Εξάστερο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 41°03′06.4″N 28°25′05.78″E / 41.051778°N 28.4182722°E / 41.051778; 28.4182722

Αυτό το λήμμα αφορά την ελληνική ιστορία της κωμόπολης Εξάστερο. Για για την νεότερη τουρκική ιστορία της, δείτε: Τζελαλιγιέ.

Το Εξάστερο (Ξάστερο, Εξάστρο, Ξάστρο ή Σάστρο) ήταν ελληνική κωμόπολη της Ανατολικής Θράκης, που διοικητικά υπαγόταν στην Επαρχία Μετρών και εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Σηλυβρίας. Απείχε περίπου 35 χιλιόμετρα δυτικά της Κωνσταντινούπολης και γειτόνευε με τα χωριά Κερμένι, Οικονομείο, Επιβάτες, Νιχώρι και Γιαλούς. Απείχε 1 χιλιόμετρο από την ακτή της Προποντίδας και είχε υψόμετρο 57 μέτρα.

Ονομασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ονομασία Εξάστερο εξηγούνταν από την παράδοση με βάση έναν ετυμολογικό μύθο, ο οποίος έλυνε το πρόβλημα της ονομασίας όλων των χωριών της περιοχής. Σύμφωνα με τη σχετική παράδοση ένα πλοίο που ερχόταν από την κατεύθυνση της Κωνσταντινούπολης έπεσε σε μεγάλη θαλασσοταραχή. Απελπισμένοι όσοι επέβαιναν αποφάσισαν να σωθούν πέφτοντας στη θάλασσα, όταν εκ θαύματος εμφανίστηκε η Οσία Παρασκευή η Επιβατηνή, η οποία άρχισε να δίνει οδηγίες στον καπετάνιο, προκειμένου να σώσει πλοίο και πλήρωμα. Από κάθε οδηγία της Οσίας ονομάστηκε και η περιοχή της ακτής απέναντι από την οποία βρισκόταν εκείνη τη στιγμή το πλοίο. Η περιοχή που ονομάστηκε "Εξάστερο" ήταν το σημείο, όπου πια η θάλασσα, βράδυ ήδη, είχε ηρεμήσει και ο ουρανός είχε καθαρίσει και είχε γίνει "ξάστερος".

Άλλες ετυμολογήσεις συνδέουν το όνομα του χωριού με μακρινούς εποίκους από το Άστρος Κυνουρίας ("Εξ Άστρους") ή με μια ελληνοποιημένη παραφθορά του τουρκικού "Σεΐχ - ντερέ" (ποτάμι του Σεΐχη) > "Σάχτρο" > "Σάστρο" από κάποιον Σεΐχη, που υποτίθεται ότι είχε ταφεί κοντά σε κάποια ρεματιά.[1]

Ίδρυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελληνικό σπίτι στον δρόμο από την πλατεία της χαβούζας προς το Δημοτικό Σχολείο.

Παρόλο που το γειτονικό Οικονομείο μαρτυρείται για πρώτη φορά τον 11ο αιώνα σε βυζαντινές πηγές, ωστόσο για το Εξάστερο δεν υπάρχουν ανάλογες μαρτυρίες. Ανθρώπινη πάντως παρουσία στην περιοχή προϋπήρχε, καθώς οι γεωργοί ανέφεραν συχνά ότι έβρισκαν στα χωράφια τους "κωνσταντινάτα" ή θραύσματα αγγείων. Ωστόσο, καμιά περισσότερο συγκεκριμένη πληροφορία για αυτά τα ευρήματα δεν υπάρχει. Η ύπαρξη ενός ερειπωμένου χανιού, που οι κάτοικοι ονόμαζαν "Κουλά", κοντά στο ελληνικό σχολείο πριν το 1909, όταν καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά, ίσως δείχνει ότι ο οικισμός ιδρύθηκε μετά την τουρκική κατάκτηση. Σύμφωνα με τις περιγραφές το χάνι μπορούσε να εξυπηρετήσει μεγάλες άμαξες και κάποιες σχετικές παραδόσεις συνδέουν το Εξάστερο με σταθμό κατά τη διαδρομή των φοροεισπρακτόρων προς την Κωνσταντινούπολη. Όποια και αν ήταν η λειτουργία του χανιού, θα πρέπει μάλλον να θεωρήσουμε βέβαιο ότι ο οικισμός υπήρχε στις αρχές του 16ου αιώνα και μάλιστα φαίνεται να ήταν τιμάριο, το οποίο ανήκε σε κάποιον Μπαμπά Αγά. Το 1521 κατά την εκστρατεία του κατά των Ούγγρων, ο Πιρί Πασάς διανυκτέρευσε με το στράτευμά του έξω από τον οικισμό. Στο όνειρό του είδε ο ότι ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής κινδύνευε από συνωμοσία και έτσι γύρισε αμέσως στην Κωνσταντινούπολη και τον έσωσε. Μετά το πέρας της εκστρατείας στην Ουγγαρία ο Πιρί Πασάς αγόρασε το τιμάριο από τον Μπαμπά Αγά και ενίσχυσε τον ήδη υπάρχοντα μικρό οικισμό με εποίκους από την Ουγγαρία. Εξασφάλισε ακόμη φοροελαφρύνσεις, που αφορούσαν τη δεκάτη, και καθιέρωσε το έθιμο, όταν ο οθωμανικός στρατός διερχόταν από την περιοχή, αυτό να γίνεται χωρίς τύμπανα και μουσική.[2]

Παρόλο που η ιστορία του Πιρί Πασά έχει μεγάλες δόσεις μύθου (λ.χ. το όνειρο), ωστόσο και ο ίδιος είναι υπαρκτό πρόσωπο και η σύνδεσή του με την περιοχή της Σηλυβρίας είναι γεγονός. Μαρτυρείται επίσης ότι μετά τις εκστρατείες του υπήρξε όντως εποικισμός με Ούγγρους από την περιοχή του σημερινού σερβικού Σρεμ (Σίρμιο) σε διάφορες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ανάμεσά τους και η Ανατολική Θράκη, οι οποίες μετά τους ταραγμένους 14ο και 15ο αιώνα ήταν αραιοκατοικημένες. Πάντως το υδρωνύμιο "Ρέμα του Ματζάρ" στα δυτικά του χωριού και πολλά επώνυμα "Ματζάρης" και "Ματζαράκης" (Τουρκικά: Macar = Ούγγρος) ενισχύουν το σενάριο της μετατροπής του αρχικού ελληνικού οικισμού σε χωριό μέσω του εποικισμού με "Μαγιάρους".[3][4]

Παλιό ελληνικό σπίτι στον δρόμο βόρεια της πλατείας της χαβούζας.

Ας σημειωθεί ακόμη η παράδοση για την ύπαρξη αρχαιότερου κοντινού οικισμού, ο οποίος κάποια στιγμή εγκαταλείφθηκε, προκειμένου να χτιστεί ο νέος.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ευρύτερη περιοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το χωριό ήταν χτισμένο στο μέσο μιας περιοχής, η οποία οριζόταν από τρεις λόφους. Το λοφώδες ανάγλυφο δημιουργούσε μεταξύ των λόφων ρεματιές, οι οποίες ήταν πλούσιες σε νερό, γι' αυτό και η περιοχή είχε αρκετές πηγές, οι οποίες ονομάζονταν "μπουνάρια", πηγάδια, αγιάσματα, αλλά και δύο νερόμυλους, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των κατοίκων. Αν και δεν έλειπαν τα δέντρα, τα οποία συγκεντρώνονταν στις ρεματιές και γύρω από παρεκκλήσια και αγιάσματα, η βλάστηση ήταν κυρίως ποώδης, η δε περιοχή γενικότερα ήταν αξιοποιημένη αγροτικά.

Στον ανατολικό λόφο βρισκόταν το Αγίασμα της Αγίας Μαρίνας και το εξωκλήσι της Παναγίας. Αυτή ήταν η περιοχή στην οποία πήγαιναν εκδρομή οι μαθήτριες της Αρχιγενείου Σχολής των γειτονικών Επιβατών ερχόμενες από θαλάσσης. Βόρεια του ανατολικού λόφου βρισκόταν το νεκροταφείο.

Στον δυτικό λόφο, που ονομαζόταν Παχυμνός, υπήρχε το Αγίασμα των Αγίων Αποστόλων. Η καλλιεργήσιμη περιοχή εκεί κοντά φημιζόταν για τα πεπόνια της.

Η μαρμάρινη κρήνη της χαβούζας. Επιγραφή: "Χορηγοῦντος τοῦ δήμου Ἐξαστέρου / 16η Σεπτεμβρίου / 1896."

Στον βόρειο λόφο υπήρχε ο ναός του Αγίου Στεφάνου. Εκεί τελούνταν την ημέρα της Αποτομής της Κεφαλής του Ιωάννη πανηγύρι, το οποίο συγκέντρωνε προσκυνητές και από τα γύρω χωριά. Ανατολικά του Αγίου Στεφάνου υπήρχαν διαδοχικά τα Αγιάσματα του Αγίου Κωνσταντίνου και του Αγίου Ιωάννη, όπου βρισκόταν και η πηγή από την οποία υδροδοτούνταν το χωριό. Πολύ κοντά βρίσκονταν και άλλες πηγές οι οποίες κατέληγαν σε μια μεγάλη ρεματιά, η οποία σχημάτιζε καταρράκτη 8 μέτρων και ονομαζόταν Δέση. Η Δέση έρεε στη συνέχεια ανατολικά του οικισμού και χρησίμευε για το πότισμα των ζώων, για το πλύσιμο και τελικά δεχόταν και τα λύματα παρακείμενων "καζανιών", που παρασκεύαζαν τσίπουρο, μέχρι που προχωρούσε εκτός του οικισμού και εξέβαλλε στη θάλασσα. Βορειοδυτικά του Αγίου Στεφάνου πήγαζε το "Ρέμα του Ματζάρ", το οποίο χυνόταν στη θάλασσα μεταξύ Εξαστέρου και Επιβατών. Σε απόκρημνο σημείο της κοίτης του πιο πάνω ρέματος υπήρχε λαξευτή σε πορώδη βράχο εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία Φωτεινή. Ακόμη πιο βόρεια από τον Άγιο Στέφανο υπήρχε χαράδρα η οποία ονομαζόταν "Κεραμίδα" και αποτελούσε το σύνορο με το γειτονικό Νιχώρι. Μετά την Κεραμίδα διερχόταν ο δρόμος που οδηγούσε στην Τσατάλτζα.

Στα νότια του οικισμού το έδαφος κατηφόριζε ομαλά μέχρι τη θάλασσα, η οποία διαθέτει αμμώδη παραλία. Εκεί βρισκόταν ο "Καζάρμας", ουσιαστικά το επίνειο του Εξαστέρου, με στοιχειώδεις υποδομές για την εξυπηρέτηση των καϊκιών, που μετέφεραν προϊόντα από και προς την Κωνσταντινούπολη.[5]

Οικισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ίδιος ο οικισμός απλωνόταν χωρίς κανένα ιδιαίτερο ρυμοτομικό σχεδιασμό, τουλάχιστον μέχρι την πυρκαγιά του 1909, γύρω από τρεις πλατείες. Η πρώτη βρισκόταν μπροστά από την Εκκλησία, όπου υπήρχαν καφενεία και σύχναζαν οι άρχοντες ("τσορμπατζήδες"). Η δεύτερη πλατεία βρισκόταν στα νότια και διέθετε μαρμάρινη δεξαμενή ("χαβούζα"). Σε αυτή κατέληγε η "Σούσα", ο δρόμος ο οποίος συνέδεε την παραλία με το χωριό (σήμερα: Makbule Hanim Cd. και Atatürk Cd). Η τρίτη πλατεία βρισκόταν μπροστά από το Δημοτικό Σχολείο και διέθετε καταστήματα και μαρμάρινη βρύση. Οι δρόμοι γενικά ήταν χωματόδρομοι εκτός από τη Σούσα και τον κεντρικό, που διέσχιζε το χωριό από ανατολικά προς τα δυτικά και κατέληγε στο σχολείο, οι οποίοι ήταν πλακόστρωτοι.

Η μαρμάρινη κρήνη στην πλατεία μπροστά από το Δημοτικό Σχολείο.

Τα σπίτια ήταν ξύλινα με βάση περίπου ενός μέτρου από πωρόλιθο και τούβλα. Λίγες μόνο οικίες ήταν εξολοκλήρου λιθόκτιστες, ενώ το μέγεθος και η πολυτέλειά τους εξαρτιόταν από την οικονομική δυνατότητα του καθενός. Ιδιαίτερα μετά την πυρκαγιά του Απριλίου του 1909 το χωριό διακρίνει ένας νέος αέρας λόγω της σχεδόν εξ αρχής του ανοικοδόμησης.[6]

Το Εξάστερο διέθετε δύο εκκλησίες: παλαιότερη ήταν η εκκλησία του Αγίου Στεφάνου (1844) που βρισκόταν εκτός του οικισμού, εντός δασυλλίου, και πανηγύριζε στις 2 Αυγούστου (ανακομιδή των λειψάνων). Η δεύτερη ήταν αφιερωμένη στους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη (21 Μαΐου) και κάηκε ολοσχερώς, κατά τη διάρκεια μεγάλης πυρκαγιάς που κατέκαψε το μεγαλύτερο μέρος της κωμόπολης.

Κοινωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κωμόπολη κατοικούνταν αποκλειστικά από ελληνικές οικογένειες. Σύμφωνα με την απογραφή του Οκτωβρίου 1920 οι κάτοικοί του ανέρχονταν στους 1696 κατοίκους. Τα πενιχρά στοιχεία για την πληθυσμιακή κατάσταση του χωριού φαίνονται στον πιο κάτω πίνακα.[7][8]

Έτος Οικογένειες Πληθυσμός
1873-1874 230 1300
1892 350 ;
1910-1912 ; 1908
1920 ; 1696
1922 ; 1535
Η πλατεία του Δημοτικού Σχολείου, όπως φαίνεται κατά την έξοδο από την είσοδο του αυλόγυρού της.

Παρόλο που υπήρχαν διακριτές διαφορές στην οικονομική κατάσταση των κατοίκων, ωστόσο κυριαρχούσε η μεσαία τάξη. Ως εκ τούτου δεν υπήρχαν φαινόμενα κοινωνικού διαχωρισμού των κατοίκων, όπως συνέβαινε στους γειτονικούς Επιβάτες.[9] Η δραστηριότητα της δημογεροντίας, της εκκλησιαστικής επιτροπής και των φιλοπτώχων αδελφότητων "Αγία Κυριακή" και "Άγιος Τρύφων" εξασφάλιζε τόσο ζητήματα κοινωνικής πρόνοιας, όσο και την αναβάθμιση και τη λειτουργία των υποδομών.[10] Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η ανέγερση του νέου σχολείου, το οποίο και ως κτήριο και όσον αφορά τον υλικοτεχνικό του εξοπλισμό και το προσωπικό του ήταν αρκετά προοδευτικό για την εποχή του.[11]

Επαγγελματικά οι κάτοικοι ασχολούνταν ως επί το πλείστον με τη γεωργία και συγκεκριμένα με την αμπελουργία. Τα σταφύλια του Εξάστερου (ποικιλίες: "γιαπουντζάκια" και "τσαούσια") φημίζονταν στην Πόλη, ενώ ακόμη μεγαλύτερη ήταν η παραγωγή σε κρασιά, τα οποία μαζί με αυτά των Επιβατών εξάγονταν στη Γαλλία (μέση ετήσια παραγωγή: 3.000.000 οκάδες). Φημισμένα επίσης ήταν τα πεπόνια και ιδιαίτερα τα "χειμωνιάτικα", που γίνονταν ανάρπαστα στην Πόλη. Λιγότεροι κάτοικοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και ακόμη λιγότεροι με την αλιεία.[12]

Τοπικό Ιδίωμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κάτοικοι του Εξάστερου ήταν αποκλειστικά ελληνόφωνοι. Το τοπικό τους ιδίωμα ανήκαν σε αυτά που ονομάζονται ημιβόρεια, καθώς απέβαλλε τα άτονα [i] και [u] των περισσότερων καταλήξεων. Η αποβολή άτονων φωνηέντων εντός της λέξης ήταν σπανιότερη. Αρχαϊσμοί και τουρκικά δάνεια συνυπάρχουν, όπως και σε πολλά άλλα ιδιώματα.

Ο 20ος αιώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Εξάστερο, όπως και άλλα χωριά της Ανατολικής Θράκης υπέστησαν τις τρομερές συνέπειες των γεγονότων των αρχών του 20ού αιώνα. Η ανακατάληψη της περιοχής από τους Οθωμανούς κατά την υποχώρηση των Βουλγάρων, που είχαν καταλάβει την Ανατολική Θράκη στη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, συνοδεύτηκε από σφαγές. Αμέσως μετά τη σφαγή στο γειτονικό Οικονομείο στα τέλη του Ιανουαρίου του 1913, οι Τούρκοι μετέβησαν στο Εξάστερο, όπου συγκέντρωσαν τους άρρενες κατοίκους άνω των πέντε ετών στο καφενείο του Θεμιστοκλή Θέμου και ζήτησαν το ποσό των είκοσι χρυσών λιρών, προκειμένου να περιθάλψουν τα ορφανά του Οικονομείου, από τα οποία οι ίδιοι είχαν στερήσει τους πατέρες τους. Ο τελικός απολογισμός της σφαγής στο Εξάστερο ήταν δεκαπέντε άνδρες και μια γυναίκα. Η σφαγή επηρέασε τη ζωή πολλών οικογενειών, όμως το χωριό κατάφερε να γενικά να συνέλθει, σε αντίθεση με το Οικονομείο, όπου μπορούμε να μιλάμε για πραγματική γενοκτονία.[13]

Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οικονομική δραστηριότητα περιορίστηκε τόσο, που υπήρξε ακόμη και πείνα. Το ηθικό των κατοίκων αναπτερώθηκε μετά τη Συνθήκη των Σεβρών, όταν το Εξάστερο περιήλθε στην υποδιοίκηση Σηλυβρίας του νομού Ραιδεστού.[14] Το φθινόπωρο όμως του 1920 το Εξάστερο βρέθηκε σε μια γκρίζα περιοχή, αφού ούτε οθωμανικές αρχές υπήρχαν πλέον, ούτε ο ελληνικός στρατός τη δεδομένη εκείνη στιγμή ήταν παρών, παρόλο που κανονικά η περιοχή βρισκόταν εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του. Και ενώ οι αμπελουργοί είχαν ήδη τρυγήσει και ήταν έτοιμοι να στείλουν τα σταφύλια τους στην Κωνσταντινούπολη, βρέθηκαν σε αδιέξοδο, αφού δεν υπήρχε αρχή, για να εκδώσει τα απαιτούμενα πιστοποιητικά, που ζητούσε ο κυβερνήτης του πλοίου, βάσει των κανονισμών του τελωνείου της Κωνσταντινούπολης. Τη λύση έδωσε ο πρόεδρος της Κοινότητας Αριστοτέλης Τέλιος Πολυχρονιάδης, ο οποίος πάνω σε ένα απλό φύλλο χαρτιού αναγνώρισε την προσάρτηση του Εξαστέρου στην Ελλάδα:

ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Σήμερον ἀναχωρεῖ τὸ πλοῖον τοῦ Ναθαναὴλ

μὲ φορτίον σταφυλῶν διὰ τὴν Κωνσταντινούπολην.

Ἐν Ἐξαστέρῳ τῇ 25ῃ Σεπτεμβρίου 1920

Αριστοτέλης Τέλιος

Το έγγραφο έγινε κανονικά δεκτό από το τελωνείο της Κωνσταντινούπολης. Το περιστατικό κατέγραψαν τότε οι ελληνικές εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης.[15]

Το Εξάστερο, όπως και ολόκληρη η Ανατολική Θράκη, εκκενώθηκε τελείως κατά την ανταλλαγή πληθυσμών τον Οκτώβριο του 1922. Οι τελευταίοι κάτοικοι εκκένωσαν το χωριό στις 13 του μήνα[16] κάτω από την προστασία που προσέφερε η παρουσία του Ελληνικού Στρατού και μεταφέρθηκαν χωρίς απώλειες με πλοία στα λιμάνια της Καβάλας και του Βόλου. Οι Εξαστερηνοί δεν συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί στην Ελλάδα, προκειμένου να ιδρύσουν κάποιο "Νέο Εξάστερο", αλλά διασκορπίστηκαν σε διάφορες περιοχές, κυρίως στην Πτολεμαΐδα, την Κοζάνη, την Κεραμωτή και την Αγία Τριάδα Θεσσαλονίκης.[17] Τα περισσότερα κειμήλια, που διασώθηκαν φυλάσσονται στην Κεραμωτή και την Πτολεμαΐδα.

Σήμερα το Εξάστερο ονομάζεται Celaliye και κατοικείται από ελληνόφωνους μέχρι πριν λίγες δεκαετίες Τούρκους, που μεταφέρθηκαν από το Τσοτύλι Κοζάνης. Σώζονται αρκετά ξύλινα σπίτια Ελλήνων, πολλές μαρμάρινες κρήνες, καθώς και το Δημοτικό Σχολείο, το οποίο συντηρήθηκε πλήρως το 2010, και λειτουργεί ως σχολείο υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Ως κέντρο του οικισμού λειτουργεί η πλατεία με την παλιά μαρμάρινη δεξαμενή ("χαβούζα"). Αριθμεί περίπου 7.000 κατοίκους και υπάγεται στον δήμο Σηλυβρίας.

Το Εξάστερο σε λογοτεχνικά βιβλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το λέγαν Ξάστερο από την Άννα Γκέρτσου-Σαρρή. Κέδρος, (1986), Α' Βραβείο Ιπεκτσί (παιδική, εφηβική μυθιστορηματική βιογραφία για τον πατέρα της συγγραφέως και το χωριό του, το Ξάστερο)

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Δράκος, Ευτστράτιος. Τα Θρακικά: ήτοι διάλεξις περί των Εκκλησιαστικών Επαρχιών Σηλυβρίας, Γάνου και Χώρας, Μετρών και Αθύρων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Καλλιπόλεως και Μαδύτου, τεύχος Α΄, Αθήνησι 1892.
  • Παύλου Δρανδάκη, Μεγάλη ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. ΙΑ΄, Αθήνα, χ.χ.
  • Γκέρτσος, Χαρίδημος. Η Ανατολική Θράκη, μερική και σύντομος ιστορία αυτής: Το Εξάστερον και η λαογραφία αυτού. Αθήναι 1967
  • Τσιανικλίδης, Δημήτριος. Η Μητρόπολις και ο Ελληνισμός Σηλυβρίας (διδ. διατρ.). Θεσσαλονίκη 2000 (http://invenio.lib.auth.gr/record/3675/files/GRI-2003-157.pdf?version=1)

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Γκέρτσος Χαρίδημος: Η Ανατολική Θράκη. Μερική και σύντομος Ιστορία αυτής. Το Εξάστερον και Λαογραφία αυτού. 1967. Αθήνα, σελ. 67.
  2. Γκέρτσος (1967), σελ. 66.
  3. Για εποικισμούς στη Θράκη με ουγγρικούς πληθυσμούς μετά την κατάληψη του Βελιγραδίου από τους Οθωμανούς βλ. Finkel, Caroline. Οθωμανική Αυτοκρατορία. 1300-1923 (μτφ.: Μιχάλης Δελέγκος). Αθήνα: Διόπτρα. 2007, σελ. 165.
  4. Παύλου Δρανδάκη, Μεγάλη ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. ΙΑ΄, Αθήνα, χ.χ., λήμμα:"Εξάστερον".
  5. Γκέρτσος (1967), σελ. 63-65.
  6. Γκέρτσος (1967), σελ. 73-74.
  7. Τσιανικλίδης, Δημήτριος. Η Μητρόπολις και ο Ελληνισμός Σηλυβρίας (διδ. διατριβή). Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 194, 219-221.
  8. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2015. 
  9. Γκέρτσος (1967), σελ. 85.
  10. Τσιανικλίδης (2000), σελ. 207-208, 267-268 και 294.
  11. Γκέρτσος (1967), σελ. 74.
  12. Γκέρτσος (1967), σελ. 70-73.
  13. Τσιανικλίδης, Δημήτριος (2000), σελ. 207.
  14. Τσιανικλίδης, Δημήτριος (2000), σελ. 187.
  15. Γκέρτσος (1967), σελ. 85-87.
  16. Τσιανικλίδης (2000), σελ. 190.
  17. Τσιανικλίδης (2000), σελ. 191-192.