Εκστρατείες του αυτοκράτορα Μαυρικίου στα Βαλκάνια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Εκστρατείες στα Βαλκάνια του αυτοκράτορα Μαυρίκιου
Χρονολογία582602
ΤόποςΒαλκάνια, Παννονία, Βλαχία
ΈκβασηΕπιτυχής άμυνα των Βυζαντινών
Status quo ante bellum
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Βαϊανός
Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ο διεθνής της περίγυρος, 526–600

Οι Εκστρατείες του αυτοκράτορα Μαυρίκιου στα Βαλκάνια ήταν μία σειρά εκστρατειών που πραγματοποιήθηκαν από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μαυρίκιο (582-602) σε μία προσπάθεια να υπερασπιστεί τις βαλκανικές επαρχίες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Άβαρους και τους Σλάβους. Μετά τις προσπάθειες του αυτοκράτορα Αναστάσιου Α΄ στις αρχές του 6ου αιώνα, αποτέλεσαν την τελευταία συστηματική προσπάθεια αποκατάστασης του συνόρου του Δούναβη έναντι των βαρβαρικών εισβολών. Οι εκστρατείες αυτές αποτέλεσαν την κύρια στρατιωτική δραστηριότητα της ύστερης βασιλείας του Μαυρικίου, μετά το πέρας του πολέμου με την Περσία το 591. Η ευνοϊκή ειρήνη στην Ανατολή επέτρεψε στον Μαυρίκιο να χρησιμοποιήσει τα εμπειροπόλεμα στρατεύματα του ανατολικού συνόρου και να ανατρέψει την κατάσταση προς όφελος των Βυζαντινών.

Επί μακρό διάστημα οι ιστορικοί πίστευαν ότι οι εκστρατείες αυτές, παρά τις στρατιωτικές επιτυχίες, δεν είχαν απτό αποτέλεσμα, και ότι η εύθραυστη βυζαντινή κυριαρχία στα Βαλκάνια κατέρρευσε αμέσως μετά την ανατροπή και δολοφονία του Μαυρικίου το 602. Η νεότερη ιστορική έρευνα όμως, σε συνδυασμό με αρχαιολογικά ευρήματα, αποκάλυψε ότι οι εκστρατείες αυτές πέτυχαν να ανακόψουν την είσοδο και εγκατάσταση των σλαβικών φύλων στην βυζαντινή επικράτεια, και σχεδόν πέτυχαν να διατηρήσουν την τάξη πραγμάτων που είχε διαμορφωθεί εκεί κατά την ύστερη αρχαιότητα. Τα επιτεύγματα αυτά κατέρρευσαν μόνο σταδιακά κατά την διάρκεια των επόμενων δεκαετιών. Οι εκστρατείες αυτές αποτέλεσαν και τις τελευταίες σε μια μακρά σειρά ρωμαϊκών αμυντικών επιχειρήσεων στα δυο μεγάλα ποτάμια σύνορα του Ρήνου και του Δούναβη, απέναντι σε διάφορες βαρβαρικές φυλές.

Το Ιλλυρικό πριν από το 582[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την ανάρρηση του Μαυρικίου, οι επαρχίες του Ιλλυρικού δεν είχαν τύχει μεγάλης προσοχής από τους προκατόχους του. Παρά την κατασκευή εκτεταμένων οχυρώσεων από τον Ιουστινιανό Α΄, τα Βαλκάνια από τις αρχές του αιώνα υφίσταντο τις συνεχείς εισβολές Ούνων, Σλάβων και άλλων φύλων, τη στιγμή που η προσοχή και οι δυνάμεις της Αυτοκρατορίας ήταν στραμμένη είτε στις εκστρατείες της Reconquista στην Ιταλία είτε στην περσική απειλή στην Ανατολή. Χαρακτηριστικό αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η μεγάλη εισβολή των Κοτριγούρων Ούννων το 559, που έφτασε ως τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης προτού αποκρουστεί από τον Βελισάριο.

Ο ανιψιός και διάδοχός του Ιουστίνος Β΄ χρησιμοποίησε τους νεοαφιχθέντες Αβάρους εναντίον των Γεπιδών και αργότερα εναντίον των σλαβικών φύλων. Οι Άβαροι όμως, που τους επιτράπηκε να χρησιμοποιούν τα ρωμαϊκά εδάφη ως βάση για τις εκστρατείες τους, σύντομα έστρεψαν τα βλέμματά τους στις πλούσιες βαλκανικές επαρχίες τις Αυτοκρατορίας. Την ίδια περίοδο, ο Ιουστίνος Β΄ αναζωπύρωσε τον πόλεμο με τους Πέρσες, αρνούμενος να καταβάλλει τις οφειλόμενες ετήσιες εισφορές. Η σύρραξη αυτή έμελλε να κρατήσει 20 χρόνια, και απορρόφησε το μεγαλύτερο μέρος του στρατιωτικού δυναμικού του Βυζαντίου. Σε συνδυασμό με την οικτρή κατάσταση του δημόσιου ταμείου, οι εισβολές και εγκαταστάσεις των διαφόρων βαρβαρικών φύλων συνάντησαν λίγη αντίσταση. Οι Άβαροι μπορούσαν να εξαγοραστούν με την καταβολή χρυσού («πάκτα») και να αποχωρήσουν από τις κατακτήσεις τους, αν και σύντομα παρέβαιναν τις συμφωνίες αυτές, αλλά δεν ίσχυε το ίδιο και για την πληθώρα των αυτόνομων σλαβικών φύλων υπό την κυριαρχία τους. Αυτά επέδραμαν ανεξάρτητα από τους θεωρητικούς επικυριάρχους τους, συχνά επιδιώκοντας με αυτό τον τρόπο να αποτινάξουν την αβαρική κυριαρχία.

Τον Αύγουστο του 582, ο στρατηγός Μαυρίκιος διαδέχτηκε τον Τιβέριο Β΄ στον θρόνο. Λίγους μήνες πριν, το Σίρμιον, η κυριότερη βάση της Αυτοκρατορίας στην βορειοδυτική Βαλκανική, είχε υποκύψει στις δυνάμεις των Αβάρων και των Σλάβων συμμάχων τους μετά από μακρόχρονη πολιορκία.

Εισβολές Αβάρων και Σλάβων, 582 έως 591[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την πτώση του Σιρμίου, ο χαγάνος των Αβάρων Βαϊανός (Bayan) απέκτησε μια σημαντική βάση επιχειρήσεων νοτίως του Δούναβη, και οι επιδρομές των Αβαροσλάβων εντάθηκαν. Οι σλαβικές επιδρομές το 583 έφτασαν ως την Πελοπόννησο, και οδήγησαν τους κατοίκους της Λακωνίας να καταφύγουν στη Μονεμβασιά. Το 584, οι Άβαροι κατέλαβαν τις οχυρές πόλεις Σιγγιδόνα (το σημερινό Βελιγράδι) και Βιμινάκιο στον Δούναβη, και έφτασαν ως την Αγχίαλο, καταστρέφοντας ουσιαστικά την οχυρωμένη συνοριακή ζώνη (limes) κατά μήκος του Δούναβη.

Καθώς ο κύριος όγκος του στρατού ήταν απασχολημένος στην Ανατολή, ο Μαυρίκιος δεν μπορούσε να συγκεντρώσει παρά μικρές δυνάμεις προς αντιμετώπιση των Αβαροσλάβων. Ένα επιπλέον πρόβλημα ήταν ότι στο βαλκανικό θέατρο, λόγω του αμυντικού χαρακτήρα των επιχειρήσεων και της ένδειας των βαρβαρικών φύλων, δεν υπήρχε η δυνατότητα για τους στρατιώτες να συντηρούνται και να αποκομίζουν λεία μέσω λεηλασιών, με αποτέλεσμα πολλοί να είναι απρόθυμοι να υπηρετήσουν εκεί. Αυτοί οι παράγοντες είχαν ως αποτέλεσμα τα λίγα και με χαμηλό ηθικό στρατεύματα να μην είναι σε θέση να επιτύχουν έστω και τοπικές νίκες. Μια νίκη του στρατηγού Κομεντίολου στην Αδριανούπολη επί των Σλάβων το 584/585 αποτέλεσε μάλλον την εξαίρεση, και δεν στάθηκε δυνατό να σταματήσει τις επιδρομές, η οποίες απλώς εξετράπησαν προς την νότιο Ελλάδα. Σε αυτή την περίοδο ανάγεται πιθανότατα και η καταστροφή μεγάλου μέρους της αρχαίας Αθήνας.

Η κατάσταση στα Βαλκάνια ήταν τέτοια, ώστε ο Πέρσης μονάρχης Ορμίσδας Δ΄ πρότεινε ειρήνη, που θα άφηνε την Αρμενία σε περσικά χέρια, με την βεβαιότητα ότι θα γινόταν δεκτή. Ο Μαυρίκιος όμως απέρριψε τις προτάσεις αυτές και ο πόλεμος συνεχίστηκε. Στο Ιλλυρικό, οι επιδρομές συνεχίζονταν, και ο Μαυρίκιος μπορούσε μόνο να ελπίζει ότι η ισχυρή φρουρά της Σιγγιδόνας, η οποία απειλούσε την καρδιά του Αβαρικού βασιλείου στην Παννονία, θα μπορούσε να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα στις Αβαρικές επιδρομές. Παρόλα αυτά, οι Άβαροι το 586 κατέλαβαν και κατέστρεψαν τις οχυρές πόλεις Ρατιαρία και Οίσκο, και πολιόρκησαν ανεπιτυχώς τη Θεσσαλονίκη, σε συνδυασμό με νέες σλαβικές επιδρομές που έφτασαν ως την Πελοπόννησο. Οι ρωμαϊκές δυνάμεις υπό τον Κομεντίολο απέφευγαν συστηματικά την ανοιχτή αντιπαράθεση με τους αριθμητικά υπέρτερους αντιπάλους τους, αλλά παρενοχλούσαν διαρκώς τους Αβάρους με επιδρομές και νυχτερινές επιθέσεις. Τα έτη 586 και 587 ο Κομετίολος πέτυχε μερικές σημαντικές νίκες κατά των Σλάβων στον κάτω Δούναβη, και δυο φορές λίγο έλειψε να συλλάβει τον χαγάνο Βαϊανό: στην Τόμι (σημερινή Κωστάντζα στη Ρουμανία) ο χαγάνος διέφυγε μέσω της παράκτιας λιμνοθάλασσας, ενώ μια ενέδρα στις νότιες πλαγιές του Αίμου απέτυχε λόγω σύγχυσης ανάμεσα στα ρωμαϊκά στρατεύματα. Το περιστατικό παραδίδεται στην ιστορία του Θεοφύλακτου Σιμοκάττη:

«ένα υποζύγιο έριξε το φορτίο του, ενώ ο αφέντης του περπατούσε μπροστά του. Αυτοί που ακολουθούσαν και είδαν το ζώο να σέρνει το φορτίο του πίσω του, φώναξαν στον οδηγό να γυρίζει και να τακτοποιήσει το φορτίο. Λυτό το γεγονός ήταν η αιτία μεγάλης ανησυχίας στο στρατό, και ξεκίνησε μια φυγή προς τα πίσω, διότι η κραυγή ήταν γνωστή στο πλήθος: οι ίδιες λέξεις ήταν επίσης ένα σύνθημα, και φαινόταν να σημαίνουν «τρέξτε», σαν οι εχθροί να είχαν εμφανιστεί κοντά πιο γρήγορα απ' ό,τι μπορούσαν να φανταστούν. Υπήρξε μεγάλη αναταραχή στο στράτευμα, και πολύς θόρυβος. Όλοι φώναζαν δυνατά και παρότρυναν ο ένας τον άλλον να γυρίσουν πίσω, φωνάζοντας με ανησυχία στην γλώσσα της χώρας «torna, torna, fratre», σαν μάχη να είχε αίφνης ξεκινήσει στη μέση της νύχτας.»

Η φράση αυτή που προκάλεσε την σύγχυση θεωρείται σήμερα το πρώτο δείγμα της πρώιμης Ρουμανικής γλώσσας.

Τον επόμενο χρόνο, ο στρατηγός Πρίσκος διαδέχτηκε τον Κομεντίολο. Η πρώτη του εκστρατεία στη Θράκη και τη Μοισία κατέληξε σε φιάσκο, ενθαρρύνοντας τους Αβάρους να προελάσουν μέχρη την Προποντίδα. Εντούτοις, η έλλειψη συντήρησης των γεφυρών του ποταμού Σάβου κοντά στο Σίρμιο οδήγησε στην ελάττωση της αβαρικής πίεσης. Οι Σλάβοι όμως συνέχιζαν τις επιδρομές τους, και ο Μαυρίκιος αναγκάστηκε να καταφύγει σε έκτακτα μέτρα για την αντιμετώπισή τους. Ένα από αυτά ήταν η προσπάθεια να μειωθεί ο στρατιωτικός μισθός κατά ένα τέταρτο, γεγονός που οδήγησε το 588 σε μια ανταρσία στο περσικό μέτωπο, με αποτέλεσμα το σχέδιο να εγκαταλειφθεί.

Πρώτη βυζαντινή εκστρατεία, 591–595[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διοίκηση Θράκης, κατά τους υστερορωμαϊκούς χρόνους. Κατά το διάστημα 591-595, ένας από τους βασικούς στόχους των αυτοκρατορικών στρατευμάτων ήταν η αναχαίτηση των σλαβικών επιδρομών στις επαρχίες αυτές.

Τελικά, το 591, ως αποτέλεσμα ενός εμφυλίου μεταξύ του σάχη Χοσρόη Β΄ και του σφετεριστή Βαχράμ Τσουμπίν (Βαχράμ Στ΄), ο Μαυρίκιος κατάφερε να επιβάλλει μια ευνοϊκή για το Βυζάντιο ειρήνη, που λάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Αρμενίας. Οι Βυζαντινοί πλέον είχαν στη διάθεσή τους όχι μόνο τα έμπειρα στρατεύματα της Ανατολής, αλλά και τους σκληροτράχηλους Αρμένιους. Ήδη το 590 ο Μαυρίκιος επισκέφτηκε την Αγχίαλο και άλλες θρακικές πόλεις με σκοπό να επιβλέψει τις εργασίες ανοικοδόμησής τους και να ενισχύσει το ηθικό των στρατιωτών και του τοπικού πληθυσμού. Μόλις συνήφθη η ειρήνη με τους Πέρσες, άρχισε να μεταφέρει στρατό από την Ανατολή στο Ιλλυρικό.

Το 592 οι δυνάμεις του ανακατέλαβαν τη Σιγγιδόνα, ενώ μικρότερα αποσπάσματα ενεπλάκησαν στην αντιμετώπιση των σλαβικών επιδρομών στη Μοισία, αποκαθιστώντας τις γραμμές επικοινωνίας μεταξύ των ρωμαϊκών πόλεων και οχυρών. Απώτερος σκοπός του Μαυρίκιου ήταν η πλήρης αποκατάσταση της άμυνας του συνόρου του Δούναβη, όπως είχε πράξει ο Αναστάσιος Α΄. Ταυτόχρονα, σκόπευε να κρατήσει τους Αβαροσλάβους μακριά από τα ρωμαϊκά εδάφη με την διενέργεια εισβολών στα δικά τους εδάφη. Αυτή η στρατηγική είχε το επιπρόσθετο πλεονέκτημα ότι επέτρεπε στα ρωμαϊκά στρατεύματα να συντηρούνται λεηλατώντας τις εχθρικές περιοχές, αφενός μειώνοντας την επιβάρυνση των ήδη ερειμωμένων ρωμαϊκών επαρχιών και αφετέρου προσφέροντας στους στρατιώτες την προοπτική πλούσιας λείας.

Ο στρατηγός Πρίσκος άρχισε να εμποδίζει τους Σλάβους από το να διασχίζουν το Δούναβη την άνοιξη του 593. Συνέτριψε αρκετές επιδρομές τους, και κατόπιν πέρασε στην αντίπερα όχθη, τη σημερινή Βλαχία, όπου διεξήγαγε επιχειρήσεις μέχρι το φθινόπωρο. Ο Πρίσκος όμως αγνόησε τις εντολές του αυτοκράτορα να διαχειμάσει πέραν του Δούναβη, μια περιοχή ελώδη και αφιλόξενη, και επέστρεψε στην Οδησσό (σημερινή Βάρνα). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια νέα σλαβική επιδρομή κατά το χειμώνα του 593/594, που κατέστρεψε τις πόλεις Άκουι, Σκούποι και Ζάλδαπα στην Δοβρουτσά.

Ο Μαυρίκιος απέπεμψε τον Πρίσκο και τον αντικατέστησε με τον, μάλλον ανέμπειρο, αδερφό του, Πέτρο. Παρά μια αρχική αποτυχία, ο Πέτρος παρέμεινε στην θέση του και νίκησε τους Σλάβους στη Μαρκιανούπολη και άρχισε να περιπολεί το Δούναβη μεταξύ του Εύξεινου και των Νοβών (σημ. Σβίστοβο). Στα τέλη Αυγούστου, διέσχισε το ποτάμι στη Σεκούρισκα, κοντά στις Νόβες, και προήλασε μέχρι τον ποταμό Ελιβακία (σημ. Γιαλοβίτσα, Ρουμανία), διακόπτωντας τις προετοιμασίες των Σλάβων για νέες επιδρομές.

Αυτές οι επιτυχίες επέτρεψαν στον Πρίσκο, που στο μεταξύ είχε αναλάβει επικεφαλής μιας άλλης στρατιάς, να εμποδίσει μια νέα αβαρική πολιορκία της Σιγγιδόνας το 595, σε συνεργασία με τον στόλο του Δούναβη. Η επιτυχία αυτή ήταν σημαντική, καθότι οι Άβαροι σκόπευαν αυτή τη φορά να καταστρέψουν την πόλη και να εκτοπίσουν όλους τους κατοίκους, ώστε να αφαιρέσουν δια παντός από τους Βυζαντινούς αυτό το στρατηγικής σημασίας προπύργιο.

Αποφεύγοντας την άμεση αντιπαράθεση με τον Πρίσκο, οι Άβαροι έστρεψαν την προσοχή τους στη Δαλματία, όπου κατέλαβαν αρκετά οχυρά. Ο Πρίσκος απέστειλε μόνο μια μικρή δύναμη να τους εμποδίσει, καθώς από ρωμαϊκή σκοπιά, η Δαλματία ήταν δευτερεύουσας σημασίας, και προείχε η ανάγκη εξασφάλισης των κεκτημένων στον Δούναβη. Εντούτοις, αυτή η μικρή δύναμη παρενόχλησε επιτυχώς την Αβαρική επιδρομή, και κατάφερε να ανακτήσει μέρος της λείας.

Το 596, οι Άβαροι εστίασαν την προσοχή τους στα δυτικά, και επέδραμαν εναντίον των Φράγκων, οι οποίοι αναγκάστηκαν να εξαγοράσουν την ειρήνη. Την ίδια περίοδο οι Ρωμαίοι, έχοντας ως βάση τη Μαρκιανούπολη, συνέχισαν να διεξάγουν μικρής κλίμακας επιχειρήσεις τους εναντίον των Σλάβων στον κάτω ρου του Δούναβη. Έτσι επί ενάμιση χρόνο επικράτησε μια προσωρινή ανάπαυλα, κατά την οποία δεν σημειώθηκαν επιδρομές σε βυζαντινά εδάφη.

Δεύτερη βυζαντινή εκστρατεία, 597–602[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενισχυμένοι από τα χρήματα που τους κατέβαλλαν οι Φράγκοι, οι Άβαροι το 597 επανέλαβαν τις επιχειρήσεις τους στο Δούναβη, αιφνιδιάζοντας τους Βυζαντινούς. Κατάφεραν μάλιστα να αποκλείσουν τον Πρίσκο με το στρατό του και να τον πολιορκήσουν στην Τόμι. Στις 30 Μαρτίου 598 όμως αναγκάστηκαν αν λύσουν τη πολιορκία, καθώς ο Κομεντίολος έφερνε έναν νεοσύλλεκτο στρατό από το νότο και είχε φτάσει στα Ζικίδιβα, 30 χιλιόμετρα δυτικά από την Τόμι. Για άγνωστους λόγους, ο Πρίσκος δεν καταδίωξε τους Αβάρους, ούτε προσπάθησε να ενωθεί με τις δυνάμεις του Κομεντίολου. Έτσι ο Κομεντίολος, του οποίου οι στρατιώτες ήταν μάλλον άπειροι, αναγκάστηκε να υποχωρήσει δυτικά προς τον ποταμό Ίατρο (σημ. Γιάντρα), όπου όμως ηττήθηκε κατά κράτος: ο στρατός του διαλύθηκε, και οι στρατιώτες του αναγκάστηκαν να διασχίσουν τον Αίμο μαχόμενοι για να διαφύγουν. Οι Άβαροι εκμεταλλεύτηκαν τη νίκη τους και προήλασαν μέχρι την Αρκαδιούπολη (σημ. Λουλέ Μπουργκάζ) μεταξύ της Αδριανούπολης και της Κωνσταντινούπολης, όπου όμως ένα μεγάλο μέρος του στρατού τους, καθώς και εφτά γιοι του χαγάνου τους υπέκυψαν στην πανώλη.

Ο Κομεντίολος απαλλάχθηκε προσωρινά των καθηκόντων του και αντικαταστάθηκε από τον Φιλιππικό, ενώ ο αυτοκράτορας κάλεσε τους Δήμους και τις φρουρές της Κωνσταντινούπολης να επανδρώσουν το Μακρό Τείχος του Αναστάσιου που προστάτευε τον ισθμό της πόλης. Ο Μαυρίκιος κατάφερε να εξαγοράσει τους Αβάρους και να συνάψει συνθήκη ειρήνης με τον Βαϊανό, που όμως επέτρεπε ρητά την διεξαγωγή επιχειρήσεων πέραν του Δούναβη από τις ρωμαϊκές δυνάμεις, οι οποίες άρχισαν να ανασυντάσσονται και να αναλύουν τις αιτίες της πρόσφατης αποτυχίας τους.

Μόλις αισθάνθηκαν έτοιμοι, οι Ρωμαίοι παραβίασαν την συνθήκη, με τον Πρίσκο να προελαύνει προς τη Σιγγιδόνα και να διαχειμάζει εκεί το 598/599. Το 599, οι συνδυασμένες δυνάμεις του Πρίσκου και του Κομεντίολου διέσχισαν το Δούναβη στο Βιμινάκιο, και νίκησαν τους Άβαρους σε κατά παράταξη μάχη, κατά την οποία σκοτώθηκαν και αρκετοί γιοι του χαγάνου Βαϊανού. Η νίκη αυτή ήταν μεγάλης σημασίας, καθώς για πρώτη φορά οι Άβαροι ηττώντο στην ίδια τους τη χώρα. Κατόπιν, ο Πρίσκος προήλασε βόρεια, προς την παννονική πεδιάδα, την καρδιά του αβαρικού κράτους, όπου και νίκησε ξανά τους Αβάρους, ενόσω ο Κομεντίολος συνέχιζε τις επιχειρήσεις στον Δούναβη. Ο Πρίσκος λεηλάτησε και δήωσε τις εκτάσεις ανατολικά του ποταμού Τίσσα (Tisza), προκαλώντας υψηλές απώλειες στους Αβάρους και τους Γέπιδες υποτελείς τους, και νικώντας τους σε δύο ακόμα μάχες στις όχθες του Τίσσα.