Δεσποτάτο του Μορέως

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Δεσποτάτο του Μυστρά)
Δεσποτάτο του Μυστρά

1349 – 1460
Τοποθεσία {{{κοινό_όνομα}}}
Το δεσποτάτο του Μυστρά
ή δεσποτάτο του Μορέως, 1450
Πρωτεύουσα Μυστράς
Γλώσσες Μεσαιωνικά Ελληνικά
Θρησκεία Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία
Πολίτευμα Δεσποτάτο
Δεσπότης
 -  1349-1380 (πρώτος) Μανουήλ Καντακουζηνός
 -  1449-1453 (τελευταίος) Θωμάς Παλαιολόγος
Ιστορία
 -  Ίδρυση 1349
 -  Κατάλυση 1460
Σήμερα Ελλάδα (Πελοπόννησος)

Το δεσποτάτο του Μυστρά ή Δεσποτάτο του Μορέως αποτέλεσε ημιαυτόνομη περιοχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Πελοπόννησο και διέγραψε τη δική της πορεία από το 1262 έως το 1460 οπότε καταλύθηκε από τον Μωάμεθ Β΄.

Μάχη της Πελαγονίας - Ίδρυση του Δεσποτάτου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1249, ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος, Φράγκος ηγεμόνας του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, κατασκεύασε κάστρο σε μία βουνοκορφή του Ταΰγετου, τον Μυστρά, με σκοπό την υποταγή της σλαβικής φυλής των Μηλιγγών της Μάνης. Η φιλοδοξία του Γουλιέλμου δεν περιοριζόταν στην Πελοπόννησο αλλά είχε βλέψεις και πιο μακριά. Το 1259 συμμάχησε με τον Δεσπότη της Ηπείρου, Μιχαήλ Β΄ και τον Μανφρέδο της Σικελίας με σκοπό να σταματήσουν την Αυτοκρατορία της Νίκαιας η οποία, μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, ήταν η ισχυρότερη δύναμη στη βόρειο Ελλάδα και είχε βλέψεις στην Κωνσταντινούπολη. Τον ίδιο χρόνο, στη μάχη της Πελαγονίας, ο συνασπισμός αυτός συγκρούστηκε με τις δυνάμεις του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου αλλά οι σύμμαχοι ηττήθηκαν. Οι στρατιώτες της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας ανακάλυψαν τον Γουλιέλμο λίγο μετά τη μάχη να κρύβεται σε ένα βαρέλι και τον αιχμαλώτισαν.

Το 1262, όταν οι Νικαιάτες είχαν ήδη ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος ήρθε σε συμφωνία με τον Μιχαήλ για την απελευθέρωσή του. Θα έμενε ελεύθερος αν του παρέδιδε τρία κάστρα στο νότο της Πελοποννήσου, τα κάστρα του Μυστρά, της Μονεμβασιάς,και της Μεγάλης Μάνης (ή Μαΐνης). Αυτά τα κάστρα έγιναν και ο πυρήνας του Δεσποτάτου του Μυστρά. Στο Δεσποτάτο συμπεριλαμβανόταν και ο οικισμός Λυκοβουνό με το περίφημο μοναστήρι του Αι-Γιώργη που αναφέρεται σε χρυσόβουλο του 1292 απο τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Κομνηνό Παλαιολόγο.

Η πρώτη περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα κάστρα όντως παραδόθηκαν αλλά αμέσως μετά ξέσπασε νέος πόλεμος μεταξύ του Πριγκιπάτου της Αχαΐας και της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το 1263 οι Βυζαντινοί προσέλαβαν 1.500 Τούρκους μισθοφόρους από τη Μικρά Ασία και τους έστειλαν στην Πελοπόννησο για τον πόλεμο με τους Φράγκους. Τον ίδιο χρόνο οι Βυζαντινοί θα καταφέρουν να καταλάβουν τη γειτονική κωμόπολη Λακεδαιμονία (στη θέση της αρχαίας Σπάρτης) και τη Βαρωνία του Γερακίου μαζί με την περιοχή της Τσακωνιάς. Θα ξεκινήσουν επιδρομές στην υπόλοιπη Πελοπόννησο αλλά το 1264 οι Τούρκοι μισθοφόροι θα αυτομολήσουν στους Φράγκους και στη μάχη του Μακρυπλαγίου οι Βυζαντινοί θα ηττηθούν.

Καθώς ο καιρός περνούσε, ολόκληρη η Πελοπόννησος μετατρεπόταν σε μεγάλο πεδίο μαχών. Το 1275 οι Βυζαντινοί νικούν τους Φράγκους στη μάχη της Μεγάλης Αράχωβας. Παρά τη φραγκική αντίδραση, οι Βυζαντινοί μέχρι το 1320, περίπου, καταφέρνουν να καταλάβουν τα κάστρα της Άκοβας, της Καρύταινας, του Πολύφεγγου και του Αγίου Γεωργίου στα Σκορτά και το 1330 περίπου καταλαμβάνουν τα Καλάβρυτα.

Παράλληλα, υπήρξε φροντίδα για την εσωτερική οργάνωση της περιοχής. Από το 1262 το κάστρο του Μυστρά έγινε έδρα διοικητή με ετήσια θητεία (κεφαλή), ενώ από το 1308 η θητεία των διοικητών επεκτάθηκε και πολλοί από αυτούς ήταν μόνιμοι (επίτροποι). Το 1289 η έδρα του διοικητή της επαρχίας, που μέχρι τότε βρισκόταν στη Μονεμβασιά, μεταφέρθηκε στον Μυστρά. Εν τω μεταξύ γύρω από τον Μυστρά συγκεντρώνονταν πολλοί κάτοικοι από τη γύρω περιοχή για περισσότερη ασφάλεια και σύντομα χτίστηκαν και νέα τείχη για να συμπεριλάβουν τα καινούρια σπίτια του Μυστρά. Ειδικά οι κάτοικοι της γειτονικής Λακεδαιμονίας είχαν μετακινηθεί για περισσότερη ασφάλεια στον Μυστρά και η Λακεδαιμονία είχε ερημώσει το αργότερο το 1265.

Η περίοδος των Δεσποτών-Καντακουζηνοί και Παλαιολόγοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 1265.Ήδη το Δεσποτάτο του Μυστρά κατέχει σταθερά τη νοτιανατολική Πελοπόννησο.

Το 1349 ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός έστειλε τον δευτερότοκο γιο του, Μανουήλ στην Πελοπόννησο. Αυτός ήταν ο πρώτος δεσπότης του Μυστρά (1348-1380).[1][2] Στην εποχή του παρουσιάζεται για πρώτη φορά άνθηση στις τέχνες, και είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι το έργο του Μανουήλ στον Μυστρά έφερε αέρα ανανέωσης στην περιοχή. Το 1380 που θα πεθάνει θα τον διαδεχθεί ο αδελφός του, Ματθαίος και έπειτα ο Δημήτριος(1383-1384). Στη συνέχεια όλοι οι δεσπότες θα ανήκουν στην οικογένεια των Παλαιολόγων, με πρώτο το Θεόδωρο Α΄ (1384-1407), αδελφό του αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγου και μετά από αυτόν το Θεόδωρο Β΄ (1407-1443), δευτερότοκο γιο του Μανουήλ Β΄. Το Θεόδωρο Β΄ διαδέχθηκε ο αδελφός του Κωνσταντίνος(1443-1449) και αυτόν οι αδελφοί του Θωμάς και Δημήτριος μέχρι το 1460. Αυτήν την εποχή το δεσποτάτο εξουσιάζει σχεδόν όλη την Πελοπόννησο.

Μέχρι το 1395,οι δυνάμεις του Θεόδωρου καταλαμβάνουν μέρος της Μεσσηνίας, την Αργολίδα και την Κορινθία.

Το 1388 το Άργος πέφτει στα χέρια του Θεόδωρου, αλλά αμέσως μετά το καταλαμβάνουν οι Βενετοί. Παράλληλα, οι Τούρκοι πλησιάζουν την Πελοπόννησο και ξεκινούν και προς τα εκεί επιδρομές από το 1387. Η ένταση ανάμεσα στη Βενετία και το δεσποτάτο εκτονώθηκε λόγω της κοινής απειλής των Οθωμανών και το 1394 έφτασαν σε συμφωνία για στρατιωτική συνεργασία κατά των τελευταίων.

Το 1395 περίπου δέκα χιλιάδες Αρβανίτες μαζί με τις οικογένειες και τα κοπάδια τους φτάνουν στην Κορινθία και παίρνουν άδεια από το δεσπότη να εγκατασταθούν σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου που ο πληθυσμός είχε ελαττωθεί. Το 1397 πραγματοποιήθηκε φοβερή επιδρομή των Τούρκων στην Πελοπόννησο υπό τον Εβρενός Μπέη. Το Άργος καταστράφηκε ολοκληρωτικά και ερημώθηκε, ενώ οι 30.000 κάτοικοί του που κατάφεραν να επιζήσουν σύρθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Λίγες μέρες αργότερα ο στρατός του Θεόδωρου Α΄ ηττήθηκε κοντά στο Λεοντάρι.

Το 1400 η Κόρινθος πωλείται στους Ιωαννίτες Ιππότες από το Θεόδωρο, οι οποίοι παρέμειναν εκεί μέχρι το 1404, οπότε και ο κίνδυνος από τις επιδρομές των Οθωμανών είχε προσωρινά απομακρυνθεί.

Επίσης το 1400 ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, υπέρμαχος του πλατωνισμού και οραματιστής του νέου ελληνισμού, ιδρύει στον Μυστρά φιλοσοφική σχολή. Ο Πλήθων στα επόμενα χρόνια βλέποντας την κρίση στην οποία περιέρχεται το δεσποτάτο προτείνει ριζοσπαστικά μέτρα, όπως τη δημιουργία μόνιμου στρατού από Έλληνες και όχι από μισθοφόρους, τον χωρισμό των κατοίκων σε στρατιώτες (και μη φορολογούμενους) και σε φορολογούμενους χωρίς την υποχρέωση στράτευσης, τη διαμόρφωση ισχυρής συγκεντρωτικής εξουσίας, να γίνει κοινή περιουσία όλη η καλλιεργήσιμη γη και όποιος ήθελε να καλλιεργεί χέρσα γη να το κάνει ελεύθερα, με το 1/3 της παραγωγής να πηγαίνει σε κοινό ταμείο. Οι προτάσεις του όμως αυτές αγνοήθηκαν.

Το 1415 ο Μανουήλ Β΄ κατάφερε να ανακατασκευάσει το Εξαμίλιον τείχος κατά μήκος του Ισθμού της Κορίνθου μέσα σε σαράντα ημέρες για καλύτερη προστασία της Πελοποννήσου από τις τουρκικές επιδρομές. Για να το καταφέρει αυτό αναγκάστηκε να επιβάλει ειδικούς φόρους στους Πελοποννησίους, πράγμα που οδήγησε πολλούς άρχοντες σε επανάσταση η οποία συνετρίβη από τον Μανουήλ σε μάχη κοντά στην Καλαμάτα. Η κατασκευή του Εξαμιλίου όμως δεν κατάφερε να εμποδίσει τον Τουραχάν (ή Τουρχάν) Μπέη να επιδράμει στην Πελοπόννησο ξανά το 1423.

Η Πελοπόννησος την εποχή της Φραγκοκρατίας.

Το 1417-18 οι Βυζαντινοί καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της Μεσσηνίας και της Ηλείας. Το 1427 ο Βυζαντινός στόλος καταφέρνει να νικήσει σε ναυμαχία στα νησάκια Εχινάδες, στην είσοδο του Πατραϊκού κόλπου, τον Παλατινό Κόμη Κεφαλληνίας και Ζακύνθου Κάρολο Α΄ Τόκκο και λίγο αργότερα οι Βυζαντινοί καταλαμβάνουν τη Γλαρέντζα στην Ηλεία.

Το 1429 0 Κωνσταντίνος Παλαιολόγος καταλαμβάνει και την Πάτρα μετά από πολιορκία. Εκτός από τη Μεθώνη, την Κορώνη το Ναύπλιο και το Άργος που είναι στα χέρια των Βενετών, ολόκληρη η υπόλοιπη Πελοπόννησος είναι στα χέρια των Ελλήνων με το Θεόδωρο να εξουσιάζει τον Μυστρά, το Θωμά τη Γλαρέντζα και τον Κωνσταντίνο τα Καλάβρυτα. Ο Κωνσταντίνος έφυγε από την Πελοπόννησο το 1437 αλλά ξαναγύρισε το 1443 ως δεσπότης του Μυστρά στη θέση του αδερφού του Θεόδωρου Β΄, και ξανά έχτισε το Εξαμίλλιον που είχε καταστραφεί πάλι το 1423.

Το 1444 ο Κωνσταντίνος και ο Θωμάς εισβάλουν στη Στερεά Ελλάδα, και κυριεύουν την Αθήνα και τη Βοιωτία αναγκάζοντας το δούκα της Αθήνας, Νέριο Β΄ Ατσαϊόλι, να τους καταβάλλει ετήσιο φόρο. Ο Κωνσταντίνος, σύμφωνα με τις υποσχέσεις του στη σύνοδο Φλωρεντίας-Φεράρα, συνεχίζει πιο βόρεια γνωρίζοντας ότι οι Τούρκοι έπρεπε να αντιμετωπίσουν τους σταυροφόρους στη Βάρνα, περνά τα Άγραφα, ενώνεται με τους Βλάχους της Πίνδου και εισβάλλει στη Θεσσαλία. Στη συνέχεια στράφηκε στη Φωκίδα και κατέλαβε το Γαλαξείδι, το Λιδωρίκι και τη Βυτρινίτσα.

Το 1444 οι σταυροφόροι ηττήθηκαν ολοκληρωτικά στη μάχη της Βάρνας, και αργότερα βενετικά πλοία μετέφεραν επί πληρωμή 60.000 Τούρκους στρατιώτες από τη Μικρά Ασία στην Ευρώπη χωρίς καν να προσπαθήσει ο βυζαντινός στόλος από την Κωνσταντινούπολη να τους εμποδίσει. Ο Κωνσταντίνος αναγκάζεται το 1446 να υποχωρήσει στο Εξαμίλιον τείχος αλλά δεν καταφέρνει μαζί με τον Θωμά να τους εμποδίσει και οι Τούρκοι εισβάλλουν εκ νέου και λεηλατούν την Πελοπόννησο. Ο σουλτάνος έφτασε ως την Πάτρα, ενώ ο Τουρχάν κατευθύνθηκε στο Μυστρά. Το δεσποτάτο αναγκάστηκε να γίνει φόρου υποτελές στους Τούρκους και όλες οι προσωρινές κατακτήσεις του Κωνσταντίνου εγκαταλείφθηκαν. Αυτές ήταν οι τελευταίες βυζαντινές νίκες.

Το τέλος του Δεσποτάτου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Δεσποτάτο του Μυστρά στη μεγαλύτερη επέκτασή του, όταν περιέλαβε εδάφη εκτός Πελοποννήσου.

Το 1449 ο Κωνσταντίνος στέφθηκε αυτοκράτορας στο Μυστρά στη θέση του αποθανόντος αδελφού του Ιωάννη Η', και έφυγε για την Κωνσταντινούπολη. Στη θέση του έμεινε ο αδελφός του Δημήτριος, ο οποίος δεν κατάφερε ποτέ να ομονοήσει με τον άλλο τους αδελφό Θωμά, που είχε υπό την εξουσία του τη βορειοδυτική Πελοπόννησο. Μάλιστα ο Θωμάς ήταν δυτικόφιλος, ενώ ο Δημήτριος τουρκόφιλος.

Οι τουρκικές επιδρομές συνεχίστηκαν αμείωτες τα επόμενα χρόνια, καθώς ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ήθελε να εμποδίσει αυτούς τους δύο από το να στείλουν βοήθεια στην αποκλεισμένη Κωνσταντινούπολη.

Όμως ήταν και οι δύο απασχολημένοι με τις μεταξύ τους έριδες και δεν επρόκειτο να ομονοήσουν. Με αφορμή μία μεγάλη τουρκική επιδρομή ξέσπασε εξέγερση Ελλήνων υπό τον Μανουήλ Κατακουζηνό ή Γκιν Κατακουζηνό για τους Αρβανίτες Έλληνες, η οποία έληξε άδοξα με την επέμβαση του Τουρχάν Μπέη. Ο Τουρχάν Μπέης μάλιστα πριν φύγει από την Πελοπόννησο συμβούλευσε τα δύο αδέλφια να ειρηνεύσουν. Μετά την Άλωση και ενώ τα δύο αδέλφια συνέχιζαν να συγκρούονται μεταξύ τους, οι Τούρκοι κατέλαβαν την Πάτρα το 1458 και το 1460 ο Δημήτριος παρέδωσε αμαχητί τον Μυστρά στον Μωάμεθ θέτοντας τέλος στο δεσποτάτο.

Ο Θωμάς έφυγε στην Ιταλία με την κάρα του Αγίου Ανδρέα, ενώ ο Δημήτριος ακολούθησε τον Μωάμεθ υπό περιορισμό για το υπόλοιπο της ζωής του.

Η τελευταία αντίσταση έμελλε να δοθεί από άσημους τοπάρχες, όπως ο Κωνσταντίνος Γραίτζας Παλαιολόγος που άντεξε στο Σαλμένικο, κοντά στην Πάτρα ως το 1461, ο Κροκόδειλος Κλαδάς που συνέχισε να πολεμά τους Τούρκους στη Μάνη και στην Ήπειρο ως το θάνατό του το 1491, και ο Θεόδωρος Μπούας.

Κληρονομιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αγία Σοφία στον Μυστρά

Η προσφορά του δεσποτάτου στον ελληνισμό ήταν ότι αποτέλεσε ένα έδαφος για την τελευταία αναλαμπή του μεσαιωνικού ελληνισμού και την πνευματική και καλλιτεχνική αναζήτηση του.

Σήμερα πολλές εκκλησίες και μοναστήρια σώζονται από εκείνη την περίοδο στον Μυστρά, όπως και το παλάτι των δεσποτών του οποίου η αναστήλωση έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετό καιρό.

Επίτροποι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεσπότες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο τελευταίος Δεσπότης του Μυστρά Θωμάς Παλαιολόγος
Καντακουζηνοί
Περίοδος Όνομα
1349-1380 Μανουήλ Καντακουζηνός
1380-1383 Ματθαίος Καντακουζηνός
1383-1384 Δημήτριος Α΄ Καντακουζηνός
Παλαιολόγοι
Περίοδος Όνομα
1383-1407 Θεόδωρος Α΄ Παλαιολόγος
1407-1443 Θεόδωρος Β΄ Παλαιολόγος
1443-1449 Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
1449-1460 Δημήτριος Β΄ Παλαιολόγος
1428-1460 Θωμάς Παλαιολόγος

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Μίλλερ, μετάφρ. Λάμπρου, 1909-10, Tόμος A', βλ. πηγές σελ. 401-402
  2. Miller, W. (1908), βλ. πηγές, σελ. 281

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]