Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα (ταινία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα
ΣκηνοθεσίαΣαμ Γουντ
ΠαραγωγήΣαμ Γουντ
ΣενάριοΝτάντλεϊ Νίκολς
Βασισμένο σεΓια ποιον χτυπά η καμπάνα
ΠρωταγωνιστέςΓκάρι Κούπερ, Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Ακίμ Ταμίροφ, Κατίνα Παξινού, Φορτούνιο Μπονανόβα, Βλαντίμιρ Σοκόλοφ, Βίκτορ Βαρκόνι, Joseph Calleia, Φρανκ Πούλια, Εντουάρντο Τσανέλι, Χάρι Κόρντινγκ, Τζορτζ Κουλούρις, Ιβόν ντε Κάρλο, Γουίλιαμ Έντμουντς, Mikhail Rasumny, Ντάνκαν Ρενάλντο, Αλμπέρτο ​​Μορίν, Αρτούρο ντι Κόρδοβα, Feodor Chaliapin Jr., Ζαν ντελ Βαλ, Konstantin Shayne, Michael Visaroff, Πέντρο ντε Κόρντομπα, Alexander Granach, John Mylong και Soledad Jiménez
ΜουσικήΒίκτορ Γιάνγκ
ΦωτογραφίαΡέι Ρέναχαν
ΜοντάζJohn F. Link Sr.
Εταιρεία παραγωγήςParamount Pictures
ΔιανομήParamount Pictures και Netflix
Πρώτη προβολή1942
Διάρκεια170 λεπτά
ΠροέλευσηΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής
ΓλώσσαΑγγλικά

Το Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα (Πρωτότυπος τίτλος: For Whom The Bell Tolls) είναι έγχρωμη δραματική ταινία του 1943, βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ του 1940 σε διασκευή σεναρίου από τον Ντάντλεϊ Νίκολς και σκηνοθεσία από τον Σαμ Γουντ. Πρωταγωνιστούν οι Γκάρι Κούπερ, Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Κατίνα Παξινού, Ακίμ Ταμίροφ και Τζόφεφ Καλέια. Η ταινία ήταν η εμπορικότερη του 1943 κάνοντας εισπράξεις 11 εκατομμυρίων δολαρίων (εκ των οποίων 7 εκατ. σε Η.Π.Α. και Καναδά).[1] Προτάθηκε επίσης για 9 βραβεία Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, και χάρισε στην Κατίνα Παξινού που υποδύθηκε την ισπανίδα Πιλάρ το Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου.[2]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1937, ένας Αμερικανός ιδεαλιστής, ο Ρόμπερτ Τζόρνταν (Γκάρι Κούπερ), πηγαίνει στην Ισπανία, η οποία μαστίζεται από τον Εμφύλιο Πόλεμο προκειμένου να πολεμήσει για τη δημοκρατία. Εκεί αναλαμβάνει την ανατίναξη μιας γέφυρας, που βρίσκεται σε στρατηγική θέση και υπό τον έλεγχο των φασιστών. Ξεκινάει λοιπόν για τα βουνά όπου πρόκειται να συναντήσει μια ομάδα ανταρτών που θα τον βοηθήσουν στην αποστολή του. Όταν φτάνει στο κρυσφύγετο των ανταρτών γνωρίζεται με τον αρχηγό τους, Πάμπλο (Ακίμ Ταμίροφ), τη σύντροφό του, Πιλάρ (Κατίνα Παξινού), και την προστατευόμενή τους, Μαρία (Ίνγκριντ Μπέργκμαν). Ο νεαρός άνδρας σύντομα εκφράζει συμπάθεια προς την Πιλάρ, ερωτεύεται τη Μαρία και έρχεται σε σύγκρουση με τον Πάμπλο, ο οποίος φέρνει αντιρρήσεις πάνω στην ανατίναξη της γέφυρας. Ο Ρόμπερτ κυριεύεται από ανησυχία, φοβούμενος ότι ο Πάμπλο πρόκειται να αποκαλύψει τα σχέδια στους αντίπαλους. Παράλληλα με τη βοήθεια της σοφής τσιγγάνας Πιλάρ, που είναι το άτομο που κρατά στην πραγματικότητα τα ηνία της ομάδας των ανταρτών καταφέρνει να κατακτήσει την πληχθείσα από τον πόλεμο Μαρία.

Πληροφορίες παραγωγής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιτυχία του μυθιστορήματος του Χέμινγουεϊ Για ποιον χτυπά η καμπάνα το 1940, ώθησε την εταιρεία παραγωγής Paramount Pictures να αγοράσει τα δικαιώματα έναντι 150.000 δολαρίων, ποσό ρεκόρ για την εποχή, για να ξεκινήσουν οι διεργασίες για την κινηματογραφική μεταφορά. Μερικές μέρες αργότερα το περιοδικό Life δημοσίευσε μια συνέντευξη του Χέμινγουεϊ, στην οποία ο συγγραφέας υποδείκνυε τους κατάλληλους ηθοποιούς για την ενσάρκωση των κεντρικών ρόλων. Ο Χέμινγουεϊ επέλεξε τον επιστήθιο φίλο του Γκάρι Κούπερ για το ρόλο του Ρόμπερτ και την άσημη μέχρι τότε Ίνγκριντ Μπέργκμαν, της οποίας την ερμηνεία είχε απολαύσει το 1939 στην ταινία Ιντερμέτζο (Intermezzo), για τον ρόλο της Μαρίας. Έπειτα ο παραγωγός Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ με τον οποίο είχε συμβόλαιο η Μπέργκμαν, κανόνισε συνάντηση με τον Χέμινγουεϊ, όπου ο συγγραφέας χάρισε στην ηθοποιό ένα αντίγραφο του μυθιστορήματός του με την αφιέρωση: Στην Ίνγκριντ Μπέργκμαν, τη Μαρία αυτού του μυθιστορήματος. Ο Χέμινγουεϊ είπε στην ηθοποιό ότι θα έπρεπε να κόψει τα μαλλιά της κοντά για το ρόλο της Μαρίας και εκείνη απάντησε ότι θα έκοβε και το κεφάλι της για έναν τόσο σημαντικό ρόλο. Οι υπεύθυνοι για τη διανομή των ρόλων στην εταιρεία Paramount δεν ήθελαν να ακούσουν για την ηθοποιό. Τη θεωρούσαν ξύλινη, χωρίς ταλέντο και πολύ ψηλή για το ρόλο και προσέλαβαν αντ' αυτής μιαν άλλη Σκανδιναβή ηθοποιό τη Νορβηγίδα Βέρα Ζορίνα. Σύντομα όμως απεδείχθη ότι η Ζορίνα δεν ήταν κατάλληλη για το ρόλο και κάλεσαν τη Μπέργκμαν που είχε μόλις ολοκληρώσει τα γυρίσματα της ταινίας Καζαμπλάνκα (Casablanca, 1942) να περάσει από ακρόαση[3]. Τρεις μέρες αργότερα, ενώ η ηθοποιός βρισκόταν στα στούντιο της Warner Bros., όπου πόζαρε πλάι στον Πολ Χένριντ για διαφημιστικές φωτογραφίες για την προώθηση του Καζαμπλάνκα, ο Σέλζνικ την κάλεσε στο τηλέφωνο λέγοντας της: Ίνγκριντ, είσαι η Μαρία![3] Ο ρόλος του Ρόμπερτ Τζόρνταν πήγε στον Γκάρι Κούπερ, που ήταν η πρώτη επιλογή τόσο του Χέμινγουεϊ, όσο και της εταιρείας.

Η Ίνγκριντ Μπέργκμαν ως Μαρία και ο Γκάρι Κούπερ ως Ρόμπερτ σε σκηνή από την ταινία.

Η ταινία αποτέλεσε την πρώτη έγχρωμη ταινία στην καριέρα της Μπέργκμαν, ενώ ο Γκάρι Κούπερ είχε ήδη εμφανιστεί σε τεχνικολόρ στην ταινία του Σέσιλ Ντε Μιλ Τα κόκκινα γεράκια του Βορρά (North West Mounted Police) του 1940. Μερικοί από τους κριτικούς της περιόδου έκριναν αρνητικά το γεγονός ότι η ταινία γυρίστηκε σε έγχρωμη φωτογραφία, καθώς μέχρι τότε συνηθιζόταν να χρησιμοποιείται η ασπρόμαυρη φωτογραφία για ταινίες με σοβαρό ύφος.

Μετά την προβολή της στους κινηματογράφους η κόμμωση της Ίνγκριντ Μπέργκμαν στην ταινία λάνσαρε μόδα και πολλές οι νεαρές κοπέλες της εποχής θέλησαν να κόψουν τα μαλλιά τους κοντά για να μοιάσουν στην ηθοποιό. Η κόμμωση ονομάστηκε στυλ Μαρία[4].

Όταν η ταινία βγήκε για πρώτη φορά σε επανέκδοση κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1950, αφαιρέθηκαν 12 λεπτά από τα συνολικά 170. Η εκδοχή αυτή προβάλλονταν μέχρι και τις αρχές του 2000, χρονιά που κυκλοφόρησε το DVD με την ολοκληρωμένη εκτέλεση.

Υποδοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κριτικές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταινία ήταν η εμπορικότερη του 1943 κάνοντας εισπράξεις 11 εκατομμυρίων δολαρίων, αλλά οι κριτικοί της περιόδου την υποδέχτηκαν με ανάμεικτα συναισθήματα, κυρίως λόγω της χρήσης του τεχνικόλορ που μέχρι εκείνη την περίοδο χρησιμοποιούνταν για ταινίες πιο ανάλαφρης θεματολογίας. Ο συγγραφέας και κριτικός Τζέιμς Άγκι έγραψε: Ο ρυθμός της ταινίας είναι ο πιο ανώμαλος που έχω δει ποτέ σε μεγάλη παραγωγή... Το χρώμα είναι ευχάριστο σε ταινίες εποχής ή μιούζικαλ, αλλά δεν έχει ακόμη τελειοποιηθεί ώστε να παρουσιάζει πιστά την πραγματικότητα[5]. Εντούτοις οι κριτικοί αναφέρθηκαν θετικά στις ερμηνείες των πρωταγωνιστών, κυρίως σε εκείνη της Ίνγκριντ Μπέργκμαν την οποία παρομοίασαν με την Γκρέτα Γκάρμπο[3]. Ήταν όμως η Κατίνα Παξινού η μόνη που έλαβε βραβεία από τους κριτικούς εκείνη τη χρονιά εφόσον τιμήθηκε αρχικά από το National Board of Review κι έπειτα απέσπασε Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας σε Β' Ρόλο[6]. Ενώ ο Ακίμ Ταμίροφ τιμήθηκε με Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας σε Β' Ρόλο[7].

Βραβεία & υποψηφιότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταινία έλαβε 9 υποψηφιότητες για βραβείο Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, αλλά μόνο η Κατίνα Παξινού κατάφερε να κερδίσει το αγαλματίδιο. Όταν η ηθοποιός κλήθηκε στη σκηνή για να παραλάβει το βραβείο της είπε: Θα ήθελα να αφιερώσω αυτό το βραβείο στους συναδέλφους μου στο Εθνικό Θέατρο της ρημαγμένης από τον πόλεμο Αθήνας και πρόσθεσε: Ελπίζω να είναι όλοι τους καλά![8] Το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας πήγε στην ταινία Καζαμπλάνκα, ενώ ο Γκάρι Κούπερ και ο Ακίμ Ταμίροφ έχασαν τα βραβεία για τα οποία ήταν υποψήφιοι από τους Πολ Λούκας για το Φρουρά επί του Ρήνου (Watch on the Rhine) και Τσαρλς Κόμπερν για το Άστεγοι ερωτευμένοι (The More The Merrier). Η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, υποψήφια για Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου, έχασε το βραβείο από τη φίλη της Τζένιφερ Τζόουνς (που κέρδισε για την ερμηνεία της στην ταινία Ουράνια οπτασία (The Song of Bernadette, 1943)), την οποία έσπευσε να συγχαρεί λέγοντάς της: Η Μπερναντέτ σου νίκησε τη δική μου Μαρία. Η Τζόουνς ζήτησε συγγνώμη από την Μπέργκμαν, αλλά η ηθοποιός τη διαβεβαίωσε ότι η Ακαδημία έκανε τη σωστή επιλογή[8].

Βράβευση:

  • Β’ Γυναικείου Ρόλου – Κατίνα Παξινού

Υποψηφιότητες:

  • Καλύτερης Ταινίας – Σαμ Γουντ
  • Α’ Ανδρικού Ρόλου – Γκάρι Κούπερ
  • Α’ Γυναικείου Ρόλου – Ίνγκριντ Μπέργκμαν
  • Β’ Ανδρικού Ρόλου – Ακίμ Ταμιρόφ
  • Μουσικής Επιμέλειας - Βίκτορ Γιανγκ
  • Φωτογραφίας, Έγχρωμη Ταινία – Ρέι Ρέναχαν
  • Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης - Χανς Ντράιερ, Χαλντέιν Ντάγκλας & Μπέρτραμ Σι Γκρέιντζερ
  • Μοντάζ – Σέρμαν Τοντ & Τζον Φ. Λινκ

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. "All Time Domestic Champs", Variety, 6 January 1960 p 34
  2. «NY Times: For Whom the Bell Tolls». NY Times. Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2008. 
  3. 3,0 3,1 3,2 CIAK, Eroi, Duri e Avventurieri: Il cinema d' azione, Vol. 2. Mondadori, 2003, p.106
  4. CIAK, Eroi, Duri e Avventurieri: Il cinema d' azione, Vol. 2. Mondadori, 2003, p.107
  5. CIAK, Eroi, Duri e Avventurieri: Il cinema d' azione, Vol. 2. Mondadori, 2003, p.104
  6. Tom O'Neill, Movie Awards.New York, Perigee, 2001, p.90
  7. Tom O'Neill, Movie Awards.New York, Perigee, 2001, p.91
  8. 8,0 8,1 Tom O'Neill, Movie Awards.New York, Perigee, 2001, p.89

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]