Γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το Συνταγματικό Συμβούλιο (Conseil Constitutionnel) είναι το γαλλικό συνταγματικό δικαστήριο. Δημιουργήθηκε για πρώτη φορά με το Σύνταγμα της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας της 4ης Οκτωβρίου 1958. Η σύνθεση και οι αρμοδιότητές του ρυθμίζονται στα άρθρα 56 επ. του γαλλικού Συντάγματος.

Σύνθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Συνταγματικό Συμβούλιο αποτελείται από εννέα μέλη, τα οποία διορίζονται για μη ανανεώσιμη θητεία εννέα ετών. Κάθε τρία χρόνια αποχωρούν τρία μέλη και διορίζονται τρία νέα (ανανεώνεται δηλαδή κάθε τρία χρόνια κατά το εν τρίτο του). Τα μέλη του διορίζονται κατά το 1/3 από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατά το 1/3 από τον Πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης (Assemblée Nationale) και κατά το 1/3 από τον Πρόεδρο της Γερουσίας (Sénat). Τα διοριζόμενα μέλη δε χρειάζεται να πληρούν τυπικές προϋποθέσεις (να είναι νομικοί, δικαστές κλπ.). Στο Συνταγματικό Συμβούλιο συμμετέχουν ex officio και όλοι οι διτελέσαντες Πρόεδροι Δημοκρατίας (μετά την αφυπηρέτησή τους). Η ιδιότητα του μέλους στο Συνταγματικό Συμβούλιο είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του μέλους της Κυβέρνησης και με οποιοδήποτε αιρετό αξίωμα. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου επιλέγεται μεταξύ των μελών του από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Αρμοδιότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Συνταγματικό Συμβούλιο έχει δύο βασικές αρμοδιότητες: τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και τον έλεγχο των εθνικών εκλογών.

Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στη Γαλλία είναι προληπτικός και συγκεντρωτικός. Το Συνταγματικό Συμβούλιο έχει την αποκλειστική εξουσία να ελέγχει τη συμμόρφωση των νόμων με το Γαλλικό Σύνταγμα. Ο έλεγχος όμως αυτός μπορεί να λάβει χώρα μόνο μεταξύ της ψήφισης του νόμου από την Εθνοσυνέλευση και της έκδοσής του (υπογραφής του) από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (προληπτικός έλεγχος). Μετά την έκδοση και δημοσίευσή του ο νόμος δεν μπορεί πλέον να ελεγχθεί ως προς τη συνταγματικότητά του. Αντίθετα με ό,τι ισχύει στην Ελλάδα, τα υπόλοιπα δικαστήρια στη Γαλλία δεν έχουν εξουσία να κρίνουν τη συνταγματικότητα των νόμων (συγκεντρωτικός έλεγχος). Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα έχει εισαγάγει το Συνταγματικό Συμβούλιο για την περίπτωση που νέος νόμος τροποποεί παλαιότερο: σε αυτήν την περίπτωση μπορεί το Συμβούλιο να ελέγξει και τον τροποποιούμενο παλαιότερο νόμο.[1]

Η δεύτερη ομάδα αρμοδιοτήτων του συνδέεται με τις εκλογές. Το Συνταγματικό Συμβούλιο εξετάζει προσφυγές κατά των αποτελεσμάτων και ανακοινώνει τα αποτελέσμτα των εκλογών του Προέδρου της Δημοκρατίας, των σωμάτων του Κοινοβουλίου (Εθνοσυνέλευσης και Γερουσίας) και των δημοψηφισμάτων.

Διαδικασία ελέγχου νόμων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Συνταγματικό Συμβούλιο ελέγχει υποχρεωτικά δύο ειδών νόμους: τους «οργανικούς νόμους» και τους Κανονισμούς της Εθνοσυνέλευσης και της Γερουσίας. Οι οργανικοί νόμοι αποτελούν ιδιαιτερότητα του γαλλικού νομικού συστήματος: είναι νόμοι που εκδίδονται κατ’ επιταγήν του Συντάγματος (εκτελεστικοί νόμοι) και ρυθμίζουν την οργάνωση του πολιτεύματος. Κατά το γαλλικό Σύνταγμα οι οργανικοί νόμοι υπερισχύουν των κοινών νόμων. Οι λοιποί νόμοι μπορούν να ελεγχθούν από το Συνταγματικό Συμβούλιο αν το ζητήσουν εναλλακτικά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Πρωθυπουργός, ο Πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης, ο Πρόεδρος της Γερουσίας, 60 μέλη της Εθνοσυνέλευσης ή 60 μέλη της Γερουσίας. Το Συνταγματικό συμβούλιο οφείλει να εκδώσει απόφαση εντός μηνός από την προσφυγή. Η Κυβέρνηση μπορεί να συντμήσει την προθεσμία αυτή σε περιπτώσεις κατεπείγοντος σε οκτώ ημέρες.

Εισηγητές ορίζονται τρία μέλη του, το καθένα από τα οποία πρέπει να έχει διορστεί στο Συμβούλιο από διαφορετική αρχή. Το Συμβούλιο αποφασίζει σε ολομέλεια. Σε περίπτωση ισοψηφίας η ψήφος του Προέδρου υπερισχύει. Σε περίπτωση που η απόφαση δεν είναι ομόφωνη, η γνώμη της μειοψηφίας δεν αναγράφεται στην απόφαση.

Περιεχόμενο ελέγχου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο έλεγχος της συνταγματικότητας ενός νόμου είναι πλήρης. Αφορά αφ’ ενός την αρμοδιότητα του ψηφίσαντος οργάνου και την ακολουθηθείσα διαδικασία και αφ’ ετέρου το περιεχόμενο του νόμου. Ως προς το περιεχόμενο, κριτήριο για τη συνταγματικότητα ενός νόμου δεν είναι μονο το γραπτό Σύνταγμα του 1958, αλλά η συνταγματική δέσμη (bloc de constitutionnalité). Η δέσμη αυτή περιλαμβάνει:

  • Το κείμενο του Συντάγματος της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας της 4ης Οκτωβρίου 1958
  • Τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη της 26ης Αυγούστου 1789
  • Τις θεμελιώδεις αρχές που αναγνωρίζουν οι νόμοι της δημοκρατίας (principes fondamentaux reconnus par les lois de la République): πρόκειται για γενικές αρχές που προκύπτουν από νόμους προ του 1946, οι οποίοι έχουν ψηφιστεί από δημοκρατικές κυβερνήσεις
  • Αρχές με συνταγματική αξία (principes à valeur constitutionnelle): αρχές που δεν κατοχυρώνονται σε κάποιο συγκεκριμένο κείμενο, αλλά έχουν αξία ίση με αυτήν του Συντάγματος, όπως η συνέχεια του κράτους, η αξιοπρέπεια του ανθρώπου
  • Σκοπούς με συνταγματική αξία (objectifs à valeur constitutionnelle): σκοπούς, για τους οποίους είναι θεμιτός ο περιορισμός συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων.

Το Συμβούλιο μπορεί να κρίνει ότι ένας νόμος είναι στο σύνολό του αντισυνταγματικός. Κατά το άρθρο 62 του γαλλικού Συντάγματος ένας αντισυνταγματικός νόμος απαγορεύεται να εκδοθεί και να δημοσιευτεί. Αν το Συμβούλιο πάλι κρίνει ότι μόνο επιμέρους διατάξεις του νόμου αντίκεινται στο Σύνταγμα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να εκδώσει τον υπόλοιπο νόμο αφαιρώντας αυτές τις διατάξεις.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Για λεπτομέρειες Emmanuel Cartier, Χρονικό νομολογίας του Γαλλικού Συνταγματικού Συμβουλίου 1999-2000, Το Σύνταγμα 2/2001 υπό ΙΙ.1. http://tosyntagma.ant-sakkoulas.gr/theoria/item.php?id=262 Αρχειοθετήθηκε 2005-11-11 στο Wayback Machine.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]