Διέκπλους

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο ναυτικός όρος διέκπλους μπορεί να σημαίνει:

  1. Την πλεύση (ή τον πλουν) διά μέσου στενού (αμφιγείου) και αδιάφορα του πλάτους αυτού. (παράδειγμα: ... συγκρούσθηκαν 2 πλοία κατά τον διέκπλου τους στον δίαυλο Λαυρίου - Μακρονήσου).
  2. Το ίδιο το "αμφίγειο" στη περίπτωση που παρουσιάζει μεγάλο εύρος (πλάτος) και ενώνει δύο θάλασσες, ή μεγάλους κόλπους. Συνεπώς διέκπλους είναι ο Πορθμός του Μαγγελάνου που συνδέει δύο Ωκεανούς, η Μάγχη που συνδέει τον Ατλαντικό Ωκεανό με την Βόρεια Θάλασσα αλλά και ο Διέκπλους του Καφηρέα (Ελλάδα) που ενώνει το ΝΑ. με το ΒΔ. Αιγαίο πέλαγος κλπ.
  3. Διέκπλους (ελιγμός) Τακτικός ελιγμός πλοίου με στόχο τον διεμβολισμό
  4. Στην κοινή ναυτική γλώσσα ο διέκπλους ονομάζεται και "κανάλι".


Εικονίδιο αποσαφήνισης
Αποσαφήνιση
Αυτή είναι μια σελίδα αποσαφήνισης, δηλαδή μια σελίδα που δείχνει άλλες που θα είχαν το ίδιο όνομα με αυτήν.
Εάν ακολουθήσατε μια σύνδεση εδώ, μπορεί να θελήσετε να επιστρέψετε και να διορθώσετε τον σύνδεσμο για να συνδέει προς την κατάλληλη συγκεκριμένη σελίδα.