Δημόσια πρόταση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ως δημόσια πρόταση νοείται η πρόταση, η οποία απευθύνεται στους κατόχους κινητών αξιών μιας εταιρείας για την απόκτηση του συνόλου ή μέρους των αξιών αυτών. Μια δημόσια πρόταση μπορεί είναι είτε προαιρετική είτε υποχρεωτική.

Όταν μία εταιρεία που έχει εισαγάγει τις μετοχές της στο Χρηματιστήριο, αποφασίσει να τις αποσύρει θα πρέπει,σύμφωνα με το νόμο, να έχει στην κατοχή της τουλάχιστον το 90% των μετοχών. Γι αυτό υπάρχει η διαδικασία της "δημόσιας πρότασης" μέσω της οποίας η εταιρεία ζητάει από τους μετόχους που κατέχουν τις μετοχές της να της δώσουν αυτές τις μετοχές έναντι ενός τιμήματος που υπολογίζεται με μια συγκεκριμένη διαδικασία που ορίζει ο νόμος. Ο τελευταίος νόμος περί δημοσίων προτάσεων ψηφίσθηκε από την Ελληνική Βουλή το 2006 και είναι ο ν.3461/2006 (ΦΕΚ 106 Α').

Πιο συγκεκριμένα, η δημόσια πρόταση είναι μορφή εξαγοράς μιας επιχείρησης, η οποία είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο και παρουσιάζει, συνήθως, ευρεία διασπορά. Η εξαγορά με δημόσια πρόταση γίνεται σε καθορισμένο σύντομο χρονικό διάστημα και συνήθως το τίμημα είναι το βέλτιστο. Η ιδιαιτερότητα που παρουσιάζεται στις δημόσιες προτάσεις συγκριτικά με άλλες μορφές εξαγοράς είναι το γεγονός ότι η εξαγορά με δημόσια πρόταση δεν προϋποθέτει την σύμφωνη γνώμη των διοικούντων της υπό εξαγορά εταιρείας. Η δημόσια πρόταση εκδηλώνεται εν αγνοία της υπό εξαγορά εταιρείας και συχνά αιφνιδιαστικά . Επιπρόσθετα, οι δημόσιες προτάσεις ενώ αποσκοπούν στην εξαγορά μετοχών, δεν υπάρχει επίδραση στην χρηματιστηριακή τιμή μετοχής. Παρ’ όλο που η λογική της οικονομικής επιστήμης ορίζει ότι εφόσον υπάρχει αυξημένη ζήτηση, η τιμή της μετοχής θα αυξηθεί, κάτι τέτοιο δεν παρατηρείται να συμβαίνει.

Είδη δημοσίων προτάσεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δημόσιες προτάσεις είναι δύο ειδών: Η Υποχρεωτική και η Προαιρετική.

Υποχρεωτική δημόσια πρόταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι υποχρεωτικές δημόσιες προτάσεις ρυθμίζονται από το άρθρο 7 του νόμου 3461/2006 σύμφωνα με το οποίο κάθε πρόσωπο το οποίο αποκτά με οποιονδήποτε τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, απευθείας ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του ή συντονισμένα με αυτό, κινητές αξίες και, λόγω της απόκτησης αυτής, το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει το πρόσωπο αυτό, άμεσα ή έμμεσα, απευθείας ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του ή συντονισμένα με αυτό, υπερβαίνει το όριο του ενός τρίτου (1/3) του συνόλου των δικαιωμάτων ψήφου της υπό εξαγορά εταιρείας, υποχρεούται, εντός είκοσι (20) ημερών από την απόκτηση αυτή, να απευθύνει υποχρεωτική δημόσια πρόταση για το σύνολο των κινητών αξιών της υπό εξαγορά εταιρείας καταβάλλοντας δίκαιο και εύλογο αντάλλαγμα. Την ίδια υποχρέωση υπέχει και κάθε πρόσωπο που κατέχει περισσότερο από το ένα τρίτο (1/3) χωρίς να υπερβαίνει το ένα δεύτερο (1/2) του συνόλου των δικαιωμάτων ψήφου της υπό εξαγορά εταιρείας και το οποίο αποκτά μέσα σε δώδεκα (12) μήνες, άμεσα ή έμμεσα, απευθείας ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του ή συντονισμένα με αυτό, κινητές αξίες της υπό εξαγορά εταιρείας οι οποίες αντιπροσωπεύουν ποσοστό ανώτερο του τρία τοις εκατό (3%) του συνόλου των δικαιωμάτων ψήφου της υπό εξαγορά εταιρείας.

Οι υποχρεωτικές δημόσιες προτάσεις ακολουθούν εφόσον αποκτηθεί ο έλεγχος μιας εταιρείας. Αποτελούν την υποχρέωση εκείνου που απέκτησε τον έλεγχο να προσφέρει την ευκαιρία στους μετόχους της μειοψηφίας να εξέλθουν από την εταιρεία εκποιώντας τις μετοχές τους σε δίκαιη τιμή. Η προστασία των μετόχων της μειοψηφίας, αποτελεί σημαντικό χαρακτηριστικό της δημόσιας πρότασης εφόσον πρέπει να διατηρηθεί το δικαίωμα τους να εξέλθουν από την εταιρεία με ισοδύναμους όρους με εκείνους που έγινε δυνατή η απόκτηση του ελέγχου.

Σε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης υποβολής δημόσιας πρότασης δηλαδή να γίνει υπέρβαση του ορίου που προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 7 του νόμου 3461 , η επιτροπή κεφαλαιαγοράς μπορεί να αναστείλει τα δικαιώματα ψήφου ή και τα υπόλοιπα δικαιώματα που προκύπτουν από την κατοχή των κινητών αξιών. Επίσης, η επιτροπή κεφαλαιαγοράς μπορεί μέχρι και να εκποιήσει αριθμό δικαιωμάτων ψήφου από τον πλειοψηφόν μέτοχο ή από τα πρόσωπα που ενεργούν συντονισμένα με αυτόν, προκειμένου το ποσοστό που θα προκύψει από την εκποίηση αυτή να μην υπερβαίνει το προβλεπόμενο όριο.

Προαιρετική δημόσια πρόταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προαιρετική δημόσια πρόταση γίνεται από πλευράς του προτείνοντα επειδή αποσκοπεί στην απόκτηση ελέγχου της υπό εξαγορά εταιρείας όμως δεν αποκλείεται η δημόσια πρόταση να έχει σκοπό την απλή επένδυση σε μετοχές.

Επίσης, είναι πιθανό η δημόσια πρόταση να έχει σκοπό την ενίσχυση της θέσης του μετόχου ο οποίος ήδη ελέγχει την εταιρεία, διαθέτοντας την καταστατική πλειοψηφία, και η βούληση του είναι να αποδυναμώσει την θέση της μειοψηφίας αφαιρώντας από αυτήν τα νόμιμα καταστατικά της δικαιώματα. Πάντως, οι δημόσιες προτάσεις έχουν συνδεθεί κυρίως με την πρόθεση απόκτησης ελέγχου οπότε σπάνια γίνεται λόγος για προτάσεις που αποσκοπούν στην απλή απόκτηση μετοχών.

Ο νόμος ορίζει ότι στην περίπτωση της εθελούσιας δημόσιας πρότασης, ο προτείνων είναι υποχρεωμένος να αποκτήσει το σύνολο των μετοχών που θα του προσφερθούν εκτός κι αν ο ίδιος έχει ορίσει μέγιστο αριθμό κινητών αξιών που είναι υποχρεωμένος να αποκτήσει. Ακόμα, ο προτείνων δικαιούται να ορίσει και ελάχιστο αριθμό μετοχών προκειμένου να ισχύσει η δημόσια πρόταση. Βάση του νόμου, μια δημόσια πρόταση μπορεί να γίνει ακόμα και για μετοχές οι οποίες δεν ενσωματώνουν δικαίωμα ψήφου.

Φιλικές ή εχθρικές δημόσιες προτάσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν αναφερόμαστε σε εχθρικές ή φιλικές δημόσιες προτάσεις ουσιαστικά αναφερόμαστε στην στάση της διοίκησης της εξαγοραζόμενης εταιρίας, οπότε δεν προκύπτει κάποιο νομικό ενδιαφέρον.

Στην περίπτωση των φιλικών δημόσιων προτάσεων, μιλάμε για εξαγορές που έγιναν ύστερα από τη συμφωνία μεταξύ των διοικήσεων και των δύο εμπλεκομένων πλευρών. Αντίθετα, οι εχθρικές εξαγορές προκύπτουν όταν υπάρχει μεγάλη διαφορά των δύο εμπλεκομένων πλευρών. Στην περίπτωση αυτή, η εξαγοράζουσα επιχείρηση προχωράει στην υλοποίηση των σχεδίων της είτε αποκτώντας «αθόρυβα» πακέτα μετοχών είτε προχωρώντας σε υποχρεωτική δημόσια πρόταση ή άσκηση του δικαιώματος εξαγοράς.

Σε κάθε περίπτωση, η παραπάνω διάκριση δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον από νομικής απόψεως εφόσον είτε πρόκειται για φιλική είτε για εχθρική δημόσια πρόταση τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να τηρούν μόνο τις κατευθύνσεις του νόμου, ο οποίος δεν ασχολείται με την παραπάνω διάκριση.

Ανταγωνιστικές δημόσιες προτάσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως ανταγωνιστικές δημόσιες προτάσεις νοούνται οι προτάσεις που κατατίθενται με όρους ευνοϊκότερους για τους αποδέκτες της δημόσιας πρότασης, που έχει ως αντικείμενο τίτλους, που αποτελούν το αντικείμενο άλλης, προηγουμένως διατυπωθείσας, δημόσιας πρότασης.

Ο προτείνων της ανταγωνιστικής πρότασης έχει δικαίωμα κατάθεσης την προτάσεων μέχρι επτά ημέρες πριν από την λήξη της περιόδου αποδοχής της αρχικής πρότασης. Σαφώς, δεν επιτρέπεται η διατύπωση ανταγωνιστικής δημόσιας πρότασης από πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό ή σε συνεννόηση με τον αρχικό προτείνοντα. Επιπρόσθετα, όλοι οι αποδέκτες της αρχικής δημόσιας πρότασης μπορούν να αποδεχτούν την ανταγωνιστική πρόταση αφού πρώτα ανακαλέσουν την αποδοχή της αρχικής πρότασης.

Στην Ελλάδα, από το 2000 έως και το 2010 έχει λάβει χώρα μόνο μία ανταγωνιστική πρόταση. Ο αρχικός προτείνων ήταν η Gredit Agricol και η υπό εξαγορά εταιρία η Εμπορική Τράπεζα. Ανταγωνιστική πρόταση κατέθεσε η Τράπεζα Κύπρου ΛΤΔ, η οποία τελικά ανακλήθηκε διότι δεν δόθηκε η απαραίτητη έγκριση από μέρους της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου.

Παρότι οι δημόσιες προτάσεις είναι ένα μέσο εξαγοράς που επιδέχεται σκληρές διαπραγματεύσεις και θα μπορούσαν να αναπτυχθούν ανταγωνιστικές συμπεριφορές, στην Ελλάδα δεν φαίνεται να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Εφόσον ο νόμος δεν δίνει την δυνατότητα στον προτείνοντα να αποκλίσει τις ανταγωνιστικές δημόσιες προτάσεις είναι άξιο σημασίας το γεγονός ότι δεν κατατίθενται ανταγωνιστικές προτάσεις.

Οι κλάδοι δραστηριοποίησης των περισσότερων εταιριών ή φυσικών προσώπων που καταθέτουν δημόσιες προτάσεις είναι κλάδοι με υψηλό ανταγωνισμό που κατά καιρούς πράττουν επιθετικά απέναντι στους ανταγωνιστές τους.

Ένα παράδειγμα που θα μπορούσε να διατυπωθεί είναι αυτό που αφορά τον επιχειρηματικό κλάδο των τροφίμων. Ανεξάρτητα από τα τρόφιμα που μια επιχείρηση παράγει και πουλά θα μπορούσε υπό ευνοϊκές συνθήκες να ενδιαφερθεί να αποκτήσει με ανταγωνιστική δημόσια πρόταση –αν όχι με προαιρετική δημόσια πρόταση- μία άλλη εταιρία προκειμένου να αυξήσει την δύναμη της. Εφόσον έχουν λάβει χώρα τουλάχιστον πέντε δημόσιες προτάσεις που αφορούν το κλάδο των τροφίμων είναι άξιο απορίας το γεγονός ότι πάντα τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν δύο. Δηλαδή, καμία ανταγωνίστρια εταιρία δεν προέβη σε ανταγωνιστική δημόσια πρόταση.

Οι λόγοι που συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι εκ πρώτης όψεως οικονομικοί. Η ανταγωνιστική δημόσια πρόταση κατατίθεται υπό το πρίσμα των ευνοϊκότερων όρων, δηλαδή κυρίως του υψηλότερου ανταλλάγματος, κάτι που σημαίνει ότι η τιμή των υπό διαπραγμάτευση μετοχών θα πρέπει να είναι υψηλότερη από την αρχική δημόσια πρόταση. Στην περίπτωση της δημόσιας πρότασης της Gredit Agricol στην Εμπορική Τράπεζα το τίμημα ανερχόταν στα 23,50 ευρώ ανά μετοχή ενώ το τίμημα της ανταγωνιστικής προτάσεων από την Τράπεζα Κύπρου ΛΤΔ ήταν 6,00 ευρώ ανά μετοχή και 3,25 μετοχές της Τράπεζας Κύπρου για κάθε μία μετοχή της Εμπορικής Τράπεζας.

Όπως προκύπτει από το παραπάνω παράδειγμα, η υψηλή τιμή της μετοχής, είναι ένας ανασταλτικός παράγοντας για τον προτείνων της ανταγωνιστικής πρότασης διότι μπορεί να εκφεύγει του οικονομικού του συμφέροντος. Επιπλέον, η ανταγωνιστική πρόταση προϋποθέτει την διάθεση εκείνου που την καταθέτει να προβεί σε ενέργειες «ανοιχτής» αντιπαράθεσης με τον αρχικό προτείνοντα.

Προφανώς, όταν γίνεται λόγος για εταιρίες με μεγάλη δύναμη στον κλάδο τους, ακόμα και οι ανταγωνιστές τους δεν επιθυμούν να προβούν σε «ανοιχτή» αντιπαράθεση μαζί τους, διότι το αίσθημα του φόβου είναι υψηλό.

Η σκέψη όμως που φαίνεται να κυριαρχεί είναι ότι ακόμα και σε τόσο διαφανείς και δημόσιες πράξεις εξαγοράς, όπως οι δημόσιες προτάσεις αγοράς κινητών αξιών, υπάρχουν κώδικες συνεννόησης και μέσα προστασίας των ισχυρών που καθιστούν απαγορευτικές τις ανταγωνιστικές ενέργειες.

Εξαιρέσεις από την υποχρέωση υποβολής δημόσιας πρότασης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρακάτω παρατίθενται οι εξαιρέσεις από την υποβολή υποχρεωτικής δημόσιας πρότασης :

  1. Τρίτο πρόσωπο που κατέχει μεγαλύτερο ποσοστό δικαιωμάτων ψήφου από το πρόσωπο της παραγράφου 1 του άρθρου 9(νόμος 3461/2006).
  2. Εάν οι κινητές αξίες αποκτήθηκαν μετά από δημόσια πρόταση και για το σύνολο των κινητών αξιών.
  3. Η απόκτηση των κινητών αξιών είναι αποτέλεσμα λόγω γονικής παροχής. Μεταβίβασης ή κληρονομιάς.
  4. Αν το ποσοστό του αναφερόμενου στο άρθρο 7 10 προσώπου δεν ξεπερνά το όριο κατά 3% και αναλάβει την υποχρέωση να διαθέσει τον αναγκαίο αριθμό κινητών αξιών προκειμένου να κατέλθει του ορίου εντός έξι μηνών και να μην ασκήσει τα δικαιώματα ψήφου που αντιστοιχούν στο ποσοστό αυτό εντός εξαμήνου.
  5. Αν οι κινητές αξίες αποκτήθηκαν κατά την ενάσκηση του δικαιώματος προτίμησης σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου.
  6. Αν η απόκτηση είναι αποτέλεσμα συγχώνευσης.
  7. Αν εφαρμόζεται η διαδικασία αποκρατικοποίησης της εταιρίας.
  8. Αν η απόκτηση αποτελεί μέρος της διαδικασίας εξυγίανσης του άρθρου 44 του νόμου 1892/1990.

Αρμόδια αρχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση της τήρησης του νόμου αλλά και της συνολικής διαδικασίας της διενέργειας δημόσιας πρότασης είναι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

Γενικά, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι αρμόδια για την εποπτεία της εφαρμογής των διατάξεων της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με ίδιους πόρους, λειτουργεί αποκλειστικά χάριν του δημοσίου συμφέροντος και απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας και διοικητικής αυτοτέλειας.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να εποπτεύει την εφαρμογή των νόμων κατά την διαδικασία των δημοσίων προτάσεων μόνο σε τέσσερις περιπτώσεις .

Πρώτον, οι κινητές αξίες που είναι αντικείμενο της δημόσιας πρότασης πρέπει να είναι εισηγμένες μόνο σε οργανωμένη αγορά στην Ελλάδα.

Δεύτερον, οι κινητές αξίες της υπό εξαγορά εταιρίας έχουν εισαχθεί για διαπραγμάτευση πρώτα σε οργανωμένη αγορά στην Ελλάδα και αργότερα να έχουν εισαχθεί σε κάποιο άλλο κράτος μέλος, εκτός αυτού που τελεί καταστατική έδρα της υπό εξαγορά εταιρίας.

Τρίτον, η κινητές αξίες της υπό εξαγορά εταιρίας έχουν εισαχθεί ταυτόχρονα σε οργανωμένη αγορά στην Ελλάδα και σε οργανωμένη αγορά άλλου κράτους μέλους, εκτός βέβαια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η έδρα της υπό εξαγορά εταιρίας. Βασική προϋπόθεση είναι η υπό εξαγορά εταιρία να έχει ορίσει ως αρμόδιο εποπτικό όργανο της δημόσιας πρότασης την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να το έχει ανακοινώσει σε αυτήν την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την δημοσιοποίηση της δημόσιας πρότασης. Ασφαλώς όλη η διαδικασία της δημοσίευσης πρέπει να πραγματοποιείται χωρίς υπαίτια βραδύτητα.

Τέταρτων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να εποπτεύει και τις περιπτώσει που οι κινητές αξίες της υπό εξαγορά εταιρίας είναι ήδη εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά άλλου κράτους μέλους, εκτός του κράτους μέλους που βρίσκεται η καταστατική έδρα της υπό εξαγορά εταιρίας, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου. Ειδικότερα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θα πρέπει να έχει οριστεί από τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών ή από την υπό εξαγορά εταιρία, ως αρμόδιο όργανο για την παρακολούθηση της πρότασης.

Το άρθρο 4 του νόμου 3461/2006 στην τρίτη παράγραφο εισάγει ένα κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που ορίζει ότι τα θέματα που σχετίζονται με το αντάλλαγμα της δημόσιας πρότασης, την ενημέρωση για την απόφαση του προτείνοντα να προβεί σε δημόσια πρόταση, το περιεχόμενο του πληροφοριακού δελτίου και τη δημοσιοποίηση της πρότασης ρυθμίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου εφόσον πρώτα έχει οριστεί ως αρμόδιο όργανο εποπτείας η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

Επιπρόσθετα, παρατίθενται οι περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζονται οι κανόνες και οι γενικές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο διατηρεί καταστατική έδρα οι υπό εξαγορά εταιρία.

  • Θέματα ενημέρωσης των εργαζομένων της υπό εξαγορά εταιρείας
  • Τα ποσοστά δικαιωμάτων ψήφου που απαιτούνται για την απόκτη¬ση ελέγχου και τις εξαιρέσεις από την υποχρέωση υποβολής δημόσιας πρότασης
  • Όροι υπό τους οποίους το διοικητικό συμβούλιο της υπό εξαγορά εταιρείας έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε ενέργειες ικανές να ματαιώσουν την πρόταση

Οι τρεις αυτές περιπτώσεις είναι που διαφοροποιούν το περιβάλλον των δημοσίων προτάσεων σε κάθε χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πάντως, στο νόμο 3461 διευκρινίζεται η υποχρέωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να συνεργάζεται με τις εποπτικές αρχές άλλων κρατών μελών και να ανταλλάσσει πληροφορίες που θα βοηθούν στην καλύτερη εφαρμογή του νόμου. Τέτοιες πληροφορίες μπορεί να είναι νομικά έγγραφα που αφορούν σε μέτρα των αρχών για τις δημόσιες προτάσεις, και γενικά κάθε πληροφορία που θα μπορέσει να διαφωτίσει τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με παραβάσεις ρυθμίσεων ή και με γενικούς κανόνες τήρησης της διαδικασίας.

Σε ότι αφορά το πληροφοριακό δελτίο η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να θέσει όρους μεταβολής του. Πιο συγκεκριμένα, με αιτιολογημένη απόφαση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαγορεύσει στο προτείνοντα να συμπεριλάβει πληροφορίες στο δελτίο, εφόσον η έλλειψη αυτών δεν θίγουν τα συμφέροντα των μετόχων ή των εργαζομένων. Επιπρόσθετα, μπορεί να ζητήσει από το προτείνοντα να προσθέσει συμπληρωματικές πληροφορίες, εφόσον κριθεί ότι αυτές είναι απαραίτητες για την άρτια ενημέρωση των ενδιαφερομένων μερών. Τέλος, μπορεί να απαιτήσει να γίνουν τροποποιήσεις ή προσαρμογές του πληροφοριακού δελτίου έτσι ώστε να τηρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου σε ότι αφορά την σύνταξη του πληροφοριακού δελτίου.

Ο προτείνων, είναι υποχρεωμένος να συμμορφωθεί με τις παρατηρήσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως προς το περιεχόμενο του πληροφοριακού δελτίου, επισημαίνοντας εφόσον κρίνει σκόπιμο, την συμμόρφωση του στους κανόνες .

Διαγραφή από το χρηματιστήριο

Στις περιπτώσεις των υποχρεωτικών δημοσίων προτάσεων, η πλειοψηφία των μετοχών ανήκει στον προτείνοντα (90% ως 95%) ο οποίος εξαναγκάζει τους μετόχους της μειοψηφίας να αποχωρήσουν και αντίστοιχα εκείνοι τον αναγκάζουν να εξαγοράσει τις μετοχές τους. Η συγκέντρωση όλων των μετοχών ή τουλάχιστον των περισσότερων στο ίδιο πρόσωπο ενεργοποιεί την υποχρεωτική διαγραφή των μετοχών που αποτέλεσαν αντικείμενο της δημόσιας πρότασης. Η διαγραφή των μετοχών που αποτέλεσαν αντικείμενο της δημόσιας πρότασης συμβαίνει διότι με την υψηλή συγκέντρωση των μετοχών σε ένα πρόσωπο, δεν διασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς . Επιπρόσθετα, εφόσον ο προτείνων κατέχει το 95% των μετοχών μπορεί να αποφανθεί για την διαγραφή των μετοχών από το χρηματιστήριο . Γενικά, οι δημόσιες προτάσεις είτε είναι υποχρεωτικές είτε προαιρετικές έχουν συνδεθεί στενά με το θεσμό της διαγραφής από το χρηματιστήριο .

Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που φυσικά πρόσωπα προέβησαν σε δημόσιες προτάσεις για την εξαγορά εταιριών που ήδη διοικούσαν, προκειμένου να αποκτήσουν το σύνολο των μετοχών και να «προκαλέσουν» την έξοδο των μετοχών από το χρηματιστήριο. Ενδεχομένως, κάτι τέτοιο συμβαίνει επειδή προβλέπεται περαιτέρω πτώση της τιμής της μετοχής, κακή πορεία του κλάδου που δραστηριοποιείται η επιχείρηση και άλλοι λόγοι που διαφοροποιούνται κατά περίπτωση. Πέραν όλων όσων έχουν αναφερθεί, οι δημόσιες προτάσεις είναι ένας ομαλός τρόπος προκειμένου να οδηγηθεί μια εταιρία εκτός χρηματιστηρίου χωρίς να υποστεί δυσφήμιση.

Η αστική ευθύνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τον όρο αστική ευθύνη νοείται η υποχρέωση που έχει κάθε άτομο να αποκαταστήσει κάθε ζημία που προκάλεσε σε κάποιο άλλο πρόσωπο, παράνομα ή υπαίτια. Ο νόμος 3461/2006, στο άρθρο 13 ορίζει ότι προτείνων, ο σύμβουλος του προτείνοντος αλλά και όλα τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την σύνταξη του πληροφοριακού δελτίου ευθύνονται έναντι των αποδεκτών της δημόσιας πρότασης για κάθε θετική ζημιά που υπέστησαν από υπαιτιότητας τους ως προς την ακρίβεια και την πληρότητα του πληροφοριακού δελτίου.

Επιπρόσθετα, το πρόσωπο που υπέστη την ζημιά πρέπει να έχει τις απαραίτητες αποδείξεις και να υπάρχει συνάφεια μεταξύ των παραλείψεων ή των παράνομων πράξεων και της ζημιάς. Με την σειρά της η άλλη πλευρά, δηλαδή ο προτείνων, ο σύμβουλος του προτείνοντος και κάθε πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την σύνταξη του πληροφοριακού δελτίου θα πρέπει να αποδείξει έλλειψη υπαιτιότητας για την ζημιά που φέρεται να έχει προκαλέσει. Πάντως, ακόμα και στην περίπτωση που τα πρόσωπα αυτά υποπέσουν σε πταίσματα ως προς την ακρίβεια ή την πληρότητα του πληροφοριακού δελτίου σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του νόμου, η αστική ευθύνη που έχουν ούτε περιορίζεται ούτε επηρεάζεται. Βεβαίως, κάθε ρήτρα που συμπεριλαμβάνεται στο πληροφοριακό δελτίο και αναφέρεται σε έλλειψη αστικής ευθύνης, θεωρείται άκυρη.

Επιπλέον, οι υποχρεωτικές ανακοινώσεις στις οποίες πρέπει να προβεί ο προτείνων σύμφωνα με το άρθρο 16, της πρώτης παραγράφου του νόμου 3461/2006 δεν μπορεί να αποδοθεί αστική ευθύνη. Οι ανακοινώσεις αυτές υπόκεινται σε υποχρεωτική δημοσιότητα και μόνο σε περίπτωση που είναι ανακριβής ή παραπλανητικές ή δεν έχουν συνάφεια με το πληροφοριακό δελτίο μπορεί να προκύψει αστική ευθύνη. Γενικά, κάθε ενέργεια από πλευράς του προσώπου που ζημιώθηκε για αξίωση αποζημίωσης παραγράφεται τρία χρόνια από την λήξη της περιόδου αποδοχής της δημόσιας πρότασης.

Κυρώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για την επιβολή κυρώσεων για οποιαδήποτε ενέργεια που δεν συνάδει με τις διατάξεις του νόμου 3461/2006 περί δημοσίων προτάσεων, υπεύθυνη είναι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Πιο συγκεκριμένα, κάθε πρόσωπο που παραβιάζει τον νόμο η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλει πρόστιμο ύψους μέχρι και τρία εκατομμύρια (3.000.000) ευρώ για κάθε παράβαση.

Επιπλέον, στις περιπτώσεις μη τήρησης υποχρέωσης υποβολής δημόσιας πρότασης, εξαιτίας υπέρβασης του προβλεπόμενου από το νόμο ορίου (παράγραφοι ένα και επτά) η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλλει αναστολή των δικαιωμάτων ψήφου ή όποιων άλλων δικαιωμάτων απορρέουν από τις κινητές αξίες της υπό εξαγορά εταιρίας.

Βιβλιογραφία -Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πτυχιακή εργασίας για τις δημόσιες προτάσεις αγοράς κινητών αξιών, Συγγραφέας: Σφουντούρη Σίλα
  • Δημήτριος Αυγιτίδης:
    • Η οδηγία 2004/25/ΕΚ για τις επιθετικές εξαγορές, ΔΕΕ 2006, σελ.261 επ.
    • Η εισηγμένη ανώνυμη εταιρία, 2008
    • Ειδικές ρυθμίσεις για τις εισηγμένες εταιρίες στον ΚΝ 1920/1920, ΕπισκΕΔ 2008, σελ.386 επ.
    • Εξαγορά πλειοψηφικού πακέτου ανώνυμης εταιρίας στο χρηματιστήριο και προστασία της μειοψηφίας, εις Εξαγορά Επιχειρήσεων, 2001, σελ.219 επ.
  • Βελέντζας, Δημόσιες προτάσεις αγοράς κινητών αξιών, ΕΤρΑξΧρΔ 2006, σελ.444 επ.
  • Γιοβαννόπουλος, Δημόσια πρόταση αγοράς μετοχών, Αρμ.2002, σελ.1575επ.
  • Θεοχαρίδης, Προσωρινή προστασία μετόχου και ενεχυρούχου δανειστή μετοχών Α.Ε. κατά τη δημόσια πρόταση αγοράς, ΔΕΕ 2005, σελ.549 επ.
  • Κοτσίρης, Έννοια ¨δημόσιας προσφοράς εξαγοράς¨, ΕΕμπΔ 2000, σελ.844 επ.
  • Λέκκας, Η δημόσια πρόταση εξαγοράς, ΧρηΔικ 2008, σελ.32 επ.
  • Λιβαδά, Τρία πρότυπα ρύθμισης της δημόσιας πρότασης εξαγοράς: Ευρωπαϊκή Ένωση, Αγγλία, Ελβετία, εις Εξαγορά Επιχειρήσεων, 2001,σελ.499 επ.
  • Μεταλληνός, Η απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τη δημόσια πρόταση αγοράς κινητών αξιών, εις Εξαγορά Επιχειρήσεων, 2001, σελ.195 επ.
  • Τσιμπρής, Η δημόσια πρόταση αγοράς κινητών αξιών, 1994
  • Ρόκας, Εμπορικές εταιρίες, Έκτη έκδοση, 2008