Γασμούλοι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι Γασμούλοι ήταν στην ύστατη Βυζαντινή αυτοκρατορία οι απόγονοι των Βυζαντινών Ελλήνων και των Δυτικών Ευρωπαίων του Μεσαίωνα ιδιαίτερα από την Δημοκρατία της Βενετίας με μεικτούς γάμους. Την εποχή που ήταν αυτοκράτορας ο Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος υπηρέτησαν ως Πεζοναύτες στο Βυζαντινό ναυτικό, αργότερα στις αρχές του 14ου αιώνα έχασαν την εθνική τους ταυτότητα παραπέμποντας σε όσους υπηρετούσαν στον στρατό ή στο ναυτικό ως ελαφρά οπλισμένοι.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την Δ΄ Σταυροφορία ξεκίνησαν στην Λατινική Αυτοκρατορία και τα υπόλοιπα Δυτικά πριγκιπάτα περιορισμένες ενώσεις ανάμεσα σε Ελληνόφωνους Βυζαντινούς και Λατίνους κατακτητές.[1] Η ορολογία "Γασμούλος" ήταν άγνωστης προέλευσης και εμφανίζεται η χρήση της στα τέλη του 13ου αιώνα, στην Λατινική γλώσσα μεταφράζεται ως Μουλάρι που έχει σχέση με το "νόθος" όπως τους έλεγαν στον Ελληνικό χώρο.[2] Οι Γασμούλοι ήταν πιο συχνά γιοι ενός Βενετού ή άλλου Λατίνου άρχοντα με μια Βυζαντινή γυναίκα.[3] Σύντομα διακρίθηκαν από τον υπόλοιπο πληθυσμό, έγιναν διακριτοί και ανεπιθύμητοι ως αλλοεθνείς τόσο από τους Λατίνους όσο και από τους Έλληνες. Ένας Γάλλος (1330) αναφέρει "παρουσιάζονται σαν γνήσιοι Έλληνες όταν έρχονται σε επαφή με Έλληνες και ως Λατίνοι όταν έρχονται σε επαφή με Λατίνους".[4] Σε Συνθήκη που υπέγραψαν ο Μιχαήλ Η΄ και οι Ενετοί (1277) οι Γασμούλοι καθιερώθηκαν Βενετοί πολίτες αλλά μερικές δεκαετίες αργότερα μεταστράφηκαν σε Βυζαντινούς.[5][6] Αργότερα κάποιοι απόγονοι τους ζήτησαν να ανακτήσουν ξανά την Βενετική ταυτότητα αλλά η περίπτωση τους θα απασχολίσει έντονα τις Βυζαντινο-Βενετικές σχέσεις μέχρι την δεκαετία του 1320.[7][8] Με την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης (1261) οι ελαφρά οπλισμένοι Γασμούλοι υπηρέτησαν το Βυζαντινό στρατό ως μισθοφόροι, μαζί με τους Βυζαντινούς Λάκωνες αποτελούσαν την ελπίδα του αυτοκράτορα να δημιουργήσει ένα ισχυρό ναυτικό.[9]

Οι Γασμούλοι είχαν τον σημαντικότερο ρόλο στις προσπάθειες του Μιχαήλ Η΄ να ανακτήσει τις δεκαετίες του 1260 και του 1270 τα νησιά του Αιγαίου από τους Βενετούς. Ο γιος και διάδοχος του Μιχαήλ Η΄ Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος διέλυσε το αυτοκρατορικό ναυτικό ρίχνοντας τους στην ανεργία (1285).[10] Οι Γασμούλοι έντονα δυσαρεστημένοι μερικοί παρέμειναν στην υπηρεσία του αυτοκράτορα, άλλοι υπηρέτησαν τους Λατινικούς ή Οθωμανικούς στόλους ως σωματοφύλακες και πολλοί έγιναν πειρατές.[11][12][13] Στις αρχές του 14ου αιώνα οι Γασμούλοι έχασαν την εθνική τους ταυτότητα, η ορολογία χρησιμοποιήθηκε σε όλους τους ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες τόσο σε ξηρά όσο και σε θάλασσα. Κατά τις ιστορικές σημειώσεις του Ν. Γρηγορά, οι Γασμούλοι λόγω του απείθαρχου χαρακτήρα τους έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις διάφορες εμφύλιες διαμάχες. Οι Γασμούλοι υπηρέτησαν τον 13ο και τον 14ο αιώνα τους Βυζαντινούς και τους Οθωμανούς, αργότερα τον 15ο και τον 16ο αιώνα τα Λατινικά πριγκιπάτα του Αιγαίου.[14][15] Την εποχή που ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στον Μέγα Δούκα Αλέξιο Απόκαυκο και τον Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό οι Γασμούλοι υποστήριξαν φανερά τον πρώτο. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός ήταν ο μεγάλος νικητής, στέφτηκε αυτοκράτορας και έδιωξε τους Γασμούλους από την Κωνσταντινούπολη. Οι Γασμούλοι διασκορπίστηκαν στις υπόλοιπες Λατινοκρατούμενες περιοχές, όσοι βρίσκονταν στην Καλλίπολη εντάχθηκαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία και ήταν οι δημιουργοί του Οθωμανικού στόλου.[16] Μετά την κατάλυση της αυτοκρατορίας οι Γασμούλοι μεταβλήθηκαν σε υπηρέτες, αγρότες και κάποιοι εξ αυτών εξελίχθηκαν σε πειρατές. Επί Ενετοκρατίας ανάλογη κατηγορία τέτοιων μιγάδων χρησιμοποιήθηκε και από το Δουκάτο του Αρχιπελάγους. Στη τοπική κυκλαδίτικη διάλεκτο ονομάζονταν "βασμούλοι" που χρησιμοποιούνταν ως ενδιάμεση τάξη μεταξύ ελευθέρων και δούλων. Χρησιμοποιούνταν δηλαδή σε διάφορες εργασίες - αγγαρείες τόσο στη ξηρά όσο και στη θάλασσα τις καλούμενες "βασμουλίες" χωρίς να έχουν το δικαίωμα απόκτησης περιουσίας τόσο οι ίδιοι όσο και οι απογόνοι τους.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Heurtley 1967, σ. 72
  2. Bartusis 1997, σ. 44
  3. Bartusis 1991, σ. 823
  4. Bartusis 1997, σσ. 45, 140
  5. Nicol 1988, σσ. 199, 233
  6. Laiou 1972, σ. 65
  7. Bartusis 1991, σ. 823
  8. Laiou 1972, σσ. 271–272, 277
  9. Bartusis 1997, σσ. 44–47
  10. Bartusis 1991, σ. 823
  11. Bartusis 1991, σ. 823
  12. Bartusis 1997, σσ. 68–69
  13. Laiou 1972, σ. 75
  14. Bartusis 1991, σ. 823
  15. Bartusis 1997, σσ. 69–70
  16. Ahrweiler 1966, σ. 405

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica" τομ.16ος, σελ. 202
  • Ahrweiler, Hélène (1966). Byzance et la mer: La marine de guerre, la politique et les institutiones aritimes de Byzance aux VIIe–XVe siècles (in French). Paris: Presses universitaires de France.
  • Bartusis, Mark (1991). "Gasmoulos". In Kazhdan, Alexander (ed.). The Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford and New York: Oxford University Press.
  • Bartusis, Mark (1997). The Late Byzantine Army: Arms and Society 1204–1453. Philadelphia, Pennsylvania: University of Pennsylvania Press.
  • D’Amato, Raffaele (2010). "The Last Marines of Byzantium: Gasmouloi, Tzakones and Prosalentai. A Short History and a Proposed Reconstruction of their Uniforms and Equipment". Journal of Mediterranean Studies. 19 (2): 219–248.
  • Heurtley, W. A. (1967). A Short History of Greece from Early Times to 1964. New York and London: Cambridge University Press.
  • Laiou, Angeliki E. (1972). Constantinople and the Latins: The Foreign Policy of Andronicus II, 1282–1328. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press.
  • Nicol, Donald M. (1988). Byzantium and Venice: A Study in Diplomatic and Cultural Relations. Cambridge: Cambridge University Press.