Δικαστικό Συμβούλιο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Δικαστικό συμβούλιο)

Το Δικαστικό Συμβούλιο είναι δικαστικός σχηματισμός, ο οποίος σε αντίθεση με τα κανονικά δικαστήρια δε συνεδριάζει δημόσια (ενώπιον ακροατηρίου). Διακρίνεται σε Συμβούλιο Πλημμελειοδικών (πρωτοβάθμιο), σε Συμβούλιο Εφετών (δευτεροβάθμιο) και σε Συμβούλιο Αρείου Πάγου (τριτοβάθμιο/αναιρετικό).

Χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα δικαστικά συμβούλια απαντούν στην Ποινική Δικονομία, στη διαδικασία δηλαδή καταδίωξης εγκλημάτων και καταδίκης εγκληματιών. Έχουν αρμοδιότητα να αποφασίζουν κυρίως σε διαδικαστικά ζητήματα και σε ζητήματα εκτέλεσης ποινών. Η διαδικασία ενώπιόν τους είναι συνήθως γραπτή και οι αποφάσεις τους ονομάζονται βουλεύματα. Τα βουλεύματα δε δημοσιεύονται, όπως οι δικαστικές αποφάσεις, παρά μόνο εκδίδονται, λόγω έλλειψης δημοσιότητας στη διαδικασία ενώπιον των Συμβουλίων. Αν όμως ένας από τους διαδίκους το ζητήσει, το Συμβούλιο οφείλει να διατάξει την αυτοπρόσωπη παρουσία του για να του δοθεί η δυνατότητα προφορικών διευκρινίσεων. Σε αυτήν την περίπτωση το Συμβούλιο έχει την ευχέρεια αν το κρίνει σκόπιμο να επιτρέψει και την εμφάνιση συνηγόρων ενώπιόν του και να διεξαχθεί προφορική συζήτηση. Το αίτημα μπορεί να απορριφθεί μόνο με συγκεκριμένη αιτιολογία που οφείλει να αναφέρεται στο βούλευμα. Η προφορική διαδικασία είναι πάντως στην πράξη η εξαίρεση. Δεν έχουν ποτέ εξουσία να καταδικάσουν κατηγορούμενο, γιατί στην Ποινική Δικονομία ισχύουν οι αρχές της δημοσιότητας και της προφορικότητας της (κύριας) δίκης.

Ανάλογα με τη σύνθεσή τους διακρίνονται σε:

Ποινική προδικασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κύρια λειτουργία τους εντάσσεται στο πλαίσιο της ποινικής προδικασίας, η οποία είναι ούτως ή άλλως κυρίως γραπτή. Έχουν το ρόλο "ανεξάρτητου τρίτου" που αξιολογεί τα κατά την προδικασία από άλλους (ανακριτή, προανακριτικό υπάλληλο, εισαγγελέα) συλλεγμένα στοιχεία, επιλύουν διαφωνίες και αμφισβητήσεις για ενέργειες της προδικασίας (μεταξύ ανακριτή και εισαγγελέα ή κατηγορουμένου και ανακριτή) και αποφασίζουν για τη διενέργεια ιδιαίτερα επαχθών για τον κατηγορούμενο ανακριτικών πράξεων (άρση τραπεζικού ή τηλεφωνικού απορρήτου κλπ.). Συγκεκριμένα το Συμβούλιο αποφασίζει για το πέρας της ανάκρισης σε βαριά πλημμελήματα και σε κακουργήματα και για το αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου ή όχι, οπότε και ανάλογα εκδίδει παραπεμπτικό ή απαλλακτικό βούλευμα. Αν τα στοιχεία είναι επαρκή, η υπόθεση παραπέμπεται στο ακροατήριο για να δικαστεί σε δημόσια και προφορική διαδικασία. Αν όχι, το Συμβούλιο αποφασίζει ότι δεν πρέπει να απαγγελθεί κατηγορία και η ποινική διαδικασία λήγει εκεί. Περαιτέρω αρμοδιότητες του Συμβουλίου στο πλαίσιο της ποινικής προδικασίας είναι (επιλεκτικά): αποφασίζει σε περίπτωση διαφωνίας ανακριτή και εισαγγελέα για την προσωρινή κράτηση ή όχι του κατηγορουμένου, αποφασίζει την άνευ όρων ή υπό όρους αποφυλάκιση προσωρινά κρατούμενου κατηγορουμένου, αποφασίζει ως μόνο αρμόδιο την άρση τηλεφωνικού απορρήτου στο πλαίσιο ανάκρισης ή προανάκρισης, αποφασίζει αν συντρέχει λόγος εξαίρεσης του εισαγγελέα ή του ανακριτή στο στάδιο της προδικασίας αν υποβληθεί σχετικό αίτημα, κηρύσσει μετά από σχετικό αίτημα την ακυρότητα ανακριτικών πράξεων κατά το στάδιο της προδικασίας και διατάσσει την επανάληψή τους, διατάσσει ανάλυση DNA αν το κρίνει απαραίτητο κατά τις προϋποθέσεις του νόμου. Όταν το Συμβούλιο κρίνει το πέρας της ανάκρισης ή αποφασίζει για ζητήματα που ανέκυψαν κατά την ανάκριση, δεν επιτρέπεται να συμμετέχει στη σύνθεση ο ανακριτής της υπόθεσης.

Κατά των βουλευμάτων του Συμβουλίου επιτρέπεται υπό προϋποθέσεις η άσκηση ενδίκων μέσων.

Έκδοση στην Αλλοδαπή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Συμβούλιο Εφετών είναι επίσης αρμόδιο να αποφασίζει την έκδοση ή όχι ατόμων, όταν έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα από ξένο κράτος. Στην περίπτωση αυτή κατ’ εξαίρεσιν συνεδριάζει δημόσια και όχι κεκλεισμένων των θυρών.

Εκτέλεση Ποινών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο στάδιο της εκτέλεσης των ποινών, αφού δηλαδή έχει ολοκληρωθεί η δίκη και ο κατηγορούμενος έχει καταδικαστεί σε στερητική της ελευθερίας ποινή, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έχει αρμοδιότητα να επιλύει ζητήματα που ανακύπτουν μετά από αίτηση του κρατουμένου ως Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών. Εκδικάζει προσφυγές κρατουμένων κατά αποφάσεων του Συμβουλίου Φυλακής, προσφυγές κατά απόρριψης αίτησης άδειας απουσίας, σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης για άδεια ημιελεύθερης διαβίωσης, αποφασίζει μετά από αίτηση του κρατουμένου για τμηματική έκτιση της ποινής του ή για παροχή κοινωφελούς εργασίας. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ως Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών είναι επίσης το δευτεροβάθμιο όργανο κρίσης των αποφάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Φυλακών, το οποίο κρίνει πειθαρχικά παραπτώματα κρατουμένων.