Ηρακλεόπολις η μεγάλη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ηρακλεόπολις η μεγάλη
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Ηρακλεόπολις η μεγάλη
29°5′8″N 30°56′4″E
ΧώραΑίγυπτος
Διοικητική υπαγωγήΚυβερνείο Μπένι Σουέφ
Υψόμετρο30 μέτρα[1] και 32 μέτρα
Πληθυσμός40.001 (11  Νοεμβρίου 2006)[2]
Ζώνη ώραςUTC+02:00
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Ηρακλεόπολις η μεγάλη (αρχαία ελληνικά : Ἡρακλεόπολις, [Μεγάλη] Ἡρακλέους πόλις), στα λατινικά : Heracleopolis Magna, είναι η ελληνική ονομασία της πρωτεύουσας της 20ης νομής (διοικητική διαίρεση) της αρχαίας Αιγύπτου, και βρίσκεται περίπου 15 χλμ δυτικά της σύγχρονης πόλης του Μπένι Σουέφ[3]. Στα αρχαία αιγυπτιακά ήταν γνωστή σαν Henen nesut, Nen Neşu , ή Hwt nen Neşu που σημαίνει "το σπίτι του βασιλικού παιδιού". Κατά την ρωμαϊκή περίοδο ήταν γνωστή ως Εχνάσια[4] που προέρχεται από το κοπτικό "Hnas" και το αραβικό "Ahnas", σήμερα ο αρχαιολογικός χώρος είναι γνωστός σαν "Ιχνασίγια Ουμ ελ Κιμάμ" και "Ιχνασίγια ελ Μαντινά"[3].

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πόλη είναι άγνωστο πότε ιδρύθηκε, στη Στήλη του Παλέρμο αναφέρεται ο Φαραώ Ντεν ότι επισκέφτηκε τη λίμνη Χαρισχέφ κοντά στην πόλη. Αυτό δείχνει ότι ήδη κατοικούνταν κατά την 1η δυναστεία και το 2970 π.Χ.[5][6]. Η Ηρακλεόπολις πρώτη φορά ήρθε στο προσκήνιο και ήταν στο απόγειο της ισχύος της κατά τη διάρκεια της πρώτης ενδιάμεσης περιόδου, μεταξύ 2181-2055 π.Χ.[7]. Τελικά μετά την κατάρρευση του Παλαιού Βασιλείου όπου η Αίγυπτος ήταν χωρισμένη σε Άνω και Κάτω Αίγυπτο έγινε η κύρια πόλη της Κάτω Αιγύπτου και ήταν σε θέση να ασκήσει τον έλεγχό στο μεγαλύτερο μέρος της περιοχής[3]. Ασκούσε τόσο μεγάλο έλεγχο επί της Κάτω Αιγύπτου κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ώστε αιγυπτιολόγοι και Αιγύπτιοι αρχαιολόγοι μερικές φορές αναφέρονται στην περίοδο μεταξύ της 9ου και 10ου δυναστείας (2160-2025 π.Χ.) ως την Ηρακλεοπολίτικη περίοδο[3]. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου βρέθηκε συχνά σε σύγκρουση με την ντε φάκτο πρωτεύουσα της Άνω Αιγύπτου την αρχαία Θήβα[7].

Ανάμεσα στο τελευταίο μέρος της πρώτης ενδιάμεσης περιόδου και τις αρχές του Μέσου Βασιλείου η πόλη έγινε θρησκευτικό κέντρο της λατρείας του Χερισχέφ όπου χτίστηκε και ναός του[7] . Μέχρι τη στιγμή την τρίτη ενδιάμεση περίοδο (1069-747 π.Χ.) η Ηρακλεόπολις αυξήθηκε και πάλι σε σημασία. Έγιναν πολλές ανακαινίσεις και νέες κατασκευές σε ναούς και έγινε και πάλι ένα σημαντικό θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο[7].

Κατά την εποχή των Πτολεμαίων (332 - 30 π.Χ.) ήταν ακόμα ένα σημαντικό θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο στην Αίγυπτο. Οι Έλληνες άρχοντες αυτής της περιόδου ταύτισαν τον τοπικό θεό Χερισέφ με τον Ηρακλή, εξού και το όνομα που χρησιμοποιείται συχνά από τους σύγχρονους μελετητές για την Ηρακλεόπολις[7].

Η πόλη συνέχισε να υπάρχει και τη ρωμαική περίοδο όπου έχουν βρεθεί οικίες και νεκροπόλεις αυτής της περιόδου [7].

Αρχαιολογικές ανασκαφές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτες ανασκαφές ξεκίνησαν από τον Ελβετό αιγυπτιολόγο Ανρί Εντουάρ Ναβίλ που έφερε στο φως τον ναό του Χέρισεφ πιστεύοντας ότι δεν υπήρχε κάτι άλλο σημαντικό να σκάψει[4]. Την άποψη του αυτή την αναίρεσε ο Πέτριε Φλίντερς λέγοντας το 1879 ότι είχε ανασκάψει μόνο ένα μέρος του ναού[4] και στην Ηρακλεόπολις είχαν μείνει πολλά να αποκαλυφθούν. Στην συνέχεια ανασκάφτηκε ο οικισμός κι ένας άλλος ναός που έχει αποδοθεί στην 19η δυναστεία. Τα ευρήματα από Πέτριε κατά τη διάρκεια της ανασκαφής του είναι πολυάριθμα και εκτείνονται σε όλο το χρονολογικό φάσμα του οικισμού. Που αφορούν ειδικά αντικείμενα που βρέθηκαν στο τέλος της πρώτης ενδιάμεσης περιόδου και την έναρξη του Μέσου Βασιλείου, αποκάλυψε πολλά κεραμικά όστρακα που σχετίζεται με την 11η Δυναστεία[4]. Από τις μετέπειτα Ρωμαϊκή περίοδο, βρήκε πολλά αντικείμενα που σχετίζονται με πολλές από τις οι θέσεις νεκροτομείο που έφερε στο φως συμπεριλαμβανομένων σιδερένια εργαλεία, πήλινα αγγεία κ.α.[4].

Υπήρξαν αρκετές πρόσφατες ανασκαφές που αύξησαν τη γνώση του χώρου. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 μια ισπανική ομάδα διεξήγαγε ανασκαφές και αποκάλυψε αντικείμενα όπως ένα βωμό για σπονδές και ένα ζευγάρι διακοσμημένα μάτια πιθανώς από ένα άγαλμα, όλα αποδίδονται σε ναό[7].

Μια ισπανική ομάδα πραγματοποίησε επίσης ανασκαφές το 2008, υπό τη διεύθυνση της Κάρμεν Περέζ από το εθνικό αρχαιολογικό μουσείο της Μαδρίτης. Οι προσπάθειές τους αποκάλυψαν μια προηγουμένη άγνωστη ταφή με διάφορες ψεύτικες πόρτες που χρονολογείται στη πρώτη ενδιάμεση περίοδο, καθώς και κτερίσματα, τα οποία δεν είχαν υποστεί βανδαλισμούς[8].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 www.geonames.org/355595.
  2. www.webcitation.org/69vqoZkAD.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 An Introduction to the Archaeology of Ancient Egypt, 2008. Oxford: Blackwell Publishing. 2008. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Ehnasya 1904. London: Gilbert and Rivington Limited. 1905. 
  5. Toby Wilkinson: Early Dynastic Egypt. Routledge, London/New York 1999, ISBN 0-415-18633-1 p. 325.
  6. Heinrich Schäfer: Ein Bruchstück altägyptischer Annalen, (= Abhandlungen der Königlich Preussischen Akademie der Wissenschaften. Anhang: Abhandlungen nicht zur Akademie gehöriger Gelehrter. Philosophische und historische Abhandlungen. 1902, 1. Quartal). Verlag der Königlichen Akademie der Wissenschaften, Berlin 1902, p. 18-21.
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 7,6 The Princeton Diction. 2008. 
  8. Stanek, Stephen (25 February 2008). «False Doors for the Dead Among New Egypt Tomb Finds». National Geographic. http://news.nationalgeographic.com/news/2008/02/080225-egypt-tomb.html. Ανακτήθηκε στις 30 October 2012. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]