Διεπαφή προγραμματισμού εφαρμογών

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Διεπαφή Προγραμματισμού Εφαρμογών (αγγλ. API, από το application programming interface), γνωστή και ως Διασύνδεση Προγραμματισμού Εφαρμογών (για συντομία διεπαφή ή διασύνδεση), είναι η διεπαφή των προγραμματιστικών διαδικασιών που παρέχει ένα λειτουργικό σύστημα, ή κάποιες εφαρμογές προκειμένου να γίνονται αιτήσεις από άλλα προγράμματα προς αυτά.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας από τους βασικούς σκοπούς της διεπαφής είναι να ορίζει και να διατυπώνει το σύνολο των λειτουργιών-υπηρεσιών που μπορεί να παρέχει μια βιβλιοθήκη ή ένα λειτουργικό σύστημα σε άλλα προγράμματα, χωρίς να επιτρέπει πρόσβαση στον κώδικα που υλοποιεί αυτές τις υπηρεσίες. Η διεπαφή, ένα «συμβόλαιο κλήσης» μεταξύ καλούντος και καλούμενου, διαχωρίζει την προγραμματιστική υλοποίηση κάποιων υπηρεσιών από τη χρήση τους.

Π.χ. το ταχυδρομείο παρέχει την υπηρεσία της αποστολής γραμμάτων. Οι κανόνες οι οποίοι πρέπει να ακολουθηθούν για την υποβολή ενός αιτήματος αποστολής (φορμά διεύθυνσης παραλαβής, γραμματόσημο και τα λοιπά) είναι ευπρόσδεκτοι, αλλά το πώς θα υλοποιηθεί στην πράξη αυτό το αίτημα αφορά έναν ολόκληρο μηχανισμό υπαλλήλων εν πολλοίς αθέατο στον χρήστη της υπηρεσίας. Στο εν λόγω παράδειγμα διεπαφή είναι οι υπηρεσίες που παρέχονται στους πελάτες οι οποίες συνήθως είναι γραμμένες σε ένα φυλλάδιο, τη διεπαφή του ταχυδρομείου προς τους χρήστες του.

Έτσι π.χ. το λειτουργικό σύστημα Windows έχει τη δική του διεπαφή (κλήσεις συστήματος), η φόρμα της οποίας διατίθεται από την κατασκευάστρια εταιρεία Microsoft, και η οποία περιγράφει τους τρόπους αξιοποίησης από προγράμματα χρήστη του συνόλου των υπηρεσιών που παρέχει το λειτουργικό. Το τμήμα του λειτουργικού συστήματος το οποίο υλοποιεί τις υπηρεσίες που περιγράφονται στη διεπαφή, συνήθως στον πυρήνα του, λέμε ότι είναι η υλοποίηση της διεπαφής.