Γρανάτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Γρανάτες)
Γρανάτες
Κρύσταλλοι γρανατών. Προέλευση: Καναδάς
Γενικά
ΚατηγορίαΝησοπυριτικά
Χημικός τύποςβλ. κείμενο
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά
Πυκνότητα3,5 - 4,3 gr/cm3 (αναλόγως σύστασης)
ΧρώμαΌλα πλην μπλε. Συνηθέστερα κόκκινο.
Σύστημα κρυστάλλωσηςΚυβικό
ΚρύσταλλοιΣυνηθέστερα ρομβικά δωδεκάεδρα, τραπεζοειδή εικοσιτετράεδρα
ΥφήΚοκκώδης
ΔιδυμίαΔεν αναφέρεται
Σκληρότητα6,5 - 7,5[1]
ΣχισμόςΔεν παρατηρείται
ΘραύσηΚογχοειδής
ΛάμψηΥαλώδης, ρητινώδης, λιπαρή
Γραμμή κόνεωςΛευκή ή με ελαφρά απόχρωση του αντίστοιχου μέλους
ΠλεοχρωισμόςΌχι
ΔιαφάνειαΔιαφανείς, ημιδιαφανείς

Οι γρανάτες (αγγλικά: garnet) είναι ομάδα πυριτικών ορυκτών με γενική χημική σύσταση

A3B2(SiO4)3, όπου:
Α = ασβέστιο, σίδηρος, μαγνήσιο, μαγγάνιο
Β = αργίλιο, σίδηρος, χρώμιο, μαγγάνιο

ενώ σε περισσότερο σπάνιες παραλλαγές μπορεί να είναι τιτάνιο, βανάδιο, ζιρκόνιο και πυρίτιο.

Το όνομα γρανάτης προέρχεται από τη λατινική λέξη "grantum", η οποία αποδίδεται ως «ρόδι». Η ονομασία αποδόθηκε λόγω της ομοιότητας των κρυστάλλων με τους σπόρους του καρπού τόσο σε σχήμα όσο και σε χρώμα. Παλαιότερη ονομασία τους (κατά την αρχαιότητα) ήταν «ανθράκιον», όρος που χαρακτήριζε όλα τα ερυθρού χρώματος ορυκτά.

Μολονότι η ευρεία αντίληψη είναι ότι όλοι οι γρανάτες είναι κόκκινοι, αυτό δεν αληθεύει. Τα περισσότερα μέλη έχουν πράγματι ως χρώμα αποχρώσεις του ερυθρού, ωστόσο παρατηρούνται όλα τα χρώματα (με εξαίρεση το μπλε), ενώ ο ουβαροβίτης είναι κατά κύριο λόγο σμαραγδοπράσινος.

Οι γρανάτες διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες:

Τα ονόματα των κατηγοριών προέρχονται από τα δύο πρώτα γράμματα των μελών τους [2]

Λιγότερο γνωστά (και διαδεδομένα) μέλη των γρανατών είναι τα εξής:

  • Κνορρινγκίτης (Knorringite, Mg3Cr2Si3O12)
  • Καλντερίτης (Calderite, (Mn,Ca)3(Fe3+,Al)2Si3O12)
  • Ματζορίτης (Majorite, Mg3(Fe,Al,Si)2Si3O12)
  • Γκολντμανίτης (Goldmanite, Ca3(V,Al,Fe3+)Si3O12)
  • Κιμζεΐτης (Kimzeyite, Ca3(Zr,Ti)2(Si,Al,Fe3+)Si3O12)
  • Μοριμοτοΐτης (Morimotoite, Ca3TiFe3+Si3O12)
  • Σορλομίτης (Schorlomite, Ca3(Fe3+,Ti)2(Si,Ti)3O12)[3]
  • Χιμπσίτης (Hibschite, Ca3Al2(SiO4)3 - x(OH)4x (με x από 0,2 ως 1,5))
  • Κατοΐτης (Katoite, Ca3Al2(SiO4)3 - x(OH)4x (με x από 1,5 ως 3))[4]

Οι γρανάτες προέρχονται κατά κύριο λόγο από μεταμορφωμένα πετρώματα, (γνευσίους σχιστολίθους και μεταμορφωμένους εξ επαφής ασβεστολιθικούς σχηματισμούς (skarn)), απαντούν, ωστόσο, και σε αρκετά μαγματογενή. Εξαλλοιώνονται προς τάλκη, χλωρίτες, σερπεντίνη και ασβεστίτη.

Παραγενέσεις και λοιπές ιδιότητες, καθώς και εμφανίσεις στα επιμέρους λήμματα.

Ανευρίσκονται σχεδόν παντού στον κόσμο. Στην Ελλάδα απαντώνται στα νησιά Σύρο, Σέριφο, Σίκινο, Μήλο, στο πέτρωμα σκαρν της Νισύρου και στο ορυχείο «Μαδέμ Λάκκος» των μεταλλείων Κασσάνδρας, την Αλιστράτη Σερρών και τις περιοχές «Κιμμέρια» και «Λευκόπετρα» της Ξάνθης.

Λόγω της υψηλής σκληρότητάς τους χρησιμοποιούνται κυρίως ως λειαντικά μέσα. Οι πολύ διαυγείς και έγχρωμες ποικιλίες χρησιμοποιήθηκαν από την αρχαιότητα στην κοσμηματοποιία, ενώ είναι και αντικείμενο συλλογής από συλλέκτες ορυκτών.

Φωτογραφίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • James Dwight Dana, Manual of Mineralogy and Lithology, Containing the Elements of the Science of Minerals and Rocks, READ BOOKS, 2008 ISBN 1443742244
  • Frederick H. Pough, Roger Tory Peterson, Jeffrey (PHT) Scovil, A Field Guide to Rocks and Minerals, Houghton Mifflin Harcourt, 1988 ISBN 039591096X
  • Walter Schumann, R. Bradshaw, K. A. G. Mills, Handbook of Rocks, Minerals and Gemstones, Houghton Mifflin Harcourt, 1993 ISBN 0395511372

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Εξαιρείται ο αλμανδίνης, η σκληρότητα του οποίου φθάνει το 8,5.
  2. «Gem & Mineral Hunters of Virginia» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 17 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2019. 
  3. Να μη συγχέεται με τον σορλίτη, ποικιλία μαύρου τουρμαλίνη.
  4. Τα δύο τελευταία μέλη χαρακτηρίζονται ως «υδρογρανάτες».