Εκστρατεία στη Νοτιοδυτική Αφρική

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Εκστρατεία στη Νοτιοδυτική Αφρική
Αφρικανικό θέατρο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου
Η Εκστρατεία στη Νοτιοδυτική Αφρική το 1915.
ΧρονολογίαΣεπτέμβριος 1914-Ιούλιος 1915
ΤόποςΝότια Αφρική, Ναμίμπια
ΈκβασηΒρετανική και νοτιοαφρικανική νίκη, προσάρτηση της Νοτιοδυτικής Αφρικής στην Ένωση της Νότιας Αφρικής
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
67.000 της Δύναμης Άμυνας της Ένωσης
1.600 των Πορτογαλικών Δυνάμεων στη νότια Ανγκόλα
3.000 της Schutztruppe και 7.000 Γερμανοί παραστρατιωτικοί και άποικοι
500-600 Μπόερς καταδρομείς
Απώλειες
113
1.131

Η Εκστρατεία στη Νοτιοδυτική Αφρική αναφέρεται σε στρατιωτικές επιχειρήσεις που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στη Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική (τώρα Ναμίμπια) ) από τα στρατεύματα της Ένωσης της Νότιας Αφρικής εκ μέρους της βρετανικής αυτοκρατορικής κυβέρνησης.

Πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Αύγουστο του 1914 η έναρξη των εχθροπραξιών στην Ευρώπη ήταν αναμενόμενο γεγονός. Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι της Ένωσης της Νότιας Αφρικής είχαν συνειδητοποιήσει τη σημαντικότητα της διάθεσης κοινών συνόρων με τη Γερμανική αποικία. Ο πρωθυπουργός της χώρας Λούις Μπότα πληροφόρησε το Λονδίνο ότι η Νότια Αφρική μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της μόνη και ότι η Αυτοκρατορική Φρουρά μπορεί να αναχωρήσει για τη Γαλλία. Όταν η βρετανική κυβέρνηση ρώτησε τον Μπότα αν οι δυνάμεις του μπορούσαν να επιτεθούν στη Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική, εκείνος απάντησε ότι μπορούσαν και θα το έκαναν.

Νοτιοαφρικανικά στρατεύματα μετακινήθηκαν κατά μήκος των συνόρων μεταξύ των δύο κρατών υπό τη διοίκηση του στρατηγού Χένρι Λούκιν και του αντισυνταγματάρχη Μάνι Μάριτς στις αρχές του Σεπτεμβρίου του 1914. Λίγο αργότερα καταλήφθηκε το λιμάνι του Λίντεριτς.

Εξέγερση των Μπόερς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Εξέγερση Μάριτς

Υπήρχε αξιοσημείωτη συμπάθεια ανάμεσα στους Μπόερς σχετικά με τον γερμανικό σκοπό. Είχαν περάσει μόλις δώδεκα χρόνια από το τέλος του Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερς, στον οποίο η Γερμανία είχε προσφέρει στις δύο μικρές δημοκρατίες των Μπόερς (Ελεύθερο Κράτος της Οράγγης και Τράνσβααλ) ηθική στήριξη στον αγώνα εναντίον της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ο αντισυνταγματάρχης Μάνι Μάριτς, ηγέτης δυνάμεων καταδρομών στα σύνορα με τη Νοτιοδυτική Αφρική, δήλωσε ότι:

« Η πρώην Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία και το Ελεύθερο Κράτος της Οράγγης, καθώς και η Επαρχία του Ακρωτηρίου και το Νατάλ ανακηρύσσονται ελεύθερες από τον βρετανικό έλεγχο και ανεξάρτητες, και κάθε Λευκός κάτοικος των προαναφερθέντων περιοχών, οποιασδήποτε εθνικότητας, καλείται να πάρει τα όπλα στα χέρια του και να συνειδητοποιήσει το πολυπόθητο ιδανικό μίας Ελεύθερης και Ανεξάρτητης Νότιας Αφρικής »

—Μάνι Μάριτς

.

Ο Μάριτς και ορισμένοι άλλοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι συγκέντρωσαν γρήγορα δυνάμεις που έφτασαν τους 12.000 επαναστάτες στο Ελεύθερο Κράτος της Οράγγης και στο Τράνσβααλ, έτοιμοι να πολεμήσουν για τον σκοπό που έγινε γνωστός ως εξέγερση των Μπόερς ή εξέγερση Μάριτς.

Η κυβέρνηση κήρυξε στρατιωτικό νόμο στις 14 Οκτωβρίου 1914 και δυνάμεις πιστές στην κυβέρνηση υπό τον Λούις Μπότα και τον Γιαν Σμουτς έσπευσαν να συντρίψουν την εξέγερση. Ο Μάριτς ηττήθηκε στις 24 Οκτωβρίου και κατέφυγε στους Γερμανούς. Η εξέγερση συνετρίβη επίσημα τον Φεβρουάριο του 1915. Τα ηγετικά στελέχη των εξεγερμένων Μπόερς καταδικάστηκαν αρχικά σε φυλάκιση έξι με επτά χρόνων και με βαριά πρόστιμα. Ωστόσο, απελευθερώθηκαν δύο χρόνια αργότερα, καθώς ο Μπότα αναγνώρισε το επίπεδο συμφιλίωσής του.

Σύγκρουση με τους Γερμανούς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μία πρώτη απόπειρα για εισβολή από το νότο απέτυχε στη μάχη του Σαντφοντέιν κοντά στα σύνορα με την Αποικία του Ακρωτηρίου, όπου στις 25 Σεπτεμβρίου 1914 οι Γερμανοί τυφεκιοφόροι προκάλεσαν σοβαρή ήττα στους Βρετανούς.

Για να διακόψουν τα σχέδια των Νοτιοαφρικανών να εισβάλλουν, οι Γερμανοί ξεκίνησαν μία δική τους εκστρατεία εισβολής. Η μάχη του Κακάμας, μεταξύ των νοτιοαφρικανικών και γερμανικών στρατευμάτων, διεξήχθη στα περάσματα του Κακάμας στις 4 Φεβρουαρίου 1915. Υπήρξε αψιμαχία για τον έλεγχο δύο περασμάτων στον ποταμό Οράγγη μεταξύ αγημάτων των γερμανικών δυνάμεων εισβολής και των νοτιοαφρικανικών ενόπλων δυνάμεων. Οι Νοτιοαφρικανοί κατάφεραν να κερδίσουν τον έλεγχο των περασμάτων.

Μέχρι τον Φεβρουάριο του 1915, οι Νοτιοαφρικανοί ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν την πλήρη κατάληψη της γερμανικής περιοχής. Εξαιτίας των στρατιωτικών του ικανοτήτων, ο Μπότα ανέλαβε την ηγεσία των νοτιοαφρικανικών δυνάμεων. Ο ίδιος χώρισε τις δυνάμεις στα δύο, με τον Σμουτς να ελέγχει τις νότιες δυνάμεις και τον ίδιο να ελέγχει τις βόρειες.

Ο Μπότα έφτασε στην παραλιακή γερμανική αποικιακή πόλη Σουάκοπμουντ στις 11 Φεβρουαρίου και να ελέγξει από εκεί το βόρειο τμήμα και συνέχισε να οργανώνει τις δυνάμεις εισβολής του στον κόλπο Ουάλφις (ή κόλπος Ουάλβις), μία παροικία Νοτιοαφρικανών που βρισκόταν περίπου στο μέσο της ακτογραμμής της Γερμανικής Νοτιοδυτικής Αφρικής. Μέχρι τον Μάρτιο ήταν έτοιμος να εισβάλλει. Ξεκίνησε από το Σουάκοπμουντ και, αφού διέσχισε τη κοιλάδα Σουάκοπ μέσω της σιδηροδρομικής γραμμής, κατέλαβε διαδοχικά τις πόλεις Οτζιμπίνγκουε, Καριμπίμπ, Φρίντριχσφελντε, Βίλχελμσταλ και Οκαχάντζα, προτού καταλάβει την πρωτεύουσα Βίντχουκ στις 5 Μαΐου 1915.

Οι Γερμανοί πρότειναν, τότε, όρους προκειμένου να παραδοθούν αλλά απορρίφθηκαν από τον Μπότα και ο πόλεμος συνεχίστηκε. Στις 12 Μαΐου, ο Μπότα κήρυξε στρατιωτικό νόμο και χώρισε το στρατιωτικό τμήμα στα τέσσερα. Οι Βρετανοί κατευθύνθηκαν βόρεια προς τις πόλεις Οτζιβαρόνγκο, Ούτζο και Ετόσα Παν και απέκοψαν την πορεία των Γερμανών μέσα από τις παράλιες περιοχές Κουνένε και Καοκόφελντ. Την 1 Ιουλίου υπήρξε σύρραξη στο Οτάβι όπου οι Γερμανοί ηττήθηκαν.

Στο μεταξύ, το τμήμα που διοικούνταν από τον Σμουτς κατέκτησε τη ναυτική βάση στο Λούντεριτσμπουχτ (σήμερα Άνγκρα Πεκένα). Έχοντας καταλάβει την πόλη, τα στρατεύματα του Σμουτς προχώρησαν προς την ενδοχώρα και κατέλαβαν το Κίτμανσουπ στις 20 Μαΐου. Εκεί, συναντήθηκαν με άλλα δύο τμήματα στρατού, ένα από το Πορτ Νόλοθ και ένα άλλο από το Κίμπερλεϊ.

Ο Σμουτς προχώρησε βόρεια και κατέλαβε το Γκίμπεον στις 26 Μαΐου. Δύο εβδομάδες αργότερα, οι Γερμανοί, τελικά, παραδόθηκαν.

Συνέπειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πορτογαλικά στρατεύματα επιβιβάζονται στο πλοίο για τη νότια Ανγκόλα.
Βρετανικά στρατεύματα μετά την κατάληψη γερμανικής σημαίας στο Βίντχουκ κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στη Νοτιοδυτική Αφρική.

Προτού μία επίσημη κήρυξη πολέμου, τα γερμανικά και πορτογαλικά στρατεύματα συγκρούστηκαν αρκετές φορές στα σύνορα μεταξύ της Γερμανικής Νοτιοδυτικής Αφρικής και της Πορτογαλικής Ανγκόλας. Οι Γερμανοί κέρδισαν τις περισσότερες από αυτές τις μάχες και κατάφεραν να καταλάβουν την περιφέρεια Χούμπε στη νότια Ανγκόλα μέχρι την ανακατάληψη των περιοχών αυτών από τους Πορτογάλους μετά την εκστρατεία στη Νοτιοδυτική Αφρική.

Μετά την ήττα των Γερμανών στη Νοτιοδυτική Αφρική κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η Νότια Αφρική αρχικά κατέλαβε την περιοχή και στη συνέχεια τη διοίκησε ύστερα από εντολή της Κοινωνίας των Εθνών από το 1919. Παρόλο που η νοτιοαφρικανική κυβέρνηση επιθυμούσε να ενσωματώσει τη Νοτιοδυτική Αφρική στην επικράτειά της, εντούτοις δεν το έκανε, αν και διοικούνταν από αυτήν ως η ντε φάκτο πέμπτη περιφέρειά της, με τη λευκή μειοψηφία της να εκπροσωπείται στο κοινοβούλιο της Νότιας Αφρικής και εκλέγοντας το δικό της κοινοβούλιο. Η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής διόριζε, ακόμα, τον κυβερνήτη της Νοτιοδυτικής Αφρικής, ο οποίος είχε τεράστια εξουσία.

Μετά την αντικατάσταση της Κοινωνίας των Εθνών από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών το 1946, η Νότια Αφρική αρνήθηκε να παραδώσει την πρώτη της εντολή, ωστόσο η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ανακάλεσε την απόφαση και, το 1971, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο εξέδωσε μία «συμβουλευτική γνώμη», κηρύσσοντας τη συνεχόμενη διοίκηση της Νότιας Αφρικής στην περιοχή ως παράνομη.

Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες του ΟΗΕ να πείσει τη Νότια Αφρική να συμφωνήσει στην εφαρμογή του ψηφίσματος 435 του ΟΗΕ, που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας το 1978 ως το διεθνώς συμφωνημένο σχέδιο σχέδιο αποαποικιοποίησης της Ναμίμπιας, η μετάβαση προς την ανεξαρτησία ξεκίνησε το 1988 με την τριμερή διπλωματική συμφωνία της Νότιας Αφρικής, της Ανγκόλας και της Κούβας, με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση ως παρατηρητές, σύμφωνα με την οποία η Νότια Αφρική συμφώνησε να αποσύρει τα στρατεύματά της από τη Ναμίμπια, ενώ η Κούβα συμφώνησε να αποσύρει τα στρατεύματά της στη νότια Ανγκόλα που εστάλησαν για να πολεμήσουν στο πλευρό του Λαϊκού Κινήματος για την Απελευθέρωση της Ανγκόλας (MPLA) έναντι της Εθνικής Ένωσης για την Πλήρη Ανεξαρτησία της Ανγκόλας (UNITA). Ένα στρατιωτικό σώμα αποτελούμενο από πολιτικά και ειρηνευτικά σώματα υπό την καθοδήγηση του Φινλανδού διπλωμάτη Μάρτι Αχτισάαρι επέβλεψε την απόσυρση των στρατευμάτων, την επιστροφή των εξόριστων μελών του Λαϊκού Οργανισμού Νοτιοδυτικής Αφρικής (SWAPO) και την πραγματοποίηση των πρώτων εκλογών στη Ναμίμπια τον Οκτώβριο του 1989. Οι εκλογές κερδήθηκαν από το SWAPO, αν και δεν κέρδισε τα δύο τρίτα των εδρών του κοινοβουλίου όπως ήλπιζε. Το στηριζόμενο από τη Νότια Αφρική κόμμα Δημοκρατική Συμμαχία Τέρνχαλε έγινε το επίσημο κόμμα της αντιπολίτευσης.

Πήγες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Burg, David F.· Purcell, L. Edward (2004). Almanac of World War I (illustrated έκδοση). University Press of Kentucky. σελ. 59. ISBN 978-0-8131-9087-7. 
  • Crafford, F. S. (2005) [1943]. Jan Smuts: A Biography (reprint έκδοση). Kessinger Publishing. σελ. 102. ISBN 978-1-4179-9290-4. 
  • Tucker, Spencer· Wood, Laura Matysek (1996). Tucker, Spencer· Wood, Laura Matysek· Murphy, Justin D., επιμ. The European powers in the First World War: an encyclopedia (illustrated έκδοση). Taylor & Francis. ISBN 978-0-8153-0399-2. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]