Γενικές αρχές φωτογραφίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Υπάρχουν τρεις κύριοι άξονες που πρέπει να έχει υπόψη του οποιοσδήποτε ασχολείται με τη φωτογραφία:

Οι τρεις βασικοί άξονες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τη συνειδητοποίηση αυτών των τριών κυρίων αξόνων δεν σημαίνει ότι εξαντλούνται και οι γνώσεις που πρέπει να έχει ο ασχολούμενος με τη φωτογραφία, αλλά με τις στοιχειώδεις αυτές γνώσεις μπορούν να αποφευχθούν τα σοβαρά λάθη που γίνονται συνήθως από άγνοια. Παρακάτω εκτίθενται περισσότερες λεπτομέρειες για τους τρεις αυτούς άξονες. Θεωρείται ως μέσο καταγραφής το φιλμ, αλλά τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για τους αισθητήρες των ψηφιακών μηχανών που πλέον έχουν κατακτήσει τον φωτογραφικό χώρο.

Διάρκεια έκθεσης του φιλμ (ή του αισθητήρα της ψηφιακής)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Η επιφάνεια του φιλμ (ή του αισθητήρα) καλύπτεται από μια φωτοευαίσθητη ουσία που αλλοιώνεται από την επίδραση του φωτός για να μας δώσει τη φωτογραφία. Η αλλοίωση που προκαλείται στην επιφάνεια αυτή εξαρτάται από την ποσότητα του φωτός που πέφτει επάνω της, περνώντας μέσα από τον φακό. Η ποσότητα φωτός, πάλι, είναι ανάλογη του χρόνου έκθεσης και της διαμέτρου του διαφράγματος του φακού. Μικραίνοντας το διάφραγμα ελαττώνουμε την ποσότητα φωτός και ανοίγοντάς το την αυξάνουμε. Έχουμε, λοιπόν, δύο παραμέτρους που επηρεάζουν την έκθεση: την ταχύτητα (δηλαδή πόσο γρήγορα θα ανοίξει και θα κλείσει το κλείστρο μέσα στην κάμερα, ενώ σε κάποιες σπανιότερα το ίδιο το διάφραγμα που δρα και ως κλείστρο) και τη διάμετρο του διαφράγματος. Μπορούμε να δώσουμε στο φιλμ μια συγκεκριμένη ποσότητα φωτός διαλέγοντας ζεύγη τιμών ταχύτητας κλείστρου και διαμέτρου διαφράγματος. (Αυτό είναι χρήσιμο να το ξέρουμε γιατί το ποιο ζευγάρι τιμών θα επιλέξουμε επηρεάζει άλλες παραμέτρους της φωτογραφίας). Ό,τι ισχύει για την επιφάνεια του φιλμ ισχύει επίσης και για το φωτοευαίσθητο στοιχείο μιας ψηφιακής φωτογραφικής μηχανής. Γι αυτό και οι κανόνες είναι ίδιοι, είτε πρόκειται για κλασική μηχανή είτε για ψηφιακή.

Όταν η ποσότητα φωτός που θα πέσει επάνω στο φιλμ είναι η κανονική τότε είναι κανονική και η έκθεση του φιλμ. Μεγαλύτερη ποσότητα προκαλεί υπερέκθεση (φωτογραφία ξεθωριασμένη) και μικρότερη από την κανονική προκαλεί υποέκθεση, (δηλαδή φωτογραφία σκοτεινή).

Η ταχύτητα κλείστρου μετριέται σε δευτερόλεπτα ή κλάσματα του δευτερολέπτου. Η μεγαλύτερη ταχύτητα κλείστρου που έχει επιτευχθεί στις φωτογραφικές μηχανές του εμπορίου είναι 1/12.000" ενώ για τη μικρότερη δεν υπάρχει όριο, μιας και μπορούμε, θεωρητικά, να κρατήσουμε ανοιχτό το διάφραγμα για όσο μεγάλο χρόνο θέλουμε. Το διάφραγμα μετριέται σε μονάδες "f" που εκφράζονται με αριθμούς όπως f/1, f/2.8, f/4, f/5.6, f/8, f/11, f/16 f/22, f/32, κ.ο.κ. Όσο πιο μεγάλος ο αριθμός f τόσο πιο μικρό το διάφραγμα. (Ο αριθμός "f" είναι ο λόγος της εστιακής απόστασης προς τη διάμετρο του φακού, δηλ. F/d και από τη γεωμετρική ανάλυση προκύπτει ότι κάθε τιμή "f"αντιστοιχεί στην ίδια ποσότητα φωτός, ανεξάρτητα από τον φακό και το μέγεθός του). Οι αριθμοί "f" λέγονται και "βήματα" ή, πιο συχνά "f-stop". Κάθε f-stop αντιστοιχεί σε διπλασιασμό της ποσότητας του φωτός που περνά από τον φακό, από το προηγούμενό του. Υπάρχουν και "μισά" και "τρίτα" (δηλ. 1/3) του f-stop και πολλές σύγχρονες φωτ. μηχανές έχουν αυτές τις τιμές για να μπορεί ο φωτογράφος να ρυθμίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια την έκθεση. Πολλά εξωτερικά φωτόμετρα δίνουν και μέχρι 1/10 των τιμών "f". Αυτή η ακρίβεια χρησιμοποιείται, συνήθως, στις μεγάλες επαγγελματικές μηχανές (που παίρνουν φιλμ 10Χ12,5 εκ.) για φιλμ διαφανειών και δεν αφορά τις φωτογραφικές μηχανές των 35 mm που είναι και αυτές που ενδιαφέρουν τον ερασιτέχνη.

Η κλίμακα ταχυτήτων κλείστρου (αναφερόμαστε στην ταχύτητα και ως "χρόνο", αφού αντιστοιχεί στον πραγματικό χρόνο, δηλαδή τη διάρκεια έκθεσης) είναι, συνήθως, από μερικά δευτερόλεπτα (το μέγιστο είναι 30") έως 1/2000" (το μέγιστο είναι 1/12000). Οι συνηθέστερες τιμές χρόνων, που αντιστοιχούν και σε "stop", δηλαδή διπλασιασμό/υποδιπλασιασμό της ποσότητας του φωτός, είναι 1/15, 1/30, 1/60, 1/125, 1/250, 1/500 και 1/1000 (όλα αυτά σε δευτερόλεπτα). Αυτές οι τιμές είναι κλάσματα του δευτερολέπτου αλλά τα φωτόμετρα, είτε ενσωματωμένα στη φωτ. μηχανή ή εξωτερικά, τις δίνουν σε αριθμούς μόνο του παρονομαστή, δηλαδή "15, 30, 60, 125, 250, 500, 1000" για οικονομία χώρου στα καντράν ή στο σκόπευτρο όπου εμφανίζονται αυτές. Στις περιπτώσεις που οι χρόνοι είναι μεγαλύτεροι από ένα δευτερόλεπτο οι αριθμοί εμφανίζονται ή με ένα "s" (=seconds) ή με διπλό τόνο (").

Ο αριθμός του διαφράγματος συνδέεται ευθέως, όχι μόνο με την ποσότητα του φωτός που θα πέσει επάνω στην επιφάνεια του φιλμ, αλλά και μια άλλη παράμετρο που λέγεται "βάθος πεδίου" και έχει να κάνει με την απόσταση, εμπρός και πίσω από το θέμα μας, όπου εμφανίζονται σωστά εστιασμένα τα αντικείμενα στη φωτογραφία μας. Περισσότερα για το βάθος πεδίου στην επόμενη παράγραφο.

Η ταχύτητα του ανοιγοκλεισίματος του διαφράγματος, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, είναι η δεύτερη παράμετρος που σχετίζεται με την έκθεση. Μεγάλη ταχύτητα κλείστρου (=μικρός χρόνος) σημαίνει λιγότερο φως και αντίστροφα. Για κάθε κατάσταση φωτισμού υπάρχουν κάποιοι συνδυασμοί διαφράγματος και χρόνου που δίνουν τη σωστή έκθεση, δηλ. τη σωστή ποσότητα φωτός στην επιφάνεια του φιλμ. Αν χρειαστεί, για κάποιον λόγο να μειώσουμε το ένα μέγεθος πρέπει να αυξήσουμε αντίστοιχα το άλλο, έτσι ώστε η ποσότητα φωτός να είναι ή ίδια. (Μπορούμε να παρομοιάσουμε αυτό το φαινόμενο με το γέμισμα ενός δοχείου με νερό: Αν ανοίξουμε πολύ τη βρύση χρειαζόμαστε λιγότερο χρόνο για να γεμίσουμε. Αν ελαττώσουμε την παροχή αυξάνει ο απαιτούμενος χρόνος για να γεμίσει το ίδιο δοχείο). Αυτή η δυνατότητα είναι χρήσιμη για να μπορούμε να προσαρμόζουμε τις δύο παραμέτρους στις καταστάσεις της φωτογράφισης. Αν, για παράδειγμα, πρόκειται να φωτογραφίσουμε ένα όχημα σε κίνηση, ευνόητο είναι ότι πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όσο γίνεται πιο μεγάλη ταχύτητα αλλιώς το αντικείμενό μας θα εμφανιστεί "κουνημένο". Το ίδιο ισχύει αν πρέπει να κρατάμε τη φωτ. μηχανή στο χέρι (όπου η ακινησία της μηχανής είναι μειωμένη). Για να έχουμε τότε σωστή έκθεση πρέπει να μεγαλώσουμε το διάφραγμα (ελαττώνοντας την τιμή του αριθμού "f", αφού ο αριθμός αυτός βρίσκεται σε αντιστρόφως ανάλογη σχέση με τη διάμετρο του ανοίγματος).

Αν, πάλι, θέλουμε να εστιάσουμε, για παράδειγμα, σ' ένα πρόσωπο, για να μην εμφανιστεί νεταρισμένο και το φόντο (δηλαδή για να έχουμε μικρό βάθος πεδίου) πρέπει να χρησιμοποιήσουμε μεγάλο διάφραγμα (δηλ. μικρό αριθμό "f"), και μεγάλη ταχύτητα. Αυτή η πρακτική ακολουθείται στη φωτογραφία πορτραίτου, όπου, για να εμφανίζεται καλλίτερα ορατό το πρόσωπο, προσπαθούμε να κάνουμε το φόντο θολό, (για να μην μπερδεύεται το μάτι με τις λεπτομέρειες του φόντου) ανοίγοντας πολύ το διάφραγμα, δηλ. ελαττώνοντας το βάθος πεδίου. Βέβαια, αυτό προϋποθέτει ότι το θέμα μας έχει κάποια απόσταση από το φόντο.

Η επιλογή των τιμών διαφράγματος/χρόνου έκθεσης ανοιχτού κλείστρου (διότι χωρίς έκθεση το κλείστρο παραμένει κλειστό στην ουδέτερη θέση) εξαρτάται από δύο, κατά βάση, παραμέτρους: α) τον φωτισμό του αντικειμένου ή της σκηνής και β) την ευαισθησία του φιλμ. Το (α) είναι εύκολα κατανοητό. Όσο για το (β), υπάρχουν φιλμ με διαφορετική ευαισθησία, αναλόγως του είδους, του κατασκευαστή και των διαφόρων χαρακτηριστικών τους. Όσο πιο ευαίσθητο είναι το φιλμ τόσο λιγότερο φως έχει ανάγκη για να "γράψει" την εικόνα του θέματός μας. Η ευαισθησία του φιλμ μετριέται σε μονάδες ISO (International Organization for Standardization) και μπορεί να είναι από 6 έως περ. 6000. Κάτι που είναι σημαντικό να γνωρίζει ο φωτογράφος είναι ότι όσο μεγαλώνει η ευαισθησία του φιλμ τόσο μεγαλώνει και ο "κόκκος" της χημικής ουσίας με την οποία είναι καλυμμένη η επιφάνειά του και αυτό φαίνεται στις μεγάλες μεγεθύνσεις σαν "σαγρέ". Έτσι, έχουμε την επιλογή ή να χρησιμοποιήσουμε φιλμ χαμηλής ευαισθησίας με περισσότερες απαιτήσεις σε φωτισμό ή/και μικρότερες ταχύτητες και μεγαλύτερα διαφράγματα, με όλους τους περιορισμούς που συνεπάγεται αυτό, ή να χρησιμοποιήσουμε "γρήγορο" (δηλαδή ευαίσθητο) φιλμ, με συμβιβασμούς στην ποιότητα της φωτογραφίας (λόγω κόκκου).

Η απόφαση για τις σωστές τιμές χρόνου έκθεσης ανοιχτού κλείστρου/διαφράγματος παίρνεται, συνήθως, με τη βοήθεια φωτόμετρου που ή είναι ενσωματωμένο στη φωτογρ. μηχανή ή είναι εξωτερικό. Σήμερα όλες οι φωτ. μηχανές των 35 mm (δηλαδή όλες οι ερασιτεχνικές) έχουν ενσωματωμένο φωτόμετρο που δείχνει τις τιμές αυτές ή τις αποφασίζει για λογαριασμό του φωτογράφου όταν μηχανή είναι σε αυτόματη λειτουργία (σε πολλές μηχανές υπάρχει επιλογή "αυτόματη/χειροκίνητη").

Οι τιμές έκθεσης που μας δίνει το ενσωματωμένο φωτόμετρο έχουν σχετική ακρίβεια και εξαρτώνται και από το θέμα μας. Σε συνηθισμένα θέματα, όπου η φωτεινότητα είναι περίπου ίδια σε όλη την έκταση του κάδρου, οι μετρήσεις αυτές είναι αρκετά ακριβείς. Όταν, όμως έχουμε έντονες διαφορές και μεγάλες φωτεινές ή σκοτεινές επιφάνειες, το φωτόμετρο "ξεγελιέται" και μας υποφωτίζει ή υπερφωτίζει το φιλμ, αντιστοίχως. Εδώ χρειάζεται και η προσωπική κρίση του φωτογράφου που μπορεί να ανοίξει ή να κλείσει τον φωτισμό κατά ένα ή περισσότερα βήματα (f-stop). Όταν έχουμε αμφιβολίες για την ακρίβεια των μετρήσεων του φωτομέτρου κάνουμε το λεγόμενο "bracketing" δηλαδή βγάζουμε περισσότερες φωτογραφίες, συνήθως τρεις, μία στις τιμές που μας δείχνει το φωτόμετρο, μία με συν ένα (ή περισσότερα) stop και μία με πλην ένα (ή περισσότερα) stop. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ότι η φωτ. μηχανή μας δίνει τη δυνατότητα χειροκίνητης ρύθμισης της έκθεσης. Πολλές πλήρως αυτόματες ερασιτεχνικές μηχανές χαμηλών απαιτήσεων δε δίνουν αυτή τη δυνατότητα. Στις συνηθισμένες φωτογραφίες σε αρνητικό φιλμ υπάρχει μεγάλη ανοχή στην ακρίβεια της έκθεσης γιατί τα σφάλματα μπορούν να διορθωθούν κατά την εκτύπωση, με αντιστάθμιση της υπο- ή υπερέκθεσης από το μηχάνημα εκτύπωσης ή τον χειριστή του. Στην περίπτωση θετικού φιλμ (για διαφάνειες) η ακρίβεια της φωτομέτρησης είναι κρίσιμη.

Αν θέλουμε μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και εξωτερικό φωτόμετρο (υπάρχουν πολλές μάρκες και τύποι αλλά οι κύριες κατηγορίες είναι τα αναλογικά και τα ψηφιακά). Το εξωτερικό φωτόμετρο είναι πιο αντικειμενικό όργανο φωτομέτρησης από το ενσωματωμένο στη φωτογραφική μηχανή. Τα εξωτερικά φωτόμετρα δίνουν ζεύγη τιμών διαφράγματος/ταχύτητας, αφού, φυσικά, τα τροφοδοτήσουμε με την πληροφορία για την ευαισθησία του φιλμ. Τα απλά φωτόμετρα μετρούν προσπίπτοντα φωτισμό αφού κατευθύνουμε την επιφάνεια μέτρησης (συνήθως ένα λευκό ημισφαίριο) προς τη φωτεινή πηγή και πολύ κοντά ή μπροστά από το θέμα μας, έτσι ώστε να δέχεται τον ίδιο φωτισμό με αυτό. Πολλά φωτόμετρα διαθέτουν και δυνατότητα μέτρησης ανακλώμενου (από το θέμα) φωτός. Αυτός ο τρόπος μέτρησης είναι πολύ χρήσιμος όταν το θέμα μας είναι μακρυά και δεν έχουμε τη δυνατότητα να το προσεγγίσουμε για να μετρήσουμε το προσπίπτον φως επάνω του. Έχουν ένα σύστημα σκοπεύτρου όπου η επιφάνεια μέτρησης ορίζεται από έναν μικρό κύκλο. Οι προδιαγραφές του φωτομέτρου μας πληροφορούν και για τη (στερεή) γωνία σκόπευσης που αντιπροσωπεύει αυτός ο κύκλος. Τα μεγάλης ακριβείας φωτόμετρα ανακλώμενου μπορούν να φτάσουν και τη μία μοίρα!.

Ένας άλλος τρόπος να πλησιάσουμε πολύ στην ακρίβεια των μετρήσεων του φωτομέτρου (είτε του ενσωματωμένου στη μηχανή μας ή του εξωτερικού), είναι η «γκρίζα κάρτα» . Αυτή είναι μία κάρτα με ένα ράστερ (μια επιφάνεια από μικροσκοπικές μαύρες κουκκίδες) που στο σύνολό τους είναι το 18% της επιφάνειας της κάρτας (το υπόλοιπο είναι λευκό). Έχει βρεθεί ότι όταν αυτή η κάρτα τοποθετηθεί δίπλα (ή κοντά) στο θέμα μας, ώστε να δέχεται το ίδιο φως με αυτό, και εάν φωτομετρήσουμε (ανακλώμενο φως) από αυτήν, παίρνουμε πάντα τη σωστή ένδειξη. Χρειάζεται προσοχή στη σκόπευση με φωτόμετρο ανακλώμενου ή με τη φωτ. μηχανή, έτσι ώστε η κάρτα να καλύπτει τελείως το σκόπευτρο του φωτομέτρου η το κάδρο της φωτογραφικής μηχανής. Η κάρτα αυτή παράγεται από την Kodak και διατίθεται σε σετ από δύο μεγάλες και δύο μικρές κάρτες, στα φωτογραφικά καταστήματα. Ένας τρόπος να ελέγξουμε τις ενδείξεις ενός φωτομέτρου προσπίπτοντος/ανακλώμενου είναι να πάρουμε μία μέτρηση με γκρίζα κάρτα και μία με προσπίπτον φως. Πρέπει να είναι οι ίδιες.

Εστίαση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εστίαση είναι ακρογωνιαία διαδικασία για κάθε φωτογράφηση. Οι Φακοί δεν έχουν την ιδιότητα του ματιού μας, να εστιάζουν αυτόματα σε κάθε αντικείμενο ή σκηνή που βλέπουν. Είναι, λοιπόν, απαραίτητη η ρύθμιση της θέσης του φακού σε σχέση με το θέμα και με το κάδρο του φιλμ, ώστε η εικόνα να προβληθεί καθαρά και με οξύτητα επάνω στη φωτοευαίσθητη επιφάνεια.

Οι φακοί των περισσότερων φωτογραφικών μηχανών έχουν ένα "δαχτυλίδι" στο σώμα τους που επιτρέπει τη χειροκίνητη εστίαση από τον φωτογράφο. Οι φακοί των πλήρως αυτομάτων μηχανών δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα γιατί προορίζονται για ερασιτέχνες που δεν έχουν γνώσεις και θέλουν όλα να γίνονται χωρίς τη δική τους συμμετοχή. Αυτές οι μηχανές εστιάζουν αυτόματα στο θέμα που εμφανίζεται στο κέντρο του κάδρου και φωτομετρούν και ρυθμίζουν διάφραγμα και ταχύτητα χωρίς την παρέμβαση του χειριστή. Είναι εύκολες στο χειρισμό αλλά είναι πολύ περιορισμένες σε δυνατότητες και βγάζουν καλές φωτογραφίες μόνο σε περιπτώσεις μέσου φωτισμού και μάλλον ομοιογενούς κάδρου. Επίσης, λόγω των μικρού. σχετικά, διαφράγματος που διαθέτουν (φακοί μικρής φωτεινότητας) έχουν και μεγαλύτερο βάθος πεδίου.

Εδώ θα περιοριστούμε στις μηχανές με δυνατότητες ρύθμισης της εστίασης. Φωτογραφία στην οποία το θέμα δεν είναι καλά εστιασμένο (ανετάριστο) δεν είναι επιτυχημένη. Επί πλέον, δεν αρκεί να είναι εστιασμένο μόνο το θέμα μας, αλλά, συχνά, και μια περιοχή μπροστά και πίσω από το κυρίως θέμα. Πολλές φορές θέλουμε να έχουμε καλά εστιασμένη όλη την περιοχή που εμφανίζεται στο κάδρο, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις φωτογραφίας τοπίου. Δύο είναι τα σημαντικά σημεία που πρέπει να έχει υπόψη του ο φωτογράφος σε σχέση με την εστίαση:

α) Μικρό βάθους πεδίου. Αυτή είναι η περίπτωση που θέλουμε να συγκεντρώσουμε την προσοχή του θεατή της φωτογραφίας μας σε ένα κεντρικό θέμα, χωρίς να αποσπάται η προσοχή του σ' ένα εστιασμένο φόντο ή τα κοντινά στη μηχανή πλάνα. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η φωτογραφία πορτραίτου. Σε αυτές τις περιπτώσεις "ανοίγουμε" τον φακό (μεγάλο διάφραγμα, δηλαδή μικρός αριθμός f), έτσι ώστε να έχουμε μικρό βάθος πεδίου. Αυτή η περίπτωση είναι και βολική γιατί μας επιτρέπει να έχουμε μεγαλύτερη ταχύτητα στο διάφραγμα, παράμετρο που επιτρέπει, αν ο φωτισμός είναι επαρκής, να κρατήσουμε τη μηχανή στο χέρι ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο να βγει κουνημένη η φωτογραφία.

Η χρήση τηλεσκοπικού φακού ελαττώνει το βάθος πεδίου και αυτός είναι άλλος ένας λόγος που χρησιμοποιούνται στη φωτογραφία πορτραίτου.

β) Μεγάλο βάθος πεδίου. Αυτή είναι πολύ συχνή περίπτωση όταν φωτογραφίζουμε τοπία και απαιτούμε να έχουμε νεταρισμένα όλα τα σημεία της εικόνας, από τα πολύ κοντινά μέχρι τα πολύ μακρινά. Σ' αυτήν την περίπτωση θέλουμε το πιο μικρό, κατά το δυνατόν, διάφραγμα (δηλ. μεγάλο αριθμό f, δηλ. f/16, f/22, ή και πιο μικρό ακόμη, αν το έχει ο φακός μας.). Βέβαια, όταν κλείνουμε το διάφραγμα χρειαζόμαστε μικρότερες ταχύτητες και/η πιο γρήγορο φιλμ. Η χρήση τρίποδα είναι σχεδόν κανόνας για τις λήψεις με μικρό διάφραγμα, ώστε να περιορίσουμε της πιθανότητες κουνήματος της μηχανής, μια και το κράτημα με το χέρι δεν είναι σίγουρο στις μικρές ταχύτητες. Κάτι πολύ σημαντικό στις φωτογραφίες τοπίου (ή και οποιασδήποτε άλλης σκηνής με απαιτήσεις καλής απεικόνισης σε μεγάλο βάθος): Δεν αρκεί η χρήση μικρού διαφράγματος αλλά πρέπει να ξέρουμε και σε ποιο σημείο θα εστιάσουμε για να έχουμε το μέγιστο απαιτούμενο βάθος νεταρισμένο. Αυτό λέγεται "Υπερεστιακό Σημείο" (Hyperfocal point) και είναι το πλησιέστερο σημείο που εμφανίζεται νεταρισμένο όταν ο φακός είναι εστιασμένος στο άπειρο.

Ένας άλλος τρόπος να αυξήσουμε το βάθος πεδίου είναι η χρήση ευρυγώνιου φακού. Όσο πιο ευρυγώνιος είναι ο φακός τόσο πιο μεγάλο το βάθος πεδίου με τον ίδιο αριθμό f.

Πολλές φωτογραφικές μηχανές (μόνο οι μονοοπτικές Reflex) έχουν τη δυνατότητα προεπισκόπισης βάθους πεδίου: Με το πάτημα ενός κουμπιού κλείνει το διάφραγμα και ο φωτογράφος μπορεί να παρατηρήσει πόσο βάθος από τη σκηνή που φωτογραφίζει φαίνεται καλά εστιασμένο στο σκόπευτρο. Εάν δεν υπάρχει καλός φωτισμός, η εικόνα μπορεί να σκοτεινιάσει πολύ κατά τη σκόπευση λόγω κλεισίματος του διαφράγματος. Μερικές σύγχρονες μηχανές δίνουν και τη δυνατότητα να ορίσουμε το βάθος πεδίου που επιθυμούμε να έχουμε και αυτές ρυθμίζουν αυτόματα το απαιτούμενο διάφραγμα για να έχουμε το επιθυμητό βάθος.

Στο θέμα της εστίασης μπορεί να συμπεριληφθούν και αυτά που αφορούν το "θόλωμα" της φωτογραφίας από την κίνηση της μηχανής ή του θέματος:

Όταν κρατάμε τη μηχανή στο χέρι είναι δύσκολο να εξασφαλίσουμε τέλεια ακινησία, γιατί όλων των ανθρώπων τα χέρια κινούνται ασυναίσθητα, λίγο ή πολύ, κατά τη διάρκεια της λήψης. Όταν χρησιμοποιούμε πολύ μεγάλη ταχύτητα στο κλειστρο (μικρός χρόνος έκθεσης), η μικρή αυτή κίνηση δεν επηρεάζει την ποιότητα της εικόνας. 'Αν, όμως, είμαστε αναγκασμένοι να φωτογραφίσουμε με μικρή ταχύτητα τότε καλλίτερα να χρησιμοποιήσουμε τρίποδο ή άλλο τρόπο ακινητοποίησης της μηχανής (π.χ. μονόποδο, σακούλα με "ρύζι", κάποια σταθερή επιφάνεια, ακόμη και ένα διπλωμένο σακάκι ή παλτό).

Οι τηλεσκοπικοί φακοί είναι, επίσης, μια αιτία "κουνήματος". Όσο αυξάνει η εστιακή απόσταση (δηλ. η μεγέθυνση) του φακού τόσο αυξάνει και το κούνημα στη δεδομένη ταχύτητα. Υπάρχει ένας πρακτικός κανόνας για να ξέρουμε πότε χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε τρίποδο ή άλλο στήριγμα. Ο μέσος (υγιής) άνθρωπος μπορεί να κρατήσει, χωρίς κίνδυνο κουνήματος της εικόνας, τη μηχανή στο χέρι όταν η ταχύτητα είναι, σε αριθμό, ίση ή μεγαλύτερη από την εστιακή απόσταση του φακού που χρησιμοποιεί. Π.χ. Αν ο φακός μας είναι εστιακής απόστασης 200 mm μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ταχύτητα μέχρι 1/200 " (ένα διακοσιοστό του δευτερολέπτου). Αν έχουμε φακό 50 χλστ. είναι ασφαλές να χρησιμοποιήσουμε ταχύτητα από 1/50 κι επάνω (δηλ. 1/100, 1/125, 1/200, κλπ). Συχνά, αντί να λέμε ταχύτητα π.χ. 1/200 λέμε "200", δηλαδή χρησιμοποιούμε τον παρονομαστή του κλάσματος, για ευκολία. Είναι προφανής ο τρόπος αντιστοίχησης της εστιακής απόστασης του φακού με την ταχύτητα του διαφράγματος.

Άλλος σημαντικός παράγοντας για την ποιότητα της εικόνας είναι η κίνηση του αντικειμένου. Ένα κινούμενο αντικείμενο (όχημα, άνθρωπος, ζώο, νερό, κλπ) χρειάζεται σχετικά μεγαλύτερη ταχύτητα έκθεσης (μικρό χρόνο) ώστε να μην εμφανιστεί στο φιλμ φλουτάρισμα της εικόνας από τη μετατόπιση του ειδώλου πάνω στο φιλμ στη διάρκεια του ανοίγματος του διαφράγματος. Βέβαια, θεωρητικά, πάντα θα υπάρχει κίνηση έστω και αν χρησιμοποιήσουμε πολύ μεγάλη ταχύτητα αλλά από ένα όριο και μετά η κίνηση δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή από το μάτι και η εικόνα εμφανίζεται "παγωμένη". Η χρήση μεγάλης ταχύτητας μας αναγκάζει να ανοίξουμε περισσότερο το διάφραγμα, αν θέλουμε να διατηρήσουμε σταθερή την ποσότητα φωτός που θα πέσει πάνω στο φιλμ. Αυτό έχει ως συνέπεια να μειωθεί το βάθος πεδίου. Αν αυτό μας προβληματίζει έχουμε δύο εναλλακτικές: ή να έχουμε περισσότερο φως (πράγμα όχι πάντα εύκολο να ελέγξουμε, ιδιαίτερα σε εξωτερικές λήψεις) ή να χρησιμοποιήσουμε πιο ευαίσθητο ("γρήγορο") φιλμ. Αυτή είναι και η περίπτωση των λήψεων αθλητικών ή άλλων γεγονότων που έχουν κίνηση και αυτό κάνουν οι επαγγελματίες φωτογράφοι. Το μειονέκτημα του γρήγορου φιλμ είναι ότι έχει μεγαλύτερο κόκκο (που τον βλέπουμε σε μεγάλες μεγεθύνσεις) αλλά δεν μπορούμε να έχουμε "και το σκύλο χορτάτο και την πίτα γερή"!

Κάτι χρήσιμο εδώ: Ο κάθε φακός έχει τόσο μεγαλύτερο διάφραγμα, όσο πιο "φωτεινός", όπως λέγεται, είναι. Οι "φωτεινοί" (ή "γρήγοροι", όπως αλλιώς λέγονται) είναι μεγαλύτερης διαμέτρου φακοί και αρκετά ακριβότεροι, γιατί η κατασκευή τους έχει και περισσότερο υλικό (γυαλί) αλλά και έχουν περισσότερη εργασία για να γίνουν. Στους τηλεσκοπικούς φακούς η φωτεινότητα κοστίζει περισσότερο. Όσο πιο τηλεσκοπικός είναι ο φακός τόσο πιο ακριβά πληρώνουμε τη φωτεινότητα. Έτσι ένας φακός νορμάλ (50 mm) με φωτεινότητα f/2 μπορεί να κοστίζει π.χ. 100 ευρώ. Ένας τηλεσκοπικός των 200 mm με την ίδια φωτεινότητα μπορεί να κοστίζει 1500 ευρώ! Γι αυτό τους τηλεσκοπικούς φακούς με μεγάλη φωτεινότητα, που στο μέγεθος είναι συνήθως μικρά τέρατα, βλέπουμε να κρατούν οι επαγγελματίες φωτογράφοι, μια και για τους περισσότερους ερασιτέχνες είναι πάρα πολύ ακριβοί. Αλλά γι αυτούς είναι εργαλεία της δουλειάς τους και αξίζουν τη δαπάνη!

Σύνθεση φωτογραφίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σύνθεση του θέματος της φωτογραφίας μας είναι κάτι που δεν υπάγεται σε τεχνικούς κανόνες. Η επιλογή του θέματος και ο τρόπος απεικόνισής του είναι επιλογή του φωτογράφου και εξαρτάται από το καλλιτεχνικό του κριτήριο και τη γενικότερη εμπειρία του. Όμως, μπορούμε να διατυπώσουμε μερικούς γενικούς κανόνες για την αποφυγή χονδροειδών σφαλμάτων:

  • Μέγεθος θέματος: Αν το θέμα μας είναι ένα αντικείμενο ή πρόσωπο, καλό θα είναι να έχει τέτοιο μέγεθος στο κάδρο μας ώστε να φαίνεται καλά και καθαρά. Π.χ. φωτογραφίζοντας με ευρυγώνιο φακό ή από πολύ μακρυά ένα πρόσωπο ή αντικείμενο, σημαίνει ότι αυτό θα βγει πολύ μικρό στη φωτογραφία και δεν θα δείξει αυτό που θα ήθελε ο φωτογράφος. 'Ένας τηλεφακός ή πλησίασμα του θέματος με έναν κανονικό φακό (50 mm) θα μας δώσει καλλίτερο αποτέλεσμα. Στη φωτογραφία τοπίου πρέπει να περιλάβουμε στο κάδρο μας μεγαλύτερη έκταση από τον χώρο, προσέχοντας να έχουμε όσο γίνεται μεγαλύτερο βάθους πεδίου.
  • Βάθος πεδίου: Στα πορτραίτα και σε όλες, σχεδόν, τις περιπτώσεις που θέλουμε να απομονώσουμε ένα θέμα από το φόντο του, χρησιμοποιούμε μεγάλο διάφραγμα (αριθμός "f") και εστιάζουμε προσεχτικά. Αν έχουμε στη φωτογραφία μας ένα φόντο όπου διακρίνονται καθαρά όλες οι λεπτομέρειες, αυτό αποσπά την προσοχή του θεατή από το κυρίως θέμα. Ένα θολό φόντο αφήνει το μάτι να προσέξει καλύτερα το θέμα. Στο τοπίο ή στην αρχιτεκτονική φωτογραφία ισχύει το αντίθετο, δηλ. πρέπει να έχουμε μεγάλο βάθος πεδίου για να φαίνονται καθαρά όλες οι λεπτομέρειες του χώρου.
  • Θέση του αντικειμένου στο κάδρο: υπάρχει ένας γενικός κανόνας (λέγεται "ο κανόνας των τρίτων") που μας λέει ότι πρέπει το κυρίως αντικείμενο της φωτογραφίας μας να βρίσκεται περίπου στο ένα τρίτο της κατακόρυφης και στο ένα τρίτο της οριζόντιας διάστασης, ανεξάρτητα από ποια πλευρά μετράμε. Αυτός ο κανόνας είναι εμπειρικός και παρ' όλο που δεν έχει γενική ισχύ, καλό είναι να τον έχουμε υπόψη. Η τοποθέτηση του κυρίως θέματος στο κέντρο του κάδρου δεν δίνει, συνήθως, τόσο καλό αισθητικό αποτέλεσμα αλλά πάντα υπάρχουν και οι εξαιρέσεις!

Τα σημαντικά σημεία που πρέπει να θυμόμαστε είναι:

• Να μην κόβουμε μέρος από το αντικείμενο που φωτογραφίζουμε (εκτός κι αν αφαιρούμε μέρος του αντικειμένου από πρόθεση). Πολλές φορές βλέπουμε μία ολόσωμη φωτογραφία που έχουν κοπεί τα πόδια ή μέρος από το κεφάλι.

• Να μην φαίνονται ότι "φυτρώνουν" αντικείμενα, όπως δέντρα, κολώνες, κ.α. πάνω από το κεφάλι του θέματός μας.

• Όταν τραβάμε τοπία, ιδιαίτερα θαλασσινά, ο ορίζοντας πρέπει να μη γέρνει. Αν το μάτι μας δεν επαρκεί για τη ρύθμιση αυτή, καλό είναι να χρησιμοποιούμε τρίποδο, με ένα αλφάδι επάνω και να προσέχουμε η μηχανή να είναι οριζοντιωμένη. Οι ειδικές οθόνες σκοπεύτρου με διαγράμμιση βοηθούν πολύ, αν ο φωτογράφος τραβά πολλές φωτογραφίες τοπίου. Διατίθενται για τα περισσότερα μοντέλα σύγχρονων μονοοπτικών μηχανών. Αν δεν το έχουμε κάνει κατά τη φωτογράφιση, μπορούμε να οριζοντιώσουμε τον ορίζοντα σε ένα από τα προγράμματα επεξεργασίας που δίνουν αυτή τη δυνατότητα (π.χ. Photoshop, Photoshop Εlements, κ.α.)

Είδη φωτογραφικών μηχανών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα είδη των φωτογραφικών μηχανών είναι, (μόνο για τις μηχανές που δέχονται φιλμ 35 mm, το γνωστότερο είδος φιλμ):

α) Απλές μηχανές "Compact"(Διοπτικές): Είναι οι μικρές αυτόματες μηχανές που απευθύνονται στους αρχάριους ερασιτέχνες. Διαθέτουν αυτόματα συστήματα φωτομέτρησης και εστίασης. Μπορεί να έχουν φακό σταθερό ή zoom και δεν χρειάζονται σχεδόν καμία ρύθμιση. Ο φωτογράφος απλώς σκοπεύει και πατάει το κουμπί, γι'αυτό και τις λένε και "point-and-shoot". Δεν δίνουν (συνήθως) δυνατότητα αλλαγής φακών. Η εικόνα στο σκόπευτρο δεν είναι ακριβώς ίδια μ' αυτήν της φωτογραφίας γιατί για τη σκόπευση χρησιμοποιούν ένα μικρό "παράθυρο" κοντά στο φακό αλλά όχι τον ίδιο τον φακό (σε αντίθεση με τις μονοοπτικές ή SLR). 'Εχουν όχι τόσο φωτεινούς φακούς και, συνήθως, ενσωματωμένο φλας που ενεργοποιείται αυτόματα, ανάλογα με τις συνθήκες φωτισμού. Μπορούν να δώσουν πολύ καλές φωτογραφίες αλλά δεν επιτρέπουν "δημιουργικές" παρεμβάσεις και δεν δίνουν πολύ καλά αποτελέσματα όταν οι συνθήκες φωτισμού είναι πέραν από τις συνηθισμένες.

Με τις απλές διοπτικές compact μοιάζουν και μερικές πολύ υψηλής ποιότητας μηχανές, με άριστους φακούς και επιδόσεις. Είναι κάποιες μηχανές (Leica, Haselblad, Voigtländer και άλλων γνωστών εργοστασίων), που χρησιμοποιούνται και από επαγγελματίες και είναι πανάκριβες.

β) Μονοοπτικές (SLR ή Single Lens Reflex): Αυτές είναι οι μηχανές που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι προχωρημένοι ερασιτέχνες αλλά και επαγγελματίες. Είναι μηχανές που χαρακτηρίζονται από δύο κύρια γνωρίσματα: Πρώτον, η σκόπευση γίνεται μέσα από τον μοναδικό φακό και μέσω ενός συστήματος καθρέφτη και πρίσματος που μας επιτρέπει να βλέπουμε στο σκόπευτρο ό,τι βλέπει και ο φακός. Δεύτερον, Οι φακοί τους μπορούν να αλλάζουν. Βέβαια, οι περισσότερες από αυτές τις μηχανές είναι εφοδιασμένες με πολύ περισσότερες δυνατότητες από αυτές των compact και επιτρέπουν στον φωτογράφο να κάνει σημαντικές παρεμβάσεις στον τρόπο λειτουργίας των.

Υπάρχουν και άλλα είδη φωτ. μηχανών που χρησιμοποιούν μεγαλύτερο μέγεθος φιλμ ή ψηφιακής πλάτης, οι λεγόμενες μεσαίου ή μεγάλου format. (6X6, 6X7, 4,5X6, 6X9, 10X12,5, κ.α. Οι αριθμοί σε εκατοστά του μ.), αλλά αυτές χρησιμοποιούνται κυρίως από επαγγελματίες και η περιγραφή τους ξεφεύγει από τα πλαίσια αυτού το λήμματος.

Φακοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι φακοί των φωτογραφικών μηχανών χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Τους σταθερούς και τους ζουμ. Οι σταθεροί φακοί έχουν σταθερή εστιακή απόσταση, άρα και σταθερή γωνία λήψης, σε τελευταία ανάλυση, σταθερή μεγέθυνση. Οι σταθεροί φακοί έχουν, γενικώς, καλλίτερη ποιότητα εικόνας από τους ζουμ και προτιμούνται για επαγγελματική δουλειά. Έχουν το μειονέκτημα ότι δεν μας επιτρέπουν να φέρουμε κοντά ή να απομακρύνουμε το θέμα μας.

Οι φακοί ζουμ έχουν μεταβλητή εστιακή απόσταση (άρα μεταβλητή μεγέθυνση) και μας δίνουν μεγαλύτερη ευελιξία, μια και μας επιτρέπουν να μεταβάλουμε τη γωνία λήψης, δηλαδή να απομακρύνουμε ή να φέρουμε κοντά το θέμα μας. Έχουν, γενικά, χαμηλότερη ποιότητα από τους αντίστοιχους σταθερούς αλλά τα τελευταία χρόνια, με την πρόοδο της σχεδίασης φακών με τη χρήση υπολογιστών, η ποιότητά τους έχει βελτιωθεί σημαντικά. Οι φακοί ζουμ χαρακτηρίζονται από τις ακραίες τιμές της εστιακής απόστασης και τη φωτεινότητά τους. Π.χ. ένας φακός που χαρακτηρίζεται: 28-70mm, f/2.8 είναι ένας φακός ζουμ του οποίου η εστιακή απόσταση μεταβάλλεται από 28mm (ευρυγώνιος) έως 70mm (ελαφρώς τηλεσκοπικός) και έχει φωτεινότητα f/2.8 . Συχνά ο αριθμός που εκφράζει τη φωτεινότητα μεταβάλλεται, σε ορισμένους φακούς ζουμ, μαζί με την εστιακή απόσταση. Π.χ. 28-300mm – f/4.5-f/5.6.

Μερικοί φακοί, ανεξάρτητα από εστιακή απόσταση ή φωτεινότητα, έχουν και την ιδιότητα να μπορούν να εστιάζουν από πολύ κοντινή απόσταση, με αποτέλεσμα να μπορούμε να γεμίζουμε το κάδρο του φιλμ με μικρών διαστάσεων θέματα. Π.χ. μπορούμε να έχουμε ένα μικρό άνθος ή ένα έντομο να γεμίζει ολόκληρη τη φωτογραφία. Αυτοί οι φακοί λέγονται "Μάκρο" (Macro) και είναι πολύ χρήσιμοι για την απεικόνιση μικρών αντικειμένων και λεπτομερειών. Τη δυνατότητα να φωτογραφίσουμε από πολύ κοντά μας τη δίνουν και ορισμένοι πρόσθετοι απλοί φακοί (λέγονται φακοί "close-up") που βιδώνουν απάνω στον κυρίως φακό και του δίνουν τη δυνατότητα να εστιάζει σε μικρή απόσταση από το αντικείμενο. Οι φακοί αυτοί είναι πολύ φθηνοί και χαρακτηρίζονται με την ισχύ τους σε "διοπτρίες" (συνήθως από +1 έως +4). Όσο πιο ισχυρός είναι ο πρόσθετος φακός τόσο πιο κοντά μπορεί να εστιάζει. Πάντως, οι πρόσθετοι αυτοί φακοί δεν έχουν υψηλές απαιτήσεις ποιότητας και χρησιμοποιούνται σχεδόν μόνο από ερασιτέχνες και όταν δεν πρόκειται να έχουμε μεγάλες μεγεθύνσεις στις φωτογραφίες μας.

Ένας άλλος τρόπος να βγάλουμε φωτογραφίες macro είναι η χρήση ειδικών "δακτυλιδιών" προέκτασης που παρεμβάλλονται μεταξύ του φακού και της μηχανής και επιτρέπουν την κοντινή εστίαση. Δίνουν καλλίτερα οπτικά αποτελέσματα από τους φακούς "close-up" αλλά έχουν το μειονέκτημα ότι σκοτεινιάζουν την εικόνα και απαιτούν να ανοίξουμε το διάφραγμα ή να ελαττώσουμε την ταχύτητα, για να έχουμε την ίδια έκθεση.

Φίλτρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι διαφανή υλικά, σε κυκλικό ή ορθογώνιο σχήμα, που τοποθετούνται μπροστά από τον φακό και χρησιμεύουν στο να τροποποιούν το χρώμα ή άλλα χαρακτηριστικά του φωτός που μπαίνει στη φωτογραφική μηχανή. Τα περισσότερα είναι κυκλικού σχήματος και βιδώνονται μπροστά από τον φακό, του οποίου τη διάμετρο πρέπει να έχουν. Τα περισσότερα φίλτρα είναι έγχρωμα και χρησιμεύουν στο να αλλάξουν τη χρωματική ισορροπία της εικόνας. Τα βασικά είδη φίλτρων είναι τα παρακάτω:

  • Πολωτικό Φίλτρο: Με την κατάλληλη ρύθμιση χρησιμεύει στο να κόβει τις ανακλάσεις απάνω σε (μη μεταλλικά) μέρη του θέματος και να δίνει καλλίτερες εικόνες, με κορεσμένα, ζωηρά χρώματα, να δίνει ορατότητα σε θέματα πίσω από γυάλινες επιφάνειες ή κάτω από την επιφάνεια του νερού, να σκουραίνει το γαλανό του ουρανού, κλπ. Είναι πολύ χρήσιμο φίλτρο και συνιστάται η χρήση του κυρίως σε φωτογραφίες τοπίου.
  • Μπλε (ή "κρύα") φίλτρα: Χρησιμεύουν για την αποκατάσταση της χρωματικής ισορροπίας όταν χρησιμοποιούμε φιλμ που προορίζεται για φωτισμό ημέρας και φωτογραφίζουμε με λάμπες πυρακτώσεως. Διατίθενται σε διάφορους τόνους, ανάλογα με το "χρώμα" του φωτισμού.
  • Πορτοκαλί (ή "ζεστά") φίλτρα: Χρησιμεύουν για την αποκατάσταση της χρωματικής ισορροπίας στην αντίθετη περίπτωση από την παραπάνω, δηλαδή όταν χρησιμοποιούμε φιλμ που προορίζεται για φωτογράφιση με λάμπες πυρακτώσεως και φωτογραφίζουμε με το φως της ημέρας (daylight). Κι αυτά διατίθενται σε διάφορους τόνους.
  • Φίλτρα UV και Skylight: Το πρώτο είναι άχρωμο και απορροφά τις υπεριώδεις ακτίνες που, αν και αόρατες στο μάτι, δίνουν μια μπλε απόχρωση σε όλη την εικόνα σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως αν φωτογραφίζουμε σε μεγάλο υψόμετρο ή όταν η ατμόσφαιρα είναι πολύ καθαρή ή όταν φωτογραφίζουμε χιονισμένα τοπία με ήλιο. Το δεύτερο έχει μια ελαφριά ροζ απόχρωση και κάνει την ίδια, κατά βάση, δουλειά, αλλά μπορεί να δώσει και ένα αδιόρατο "ζέσταμα" στη φωτογραφία μας. Αυτά τα φίλτρα προσφέρονται για μόνιμη χρήση με κάθε φακό, γιατί, εκτός της χρήσης τους ως φίλτρων, προστατεύουν και τους φακούς από σκόνη, δακτυλιές, χτυπήματα, υγρασία και άλλους κινδύνους.
  • Φίλτρα Πράσινο-Κίτρινο-Κόκκινο: Έχουν έντονα τα παραπάνω χρώματα και χρησιμεύουν στην ασπρόμαυρη φωτογραφία (αν τα χρησιμοποιήσετε με έγχρωμο φιλμ θα πάρετε μονόχρωμες φωτογραφίες με τα αντίστοιχα χρώματα...). Το πράσινο φίλτρο δίνει πιο σκούρα τα κόκκινα χρώματα, το κίτρινο σκουραίνει τα μπλε και το κόκκινο σκουραίνει τα πράσινα. Και τα τρία, δηλαδή, αυξάνουν το κοντράστ (αντίθεση) για τα αντίστοιχα συμπληρωματικά τους χρώματα.
  • Φίλτρα για φως με λάμπες φθορισμού (FL): Είναι φίλτρα με χρώμα "φούξια"χρησιμοποιούνται με φιλμ ημέρας (daylight) και αντισταθμίζουν το πράσινο χρώμα που περιέχεται στις "λευκές" λάμπες φθορισμού και τις λάμπες υδραργύρου (HQI). Δεν είναι κατάλληλα για λάμπες αερίου ηλίου, που περιέχουν κόκκινα και κίτρινα χρώματα.
  • Φίλτρα ουδέτερης πυκνότητας (neutral density): Χρησιμοποιούνται στις περιπτώσεις που, για οποιονδήποτε λόγο, θέλουμε να περιορίσουμε το φως που περνά από τον φακό (π.χ. όταν έχουμε πολύ φως, γρήγορο φιλμ και θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε ανοιχτό διάφραγμα για να βγάλουμε φωτογραφίες πορτραίτου).
  • Φίλτρα με διαβαθμισμένη πυκνότητα (graduated ή degradé): Είναι έγχρωμα (ή ουδέτερα) φίλτρα και χρησιμεύουν στο να δώσουν διαφορετική απόχρωση (ή φωτισμό) στα διάφορα μέρη μιας φωτογραφίας. Συνήθως χρησιμοποιούνται με την πυκνότερη περιοχή τους προς τον ουρανό, για να χρωματίσουν τον ουρανό με διάφορα χρώματα που δημιουργούν την επιθυμητή ατμόσφαιρα (π.χ. σκούρα κόκκινα για τη δύση, γκριζοπράσινο σκούρο για καταιγίδα, σκούρο μπλε, κ.α.)
  • Φίλτρα ειδικών εφέ: Δημιουργούν διάφορα σχέδια. πολλαπλασιάζουν τα είδωλα, δημιουργούν εντύπωση κίνησης, φλουτάρουν το θέμα ολόκληρο ή επιλεκτικά, δημιουργούν συμμετρικά είδωλα του θέματος, και πολλά άλλα.

Τα φίλτρα που βιδώνουν επάνω στον φακό, λόγω των διαφορετικών διαμέτρων φακών που πολλοί φωτογράφοι χρησιμοποιούν, δημιουργούν την ανάγκη να έχουμε το ίδιο είδος φίλτρου σε διάφορες διαμέτρους. Γι'αυτό υπάρχουν συστήματα (πλαστικών) φίλτρων ορθογώνιου σχήματος που, με τη βοήθεια ειδικών εξαρτημάτων, προσαρμόζονται σε φακό κάθε διαμέτρου. Αυτά τα φίλτρα, όμως, είναι γενικώς χαμηλότερης ποιότητας από τα κυκλικού σχήματος αλλά είναι και πολύ πρακτικά όταν δεν έχουμε ανάγκες πολύ μεγάλης μεγέθυνσης.

Κόκκινα μάτια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα κόκκινα μάτια σε πολλές φωτογραφίες οφείλονται στη χρήση flash επάνω στη μηχανή (συνηθισμένη περίπτωση για τις μηχανές "compact"), το οποίο δημιουργεί τέτοια πορεία μέσα από τα αιμοφόρα αγγεία στον βυθό του ματιού ώστε οι κόρες των ματιών να εμφανίζονται κατακόκκινες. Αυτό συμβαίνει, συνήθως, όταν οι κόρες των ματιών είναι διεσταλμένες, λόγω χαμηλού φωτισμού ή λόγω κατανάλωσης οινοπνεύματος. Υπάρχουν δύο τρόποι ν' αποφύγουμε αυτό το φαινόμενο: α) Να χρησιμοποιήσουμε εξωτερικό flash και μάλιστα σχετικά μακριά από τον φακό (περ. 30-60 εκατοστά προς το πλάϊ βοηθά), ή ανακλώμενο, π.χ. στο ταβάνι, flash (πολλές μηχανές SLR δίνουν αυτή τη δυνατότητα). β) Να χρησιμοποιήσουμε μια σχετικά δυνατή λάμπα πριν από τη φωτογράφιση κοντά στο πρόσωπο του μοντέλου ή δυνατό φωτισμό στον χώρο. Έτσι θα συσταλούν οι κόρες και θα αποφύγουμε το φαινόμενο. Βέβαια, αν δεν τραβάμε "κατάφατσα" το μοντέλο μας μάλλον δεν θα έχουμε κόκκινα μάτια στις φωτογραφίες αλλά αυτό δεν το ελέγχεται πάντα και, βέβαια, πολλές φορές θέλουμε οπωσδήποτε να φωτογραφίσουμε "κατάφατσα'!

Flash[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το flash είναι μια φωτεινή πηγή μεγάλης, σχετικά, έντασης που χρησιμοποιείται για να φωτίσει το θέμα μας ή να συμπληρώσει τον φωτισμό του. Το flash μπορεί να είναι ενσωματωμένο στη φωτογραφική μηχανή, να είναι εξωτερικό ή να είναι μεγάλο και ογκώδες flash για στούντιο. Η φωτεινή δυνατότητα του flash προσδιορίζεται από έναν αριθμό που λέγεται «οδηγός» (guide number) και που ισούται με την απόσταση που μπορεί να φωτίσει μιά σκηνή όταν το φιλμ είναι ευαισθησίας ISO 100. Η ταχύτητα του κλείστρου δεν μετρά γιατί υποτίθεται οτι είναι γύρω στα 1/125 - 1/200 και, ούτως ή άλλως, το διάφραγμα είναι ανοιχτό σε όλη τη διάρκεια της λάμψης (αν βάλουμε μεγαλύτερη ταχύτητα μέρος από τη λάμψη θα χαθεί και θα έχουμε υποφωτισμένη φωτογραφία). Στις εντελώς χειροκίνητες μηχανές βάζουμε την ταχύτητα που δίνει ο κατασκευαστής για flash (ή γυρίζουμε τον διακόπτη στη αντίστοιχη θέση) και ρυθμίζουμε μόνο το διάφραγμα, ανάλογα με την απόσταση του αντικειμένου (συνήθως υπάρχει ένας πίνακας στην πλάτη της συσκευής flash που μας δίνει το διάφραγμα σε συνάρτηση με την απόσταση). Στις αυτόματες μηχανές δεν χρειάζονται πολλές ρυθμίσεις γιατί η μηχανή ρυθμίζει τη διάρκεια της λάμψης (άρα και την έκθεση του φιλμ) μόνη της, ανάλογα με την απόσταση του θέματος και τον υπάρχοντα φωτισμό.

Τα κυριότερα βασικά σημεία που πρέπει να έχουμε υπ’ όψει μας σε σχέση με τη χρήση flash είναι τα εξής:

α) Οι περισσότερες αυτόματες μηχανές χρησιμοποιούν αυτόματα το flash (ή σε ειδοποιούν ότι πρέπει να το χρησιμοποιήσεις) όταν το πρόγραμμά τους κρίνει ότι ο φωτισμός είναι ανεπαρκής. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι νύχτα για να λάμψει το flash. Μπορεί το θέμα μας να είναι στη σκιά, μπορεί το περιβάλλον να είναι μεν επαρκώς φωτισμένο αλλά να χρειάζεται και μια λάμψη συμπληρωματικού φωτισμού (fill-in) για να μην βγουν π.χ. τα πρόσωπα σκοτεινά. Η διάρκεια της λάμψης ρυθμίζεται αυτόματα για το καλλίτερο δυνατό αποτέλεσμα.

β) ‘Οπως είπαμε πιο πάνω, το flash μπορεί να μας δώσει κόκκινα μάτια όταν είναι πολύ κοντά στον φακό. Οι τρόποι να αποφύγουμε αυτό το φαινόμενο είναι ή να απομακρύνουμε το flash από τη μηχανή (όταν δεν είναι ενσωματωμένο, βέβαια) ή να φροντίσουμε να κλείσουν οι κόρες των ματιών κρατώντας ένα δυνατό φως κοντά στο πρόσωπο του θέματος λίγο πριν τη φωτογράφιση. Ένας άλλος τρόπος να αποφύγουμε τα κόκκινα μάτια είναι να στρέψουμε την κεφαλή του flash προς τα επάνω ή στο πλάι, προς μία ανοιχτόχρωμη επιφάνεια (κατά προτίμηση λευκή) και να προκαλέσουμε διάχυση της λάμψης. Αυτό προϋποθέτει, βέβαια, αφ’ ενός τη δυνατότητα στροφής της κεφαλής του flash (δεν τη διαθέτουν όλα τα flash του εμπορίου), αφ´ ετέρου τη δυνατότητα της μηχανής να ελέγξει αυτόματα τη διάρκεια της λάμψης. Υπάρχουν και κάποια πολύ χρήσιμα εξαρτήματα διάχυσης που τοποθετούνται επάνω στην κεφαλή και διαχέουν το φως. Ο διάχυτος φωτισμός, εκτός από το πρόβλημα των κόκκινων ματιών λύνει και το πρόβλημα του σκληρού φωτισμού που προκαλεί το flash σε πολλές περιπτώσεις, καθώς και των έντονων σκιών στις επιφάνειες πίσω από το θέμα μας.

γ) Η λάμψη του flash φωτίζει αποτελεσματικά μέχρι κάποια απόσταση που εξαρτάται από τη φωτιστική ισχύ της συσκευής. Δεν έχει κανένα νόημα να χρησιμοποιούμε flash όταν το θέμα μας βρίσκεται σε μεγάλες αποστάσεις, όπως σε περιπτώσεις π.χ. τοπίων ή θεάτρου. Οι αυτόματες φωτ. μηχανές μας «λένε» να χρησιμοποιήσουμε flash (ή το χρησιμοποιούν αυτόματα) απλώς όταν «δουν» χαμηλό φωτισμό. Αυτό μπορεί να συμβεί και όταν φωτογραφίζουμε, π.χ. μια σκηνή ηλιοβασιλέματος ή ένα κτίριο αφού ο ήλιος έχει πέσει, ή στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και στο Ηρώδειο κατά την παράσταση. Η χρήση flash σε τέτοιες περιπτώσεις δεν πρόκειται να μας βοηθήσει! Ίσως καταφέρουμε να φωτογραφίσουμε τα ...κεφάλια των μπροστινών θεατών αλλά όχι τη σκηνή και τους ηθοποιούς (εκτός αν καθόμαστε στα πρώτα καθίσματα...). Στις παραπάνω ή σε παρόμοιες περιπτώσεις είναι προτιμότερο να χρησιμοποιήσουμε ένα «γρήγορο» φιλμ (ή υψηλή τιμή ευαισθησίας ISO στις ψηφιακές) και να εκμεταλλευτούμε τον υπάρχοντα φωτισμό. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι μηχανές “compact” δεν βοηθούν πολύ γιατί δεν είναι σχεδιασμένες για τέτοιες «δύσκολες» καταστάσεις.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Εάν χρησιμοποιούμε το flash για συμπληρωματικό φωτισμό (Fill flash) πρέπει να προσέχουμε την ταχύτητα εκφώτισης. Εάν είναι πολύ χαμηλή (π.χ. 1/5 sec.) υπάρχει ο κίνδυνος να βγει "κουνημένη" η φωτογραφία, γιατί και μετά τη λάμψη το υφιστάμενο φως εξακολουθεί να προσβάλει το φιλμ ή τον αισθητήρα ενώ ο φωτογράφος κινεί τη φωτογραφική μηχανή νομίζοντας ότι η λήψη τελείωσε. Γι' αυτό καλό είναι να ρυθμίζουμε την αυτόματη λήψη σε προτεραιότητα ταχύτητας (Tv) ή χειροκίνητη (manual) με την ταχύτητα του φωτοφράκτη την υψηλότερη, κατά το δυνατόν, που απαιτεί η λάμψη (συνήθως 1/160-1/200 sec.). Μεγαλύτερες ταχύτητες από αυτές που προτείνουν ο κατασκευαστής της μηχανής και του flash μπορεί να περιορίσει την εκφώτιση και να δώσει υποφωτισμένη φωτογραφία.

Επεξεργασία με ειδικά προγράμματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως ξέρουν σχεδόν όλοι όσοι ασχολούνται με την ψηφιακή φωτογραφία, υπάρχουν σήμερα πολλά προγράμματα με τα οποία μπορούμε να επιφέρουμε απλές διορθώσεις στις φωτογραφίες μας (π.χ. διόρθωση φωτισμού, χρώματος, οξύτητας) ή και να δημιουργήσουμε εικαστικές αποδόσεις των φωτογραφιών, με πολλαπλές αλλοιώσεις. Μέσα στις ευκολίες που παρέχουν αυτά τα προγράμματα (αλλά και οι περισσότερες σύγχρονες ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές) είναι και η ρύθμιση της χρωματικής ισορροπίας λευκού (white balance), ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι πιο πιστό, (ή πιο ευχάριστο). Αυτές οι δυνατότητες τείνουν να εκτοπίσουν τη χρήση φίλτρων χρωματικής διόρθωσης, τα οποία έχουν μεγάλο, σχετικά, κόστος και δυσκολεύουν και καθυστερούν τη φωτογράφιση, αφού πρέπει να προσαρμοστούν επάνω στους φακούς της φ. μηχανής.