Γλυκίδια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στη Χημεία η ονομασία γλυκίδια (γαλ.: glucides) αποτελεί συνώνυμη ονομασία των υδατανθράκων που προσπάθησαν οι Γάλλοι να καθιερώσουν και που συνεχίζεται η χρήση της και σήμερα, κυρίως σε γαλλική σχετική βιβλιογραφία.

Ο όρος «γλυκίδιο» προτάθηκε για πρώτη φορά το 1923 από τον Γάλλο χημικό Γκαμπριέλ Μπερτράν, όπου αρχικά είχε γίνει δεκτός από τη Διεθνή Επιτροπή Βιοχημικής Ορολογίας, αλλά λόγω της έντονης αντίθεσης και επιμονής των Αγγλοσαξόνων επί του όρου «υδατάνθρακες», τελικά δεν έγινε δεκτή η καθιέρωση του όρου αυτού με συνέπεια να περιοριστεί η χρήση του μόνο στη Γαλλία και από ορισμένους γαλλομαθείς επιστήμονες. Κύριο επιχείρημα της μη ευρύτερης αποδοχής του όρου γλυκίδια είναι ότι όλοι οι υδατάνθρακες δεν παρουσιάζουν γλυκιά γεύση ενώ κάποιοι εξ αυτών όπως οι γλυκοζίτες (μικτά ακεταλικά παράγωγα σακχάρων) παρουσιάζουν όξινη γεύση.

Ανεξάρτητα των παραπάνω, σύμφωνα πάντα με την ονοματολογία που έδωσε ο Μπερτράν, τα γλυκίδια διακρίνονται σε δύο μεγάλες ομάδες τις όζες και τους οζίτες, ή ολοζίδες, ή οζίδια, όπου οι μεν πρώτες ταυτίζονται με τους μονοσακχαρίτες, περιλαμβάνοντας τις αλδόζες και τις κετόζες, ενώ οι δεύτεροι είναι συνώνυμοι με τους γλυκοζίτες (υδατάνθρακες που μπορούν να υδρολυθούν), οι οποίοι διακρίνονται σε τρεις επιμέρους κατηγορίες τους ολοζίτες, τους πολυοζίτες ή πολυολοζίτες και τους ετεροζίτες.