Διοξίνες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Διοξίνη)
Η γενική δομή των διοξινών

Οι διοξίνες είναι μια οικογένεια χημικών ουσιών εξαιρετικά ύποπτη για καρκινογενέσεις, ιδιαίτερα τοξική για τον άνθρωπο και ανθεκτική στην βιολογική αποικοδόμηση. Η ημιπερίοδος ζωής της, δηλαδή η μείωση στο 50% της αρχικής ποσότητας, διαρκεί 3 έως 30 χρόνια.[1] Ως διοξίνη (στον ενικό) αναφέρεται η 2,3,7,8-τετραχλωροδιβενζο-p-διοξίνη (2,3,7,8-TCDD), η οποία είναι και η πλέον επικίνδυνη ένωση της οικογένειας.[2] Λόγω της ομοιότητας στη δομή και τις ιδιότητες, οι διοξίνες μελετούνται και αναφέρονται συνήθως μαζί με τα φουράνια. Η κύρια αιτία έκλυσης διοξινών από τα καιόμενα απορίμματα είναι η παρουσία χλωρίου σε αυτά. Μια σημαντική, αν όχι η σημαντικότερη, πηγή χλωρίου είναι τα πλαστικά PVC (πολυβινυλοχλωριδίου). Χιλιάδες τόνοι αυτού του τύπου πλαστικών καταλήγουν κάθε χρόνο στις χωματερές με την μορφή φιαλών νερού, σωλήνων, καλωδίων, μουσαμάδων κτλ.

Οι διοξίνες είναι παραπροϊόντα των διεργασιών στις οποίες εμπλέκεται το περιεχόμενο χλώριο. Από τη βιομηχανική παραγωγή του χλωρίου και των χλωριωμένων πλαστικών PVC, ως την καύση των αποριμμάτων ή των αποβλήτων που περιέχουν χλωροπαράγωγα, παράγονται σημαντικές ποσότητες διοξινών, που απειλούν το περιβάλλον και την υγεία των ζωντανών οργανισμών.[3]

Οι διοξίνες δεν διαλύονται στο νερό, αλλά είναι λιποδιαλυτές, συσσωρεύονται στους λιπώδεις ιστούς των ζωντανών οργανισμών και, μέσω της τροφικής αλυσίδας, καταφέρνουν να "πολλαπλασιάζουν" τις ποσότητές τους.

Το πρόβλημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιοχημικές έρευνες έχουν δείξει πως οι διοξίνες δρουν ως ισχυρές «περιβαλλοντικές ορμόνες». Όπως και οι φυσικές ορμόνες, οι διοξίνες μπορούν να διαπεράσουν τη μεμβράνη των κυττάρων και να αλλάξουν τη δράση των γονιδίων που ρυθμίζουν τη διαδικασία της ανάπτυξης. Ακόμη και απειροελάχιστες συγκεντρώσεις διοξινών μπορούν να επηρεάσουν το ανοσοποιητικό και νευρικό σύστημα των οργανισμών. Σε πειραματόζωα, η έκθεση σε διοξίνες έχει προκαλέσει ένα ευρύ φάσμα τοξικολογικών επιπτώσεων. Μερικές απ' αυτές εμφανίστηκαν σε εξαιρετικά μικρές δόσεις διοξινών, της τάξης των λίγων τρισεκατομμυριοστών του γραμμαρίου. Στις επιπτώσεις αυτές συγκαταλέγονται η ενδομητρίωση και η ενίσχυση θηλυκών χαρακτηριστικών σε αρσενικά πειραματόζωα.[4]

Τρόποι αντιμετώπισης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανακύκλωση εξακολουθεί να είναι μια περιθωριακή δράση και η συζήτηση εξακολουθεί να επικεντρώνεται στον «τόπο ταφής των απορριμάτων», την ίδια στιγμή που η ευρωπαϊκή νομοθεσία επιβάλλει την επίτευξη συγκεκριμένων ποσοτικών στόχων ανάκτησης και ανακύκλωσης σε διάφορα υλικά όπως το χαρτί, το γυαλί κλπ.

Οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες έχουν προχωρήσει στο επόμενο βήμα, τους Χώρους Υγειονομικής Ταφής Αποριμμάτων (ΧΥΤΑ), που δεν είναι παρά το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης που στηρίζεται στην ανακύκλωση και τη δραστική μείωση των αποριμμάτων που θα καταλήγουν σε ταφή.

Στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η απουσία σχετικών πρωτοβουλιών στην Ελλάδα έχει επαναφέρει στο τραπέζι τη συζήτηση της επικίνδυνης, αναποτελεσματικής και ακριβής καύσης των σκουπιδιών. Στα θετικά, από την άλλη πλευρά, πρέπει να καταχωρηθεί η λειτουργία της Επιτροπής Εναλλακτικής Διαχείρισης καθώς και η διευκόλυνση της δρομολόγησης συγκεκριμένων επενδύσεων (διαχείριση ηλεκτρικών, αδρανών αποβλήτων και ελαστικών).

Πηγές, Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Athanasios Katsoyiannis, Rosalinda Gioia, Andrew J. Sweetman and Kevin C. Jones. [1][νεκρός σύνδεσμος]
  2. «Hutchinson Encyclopedia». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Οκτωβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 12 Μαρτίου 2009. 
  3. K. Peter, C. Vollhard, Neil E. Schoret, Traité de chimie organique, De Boeck Université, 2004, ISBN 2804145360
  4. World Health Organization