Β΄ Βενετοτουρκικός Πόλεμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Β΄ Βενετοτουρκικός Πόλεμος
Η ναυμαχία της Πύλου
Χρονολογία1499 - 1503
Τόπος: Αδριατική, Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Ιόνιο, Αιγαίο
ΈκβασηΝίκη των Οθωμανών. Η Βενετία κερδίζει την Κεφαλλονιά και χάνει τη Λευκάδα, τις βάσεις της στη νοτιοδυτική Μεσσηνία και τη Ναύπακτο, σπουδαίες θέσεις στις Δαλματικές ακτές και την Αλβανία και υποχρεώνεται να καταβάλλει ετήσιο φόρο υποτέλειας για τη Ζάκυνθο.
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα

Ο Β΄ Βενετοτουρκικός Πόλεμος διεξήχθη από το 1499 έως το 1503 μεταξύ της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας και των συμμάχων της και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τελείωσε με νίκη των Οθωμανών.

Οι αιτίες του πολέμου και τα χρόνια που προηγήθηκαν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το τέλος του πρώτου βενετοτουρκικού πολέμου ( 1479 ) και για 20 χρόνια, η ένταση μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Βενετίας αποκλιμακώνεται. Αιτία είναι η αναστολή των επεκτατικών σχεδίων των Οθωμανών εξ’ αιτίας της διαμάχης μεταξύ του Βαγιαζήτ Β΄ (1481-1512) και του νεότερου αδελφού του Τζεμ.

Παρά την ελαστική πολιτική που εφάρμοσαν οι Οθωμανοί έως το θάνατο του Τζεμ το 1494, οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες (κυρίως οι αντίπαλοι της Βενετίας: Φλωρεντία, Μιλάνο, Νάπολη, ο Πάπας κ.ά.) δεν επωφελήθηκαν υιοθετώντας μια δυναμική στάση απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αντίθετα, επεδίωξαν να υπογράψουν επωφελείς οικονομικά συμφωνίες για τους υπηκόους τους που δραστηριοποιούνταν εμπορικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και να εξασφαλίσουν την υποστήριξη της Υψηλής Πύλης εναντίον της Γαλλίας και της Βενετικής Δημοκρατίας.[1] Η γαλλική εισβολή στην Ιταλία το 1494, αφενός διευκόλυνε αυτό το σκοπό, αφετέρου δημιούργησε προσδοκίες στους πληθυσμούς της ελληνικής χερσονήσου για μια νέα «σταυροφορία» με στόχο την Ελλάδα, την Κύπρο και τους Αγίους Τόπους. Αφού έσπευσαν να επηρεάσουν τις εξελίξεις πλησιάζοντας τη γαλλική πλευρά, και σε συνδυασμό με τη φημολογία που διέδιδαν οι αντίπαλοι του Καρόλου Η΄ ότι ο Τζεμ βρισκόταν στην ακολουθία του, δέχτηκαν τη σκληρή αντίδραση της Υψηλής Πύλης.[1]

Η Βενετοί από τη μεριά τους προσπαθούσαν να διατηρήσουν την ισορροπία και την ειρήνη, βρισκόμενοι ανάμεσα σε δύο εχθρικά στρατόπεδα, τους εχθρούς τους στην Ιταλία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ωστόσο, παρά τη ματαίωση της αποστολής όπλων και εφοδίων προς τις ακτές της Αλβανίας και τη σύλληψη των υπευθύνων, η φιλογαλλική τους στάση τους καθιστούσε αυτόματα εχθρούς των οθωμανικών συμφερόντων. Μετά τη δεύτερη γαλλική εισβολή στην Ιταλία (1499), το θάνατο του Τζεμ και μια σειρά εχθροπραξιών μεταξύ Βενετών και Οθωμανών, ο Βαγιαζίτ Β΄ αναθεώρησε τη στάση του απέναντι στη Βενετία.[2]

Το ξέσπασμα του πολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του 1496 σημειώνονται σοβαρά επεισόδια μεταξύ Βενετών και Οθωμανών στο Μαυροβούνιο και στον κόλπο του Κατάρρου όπως και αλλεπάλληλα ναυτικά επεισόδια στο Αιγαίο και το Ιόνιο μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Μεταξύ των ετών 1494-1499, η Βενετία προσπάθησε να αμβλύνει την οξύτητα με διπλωματικές ενέργειες οι οποίες όμως απέτυχαν. Η βύθιση ενός τουρκικού πλοίου κοντά στη Μυτιλήνη το 1499 σήμανε την αρχή του πολέμου. Οι Οθωμανοί λεηλάτησαν την Κέρκυρα και άρχισαν να συγκεντρώνουν ισχυρό στρατό και στόλο ενώ ο βενετικός στόλος κατέφθασε στο Ιόνιο.[3] Τον Ιούλιο του 1499, ο οθωμανικός στόλος απέκλεισε τη Μεθώνη και στις 12 Αυγούστου συγκρούεται με τον βενετικό στον όρμο του Ναυαρίνου. Η σύγκρουση αυτή οδήγησε στην ήττα των Βενετών και προκάλεσε έκπληξη και ανησυχία στη Δύση. Γάλλοι, Ισπανοί, Πορτογάλοι και Ούγγροι, με τη μεσολάβηση του Πάπα αποφάσισαν να ενισχύσουν τη Βενετία στον πόλεμο, ωστόσο, παρά την γαλλική ενίσχυση με 24 πλοία στις 20 Αυγούστου, οι Βενετοί ηττήθηκαν άλλες δύο φορές. Οι ήττες αυτές στη θάλασσα οδήγησαν στην κατάληψη της Ναυπάκτου ύστερα από διαπραγματεύσεις (29-30 Αυγούστου 1499). Με την απώλεια αυτή η Βενετία έχανε ένα πολύ σημαντικό εμπορικό σταθμό στην ανατολική Μεσόγειο.[4]

Οι επιτυχίες των Οθωμανών στη νότια Ελλάδα και στη θάλασσα συνοδεύτηκαν με ανάλογες νίκες στη βορειοδυτική Βαλκανική. Το καλοκαίρι του 1499 οι οθωμανικές δυνάμεις πλησίασαν την Τεργέστη ενώ το Σεπτέμβριο τις παρυφές της ίδιας της Βενετίας. Οι Βενετοί ζήτησαν την υποστήριξη του Μιλάνου και της Ουγγαρίας ενώ προσπάθησαν να προσεγγίσουν και τον Βαγιαζίτ Β΄. Ωστόσο, λόγω των υπερβολικών οθωμανικών απαιτήσεων οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν.[5]

Η κατάληψη της Μεθώνης, Κορώνης και Πύλου από τους Οθωμανούς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Ιούνιο του 1500, ο οθωμανικός στόλος ήρθε στο νότιο Ιόνιο ενώ χερσαίες δυνάμεις με επικεφαλής τον ίδιο τον Βαγιαζίτ Β΄ κατέφθασαν στην Πελοπόννησο έχοντας ως στόχο την Μεθώνη Μεσσηνίας που αποτελούσε την πιο σημαντική στρατιωτική βάση των Βενετών στον ελλαδικό χώρο. Η αντίδραση των Βενετών δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα καθώς ο στόλος τους ηττήθηκε στις 24 Ιουνίου στο Ναυαρίνο, ενώ οι όποιες επιχειρήσεις που ανέλαβαν στην ξηρά απέβησαν ουσιαστικά άκαρπες. Η κατάληψη της Μεθώνης στις 9 Αυγούστου του 1500 αποτέλεσε τον προπομπό της πτώσης των βενετικών κτήσεων της Κορώνης και της Πύλου οι οποίες παραδόθηκαν ύστερα από διαπραγματεύσεις.[6]

Συνεργασία Βενετών και Ισπανών στο Ιόνιο και κατάληψη της Κεφαλονιάς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι επίπονες διπλωματικές προσπάθειες των Βενετών βρήκαν ανταπόκριση στις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις (Γαλλία, Πορτογαλία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ισπανία). Η Ισπανία απέστειλε ναυτική δύναμη 100 πλοίων και στρατιωτικούς με μεγάλη φήμη που αναπτέρωσαν το ηθικό των Βενετών, ιδιαίτερα μετά την ένωση των δύο στόλων στη Ζάκυνθο. Από την ένωση αυτή προήλθε η κατάληψη της Κεφαλονιάς στις 24 Δεκεμβρίου 1500, η ανακατάληψη του κάστρου της Πύλου και η κατάκτηση της Λευκάδας στις 30 Αυγούστου του 1502. Ωστόσο, στις 10 Μαΐου του 1501, ο οθωμανικός στόλος επιτέθηκε και κατέλαβε εκ νέου την Πύλο. Παράλληλα με αυτές τις επιχειρήσεις, και αφού ο ισπανικός στόλος είχε πλέον αποσυρθεί, οι Βενετοί λεηλάτησαν τα παράλια των νησιών στις ακτές της Μικράς Ασίας ενώ επιτέθηκαν σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις στον Θερμαϊκό και στις ακτές της Χαλκιδικής.[7]

Το τέλος του πολέμου και η συνθήκη ειρήνης του 1503[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αντίθεση με τους Οθωμανούς που συγκέντρωναν όλες τις δυνάμεις τους στο νότο, οι Βενετοί είχαν εξαντληθεί οικονομικά λόγω του πολέμου. Η σύναψη συνθήκης ειρήνης ήταν πλέον επιτακτική ανάγκη και έτσι στις 20 Μαΐου 1503 η Βενετία αποδέχτηκε τους όρους του αντιπάλου της σύμφωνα με τους οποίους έχανε τις βάσεις της στη νοτιοδυτική Μεσσηνία και στη Ναύπακτο, τη Λευκάδα που είχε κατακτήσει πρόσφατα, σπουδαίες θέσεις στις Δαλματικές ακτές και την Αλβανία και υποχρεωνόταν να καταβάλλει ετήσιο φόρο υποτέλειας για τη Ζάκυνθο. Μοναδικό κέρδος για την Βενετία αποτελούσε η προσάρτηση της Κεφαλλονιάς.[8]

Οι Συνέπειες του πολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συνθήκη αυτή επισημοποίησε την επικράτηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη νότια Βαλκανική και την ανατολική Μεσόγειο και την αναγνώριση της ναυτικής τους υπεροχής. Από οικονομική σκοπιά το πλήγμα που δέχτηκε η Βενετία ήταν πολύ μεγάλο καθώς έχασε σχεδόν όλους τους εμπορικούς της σταθμούς στην ελληνική χερσόνησο. Αντίθετα οι Οθωμανοί επωφελήθηκαν από τις νέες τους κατακτήσεις και από την μεγάλη αύξηση της εμπορικής δραστηριότητας. Για τους Έλληνες, πέρα από τις καταστροφές που προκλήθηκαν στις περιοχές που ενεπλάκησαν στις πολεμικές συγκρούσεις, διαταράχθηκε και η δημογραφική ομαλότητα στην Πελοπόννησο αφού πολλοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους ενώ επιδεινώθηκε η φτώχεια και η εξαθλίωση του πληθυσμού.[8]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., 1974, σ. 280
  2. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι, σ. 280 - 281.
  3. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι, σ. 281.
  4. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι, σ. 281 - 282.
  5. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι, σ. 283 - 284.
  6. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι, σ. 285 - 286.
  7. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι, σ. 286 - 288.
  8. 8,0 8,1 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι, σ. 288.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., 1974.