Βωλίτης ο εδώδιμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βωλίτης ο εδώδιμος
Βωλίτης ο εδώδιμος περιοχής Βιτσίου Καστοριάς
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Μύκητες
Συνομοταξία: Βασιδιομύκητες (Basidiomycota)
Ομοταξία: Αγαρικομύκητες (Agaricomycetes)
Τάξη: Βωλιτώδη (Boletales)
Οικογένεια: Βωλιτοειδή (Boletaceae)
Γένος: Βωλίτης (Boletus)
Είδος: B. edulis
Διώνυμο
Boletus edulis (Βωλίτης ο εδώδιμος)
Bull. (1782)
Συνώνυμα

Ceriomyces crassus Battarra (1775)
Boletus solidus Sowerby (1809)
Leccinum edule (Bull.) Gray (1821)
Dictyopus edulis (Bull.) Forq. (1890)

Βωλίτης ο εδώδιμος
(Διατροφική δήλωση ανά 100 γραμμάρια)
Ενέργεια 81,8 kcal
Νερό 80,53 g.
Μακροθρεπτικά Συστατικά
Λιπαρά 1,70 g.
Κορεσμένα {{{κορεσμένα}}} g
Μονοακόρεστα {{{μονοακόρεστα}}} g
Πολυακόρεστα {{{πολυακόρεστα}}} g
ω-3 {{{ω-3}}} g
ω-6 {{{ω-6}}} g
Υδατάνθρακες 9,23 g.
Σάκχαρα {{{σάκχαρα}}} g
Πρωτεΐνες 7,39 g.
Βιταμίνες
Βιταμίνη Α ~ I.U.
Βιταμίνη D ~ I.U.
Βιταμίνη Ε ~ mg.
Βιταμίνη Κ ~ mg.
Βιταμίνη Β1 0,105 mg.
Βιταμίνη Β2 0,092 mg.
Βιταμίνη Β3 6,07 mg.
Bιταμίνη Β5 (παντοθενικό οξύ) 2,64 mg.
Bιταμίνη Β6 ~ mg.
Bιταμίνη Β7 (βιοτίνη) ~ mg.
Φυλλικό οξύ 0,290 mg.
Βιταμίνη Β12 (κυανοκοβαλαμίνη) ~ mg.
Βιταμίνη C 4,21 mg.
Ιχνοστοιχεία: Μέταλλα
Ασβέστιο 1,195 mg.
Σίδηρος 0,739 mg.
Μαγνήσιο ~ mg.
Κάλιο 203,3 mg.
Νάτριο 25,250 mg.
Ψευδάργυρος 4,172 mg.
Χαλκός 0,786 mg.
Μαγγάνιο ~ mg.
Φώσφορος ~ mg.
Άλλα
Καφεΐνη ~ mg.
Θεοβρωμίνη ~ mg.
Τέφρα 1,15 g.
*με το σύμβολο ~ δηλώνεται έλλειψη στοιχείων στην εγκυκλοπαίδεια
πηγή άντλησης πληροφοριών: redalyc.uaemex.mx/pdf/685/68514101.pdf

Ο Βωλίτης ο εδώδιμος διεθνώς γνωστός ως Boletus edulis είναι ένας βασιδιομύκητας, που ανήκει στην κατηγορία των αγαρικών.β[›] Ευρέως διαδεδομένος στο Βόρειο ημισφαίριο σε όλη την Ευρώπη, την Ασία και τη Βόρεια Αμερική· δεν υπάρχει στη φύση στο Νότιο ημισφαίριο, αν και έχει εισαχθεί στη Νότια Αφρική, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Ο μύκητας αναπτύσσεται σε φυλοβόλλα και κωνοφόρα δάση, σχηματίζοντας με τις ρίζες των δένδρων συμβιωτικές ενώσεις. Ο βωλίτης ο εδώδιμος κοινά ονομάζεται βασιλομανίταρο.

Ταξινόμηση και ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γάλλος βοτανολόγος Pierre Bulliard

Για πρώτη φορά περιγράφεται το 1782 από τον Γάλλο βοτανολόγο Pierre Bulliard[1] και έκτοτε εξακολουθεί να ονομάζεται στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία Boletus edulis. Οι λέξεις boletus και edulis συντίθενται από το αρχαιοελληνικό βωλίτις (= κομμάτι γης) και από το λατινικό edulis που προέρχεται από το μέλλοντα του ρήματος εσθίω (τρώγω):< έδομαι και από το οποίο προέρχονται οι λέξεις «έδεσμα» και «εδώδιμον».[2] Ο πρώτος όμως που τον ονόμασε Βωλίτη είναι ο Γαληνός που το θεωρεί ως ιδιαίτερο είδος στο βασίλειο των μυκήτων και το ξεχωρίζει από τους λοιπούς αμανίτεςγ[›][3]

Στη Αγγλία ονομάστηκε αρχικά Boletus solidus (Βωλίτης ο έμπεδος δηλ. ο στερεός) από τον φυσιοδίφη James Sowerby το 1809, ωστόσο είναι γνωστός ως king bolete, penny bun και cep (cèpe de Bordeaux των Γάλλων), ενώ στη Γερμανία ονομάζεται Steinpilz – δηλ. «μανιτάρι πέτρα» – από τη σφιχτή σάρκα του.[4] Στην Ελλάδα είναι γνωστό με την κοινή ονομασία «βασιλομανίταρο» και σε νεαρή ηλικία ως «καλογεράκι», αυτό που αποκαλούν οι Ιταλοί «πορτσίνo» (porcino).

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ανώτατο όριο ύψους αυτού του μανιταριού είναι 30-70 εκατοστά. Ελαφρώς κολλώδες στην αφή έχει κυρτό σχήμα σε νεαρή ηλικία και το χρώμα του είναι συνήθως καφέ με λευκό και συνεχίζει να σκουραίνει κατά την ωρίμανση. Χαρακτηρίζονται από ένα σαρκώδες πίλο (καπέλο) που στηρίζεται σε πόδι (στύπος) και κάτω από αυτό υπάρχουν βράγχια (λαμέλες, ελάσματα) σε ακτινωτή διάταξη που καταλήγουν σε πόρους όπου παράγονται οι σπόροι. Θεωρείται ένα από τα ασφαλέστερα μανιτάρια, καθώς δεν υπάρχουν δηλητηριώδη πανομοιότυπα είδη με αυτό.[5]

Συγγενικά είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην πραγματικότητα καλογεράκια, ceps, porcini, steinpilz κλπ είναι η κοινές ονομασίες μιας ομάδας βωλιτών με επικεφαλής τον B.Edulis και την οποία συμπληρώνουν τα άλλα τρία είδη:

  • Boletus aereus (βωλίτης ο χαλκόχρους) πίλο με σοκολατί σχεδόν μαύρο χρώμα, φυτρώνει αποκλειστικά σε δάση πλατύφυλλων καλοκαίρι-φθινόπωρο.
  • Boletus Pinophilus (βωλίτης ο πευκόφιλος) πίλο με καστανοκόκκινο χρώμα, φυτρώνει σε πευκοδάση αλλά και σε ανάμικτα δάση το φθινόπωρο.
  • Boletus reticulatus (βωλίτης ο δικτυωτός ή ο καλοκαιρινός) πίλο με ωχρό-φουντουκί ή και καστανο-κοκκινωπό χρώμα, φυτρώνει σε δάση πλατύφυλλων κατά τους ζεστούς μήνες.

Μαγειρικές χρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

" ...μεθ΄υσσώπω (ματζουράνα) και οριγάνου μετρίως εψηθέντων.[6] Αβλαβέστατοι μέν ούν των άλλων μυκήτων εισίν ούτοι (βωλίται), δεύτεροι δε μετ΄αυτούς οι αμανίται, των δέ άλλων ασφαλέστερόν εστι μηδ΄όλως άπτεσθαι· πολλοί γάρ εξ αυτών απέθαναν».

Γαληνός Περί των εν ταις τροφαίς δυνάμεων, Βιβλίον πρώτον, κεφ. Περί μυκήτων.

Το μετρίως εψηθέντων του Γαληνού είναι το Α και Ω στη χρήση της καλής μαγειρικής των μανιταριών. Ο καθένας μπορεί να το διαπιστώσει είτε μαγειρεύοντας είτε γευόμενος. Το σκόρδο και ο μαϊδανός απαραίτητα κατά το τηγάνισμα, τα δε αποξηραμένα μανιτάρια ενδείκνυνται για μανιταρόπιτα. Τα κατεψυγμένα χάνουν το άρωμά τους μετά παρέλευση περίπου δυο μηνών και δεν πρέπει να τα ξεπαγώνουμε γιατί κατ΄αυτόν τον τρόπο γίνονται σφουγγάρια.[7] Ο Βωλίτης ο εδώδιμος είναι κατάλληλος για αποξήρανση γιατί είναι εύκολο να ανασυσταθεί με την εμβάπτιση σε ζεστό, όχι βραστό νερό, για περίπου 20΄ το οποίο δεν πετάμε γιατί είναι εμπλουτισμένο με το άρωμα και μπορεί το περίσσευμα να χρησιμοποιηθεί σε μεταγενέστερο μαγείρεμα.[8] Γενικότερα όμως η κατανάλωση σε μεγάλες ποσότητες προκαλεί ελαφρές γαστρεντερικές διαταραχές, που μπορεί να οφείλoνται ακόμα και στο υψηλό ποσοστό μυκοχιτίνης[9] που περιέχουν και είναι δύσπεπτη σε μεγάλες ποσότητες κατανάλωσης, όπου η θεραπεία έρχεται μόνη της. Γι΄αυτό προφανώς ο Γαληνός συνιστούσε να μαγειρεύονται αναμεμιγμένα με ματζουράνα που ενεργεί κυρίως ως χωνευτικό.

Φωτογραφίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Champignos Agaricus ή campestris (αγροτικός)

^ α:  Εκτός από τα μορφολογικά κριτήρια, η συστηματική κατάταξη των μυκήτων γίνεται πλέον με βάση βιοχημικά και γενετικά δεδομένα. Γενικά, διακρίνονται δυο μεγάλες διαιρέσεις : Οι μυξομύκητες και οι ευμύκητες. Οι μυξομύκητες παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα φυτά όσο και με τα ζώα, καθώς μια φάση του βιολογικού τους κύκλου μοιάζει με την αμοιβάδα.

^ β:  Τα αγαρικά (Agaricus) είναι μια μεγάλη και σημαντική κατηγορία μανιταριών που περιλαμβάνει εδώδιμα και δηλητηριώδη είδη πιθανόν περισσότερα από τριακόσια μέλη σ΄ όλο τον κόσμο.[10] Χαρακτηρίζονται από έν σαρκώδες πίλο (καπέλο) που στηρίζεται σε πόδι (στύπος) και κάτω από αυτό υπάρχουν ελάσματα (λαμέλες) σε ακτινωτή διάταξη (Αμανίτες) ή σωλήνες που καταλήγουν σε πόρους (Βωλίτες) ή αγκαθωτές προεξοχές (Ύδνες). Στα ελάσματα υπάρχουν τα βασίδια που παράγουν τα σπόρια και τα κυστίδια που είναι στείρα.

^ γ: Η λέξη μανιτάρι είναι υποκοριστικό της λέξης αμανίτης[11]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Herber de la France. Α΄. σελ. 49-96.  Missing or empty |title= (βοήθεια)
  2. Α. Γεωργοπαπαδάκος (1958). «Υποσημείωση παραγώγων». Λεξικόν ανωμάλων ρημάτων (4η έκδοση). Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείον ΜΟΛΧΟ. σελ. 71. 
  3. Αβλαβέστατοι μέν ούν των άλλων μυκήτων εισίν ούτοι (βωλίται), Περί των εν ταις τροφαίς δυνάμεων, Βιβλίον πρώτον, κεφ. Περί μυκήτων.
  4. Wilhelm Grimm (1873). Deutsches Wörterbuch. 
  5. «Περί μανιταριών». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Αυγούστου 2011. Ανακτήθηκε στις 21 Αυγούστου 2011. 
  6. Γαληνός, De alimentorum facultatibus libri iii 6.655.14
  7. Δημήτριος Γκολίτσης, Ηδύγαιον, σ.32-Εκδ. Αποστόλου Δούκη, Καστοριά 1989
  8. Antonio Carluccio (2003). The Complete Mushroom Book (στα Αγγλικά). σελ. 97. ISBN 1-84400-040-0. 
  9. Γαληνός,«μεθ΄υσσώπω» (ματζουράνας) μαγειρεμένη. Η ματζουράνα χρησιμοποιείται σήμερα στη φαρμακευτική ως αναλγητικό, αντισπασμωδικό, χωνευτικό, τονωτικό, Εγκλ. Δομή. σ.240 τόμ. 18
  10. Bas C. Μια σύντομη εισαγωγή για την οικολογία, ταξινόμηση και ονοματολογία του γένους Agaricus, Pudoc, Wageningen, The Netherlands (1991)
  11. Α. Ν. Γιάνναρης (1891). Επίτομον Ελληνικό Λεξικόν. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]