Ηλίας Μαυρομιχάλης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για τον Κατσάκο, δείτε: Ηλίας Κατσάκος Μαυρομιχάλης.
Ηλίας Μαυρομιχάλης
Γέννηση3 Απριλίου 1795
Μάνη, Λακωνία
Θάνατος1 Ιανουαρίου 1822 (26 ετών)
Στύρα, Εύβοια, Οθωμανική Αυτοκρατορία
ΧώραΕλλάδα
ΒαθμόςΟπλαρχηγός
Μάχες/πόλεμοιΆλωση της Τριπολιτσάς, Μάχη του Βαλτετσίου, Μάχη στα Στύρα
ΣυγγενείςΠετρόμπεης Μαυρομιχάλης (πατέρας), Γεώργιος Μαυρομιχάλης, Παναγιώτα Μαυρομιχάλη, Αναστάσιος Μαυρομιχάλης, Δημήτρης Μαυρομιχάλης, Ιωάννης Μαυρομιχάλης (αδέρφια)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης ή Μπεζαντές-Ηλίας (1795 - 1822) ήταν αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και γόνος της ιστορικής οικογένειας των Μαυρομιχαλαίων. Έμεινε στην ιστορία ως ο «Νεραϊδογέννητος[1]» οπλαρχηγός λόγω της ομορφιάς του - όπου κατά τη λαϊκή παράδοση κληρονόμησε από τη γιαγιά του (κόρη του Δόγη της Βενετίας, Φραγκίσκου Μοροζίνι). Γνωστός επίσης και με το παρατσούκλι «Μπεζαντές» (beyizade, δηλαδή γιος του μπέη στα τουρκικά) για να τον ξεχωρίζουν από τον συνονόματο εξάδελφό του, που είχε το παρατσούκλι Κατσάκος. Η αυτοθυσία του στα Στύρα της Εύβοιας, στις 12 Ιανουαρίου 1822, είχε όλα τα χαρακτηριστικά του ηρωικού θανάτου ενός αρχαίου Σπαρτιάτη πολεμιστή. Ήταν η πρώτη απώλεια υψηλόβαθμου στελέχους της Επανάστασης από την Πελοπόννησο.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στη Μάνη και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και της Φωτεινής Δημητρακαράκου.[2] Ο Ηλίας ήταν από τους πρώτους στην Πελοπόννησο που μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία. Εκπροσώπησε τους Πελοποννησίους στην προεπαναστατική συνέλευση των οπλαρχηγών στη Λευκάδα. Με την έναρξη του Αγώνα έλαβε μέρος στην απελευθέρωση της Καλαμάτας όπου, ως επικεφαλής των Μανιατών, πέτυχε να ελευθερωθεί η πόλη χωρίς μάχη, στη μάχη του Βαλτετσίου Αρκαδίας (12-13 Μαΐου 1821) όπου διακρίθηκε μαζί, μαζί με τον θείο του Κυριακούλη, για τις στρατηγικές αρετές και την τόλμη του, συμμετείχε επίσης στην πολιορκία της Τρίπολης, στην πολιορκία του Ακροκορίνθου, στην πολιορκία της Ακρόπολης και σε μάχες στην Εύβοια, όπου στάλθηκε μαζί με το θείο του Κυριακούλη για να συνδράμει τον Καρύστου Νεόφυτο και τους οπλαρχηγούς Μαυροβουνιώτη και Κριεζώτη.[2] Όταν διορίστηκε αρχηγός των Όπλων της Αττικής, τον Νοέμβριο του 1821, ήταν φημισμένος ως ο πολέμαρχος με το δωρικό ύφος και την απολλώνια όψη. Έμεινε στην ιστορία ως ο «Νεραϊδογέννητος[3]» οπλαρχηγός. Την εξαιρετική ομορφιά του, κατά τη λαϊκή παράδοση, την όφειλε στη γιαγιά του - η οποία ήταν κόρη του Δόγη της Βενετίας, Φραγκίσκου Μοροζίνι. Ο παππούς του, Γιωργάκης Μαυρομιχάλης, την είχε βρει αναίσθητη στους βράχους της Μάνης, αφημένη εκεί, από ένα πειρατικό πλοίο με το οποίο την είχε φυγαδεύσει ο πατέρας της, διότι κινδύνευε από τη μητριά της. Ο νεανικός ενθουσιασμός, η γενναιότητα και η φιλοτιμία που χαρακτήριζαν τον Ηλία Μαυρομιχάλη, πληρώθηκαν με την ίδια του τη ζωή. Ο θάνατός του προκάλεσε βαθιά θλίψη στερώντας από την Επανάσταση έναν πολύ σημαντικό αρχηγό, προικισμένο συνάμα με εξαιρετικές διπλωματικές ικανότητες, μόλις στα 26 του χρόνια. Ο Ιωάννης Φιλήμων γράφει: «εάν η Δωρίς απώλεσεν τον Αθανάσιον Διάκον αυτής, απώλεσε και η Λακωνία τον Ηλίαν Μαυρομιχάλην αυτής».

Η Δράση του στο Βαλτέτσι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη διάλυση του πρώτου στρατοπέδου στο Βαλτέτσι (25 Απριλίου 1821), οι Έλληνες έδωσαν την αρχηγία στους Μανιάτες καπετάνιους, τον Κυριακούλη και Ηλία Μαυρομιχάλη και τον Διονύσιο Μούρτζινο ως τους πλέον εμπειροπόλεμους[4], διότι ακόμη και οι Τούρκοι τους φοβούνταν. Όταν ο Ηλίας Μαυρομιχάλης έφτασε στο Βαλτέτσι, στις 10 Μαΐου, απαίτησε να μείνουν όλοι να πολεμήσουν. Δήλωσε ξεκάθαρα πως ήταν αποφασισμένος να κρατήσει το στρατόπεδο απόρθητο από κάθε εχθρική επίθεση. Άρχισε αμέσως να κατασκευάζει το πρώτο οχύρωμα, μεταφέροντας και ο ίδιος πέτρες, το οποίο ήταν σκεπασμένο με οροφή (κλειστό ταμπούρι). Συνολικά χτίστηκαν τέσσερα ταμπούρια και πέμπτο ήταν η εκκλησία του χωριού. Ανατολικά του χωριού έγιναν δύο ταμπούρια. Από αυτά νοτιοανατολικά έγινε ένα μεγάλο στο Χωματοβούνι και βορειοανατολικά ένα μικρότερο στο Πετροβουνάκι (ή Δουμβρουλέικα). Μερικοί συγγραφείς τα δύο αυτά ταμπούρια τα περιγράφουν ως ενιαίο. Ένα τρίτο ταμπούρι χτίστηκε βόρεια-βορειοδυτικά στο λόφο που λέγεται Κατσικέικα. Το τέταρτο ήταν χτισμένο στο δυτικό λόφο, που ονομάζεται του Κούκου. Και το πέμπτο στην εκκλησία, την οποία χρησιμοποιούσαν ως αποθήκη για τα εφόδια. Υπήρχαν επίσης σκοπιές, στην Επάνω Χρέπα, για να παρατηρούν τις εξόδους των Τούρκων και με φωτιές να ειδοποιούν τα στρατόπεδα, προκειμένου να ετοιμάζονται ή να σπεύδουν σε βοήθεια.

Ο Κεχαγιάμπεης του Χουρσίτ Πασά, ονόματι Μουστάφ, βρισκόταν στην Τρίπολη όπου πληροφορήθηκε την ανασύσταση του ελληνικού στρατοπέδου στο Βαλτέτσι και αποφάσισε να δράσει. Οι Τούρκοι γνώριζαν τον ρόλο των Μανιατών στην Επανάσταση και τη σημασία που θα είχε η υποταγή της Μάνης, η οποία θα οδηγούσε στο προσκύνημα όλους τους Μωραΐτες. Το σχέδιο των Τούρκων ήταν να περάσουν από το Βαλτέτσι, διασκορπίζοντας εύκολα τους επαναστάτες, προχωρώντας έπειτα στη Μεσσηνία. Κατά μια άλλη άποψη, οι Τούρκοι δεν υπολόγιζαν καθόλου το Βαλτέτσι ως τόπο αντίστασης και μόνο ο Ρουμπής Βαρδουνιώτης (διοικητής της προφυλακής του Κεχαγιά) θέλησε να περάσει από εκεί για να πάρει λάφυρα.

Οι τουρκικές δυνάμεις ήταν άρτια εξοπλισμένες, από 12.000 άνδρες, με εμπειροπόλεμους αξιωματικούς. Ο κίνδυνος για την Επανάσταση, που μετρούσε κοντά στους δύο μήνες, ήταν προφανής. Πριν από τα χαράματα της 12ης Μαΐου 1821 το πρώτο και κυριότερο σώμα του τουρκικού στρατού, αποτελούμενο από 3-5.000 άνδρες με αρχηγό τον Τουρκαλβανό Ρουμπή από τα Μπαρδουνοχώρια και υπαρχηγό τον Μαραμπούτη από την Κυπαρισσία, αποτελούσε τη μονάδα κρούσης που θα χτυπούσε το Βαλτέτσι στα ανατολικά και βόρεια ταμπούρια του. Υπήρχαν άλλα τρία τουρκικά σώματα πεζών και ιππέων στα νότια, μαζί με πυροβολικό, με σκοπό κυρίως να εμποδίσουν τη διαφυγή των Ελλήνων. Η μάχη στο Βαλτέτσι ξεκίνησε γύρω στις 8 το πρωί. Οι οχυρωμένοι Έλληνες ήταν περίπου 900-1.000. Ο Ρουμπής έστειλε 14 σημαιοφόρους με τα οθωμανικά «μπαϊράκια» τους να προσεγγίσουν τις ελληνικές θέσεις, όμως μια ομοβροντία από τους προμαχώνες των αγωνιστών τους θέρισε. Οι Τούρκοι εξαπέλυσαν τότε μετωπική επίθεση. Οι αγωνιστές του Ηλία και του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη αναχαίτισαν με δύναμη το πρώτο κύμα της επίθεσης. Ακολούθησε δεύτερη και ορμητικότερη έφοδος, η οποία αποκρούσθηκε επίσης από την σθεναρή αντίσταση στα ταμπούρια των Μαυρομιχαλαίων. Ο Ρουμπής ανέπτυξε τους άνδρες του με σκοπό την υπερκέραση των προμαχώνων. Ακάλυπτοι όμως καθώς ήταν, στην προσπάθεια τους να καταλάβουν κατάλληλες θέσεις, έγιναν ιδανικοί στόχοι των Ελλήνων οι οποίοι τους πυροβολούσαν ακατάπαυστα. Οι Έλληνες αγωνιστές είχαν αντιληφθεί ότι οι εχθροί τους κύκλωναν σταδιακά από την ανατολική και τη βόρεια πλευρά, ωστόσο δεν εγκατέλειψαν τα ταμπούρια τους. Συνέχισαν να μάχονται με γενναιότητα δημιουργώντας βαρύ πλήγμα στις γραμμές του εχθρού. Ο Ηλίας έδινε θάρρος στους πολεμιστές του, δεινός σκοπευτής ο ίδιος και εμπειροπόλεμος, τους παρότρυνε να αποδεκατίσουν τους εχθρούς με διασταυρούμενα πυρά. Έτσι και έγινε. Οι αγωνιστές συνέχισαν την αντίσταση σθεναρά και αποτελεσματικά.  

Ο Κολοκοτρώνης εκείνη την ώρα βρισκόταν στο Χρυσοβίτσι (2,30’ ώρες απόσταση από το Βαλτέτσι) και μόλις ειδοποιήθηκε, με σήματα καπνού, ξεκίνησε εναντίον των Τούρκων του Ρουμπή με δύναμη 700-800 ανδρών ειδοποιώντας ταυτόχρονα και τον Δημήτριο Πλαπούτα που βρισκόταν στην Πιάνα. Ο Κολοκοτρώνης επιτέθηκε τους Τούρκους γύρω στις 11 το πρωί από βορειοδυτικά. Προσπάθησαν αρχικά να τον κυκλώσουν και τον ανάγκασαν να υποχωρήσει σε ψηλότερες θέσεις του βουνού που βρισκόταν. Λέγεται ότι ο Κολοκοτρώνης ανέβηκε σε μια ράχη εκεί, που τώρα φέρει το όνομά του, φωνάζοντας ότι έρχεται σε βοήθεια ο Κολοκοτρώνης με 10.000 και ο Πετρόμπεης με όλους τους Μανιάτες, για να ακούσουν οι Τούρκοι και να πέσει το ηθικό τους. Στα απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης γράφει: «…όσο να έλθουν οι Τούρκοι εις το Βαλτέτζι, εφτάσαμεν και ημείς…» Ισχυρίζεται ότι έφτασε συγχρόνως με τον Ρουμπή στις 8 π.μ. Συγγραφείς που πληροφορήθηκαν το γεγονός από εκείνον, γράφουν: «…Αμέσως ο Κολοκοτρώνης εκίνησε μετά οκτακοσίων εκ του Χρυσοβιτσίου, τυχών εκεί την ώραν ταύτην…» Αυτοί που προτιμούν συμβιβαστικές λύσεις υποστηρίζουν άλλη εκδοχή: «…Μετά από 1,30’ από την έναρξη της μάχης έφθασε και ο Κολοκοτρώνης…» Ο Φραντζής γράφει ότι έφτασε στις 11 π.μ. Ο Παπαρρηγόπουλος γράφει 3 ώρες μετά την έναρξη της μάχης, δηλαδή στις 11 π.μ. έφτασε και ο Κολοκοτρώνης. Σε επιστολή του, της 13 Μαΐου 1821 προς την Μπουμπουλίνα και τους Σπετσιώτες, ο Κολοκοτρώνης γράφει ότι ο πόλεμος άρχισε τρεις ώρες μετά το ξημέρωμα και εκείνος έφτασε την έκτη ώρα μετά από το πρώτο φως της ημέρας. Επειδή δημιουργήθηκε σύγχυση με τα μπάλες έπεφταν χαμηλά χτυπούσαν τους Τούρκους, που πολιορκούσαν τα οχυρώματα, ενώ όταν περνούσαν πάνω από το ταμπούρι χτυπούσαν τις θέσεις του Ρουμπή. Υποσχέθηκε τότε ο Κεχαγιάς 500 γρόσια σε κάθε στρατιώτη, αν καταλάμβαναν τη θέση αυτή, αλλά απέτυχαν. Η ελληνική διάταξη στο Βαλτέτσι είχε καταστεί παγίδα θανάτου για τους σήματα που έδωσε το παρατηρητήριο της Χρέπας, έφθασε μετά το μεσημέρι καθυστερημένος και ο Δημήτριος Πλαπούτας με 700 περίπου άνδρες. Χτύπησε τον Ρουμπή από βορειοανατολικά και έτσι βρέθηκαν οι Τούρκοι μεταξύ δύο πυρών. Οι ελληνικές δυνάμεις έφτασαν τους 2.300 άνδρες περίπου.

Ο Κεχαγιάμπεης, βλέποντας τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι άνδρες του Ρουμπή, έστειλε δυνάμεις να χτυπήσουν τα ταμπούρια των Μαυρομιχαλαίων, αλλά χωρίς επιτυχία. Οι απόπειρες των Τούρκων να καταλάβουν τους προμαχώνες αποτύγχαναν η μία μετά την άλλη. Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης με τους Μανιάτες του ανατολικού προμαχώνα είχαν προκαλέσει σοβαρές απώλειες στους Τούρκους και γι’ αυτό οι τελευταίοι προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν με μανία το πυροβολικό εναντίον τους, χωρίς επιτυχία όμως. Μια χαρακτηριστική αναφορά, για το ξημέρωμα της 13ης Μαΐου, λέει ότι ο Κεχαγιάς έφερε τα κανόνια απέναντι από τα ανατολικά ταμπούρια προσπαθώντας να χτυπήσει το ταμπούρι του Ηλία Μαυρομιχάλη, το Χωματοβούνι. Δεν μπορούσαν όμως οι κανονιέρηδες να πετύχουν τον στόχο τους. Όταν οι Τούρκους. Ο Κεχαγιάμπεης συνειδητοποίησε πως δεν υπήρχε πλέον ελπίδα για νίκη και διέταξε γενική υποχώρηση. Οι Έλληνες αντιλήφθηκαν τα σήματα των Τούρκων και σε λίγο, τόσο εκείνοι της εξωτερικής γραμμής μάχης όσο και εκείνοι των προμαχώνων, εξαπέλυσαν επίθεση στους υποχωρούντες.

Η μάχη στο Βαλτέτσι κράτησε σχεδόν 23 ώρες και ήταν η πρώτη σημαντική νίκη του Αγώνα. Οι απώλειες των Τούρκων ήταν 514 νεκροί και 635 τραυματίες. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν 4 νεκροί και 17 τραυματίες. Στα χέρια των Ελλήνων έπεσε και μεγάλος αριθμός πολεμικού υλικού, ικανού να εξοπλίσει 4.000 άνδρες. Η μεγάλη νίκη των επαναστατικών δυνάμεων άνοιξε τον δρόμο για την κατάληψη της Τρίπολης, του στρατιωτικού και πολιτικού κέντρου της Πελοποννήσου. Όπως αναφέρει ο Ιωάννης Φιλήμων, μετά τη νίκη των Ελλήνων στο Βαλτέτσι, στους ηττημένους Τούρκους και Αλβανούς έπεσε διχόνοια. Υπήρξε διαφωνία και δυσπιστία μεταξύ γηγενών Τούρκων και Αλβανών, που είχαν έλθει στην Τριπολιτσά με τον Κεχαγιά. Οι Τούρκοι απαιτούσαν να προμαχούν οι Αλβανοί ως μισθοφόροι. Αντιθέτως οι Αλβανοί ισχυρίζονταν ότι οι Τούρκοι, που είχαν τις οικογένειές και τις περιουσίες τους εκεί, θα έπρεπε να μπαίνουν στην πρώτη γραμμή του πολέμου.

Τα γεγονότα στο Βαλτέτσι αποτέλεσαν το φωτεινό ορόσημο που θεμελίωσε την ελπίδα της νίκης, δίνοντας ένα όραμα ελευθερίας στους επαναστατημένους Έλληνες. Η νίκη αυτή ήταν, αναμφισβήτητα, όλων των Ελλήνων πολεμιστών - ακόμη και εκείνων που δεν πρόλαβαν να φθάσουν στο πεδίο της μάχης. Με την μακρινή παρουσία τους φόβισαν τους Τούρκους, οι οποίοι υποχρεώθηκαν σε φυγή. Οι Μανιάτες, όμως, οι Μεσσήνιοι και οι λιγοστοί Αρκάδες, όσοι πρωταγωνίστησαν στα ταμπούρια του Βαλτετσίου, παραγκωνίστηκαν και έμειναν ταπεινοί θεατές στο στεφάνωμα -ως νικητή- του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και έκτοτε δεν μνημονεύονται. Ο τελευταίος καρπώθηκε ολοκληρωτικά τη νίκη, από την οποία δεν του ανήκε παρά μόνο ένα μικρό μέρος. Οι μεγάλοι πρωταγωνιστές του Βαλτετσίου, Κυριακούλης και Ηλίας Μαυρομιχάλης[5], θυσιάστηκαν τον επόμενο χρόνο και τη δόξα καρπώθηκε ολοκληρωτικά ο Κολοκοτρώνης.

Θάνατος στη μάχη στα Στύρα Ευβοίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο επίσκοπος Καρύστου, Νεόφυτος, ταξίδευε στην Πελοπόννησο και στις Κυκλάδες συγκεντρώνοντας χρήματα, εφόδια και άνδρες -τους οποίους πλήρωνε από την προσωπική του περιουσία- με στόχο την κατάληψη του Κοκκινόκαστρου, του κάστρου της Καρύστου. Λίγο πριν ξεσπάσει η επανάσταση στην Εύβοια, στρατολόγησε περίπου 400 νησιώτες (από Άνδρο και Τήνο), καθώς και Ευβοιώτες. Στις 5 Ιανουαρίου 1822, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης δέχτηκε πρόσκληση από τον Νεόφυτο και μετέβη στην Εύβοια, μαζί με τον θείο του Κυριακούλη και τον Ηλία Σαλαφατίνο, για να βοηθήσουν τους επαναστατημένους Έλληνες εκεί. Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης επικεφαλής 600 Μανιατών (κατ’ άλλους 400 Μανιάτες και 50 από τα Κούντουρα, μια κωμόπολη της Μεγαρίδας), αποβιβάστηκε στο Αλιβέρι και τέθηκε επικεφαλής των ελληνικών δυνάμεων για την απελευθέρωση της Καρύστου και της νότιας Εύβοιας. Εκεί ενώθηκε με τις ηγετικές μορφές της περιοχής, τον Βάσσο Μαυροβουνιώτη, τον Νικόλαο Κριεζιώτη και τον Αγγελή Γοβγίνα.

Η είδηση για την άφιξη των Μανιατών ανησύχησε τον Ομέρ μπέη, τον πανίσχυρο μπέη της Καρύστου, ο οποίος θέλησε να επιτεθεί αμέσως κατά των Ελλήνων, στο Αλιβέρι, προτού εκείνοι επιχειρήσουν κάθοδο προς την Κάρυστο. Για τον λόγο αυτόν ενίσχυσε τα Στύρα, που ήταν πέρασμα για τις ελληνικές δυνάμεις. Μόλις ο Ηλίας Μαυρομιχάλης πληροφορήθηκε την κίνηση αυτή κινήθηκε εναντίον των Τούρκων και κατόρθωσε να τους νικήσει στη θέση Άγιος Βασίλειος και στη συνέχεια να πολιορκήσει τα Στύρα. Οι Τούρκοι άφησαν στο πεδίο της μάχης 27 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Τα πράγματα όμως πήραν άλλη τροπή αργότερα, όταν ο Ομέρ έσπευσε με 300 πεζούς και ιππείς στα Στύρα. Πέρασε σχεδόν ανενόχλητος από τη θέση Διακόφτι (νότια των Στύρων), το μόνο πέρασμα που θα μπορούσαν να τον αναχαιτίσουν οι Έλληνες. Με τον ελιγμό του Ομέρ, οι ελληνικές δυνάμεις που πολιορκούσαν τα Στύρα βρέθηκαν περικυκλωμένες. Ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, μαζί με τους Μαυροβουνιώτη και Κόττα, έσπευσαν στην περιοχή αλλά δεν κατάφεραν να εμποδίσουν τους άνδρες του Ομέρ. Διασκορπίστηκαν από το ιππικό του και δεν μπόρεσαν να προσφέρουν βοήθεια στον Ηλία. Ο Δημήτρης Φωτιάδης γράφει ότι οι πολεμιστές του Ηλία Μαυρομιχάλη ήταν διασκορπισμένοι, άλλοι είχαν μεθύσει και άλλοι βρίσκονταν στην παραλία μεταφέροντας λάφυρα στα πλοία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο Μαυρομιχάλης να μείνει μόνος με 60 περίπου Μανιάτες. Αναθάρρησαν και οι Τούρκοι που ήταν εγκλωβισμένοι στα σπίτια των Στύρων και βγήκαν για να πολεμήσουν. Οι περισσότεροι Μανιάτες, βλέποντας ότι έχουν περικυκλωθεί και ότι ο αγώνας ήταν μάταιος, εγκατέλειψαν το πεδίο μάχης.

Ο Μαυρομιχάλης, παρά την προτροπή του Κριεζώτη να υποχωρήσουν και να δώσουν άλλη ημέρα τη μάχη, θεώρησε αδιανόητο να λιποψυχήσει. Παρόλο που έβλεπε τον θανάσιμο κίνδυνο, θεωρούσε ταπείνωση την υποχώρηση. Ο Ηλίας κλείστηκε με άλλους επτά συντρόφους του σε έναν ερειπωμένο ανεμόμυλο των Στύρων, όπου αποφάσισε να αντιτάξει άμυνα μέχρις εσχάτων. Πολέμησαν μέχρι που εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά τους και σκοτώθηκαν ηρωικά στη μάχη αυτή, στα Στύρα Ευβοίας στις 12 Ιανουαρίου του 1822, στη θέση Κοκκινόμυλος[2].

Κατά τον Ι. Φιλήμωνα και άλλους Έλληνες ιστοριογράφους, οι έγκλειστοι έσυραν τα σπαθιά και έκαναν ηρωική έξοδο όπου σκοτώθηκαν όλοι. Κατά τον Γάλλο εθελοντή Maxime Raubaud, ο οποίος έμαθε τα νέα λίγες μέρες αργότερα στην Τήνο, ο Μαυρομιχάλης και οι λίγοι άνδρες του (μεταξύ των οποίων και ένας Τηνιακός) αλληλοσκοτώθηκαν για να μη πέσουν ζωντανοί στα χέρια των Τούρκων, παρ' ότι οι τελευταίοι εγγυήθηκαν τη ζωή τους. Κατά τον Raybaud, «αυτό το μικρό καταφύγιο [ο μύλος] έγινε θέατρο μιας πεισματικής μάχης και ενός θανάτου αντάξιου των ενδόξων αρχαίων παραδόσεων».[6] Το κεφάλι του κόπηκε και στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη.

Ο θάνατός του προκάλεσε βαθιά θλίψη σε όλους τους Έλληνες στερώντας από την Επανάσταση έναν πολύ σημαντικό αρχηγό, προικισμένο συνάμα με εξαιρετικές διπλωματικές ικανότητες, μόλις στα 26 του χρόνια. Γράφει ο Ιωάννης Φιλήμων για τον Ηλία Μαυρομιχάλη: «…Ωραιότης ελληνική και πλήρης, πρόσωπον ροδόχρουν, χαρακτήρ εύχαρις, ανάστημα μεσαίον και βήμα ανδρικόν• φρόνησις δε και καρδία γενναία, πατριωτισμός και φιλοτιμία απεριόριστος, χείρες αγναί και προαιρέσεις μεγαλοπραγμοσύνης, ιδού ο τοις πάσιν υπέρτατος Ηλίας, ο πρωταγωνιστής της γενικής μάχης του Βαλτετσίου[7] και το θύμα μίας γωνίας της Εύβοιας…».

Τις ημέρες που η Ελλάδα γιόρταζε το πρώτο Σύνταγμά της, τον Ιανουάριο του 1822, η οικογένεια Μαυρομιχάλη έχανε τον διάδοχο του Πετρόμπεη. Τη δυσάρεστη είδηση ανέλαβε να μεταφέρει στον Πετρόμπεη ο ίδιος ο Δημήτριος Υψηλάντης: «Μπέη μου, εσύ είσαι Σπαρτιάτης. Οι πρόγονοί σου ήταν τόσο γενναίοι που χαίρονταν και ένιωθαν περήφανοι όταν μάθαιναν ότι τα παιδιά τους σκοτώθηκαν στη μάχη». Ο Πετρόμπεης κατάλαβε αμέσως… «Σκοτώθηκε ο Ηλίας μου;» Και είπε σε αυτούς που ήρθαν να του συμπαρασταθούν: «Μη με λυπάστε. Ο γιος μου ήταν στρατιώτης. Έκανε το χρέος του προς την πατρίδα».

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Μπόπης, Δημήτριος (Σεπτέμβριος 2021). «ΗΛΙΑΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ (1795-1822) - Ο «Νεραϊδογέννητος» Οπλαρχηγός». Στρατιωτική Ιστορία. https://www.govostis.gr/product/9904/stratiwtiki-istoria-teyxos-289.html. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Οικογένεια Μαυρομιχάλη Αρχειοθετήθηκε 2011-08-10 στο Wayback Machine., από την ιστοσελίδα Mani.org.gr
  3. Μπόπης, Δημήτρης (09/2021). «ΗΛΙΑΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ (1795-1822) Ο «Νεραϊδογέννητος» Οπλαρχηγός». ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. https://www.govostis.gr/product/9904/stratiwtiki-istoria-teyxos-289.html. 
  4. Μπόπης, Δημήτριος (Σεπτέμβριος 2021). «ΗΛΙΑΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ (1795-1822) - Ο «Νεραϊδογέννητος» Οπλαρχηγός». Στρατιωτική Ιστορία. https://www.govostis.gr/product/9904/stratiwtiki-istoria-teyxos-289.html. 
  5. Μπόπης, Δημήτριος (Σεπτέμβριος 2021). «ΗΛΙΑΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ (1795-1822) - Ο «Νεραϊδογέννητος» Οπλαρχηγός». Στρατιωτική Ιστορία. https://www.govostis.gr/product/9904/stratiwtiki-istoria-teyxos-289.html. 
  6. Σιμόπουλος Κυριάκος, «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του '21», 5η έκδοση, 2004, τόμ. Α΄, σ. 306, 307.
  7. Μπόπης, Δημήτριος (Σεπτέμβριος 2021). «ΗΛΙΑΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ (1795-1822) - Ο «Νεραϊδογέννητος» Οπλαρχηγός». Στρατιωτική Ιστορία. https://www.govostis.gr/product/9904/stratiwtiki-istoria-teyxos-289.html. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Σύγχρονος Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, τόμος 17, σελ. 231, έκδοσις πέμπτη δια συμπληρώματος κατά τόμον.
  • Χρίστος Δρακούλη Γούδης: Λόγος για τη Μάνη,εκδόσεις Αδούλωτη Μάνη, σελ 51-53.
  • Φιλήμων, Ι. (1861). Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Τόμος 4. Αθήνα: Εκ του τυπογραφείου Π.Β. Μωραϊτίνη.
  • Φωτιάδης, Δ., Η επανάσταση του 1821, Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος Σ. Ι., Αθήνα 2018.
  • Παπαρρηγόπουλος, Κ., Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τ.6, Εκδόσεις Ελευθερουδάκη, Αθήνα 1930.
  • Τερτσέτης, Γ., Ο γέρων Κολοκοτρώνης. Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, Εκδόσεις Τύποις Χ. Νικολαϊδου Φιλαδελφέως, Αθήνα 1851.
  • Κόκκινος, Δ., Η Ελληνική Επανάστασις, τ.2, σελ. 416-419, 6η έκδοση, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1974.
  • Καπετανάκης, Σ., Οι Μανιάτες στην Επανάσταση του 1821, Εκδόσεις Εταιρείας Λακωνικών Σπουδών, Αθήνα 2015.
  • Μπόπης, Δημήτριος, «ΗΛΙΑΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ (1795-1822) Ο «Νεραϊδογέννητος» Οπλαρχηγός», ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 289 (09/2021), Εκδόσεις Γκοβόστη (eBook).