοί, συνηθισμένοι στο διαχωρισμό, φρόντιζαν από μόνοι τους να κρατάνε τις αποστάσεις. Αυτό που συνέβαινε στο δρόμο, συνέβαινε πολύ περισσότερο στα γεύματα, όπου πλούσιες και φτωχές γυναίκες συμφύρονταν ήταν όταν κάποια συμφορά χτυπούσε την πόλη, σεισμός, πυρκαγιά ή κάποια εισβολή εχθρών[2].

Κοινωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έτσι όπως ήταν διαμορφωμένο στο Βυζάντιο το οικονομικό σύστημα επέτρεπε στα κοινωνικά ήθη, σε κάποιο βαθμό, την πολυτέλεια να απαγορεύουν στη γυναίκα την εργασία έξω από το σπίτι της ειδικά στις κοπέλες που ήταν άγαμες και δεν έπρεπε να τις βλέπει ούτε ο ήλιος. Όμως, πολύ συχνά η κοινωνική ηθική συμβαίνει να υποκύπτει στον οικονομικό καταναγκασμό και όσα απαγορεύονται και επίσημα ως ένα σημείο, επιτρέπονται σιωπηρά από το σημείο αυτό και πέρα. Έτσι η φτώχεια υποχρέωνε πολλές γυναίκες να υπακούν στο νόμο της επιβίωσης παρά στον κοινωνικό νόμο και να βγαίνουν στην αγορά για να βγάλουν το ψωμί τους, ασκώντας τα επαγγέλματα της βιοτέχνισσας πουλώντας έργα φτιαγμένα από τα χέρια τους, της υφάντριας κ.ά. Ωστόσο ένα επάγγελμα τόσο περιφρονημένο και κοινωνικά απαράδεκτο ήταν οι θεατρίνες που έφτασε να θεωρείται περίπου συνώνυμο της πόρνης. Ασκώντας τέτοιου είδους επαγγέλματα για να ζήσουν, οι γυναίκες του Βυζαντίου ήταν νομοθετικά αποκλεισμένες από άλλα σοβαρότερα και αξιολογότερα επαγγέλματα. Μια γυναίκα δεν μπορούσε να ασκήσει δημόσιο λειτούργημα, ούτε να γίνει δικαστής ή δικηγόρος. Σύμφωνα με την Ιουστινιάνεια νομοθεσία, το να καθίσει μια έγγαμη γυναίκα και να γευματίσει με τη συντροφιά τρίτων αντρών θεωρούνταν λόγος διαζυγίου. Ακόμη και στα οικογενειακά γεύματα ή δείπνα, γυναίκες και άντρες καθόταν σε χωριστά τραπέζια. Μέσα στο σπίτι, δουλειές των γυναικών ήταν η ύφανση στον αργαλειό, το πλύσιμο των ρούχων, το άλεσμα του σιταριού, το ζύμωμα του ψωμιού, το μαγείρεμα, και φυσικά, η γενική συντήρηση και καθαριότητα του σπιτιού. Στα σπίτια των πατρικίων, αλλά και πολλών αστών, υπήρχαν οι υπηρέτριες (ελεύθερες φτωχές κοπέλες, που αναγκάζονταν να δουλέψουν σε τρίτους για να ζήσουν). Τις έλεγαν μισθαρνίσσας ή μισθωτρίας και κατοικούσαν στο σπίτι του αφεντικού με ένα μικρό μηνιαίο μισθό ή με διατροφή και ρουχισμό. Οι όροι καθορίζονταν με ειδικό συμβόλαιο, «το δουλευτικόν». Οι γυναίκες έβγαιναν σπάνια από το σπίτι, είτε για την εκκλησία, είτε για ψώνια και τότε έπρεπε να είναι ντυμένες με απλά φορέματα και με το κεφάλι σκεπασμένο, ώστε να μην «προκαλούν», έστω και με την απλή θέα τους, τους άρρενες διαβάτες. Όλα αυτά, ωστόσο, τα κοινωνικά «νόμιμα», φαίνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις παραβιάζονταν και μάλιστα από γυναίκες που έφταναν να μετατρέπουν τις εκκλησίες σε τόπους ερωτικών συναντήσεων με το πρόσχημα της εκτέλεσης θρησκευτικών καθηκόντων[3].

Εμφάνιση και συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εύπορη Βυζαντινή διέθετε πάντοτε για τις εξόδους της την άμαξα της καθώς και μια συνοδεία ανάλογη των οικονομικών της μέσων. Ακόμη και τα άλογα που τραβούσαν την άμαξα έδειχναν την κοινωνική και εισοδηματική τάξη της κάθε κυρίας, καθώς η άμαξα ήταν στολισμένη με πετραδάκια αλλά ακόμη και τα σχοινιά που τραβούσαν την άμαξα ήταν ασημένια ή χρυσά. Οι πλούσιες Βυζαντινές φορούσαν πολυτελή κοσμήματα κι ακριβά αρώματα, έβαφαν τα φρύδια τους, τα βλέφαρα τους και τους δυο τελευταίους αιώνες της αυτοκρατορίας τα χείλια τους με κόκκινο κραγιόν. Περούκες δε φορούσαν πολύ συχνά, ούτε όμως και τις περιφρονούσαν. Στα χίλια τόσα χρόνια ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κάτι που φαίνεται πως έμεινε αναλλοίωτο είναι η γυναικεία αμφίεση. Βασικά της στοιχεία παραμένουν πάντα ο μακρύς χιτώνας και ο μανδύας, που φοριέται στις εξόδους σαν πανωφόρι. Ο χιτώνας έχει μανίκια που καλύπτουν ολόκληρο το μπράτσο, αφήνοντας έξω μόνο το χέρι, ενώ ο μανδύας έχει προσαρμοσμένη μία κουκούλα, που κάλυπτε το κεφάλι. Αναλλοίωτη, επίσης, διατηρήθηκε η γυναικεία κόμμωση. Μαλλιά με χωρίστρα στη μέση, κατσαρωμένα στο μέτωπο, χυτά πίσω και συγκρατημένα στο μέτωπο, χυτά πίσω και συγκρατημένα στο σβέρκο με μια ταινία από λινό ύφασμα, ή με χτένι από ελεφαντόδοντο. Το κύριο προσόν μιας γυναίκας, ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη ήταν να σωπαίνει. Οι ίδιες οι γυναίκες, όμως, είχαν σοβαρές επιφυλάξεις γι' αυτό το «προσόν», απόδειξη ότι συχνά βγάζουν γλώσσα ή φλυαρούν στην εκκλησία την ώρα της λειτουργίας, κάτι που και εκκλησιαστικοί παράγοντες το κατάγγειλαν, αλλά ακόμη και μια οικουμενική σύνοδος το μνημόνευσε. Η ζωηρότητα των γυναικών του Βυζαντίου, παρά τις επιθυμίες των ανδρών και ιδιαίτερα των θεολόγων, φαίνεται καθαρά από τις πολυάριθμες και πολυποίκιλες «συμβουλές» και «συστάσεις» που τους ζητούν να μην γελάνε μπροστά σε άντρες, να μην κοιτάζουν τους άντρες στα μάτια, να μην χασκογελούν πίσω από τα παντζούρια τους με τους περαστικούς, να μην μιλούν άσχημα, να αποφεύγουν τα συχνά λουτρά κ. α. Ακόμη και τον απαράβατο όρο του σκεπασμένου κεφαλιού παραβίαζαν, ιδίως στα πανηγύρια. Γυναίκες που διέπρατταν το τελευταίο αυτό ατόπημα είχαν εξασφαλίσει από τον κοινωνικό περίγυρο τον υβριστικό χαρακτηρισμό «η ασκέπαστος» και «η αναμαλλαρέα». Μια πραγματικά καλή χριστιανή, τύπος και υπογραμμός, όφειλε και το πρόσωπο, όχι μόνο το κεφάλι, να σκεπάζει[4].

Εκπαίδευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συνοψίζοντας, εκεί πάντως που δεν είχε ταξικές διακρίσεις, τουλάχιστον για τις γυναίκες, ήταν στον τομέα της μόρφωσης, όπου η αμορφωσιά ήταν γενική, με εξαιρέσεις ελάχιστες και δακτυλοδεικτούμενες. Αν καμία πλουσιοκοπέλα, αρχόντισσα ή μεγαλοαστή, μάθαινε να διαβάζει και να γράφει τη θεωρούσαν εξαιρετικά μορφωμένη, πνευματική προσωπικότητα και άλλα τέτοια. Πολλές γυναίκες με δικές τους προσπάθειες ή δίπλα σε λόγιους και ιερείς κατάφεραν να μορφωθούν πάνω στα αρχαία κείμενα, στις ιερές γραφές και στην ποίηση.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. , J. Η CLAPHAM-EILEEN POWER:Economic History of Europe, σελ. 16, Κέμπριτζ 1944.
  2. , BRIFFAULT ROBERTS: The Mothers, Λονδίνο 1931.
  3. , RICE TAMARA TABLOT:Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών, μετ. Φ. Κ Βώρου, Αθήνα 1986
  4. , Η γυναίκα στο Βυζάντιο, Ιμβριώτη Ρόζα, Αθήνα 1923

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Η γυναίκα στο Μεσαίωνα, Θ. Καρζή, Αθήνα 1989
  • J. Η CLAPHAM-EILEEN POWER:Economic History of Europe, σελ. 16, Κέμπριτζ 1944
  • RICE TAMARA TABLOT:Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών, μετ. Φ. Κ Βώρου, Αθήνα 1986
  • BRIFFAULT ROBERTS: The Mothers, Λονδίνο 1931
  • Η γυναίκα στο Βυζάντιο, Ιμβριώτη Ρόζα, Αθήνα 1923