Ελληνική πεζογραφία 1880-1930

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Από τη δεκαετία του 1880 εμφανίζεται μια μεγάλη αλλαγή στη νεοελληνική πεζογραφία. Ο ρομαντισμός παύει να είναι το κυρίαρχο ρεύμα και οι λογοτέχνες "προσγειώνονται" σε πιο οικεία θέματα, εμπνέονται από την ελληνική παράδοση, απεικονίζουν τη ζωή της υπαίθρου αρχικά και έπειτα των αστικών κέντρων, και εμφανίζονται σποραδικά στην αρχή αλλά εντονότερα από τις αρχές του 20ου αι. ρεαλιστικές και νατουραλιστικές τάσεις και κοινωνικοπολιτικός προβληματισμός.

Οι τάσεις της αλλαγής θα μπορούσε να πει κανείς ότι εμφανίζονται ήδη από το 1855, στο μυθιστόρημα Θάνος Βλέκας του Παύλου Καλλιγά, στο οποίο αντιμετωπίζεται με κριτική διάθεση η κατάσταση της αγροτικής κοινωνίας. Ουσιαστικά όμως το έργο που σηματοδοτεί την νέα προσέγγιση είναι το μυθιστόρημα Λουκής Λάρας του Δημήτριου Βικέλα, (1879), που παρουσιάζει με διαφορετική, "αντιηρωική" όπως έχει χαρακτηριστεί, σκοπιά, την ελληνική επανάσταση, και ακολουθεί τους κανόνες του ρεαλισμού.

Διαμορφωτικοί παράγοντες των νέων τάσεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι σημαντικότεροι παράγοντες που διαμόρφωσαν νέες τάσεις στην ελληνική πεζογραφία μετά το 1880 ήταν η παρακμή του ρομαντισμού και η στροφή στα λογοτεχνικά ρεύματα του ρεαλισμού και του νατουραλισμού, η ανάπτυξη της λαογραφίας και ο διαγωνισμός διηγήματος του περιοδικού Εστία.

Αν και ο ρομαντισμός δεν ήταν η μοναδική τάση στην πεζογραφία της προηγούμενης περιόδου (1830-1880), είχε παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση κάποιων τάσεων, όπως τα ερωτικά μυθιστορήματα με περιπετειώδη-μελοδραματική δομή (Ο Λέανδρος του Π. Σούτσου, Η ορφανή της Χίου του Ιάκωβου Πιτσιπιού κ.α.). Η παρακμή και οι αντιδράσεις προς τον ρομαντισμό συνοδεύτηκαν από τη στροφή προς νέα λογοτεχνικά ρεύματα, του παρνασσισμού, του ρεαλισμού και του νατουραλισμού. Ορόσημο για την εισαγωγή του ρεαλισμού στην Ελλάδα είναι η δημοσίευση το 1879 της μετάφρασης της Νανάς του Εμίλ Ζολά από τον Ιωάννη Καμπούρογλου στον Ραμπαγά που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις λόγω του «προκλητικού» και «σκανδαλώδους» περιεχομένου και διακόπηκε. Η αυτόνομη έκδοση του έργου το 1880 συνοδευόταν από μια «επιστολιμαία διατριβή» αντί προλόγου, με την υπογραφή Α.Γ.Η., ο συντάκτης της οποίας παρουσίαζε τις αρχές του ευρωπαϊκού νατουραλισμού και τις νέες ανάγκες της ελληνικής λογοτεχνίας, που θα μπορούσε αυτό το ρεύμα να καλύψει.

Παράλληλα με τη στροφή προς νέες τεχνοτροπίες, εμφανίστηκε και στροφή προς νέους θεματικούς κύκλους, δηλαδή την καθημερινή ζωή της υπαίθρου. Καθοριστική ήταν η ανάπτυξη και η συστηματοποίηση της λαογραφικής έρευνας με τις εργασίες του Νικόλαου Πολίτη, θεμελιωτή της ελληνικής λαογραφίας. Ο Ν. Πολίτης ήταν ένας από τους εμπνευστές του διαγωνισμού διηγήματος της Εστίας το 1883 και πιθανότατα συγγραφέας της προκήρυξης του διαγωνισμού, η καλούσε τους συγγραφείς να αξιοποιήσουν τις πλούσιες παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα του ελληνικού λαού. Στην προκήρυξη ήταν φανερή η ηθικοπλαστική διάθεση, αφού γινόταν λόγος για «αγνά» και «ευγενή» ήθη που ο ελληνικός λαός διέθετε περισσότερο από άλλους λαούς, και για τόνωση της αγάπης για την πατρίδα. Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού δεν ήταν βέβαια εξαιρετικά σε ποιότητα, αφού πολλά από τα έργα που παρουσιάστηκαν δεν ήταν καν διηγήματα, παρά απλές καταγραφές εθίμων, παραδόσεων ή λαϊκών διηγήσεων. Ο διαγωνισμός όμως συνέβαλε και στη συστηματική καλλιέργεια του διηγήματος, είδους που τις προηγούμενες δεκαετίας ήταν περιορισμένο, αλλά στο τέλος του αιώνα ξεπέρασε την παραγωγή μυθιστορημάτων.

Γενικά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αντίθεση με την ποίηση, στην πεζογραφία η δημοτική άργησε να καθιερωθεί. Η πρώτη φάση, μέχρι το 1900 περίπου, είναι ακόμα η φάση της καθαρεύουσας: οι περισσότεροι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν την καθαρεύουσα στα αφηγηματικά μέρη και τη δημοτική, συχνά με ιδιωματισμούς, στα διαλογικά (Παπαδιαμάντης, Βιζυηνός, Κονδυλάκης, Μωραϊτίδης). Μετά τη δημοσίευση του Ταξιδιού του Ψυχάρη, το παράδειγμά του ακολούθησαν αμέσως οι Αργύρης Εφταλιώτης και Αλέξανδρος Πάλλης και αργότερα ο Πέτρος Βλαστός, που ήταν και οι πιο «πιστοί» στις αρχές του. Την πεζογραφία σε δημοτική ενίσχυσαν στη συνέχεια - και με μετριοπάθεια- οι Κωστής Παλαμάς, Ανδρέας Καρκαβίτσας και αργότερα οι Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Κωνσταντίνος Θεοτόκης. Αξιόλογη σε αυτόν τον τομέα ήταν και η έκδοση των περιοδικών Η Τέχνη (1898-1899) και Ο Νουμάς το 1903.

Η γενική τάση που επικρατούσε ως το 1900 ήταν η ηθογραφία, η έμπνευση δηλαδή από την καθημερινή ζωή της υπαίθρου (αρχικά) και η πιστή αναπαράσταση ηθών, εθίμων, παραδόσεων. Η έμπνευση από την καθημερινή ζωή στην ελληνική πεζογραφία δεν ήταν κάτι νέο: τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρξαν συγγραφείς που παρουσίασαν με κριτική διάθεση την καθημερινή ζωή, αλλά των αστικών κέντρων (όπως ο Γρηγόριος Παλαιολόγος στον Ζωγράφο (1842) ή ο Ι. Πιτσιπιός στον Πίθηκο Ξουθ (1849), όμως η αποκλειστική εστίαση στην αγροτική ζωή ήταν καινοτομία της μετά το 1880 περιόδου. Οι συγγραφείς στηρίχτηκαν στις προσωπικές τους αναμνήσεις και βιώματα, γι' αυτό και τα περισσότερα έργα έχουν χαρακτήρα αυτοβιογραφικό. Αρκετοί απ' αυτούς περιορίστηκαν σε απλή καταγραφή της ζωής, χωρίς να εμβαθύνουν στην ψυχολογία των προσώπων ή να αναλύουν χαρακτήρες και συχνά παρουσίαζαν την αγροτική ζωή με τρόπο ειδυλλιακό και εξιδανικευμένο, αδιαφορώντας για τα κοινωνικά προβλήματα και τις συχνά άσχημες συνθήκες. (Για παράδειγμα οι Γεώργιος Δροσίνης, Κώστας Κρυστάλλης). Οι πιο αξιόλογοι όμως συγγραφείς παρουσίασαν και δείγματα είτε ψυχογραφικά (Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα, Κονδυλάκης, Ο Πατούχας, Βιζυηνός), είτε νατουραλιστικά, με έντονη κριτική διάθεση (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος,Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα).

Από το 1900 το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα, κυρίως την Αθήνα. Αυτή η φάση ονομάζεται είτε απλά αστική, είτε αστική ηθογραφική, σε αντιδιαστολή με την αγροτική ηθογραφική. Οι πρώτοι συγγραφείς που τοποθέτησαν τα έργα τους σε αστικό περιβάλλον ήταν οι Γιάννης Ψυχάρης και Γρηγόριος Ξενόπουλος. Το μυθιστόρημα επανεμφανίστηκε με αξιόλογα δείγματα, όπως τα έργα του Χατζόπουλου και του Θεοτόκη. Παράλληλα εμφανίστηκε και ο κοινωνικός προβληματισμός, τις περισσότερες φορές ταυτισμένος με τη σοσιαλιστική ιδεολογία. (Εκπρόσωποι αυτού του είδους, εκτός από τους Χατζόπουλο και Θεοτόκη, είναι και οι Δημοσθένης Βουτυράς, Κώστας Παρορίτης). Επιπλέον, είναι αξιοσημείωτη και η επίδραση του ρεύματος του αισθητισμού στα έργα των Π.Νιρβάνα, Κ.Χρηστομάνου, Ν.Επισκοπόπουλου.

Οι κυριότεροι εκπρόσωποι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Απ. Σαχίνη, Το νεοελληνικό μυθιστόρημα, εκδ. Γαλαξίας
  • Mario Vitti, Η ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, εκδ. Κείμενα
  • Η παλαιότερη πεζογραφία μας, εκδ. Σοκόλη
  • Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Οι μάσκες του ρεαλισμού, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2003
  • Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, " Ηθογραφία", στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τ.26
  • Γιάννη Παπακώστα, Το περιοδικό "Εστία" και το διήγημα, Εκπαιδευτήρια Κωστέα-Γείτονα, Αθήνα 1982
  • Π. Μουλλάς, "Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γεώργιος Βιζυηνός", εισαγωγή στο: Γ.Μ.Βιζυηνός, Νεοελληνικά διηγήματα, Εστία 2003 (3η έκδοση)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανθολόγηση πεζών κειμένων της περιόδου 1880-1930 με εισαγωγικές πληροφορίες από την Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα