Διευθυντήριο (Γαλλία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το Διευθυντήριο ήταν ένας τύπος διακυβέρνησης που υιοθετήθηκε από την Πρώτη Γαλλική Δημοκρατία, από τις 26 Οκτωβρίου 1795 (4η Μπρυμαίρ του Έτους Δ΄) έως τις 9 Νοεμβρίου 1799 (18η Μπρυμαίρ του Έτους Η΄). Το όνομά του προέρχεται από τους πέντε στον αριθμό Διευθυντές που ήταν υπεύθυνοι για την εκτελεστική εξουσία. Σημαδεύτηκε από την επαναφορά της καθολικής ψηφοφορίας.

Η εφαρμογή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πωλ Μπαρά, ένα από τα σημαντικότερα στελέχη του Διευθυντηρίου

Μετά τις ακραίες δραστηριότητες της Συνέλευσης, η οποία είχε υπό τον έλεγχό της τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, το Σύνταγμα του έτους Γ'[1] έδωσε την εκτελεστική εξουσία σε ένα Διευθυντήριο αποτελούμενο από πέντε μέλη, τα οποία είχαν οριστεί από το Νομοθετικό Σώμα και τους συνέδρους στο Παλάτι του Λουξεμβούργου. Οι πέντε πρώτοι Διευθυντές ήταν οι Ρεμπέλ, Μπαρά, Λα Ρεβεγιέρ-Λεπώ, Καρνό και Λετουρνέρ. Κάθε χρόνο ένας εξ αυτών, επιλεγμένος με κλήρο, υποχρεούνταν να αποχωρήσει από τη θέση του.

Οι απαρχές του Διευθυντηρίου αποτελούν μια λαμπρή εποχή για τις γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις: το σύνολο της στρατιωτικής ιστορίας εκείνης της εποχής σημαδεύτηκε από τα ονόματα του Βοναπάρτη, του Κλεμπέρ, του Ντεσαί, του Μασενά, του Μορώ, του Μαρσό και του Ως.

Οι αναταραχές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο εσωτερικό του, το έργο του Διευθυντηρίου προσπαθεί να φέρει κοντά τα διάφορα συμφέροντα, να σβήσει τα πάθη και τα μίση, να καθιερώσει το νέο τρόπο διακυβέρνησης, κι αυτό χωρίς τη χρησιμοποίηση μεθόδων, οι οποίες θεωρούνταν τότε εξτρεμιστικές. Παρά ταύτα, θα αναγκαστεί να κρύψει τη χρεοκοπία της χώρας υπό τον μανδύα μιας υποτίμησης του νομίσματος.

Παρά τις στρατιωτικές επιτυχίες του Ναπολέοντα Βοναπάρτη στην Ιταλία (1797), οι οποίες έδωσαν τη δυνατότητα επιβολής σημαντικών φόρων στους υποτελείς, πλέον, πληθυσμούς, το Διευθυντήριο, υπό την ηγεσία του Μπαρά (« ο βασιλιάς των Διεφθαρμένων » σύμφωνα με τον Βοναπάρτη), έγινε σύντομα συνώνυμο της διαφθοράς και της οικονομικής εξαθλίωσης του Κράτους. Οι Διευθυντές, ανίκανοι να συνεννοηθούν μεταξύ τους, κατηγορήθηκαν για ανικανότητα. Το Διευθυντήριο ξεκίνησε να χαρακτηρίζεται ως « Δημοκρατία των Αστών » ή των « ιδιοκτητών ».

Οι ταραχές, γνωστές ως « πραξικοπήματα, » θα διαδέχονται η μία την άλλη, υπό τη μορφή πατριωτικών ενεργειών και κατάχρησης εξουσίας.

Το 1797, κι ενώ οι βασιλόφρονες και οι συντηρητικοί αποτελούσαν την πλειοψηφία εντός των Συμβουλίων του Κράτους, τρεις εκ των Διευθυντών, οι Μπαρά, Ρεμπέλ και Λα Ρεβεγιέρ-Λεπώ, θέτουν σε εφαρμογή με τη στήριξη του στρατού το Πραξικόπημα της 18ης Φρουκτιντόρ του Έτους Ε΄. Αρκετοί βουλευτές, δημοσιογράφοι, στρατιωτικοί και άλλοι αντικαθεστωτικοί θα φυλακιστούν τότε και στη συνέχεια θα σταλούν σε εξορία στη Γουιάνα, ενώ περιοριστικοί νόμοι θα τεθούν ξανά σε ισχύ[2]. Μετά την αντικατάσταση των Διευθυντών Μπαρτελεμί (εξόριστος) και Καρνό (φυγάς), οι οποίοι είχαν αντιταχθεί στο πραξικόπημα, η εξουσία πέρασε στα χέρια μιας τριανδρίας (Ρεμπέλ,Μπαρά και Λα Ρεβεγιέρ-Λεπώ).

Στις 11 Μαΐου 1798 (22α Φλορεάλ του Έτους ΣΤ΄), το Συμβούλιο των Πρεσβυτέρων θα ακυρώσει τις εκλογές σε αρκετούς νομούς, εκδιώκοντας από το αξίωμά τους 106 νεοεκλεγέντες βουλευτές, οι οποίοι ήταν ανεπιθύμητοι από το Διευθυντήριο. Οι διοικητικές και δικαστικές αρχές πέρασαν επίσης από κάθαρση (Νόμος της 22ας Φλορεάλ του Έτους ΣΤ΄). Τέλος, στις 18 Ιουνίου 1799, το Πραξικόπημα της 30ής Πραιριάλ του Έτους Ζ΄ (επίσης γνωστό ως η εκδίκηση των συμβουλίων) υποχρεώνει δύο εκ των διευθυντών σε παραίτηση, αμαυρώνοντας ακόμη περισσότερο την, ήδη αρκετά αμαυρωμένη, εικόνα του συγκεκριμένου πολιτικού θεσμού.

Η πτώση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Εμανουέλ-Ζοζέφ Σιεγιές από τον Ζακ-Λουί Νταβίντ (1817)

Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1799, και μετά την εκδίκηση των συμβουλίων, οι πέντε διευθυντές ήταν οι Μπαρά, Σιεγιές, Γκοϊέ, Ντυκό και Μουλέν.

Ο Σιεγιές, νεοεισελθόν μέλος του Διευθυντηρίου, ήταν αποφασισμένος να ανατρέψει το υπάρχον καθεστώς, αν και χρειαζόταν γι' αυτό τον σκοπό τη στήριξη του στρατού. Αποφάσισε αρχικά να στηριχτεί στον στρατηγό Ζουμπέρ, όμως ο τελευταίος σκοτώθηκε στη Μάχη του Νόβι. Ο Σιεγιές προσέγγισε τότε τον Ναπολέοντα Α΄ Βοναπάρτη, ο οποίος είχε μόλις επιστρέψει από την Αίγυπτο.

Την 18η Μπρυμαίρ (9 Νοεμβρίου), με τη δικαιολογία ενός πραξικοπήματος εκ μέρους των Αναρχικών, ο Βοναπάρτης θα συγκεντρώσει τις δύο συνελεύσεις εκτός Παρισιού, στο Κάστρο του Σαιν-Κλου. Εκεί, οι διευθυντές θα ωθηθούν στην παραίτηση, ενώ τα μέλη του Συμβουλίου των Πεντακοσίων θα εκδιωχθούν και θα τους απαγορευτεί η άμεση επιστροφή στο Παρίσι. Το Συμβούλιο των Πρεσβυτέρων, τότε, και περίπου πενήντα μεταξύ των βουλευτών του Συμβουλίου των Πεντακοσίων, οι οποίοι ήταν υπέρ του Σιεγιές και του Βοναπάρτη, ψήφισαν τη διάλυση του Διευθυντηρίου και τη θεσμοθέτηση μιας προσωρινής Υπατείας, την οποία αποτελούσαν οι Βοναπάρτης, Σιεγιές και Ντυκό.

Ένα νέο σύνταγμα θα συγγραφεί τότε. Ο Σιεγιές στόχευε στη δημιουργία ενός αξιώματος του Μεγάλου Εκλέκτορα, το οποίο θα του έδινε τη δυνατότητα να αναρριχηθεί στην ηγεσία του Κράτους. Αλλά παράλληλα ο Βοναπάρτης μηχανορραφούσε σε βάρος των σχεδίων του, με το Σύνταγμα του Έτους Η΄ να δίνει τελικώς την εκτελεστική εξουσία στην Υπατεία, την οποία αποτελούσαν οι Καμπασερές, Λεμπράν και Βοναπάρτης. Ο τελευταίος θα αρχίσει σταδιακά να συγκεντρώνει γύρω του όλες τις εξουσίες, χρίζοντας τον εαυτό του Πρώτο Ύπατο και μετέπειτα δια βίου Ύπατο το 1802.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Constitution de l'an III, titre IV, article 32
  2. Grand Larousse universel, t. 10, "Napoléon", p. 7273, Larousse,1988.