Διαλογικός εαυτός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο διαλογικός εαυτός είναι ψυχολογική έννοια που περιγράφει την ικανότητα της ανθρώπινης νόησης να φαντάζεται τις διαφορετικές θέσεις των συμμετεχόντων σε ένα εσωτερικό διάλογο σε στενή συσχέτιση με έναν εξωτερικό διάλογο. Ο διαλογικός εαυτός είναι κεντρική έννοια της ομώνυμης θεωρίας που αναπτύχθηκε από τον Ολλανδό ψυχολόγο Χέρμανς Χούμπερτ και στηρίχθηκε στη θεωρία της διαλογικότητας του Μιχαήλ Μπαχτίν.

Εισαγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θεωρία του διαλογικού εαυτού επικεντρώνεται στις έννοιες του εαυτού και του διαλόγου με τέτοιον τρόπο, ώστε να επιτυγχάνεται μια βαθύτερη κατανόηση της διασύνδεσης ανάμεσα στον εαυτό και την κοινωνία. Η σύνθετη έννοια του "διαλογικού εαυτού" ξεπερνά το δίπολο εαυτός-άλλος, τοποθετώντας το εξωτερικό στο εσωτερικό και αντίστροφα. Λειτουργώντας ως μια "κοινότητα του μυαλού" (society of mind) [1], ο εαυτός διακατέχεται από μια πληθώρα "εσωτερικών θέσεων" που συσχετίζονται διαλογικά μεταξύ τους. Στη θεωρία του διαλογικού εαυτού, ο εαυτός θεωρείται εκτεταμένος, δηλαδή εμπεριέχει άτομα και κοινωνικές ομάδες ως εσωτερικές στον εαυτό θέσεις οι οποίες εμπλέκονται σε ένα διάλογο μεταξύ τους. Ως αποτέλεσμα αυτής της προέκτασης, ο εαυτός δεν περιλαμβάνει μόνο εσωτερικές θέσεις (π.χ. εγώ ως παιδί της μητέρας μου, εγώ ως δάσκαλος, εγώ ως εραστής) αλλά και εξωτερικές θέσεις (π.χ. ο πατέρας μου , οι μαθητές μου, οι κοινωνικές μου ομάδες) που περιλαμβάνονται στον εκτεταμένο μου εαυτό. Με δεδομένη τη βασική υπόθεση της θεωρίας, ο άλλος δεν είναι εξωτερικός του εαυτού αλλά εσωτερικό μέρος του, με τον τρόπο που εσωτερικεύεται από ένα δεδομένο άτομο. Δηλαδή δεν υπάρχει μόνο ο πραγματικός άλλος εξωτερικά του εαυτού, αλλά και ο άλλος όπως έχει εσωτερικευτεί στον εκτεταμένο εαυτό του ατόμου. Συνέπεια αυτής της θεώρησης είναι να διακρίνουμε τρία επίπεδα διαλόγου:

  • μεταξύ εσωτερικών θέσεων του εαυτού (π.χ. "Εγώ ως τεμπελάκος συγκρούομαι με εμένα ως φιλόδοξο επαγγελματία").
  • μεταξύ εσωτερικών θέσεων του εαυτού και εσωτερικευμένων, στον εκτεταμένο εαυτό, εξωτερικών θέσεων (π.χ. "θέλω να κάνω αυτή την πράξη, αλλά η φωνή της μητέρας μου μέσα μου με κατακρίνει").
  • μεταξύ εξωτερικών θέσεων του εαυτού (π.χ. "Η αλληλεπίδραση των συνεργατών μου με οδήγησε στην απόφαση να αλλάξω δουλειά").

Όπως φαίνεται από τα προηγούμενα παραδείγματα, δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στο εσωτερικό του εαυτού και τον εξωτερικό κόσμο, αλλά μάλλον μια βαθμιαία μετάβαση[2]. Η θεωρία του διαλογικού εαυτού υποθέτει ότι ο εαυτός ως μια εσωτερική κοινότητα θέσεων εμπεριέχει ένα σύνολο εσωτερικών και εξωτερικών (εσωτερικευμένων) θέσεων που εμπλέκονται σε ένα διαρκή διάλογο. Όταν κάποιες από αυτές τις θέσεις σιωπήσουν ή κυριαρχήσουν έναντι των άλλων, ο εκτεταμένος εαυτός γίνεται μονολογικός. Όταν, αντίθετα, όλες αυτές οι θέσεις αναγνωρίζονται και "ακούγονται", ο εκτεταμένος εαυτός γίνεται περισσότερο διαλογικός και λειτουργικός, επιτρέποντας την καλύτερη ανάπτυξη του ατόμου[3].

Ιστορική προέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θεωρία του διαλογικού εαυτού στηρίχθηκε στην εργασία δυο διανοητών που έδρασαν σε διαφορετικές χώρες, του Γουΐλιαμ Τζέιμς και του Μιχαήλ Μπαχτίν. Οι διανοητές αυτοί προέρχονταν από διαφορετικές επιστήμες (ψυχολογία και λογοτεχνία αντίστοιχα) και από διαφορετικές επιστημολογικές παραδόσεις (πραγματισμός και διαλογικότητα). Η θεωρία του διαλογικού εαυτού τοποθετείται στην τομή αυτών των επιστημολογικών παραδόσεων [4]. Ως θεωρία του εαυτού στηρίζεται στην εργασία του Γουΐλιαμ Τζέιμς, ενώ το διαλογικό της μέρος βασίζεται στην θεωρία του Μπαχτίν. Η συγκεκριμένη στην εργασία επιστημόνων όπως ο Τζέιμς, ο Μπαχτίν και ο Τζορτζ Χέρμπερτ Μηντ και παράλληλα προσθέτει επιπλέον στοιχεία.

Ο Γουΐλιαμ Τζέιμς (1890) πρότεινε τη διάκριση ανάμεσα στο Εγώ και το Εμένα.

Ο Γουΐλιαμ Τζέιμς (1890) πρότεινε μια διάκριση ανάμεσα στο Εγώ (I) και το Εμένα (Me) η οποία, σύμφωνα με τον Morris Rosenberg [2], αποτελεί κλασσική διάκριση στην ψυχολογία του εαυτού. Κατά τον Τζέιμς, το Εγώ αντιστοιχεί στον εαυτό-ως-γνώστη και χαρακτηρίζεται από συνέχεια, διακριτότητα και βούληση [5]. συνέχεια του εαυτού-ως-γνώστη χαρακτηρίζεται από μια αίσθηση προσωπικής ταυτότητας, δηλαδή μια αίσθηση συνέχειας στο χρόνο. Η αίσθηση της διακριτότητας ή ατομικότητας προκύπτει από την υποκειμενική φύση του εαυτού-ως-γνώστη.Η αίσθηση της διακριτότητας ή ατομικότητας προκύπτει από την υποκειμενική φύση του εαυτού-ως-γνώστη.Τέλος, μια αίσθηση προσωπικής βούλησης αντανακλάται στη συνεχή επιλογή ή απόρριψη σκέψεων με την οποία ο εαυτός-ως-γνώστης αναδεικνύεται σε ενεργό επεξεργαστή των βιωμάτων του [4]. Κατά τον James, ο όρος Εμένα (me), αντιστοιχεί στον εαυτό-ως-γνώριμο (self-as-known) και συντίθεται από τα βιωματικά στοιχεία που θεωρείται ότι ανήκουν σε κάποιον. Ο James γνώριζε ότι υπάρχει μια σταδιακή μετάβαση από το Εγώ (me) στο Εμένα (mine) και συμπέραινε ότι ο βιωματικός εαυτός συντίθεται από όλα όσα ένα πρόσωπο ονομάζει δικά του, όχι μόνο το σώμα του και τις ψυχικές του ιδιότητες, αλλά και τα ρούχα του, το σπίτι του, την οικογένειά του, τους προγόνους του, τους φίλους του, η φήμη του, η δουλειά του, η περιουσία του [6]. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, τα όντα και τα αντικείμενα του περιβάλλοντος ανήκουν στον εαυτό ενός ατόμου από τη στιγμή που βιώνονται ως δικά του. Αυτό σημαίνει ότι στον εαυτό κάποιου δεν ανήκει μόνο, για παράδειγμα, η μητέρα του, αλλά και ο εχθρός του. Σύμφωνα με τον Τζέιμς, ο εαυτός κάποιου επεκτείνεται στο περιβάλλον του ή, διαφορετικά, εμπεριέχει στοιχεία του περιβάλλοντός του. Αυτός ο εκτεταμένος εαυτός, μπορεί να αντιπαραβληθεί με τον καρτεσιανό εαυτό ο οποίος βασίζεται στη σαφή διάκριση, όχι μόνο ανάμεσα στον εαυτό και στο σώμα αλλά και ανάμεσα στον εαυτό και τους άλλους. Ο εαυτός δεν αποκλείει εξωτερικά από το δέρμα τους άλλους. Κατά την οπτική του James, ο εκτεταμένος εαυτός εμπεριέχει αντιθέσεις και συναλλαγές σε ένα κατανεμημένο, πολυφωνικό όλον.

Μιχαήλ Μπαχτίν (1920)

Ο Τζέιμς προτείνει την ιδέα ενός αστερισμού θέσεων οι οποίοι θεωρεί ότι ανήκουν στον εκτεταμένο εαυτό: "η σύζυγός μου, τα παιδιά μου, οι πρόγονοί μου, οι φίλοι μου. Αυτοί οι χαρακτήρες-θέσεις εντός του εαυτού είναι εμφανείς και στη δουλειά του Μπαχτίν [7]. Ο Μπαχτίν χρησιμοποιεί τη μεταφορά πολυφωνική νουβέλα η οποία αποτέλεσε έμπνευση για μεταγενέστερες διαλογικές προσεγγίσεις του εαυτού. Για να φτάσει στην έννοια της πολυφωνικής νουβέλας, ο Μπαχτίν μελέτησε τα έργα του Ντοστογιέφσκι. Ο Μπαχτίν θεωρούσε ότι στα έργα του Ντοστογιέφσκι δεν υπάρχει μόνο η φωνή του συγγραφέα αλλά και πολλών άλλων, που προσωποποιήθηκαν στους χαρακτήρες των έργων του, όπως ο Ιβάν Καραμαζόφ, ο Ρασκόνικοφ κ.α.

Οι παραπάνω χαρακτήρες δεν παρουσιάζονται ως πειθήνιοι σκλάβοι στην υπηρεσία του συγγραφέα, αλλά αντιμετωπίζονται ως ανεξάρτητες φωνές, έχοντας η κάθε μια τη δική της οπτική για τον κόσμο. Κάθε ήρωας τοποθετείται ως συγγραφέας της δικής του ιδεολογίες και όχι ως αντικείμενο της καλλιτεχνικής οπτικής του Ντοστογιέφσκι. Αντί για μια πολλαπλότητα χαρακτήρων σε ένα ενοποιημένο κόσμο, υπάρχει μια πληθώρα συνειδήσεων σε διαφορετικούς κόσμους. Όπως στα πολυφωνικά τραγούδια όπου οι πολλαπλές φωνές συνοδεύουν ή αντιτίθενται μεταξύ τους με ένα διαλογικό τρόπο. Τοποθετώντας μαζί διαφορετικούς χαρακτήρες σε μια πολυφωνική κατασκευή, ο Ντοστογιέφσκι δημιουργεί μια πολλαπλότητα προοπτικών, απεικονίζοντας χαρακτήρες ενώ συνομιλούν με το Διάβολο (Ιβάν και ο Διάβολος), με τα άλτερ έγκο τους (Ιβάν και Σμερντιάκοφ), ακόμα και με καρικατούρες των εαυτών τους (Ρασκόνικοφ και Σβιντιγκάλοφ).

Εμπνευσμένος από τη δουλειά των Τζέϊμς και Μπαχτίν, ο Χέρμανς έγραψε την πρώτη δημοσίευση για τη θεωρία του διαλογικού εαυτού το 1992 [8], στην οποία η έννοια του εαυτού παρουσιάζεται ως μια δυναμική πολλαπλότητα σχετικά αυτόνομων Εγώ-θέσεων, διαφορετικών εσωτερικών φωνών στο τοπίο της προσωπικότητας του ατόμου. Σε αυτή τη θεώρηση, το Εγώ έχει τη δυνατότητα να μετακινείται σε διαφορετικές θέσεις-φωνές, ανάλογα με τη χρονική στιγμή και/ή με τις αλλαγές στις καταστάσεις. Το Εγώ μετακινείται διαρκώς ανάμεσα σε διαφορετικές, ακόμα και αντιτιθέμενες, θέσεις και έχει την ικανότητα να δωρίζει σε κάθε θέση μια διαφορετική, διακριτή φωνή, ώστε να αναπτύσσονται μεταξύ τους διαλογικές σχέσεις. Οι διαφορετικές φωνές λειτουργούν ως αλληλεπιδρώντες χαρακτήρες μιας νουβέλας, εμπλεκόμενες σε διεργασίες ερωτήσεων, απαντήσεων, συμφωνίας ή σύγκρουσης. Κάθε διαφορετική φωνή έχει μια να πει μια ιστορία για την εμπειρία της από τη συγκεκριμένη θέση θέασης του κόσμου. Ως διαφορετικές φωνές, ανταλλάσσουν πληροφορίες για τα αντίστοιχα Εγώ και Εμένα, οδηγώντας σε έναν πολύπλοκο, αφηγηματικά και διαλογικά δομημένο εαυτό.

Εργαλεία αξιολόγησης και ερευνητικές διαδικασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χούμπερτ Χέρμανς έγραψε στην πρώτη επιστημονική δημοσίευση για το διαλογικό εαυτό το 1992.

Η θεωρία του διαλογικού εαυτού έχει οδηγήσει στην κατασκευή διαφορετικών εργαλείων και μεθόδων έρευνας και αξιολόγησης των κεντρικών διαστάσεων του διαλογικού εαυτού.

Προσωπικό Ρεπερτόριο Θέσεων (PPR)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα εργαλείο εκτίμησεις των διαφορετικών φωνών του διαλογικού εαυτού είναι το Προσωπικό Ρεπερτόριο Θέσεων (Personal Position Repertoire - PPR) [9] , μια ιδιογραφική διαδικασία εκτίμησης των εν δυνάμει εσωτερικών και εξωτερικών (εσωτερικευμένων) θέσεων του εαυτού, στη μορφή ενός οργανωμένου ρεπερτορίου θέσεων

Η εκτίμηση μέσω του PPR γίνεται προσφέροντας στο συμμετέχοντα έναν κατάλογο πιθανών εσωτερικών και εξωτερικών θέσεων του εαυτού. Ο συμμετέχων επιλέγει εκείνες τις θέσεις που θεωρεί ότι ταιριάζουν στη δική του ζωή. Επιτρέπεται να προσθέσει επιπλέον θέσεις στον κατάλογο και να τις ονομάσει με τα δικά λόγια. Η συσχέτιση ανάμεσα στις εσωτερικές και εξωτερικές θέσεις σημειώνεται στη συνέχεια σε έναν πίνακα διπλής εισόδου, όπου οι γραμμές αναπαριστούν τις εσωτερικές θέσεις και οι στήλες τις εξωτερικές. Στα κελιά του πίνακα ο συμμετέχων σημειώνει, σε μια κλίμακα από 0 μέχρι 5, τον βαθμό στον οποίο η δεδομένη εσωτερική θέση είναι σημαντική σε σχέση με την αντίστοιχη εξωτερική θέση. Οι βαθμολογίες στον πίνακα επιτρέπουν τον υπολογισμό ενός αριθμού δεικτών, όπως τα αθροίσματα ανά γραμμές ή στήλες, που αναδεικνύουν τις εσωτερικές ή εξωτερικές θέσεις που υπερέχουν έναντι των υπολοίπων ή την ανάδειξη του προφίλ των εσωτερικών θέσεων σε σχέση με τις εξωτερικές. Με βάση τα αποτελέσματα της ποσοτικής ανάλυσης, κάποιες θέσεις μπορούν να επιλεγούν από τον αξιολογητή ή τον συμμετέχοντα για βαθύτερη εξέταση.

Με βάση τις επιλεγμένες θέσεις, ο συμμετέχοντας μπορεί να διηγηθεί μια ιστορία που αντιστοιχεί σε εμπειρίες κάθε μιας από αυτές τις θέσεις και στη συνέχεια μαζί με τον αξιολογητή να εξερευνήσουν ποιες θέσεις μπορεί να θεωρηθεί ότι απαντούν σε μια ή περισσότερες άλλες θέσεις. Με αυτόν τον τρόπο η μεθοδολογία PPR συνδυάζει στοιχεία και ποσοτικής και ποιοτικής ανάλυσης.

Η μέθοδος του Προσωπικού Ιστού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μέθοδος αξιολόγησης του Προσωπικού Ιστού (Personal web) αναπτύχθηκε από τον Raggatt. Πρόκειται για μια ημιδομημένη μέθοδο που ξεκινάει από την υπόθεση ότι ο εαυτός διακατέχεται από έναν αριθμό αντιτιθέμενων αφηγηματικών φωνών, κάθε μια από τις οποίες έχει τη δική της ιστορία. Κάθε φωνή ανταγωνίζεται τις υπόλοιπες για την κυριαρχία της σκέψης και της δράσης του ατόμου. Κάθε φωνή θεμελιώνεται σε ένα διαφορετικό σύνολο συναισθηματικά φορτισμένων δεσμών με πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις.

Η αξιολόγηση γίνεται σε δύο φάσεις:

  • Στην πρώτη φάση, αναγνωρίζονται 24 είδη δεσμών σε τέσσερις κεντρικούς άξονες: άνθρωποι, γεγονότα, μέρη και αντικείμενα, και προσανατολισμοί σε σωματικά μέλη. Με μια συνέντευξη εξετάζεται η ιστορία και το νόημα κάθε δεσμού.
  • Στη δεύτερη φάση, οι συμμετέχοντες καλούνται να ομαδοποιήσουν τους δεσμούς με βάση την ισχύ τους και ακολουθεί ποσοτική ανάλυση (ανάλυση συστάδων και πολυδιάστατη κλιμακοποίηση) για να δημιουργηθεί ο προσωπικός ιστός των δεσμών.

Η μέθοδος αυτή αποτελεί έναν συνδυασμό ποιοτικής και ποσοτικής διαδικασίας με σκοπό την χαρτογράφηση του περιεχομένου και της δόμησης του πολυφωνικού εαυτού.

Η μέθοδος της Αυτο-αντιπαράθεσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι διαλογικές συσχετίσεις εντός του πολυφωνικού διαλογικού εαυτού μπορούν να μελετηθούν με μια προσαρμοσμένη έκδοση της μεθόδου της Αυτο-αντιπαράθεσης[10]. Ο Χέρμανς αναφέρει το παρακάτω παράδειγμα. Μια θεραπευόμενη, η Μαρία, ανέφερε ότι μερικές φορές ένιωθε την παρουσία μιας μάγισσας η οποία επιθυμούσε να δολοφονήσει τον σύζυγό της, ιδιαίτερα όταν αυτός ήταν μεθυσμένος. Η Μαρία έκανε μια διερεύνηση του εαυτού της σε δύο φάσεις, στην πρώτη από τη θέση της Μαρίας και στη δεύτερη από τη θέση της Μάγισσας. Στη συνέχεια διηγήθηκε από κάθε μια θέση μια ιστορία για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Αυτές οι ιστορίες συνοψίστηκαν στη μορφή ενός αριθμού προτάσεων. Από τη σύνοψη φάνηκε ότι η Μαρία σχημάτιζε προτάσεις που ήταν περισσότερο κοινωνικά αποδεκτές σε σχέση με τις προτάσεις της Μάγισσας. Για παράδειγμα, η Μαρία έλεγε "για πρώτη φορά στη ζωή μου είμαι δοσμένη στη δημιουργία ενός σπιτικού", ενώ η μάγισσα έλεγε "με τη μειλίχια θηλυκή φύση μου μπορώ να αναγνωρίσω τα τρωτά σημεία του συζύγου, ώστε να έχω το πάνω χέρι αργότερα". Έγινε εμφανές ότι οι προτάσεις των δύο θέσεων της Μαρίας ήταν πολύ διαφορετικές σε περιεχόμενο, ύφος και συναίσθημα. Ακόμα, η σχέση ανάμεσα στη Μαρία και τη Μάγισσα φάνηκε να είναι περισσότερο μονολογική παρά διαλογική, δηλαδή οποιαδήποτε από τις δυο φωνές διεκδικούσε τον πλήρη έλεγχο, χωρίς να υπάρχει συναλλαγή μεταξύ τους.

Μετά την παραπάνω διερεύνηση, η Μαρία έλαβε μια θεραπευτική επίβλεψη κατά την οποία άρχισε να κρατά ημερολόγιο και να διακρίνει με ακρίβεια πότε βίωνε κάτι με τη φωνή της Μαρίας και πότε το βίωνε με τη φωνή της Μάγισσας. Έγινε ενήμερη όχι μόνο των αναγκών της Μάγισσας, αλλά έμαθε να δίνει και επαρκείς απαντήσεις μόλις αντιλαμβανόταν αυτή τη φωνή μέσα της. Σε μια δεύτερη διερεύνηση, ένα χρόνο αργότερα, η έντονα συγκρουσιακή σχέση ανάμεσα στις δυο εσωτερικές φωνές είχε μειωθεί σημαντικά και συνακόλουθα είχε μειωθεί το στρες και το άγχος της Μαρίας. Μάλιστα ανέφερε ότι σε κάποιες περιπτώσεις κατάφερε να χρησιμοποιήσει την ενεργητικότητα της μάγισσας (π.χ. όταν έψαχνε για δουλειά). Ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έλεγχε τη μάγισσα, σε άλλες περιπτώσεις μπορούσε να συνεργαστεί μαζί της. Οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη διερεύνηση φανερώνουν την μετατροπή της αρχικής σχέσης των φωνών από μονολογική σε διαλογική.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Minsky, M. (1985). The Society of Mind. New York: Simon & Schuster.
  2. 2,0 2,1 Rosenberg, M. (1979). Conceiving the self. New York: Basic Books.
  3. Hermans, H., Hermans-Konopka, A. (2010). Dialogical Self Theory. Positioning And Counter-Positioning In A Globalizing Society. New York: Cambridge University Press.
  4. 4,0 4,1 Hermans, H. (2001). The Dialogical Self: Toward a Theory of Personal and Cultural Positioning. Culture & Psychology, 2001, 7, 243-281
  5. Damon, W., & Hart, D. (1982). The development of self-understanding from infancy through adolescence. Child Development, 4, 841-864.
  6. James, W. (1890). The principles of psychology (Vol. 1). London: Macmillan, p. 291.
  7. Bakhtin, M. (1973). Problems of Dostoevsky's poetics (2nd edn.; R. W. Rotsel, Trans.). Ann Arbor, MI: Ardis. (Original work published 1929 as Problemy tvorchestva Dostoevskogo [Problems of Dostoevsky's Art])
  8. Hermans, H. J. M., Kempen, H. J. G., & Van Loon, R. J. P. (1992). The dialogical self: Beyond individualism and rationalism. American Psychologist, 47, 23–33.
  9. Hermans, H.J.M. (2001b). The construction of a personal position repertoire: Method and practice. Culture & Psychology, 7, 323-365.
  10. Hermans, H.J.M., & Hermans-Jansen, E. (1995). Self-narratives: The Construction of meaning in psychotherapy. New York: Guilford. ISBN 0-89862-878-4. [Polish transl. by P. Oles, 2000, ISBN 83-88242-55-5.]