Βιοτίνη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χημική δομή της βιοτίνης

Η βιοτίνη, γνωστή και ως βιταμίνη Η (το Η αναπαριστά το Haar und Haut, που στα γερμανικά σημαίνει «μαλλιά και δέρμα»), βιταμίνη Β7 ή Β8, είναι υδατοδιαλυτή βιταμίνη Β.[1][2] Χρησιμοποιείται σε πολλές μεταβολικές διαδικασίες, τόσο στους ανθρώπους, όσο και άλλους οργανισμούς, οι οποίες σχετίζεται με τη χρήση των λιπών, των υδατανθράκων και των αμινοξέων,[3] και εμπλέκεται στην πρωτεϊνοσύνθεση.[1][2] Επίσης αναμειγνύεται στην μεταφορά του διοξειδίου του άνθρακα. Μπορεί επίσης να είναι χρήσιμη στη διατήρηση σταθερών επιπέδων γλυκόζης στο αίμα.

Τα φυσιολογικά επίπεδα βιοτίνης σε υγιείς ενήλικες ποικίλουν από 200 με 1200 ng/L, με βέλτιστα επίπεδα τα 400-500 ng/L σε νεαρούς ενήλικες και παιδιά.[4] Ανεξαρτήτως αιτίας η έλλειψη βιοτίνης υπάρχει όταν τα επίπεδα βιοτίνης είναι κάτω από 100 ng/L. Η βιοτίνη προτείνεται συχνά ως συμπλήρωμα διατροφής για την ενίσχυση των μαλλιών και νυχιών, αν και τα επιστημονικά δεδομένα που υποστηρίζουν αυτές τις δράσεις είναι αδύναμα.[2] Παρόλα αυτά, η βιοτίνη βρίσκεται σε πολλά προϊόντα για τα μαλλιά και το δέρμα και καλλυντικά.[5][6]

Η έλλειψη βιοτίνης είναι σπάνια. Οι απαιτούμενες ποσότητες είναι μικρές και η βιοτίνη υπάρχει σε μεγάλη ποικιλία τροφίμων.[7][8] Ο FDA αποδέχεται ως ελάχιστη επιτρεπτή ποσότητα για τους ενήλικες τα 30 mcg την ημέρα.[9] Αυτή η ποσότητα θεωρείται επαρκής και από την γερμανική διατροφική εταιρεία.[4] Τα εντερικά βακτήρια συνθέτουν βιοτίνη, αλλά η βιοτίνη η οποία παράγεται από την χλωρίδα του εντέρου δεν απορροφάται από το παχύ έντερο, αλλά αποθηκεύεται δεσμευμένη σε πρωτεΐνες στα βακτήρια του εντέρου και έτσι δεν είναι διαθέσιμη για χρήση από τον ανθρώπινο οργανισμό. [4]

Η έλλειψη βιοτίνης μπορεί να προκληθεί από ανεπαρκή πρόσληψη μέσω διατροφής ή κληρονομικότητας, μέσω γενετικών διαταραχών που σχετίζονται με τον μεταβολισμό της βιοτίνης.[1][2] Η υποκλινική έλλειψη μπορεί να προκαλέσει ήπια συμπτώματα, όπως αραίωση μαλλιών, εύθρυπτα νύχια ή δερματικά εξανθήματα, συνήθως στο πρόσωπο.[1] Ο περιγεννητικός έλεγχος για ανεπάρκεια βιοτινιδάσης άρχισε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1984 και πολλές χώρες ελέγχουν για αυτήν την πάθηση κατά τη γέννηση.[1] Σπάνιες μεταβολικές παθήσεις που επηρεάζουν τη βιοτίνη είναι η έλλειψη της συνθετάσης ολοκαρβοξυλάσης, η οποία συνδέει τη βιοτίνη με την καρβοξυλάση, όπου δρα ως συμπαράγοντας.[10]

Η βιοτίνη αποτελείται από έναν ουρεϊδοδακτύλιο συντηγμένο με ένα δακτύλιο τετραϋδροθειοφαινίου. Ο ουρεϊδοδακτύλιος δρα ως φορέας του διοξειδίου του άνθρακα σε αντιδράσεις καρβοξυλίωσης.[11] Ένας υποκαταστάτης βαλερικού οξέος συνδέεται με ένα από τα άτομα άνθρακα του δακτυλίου τετραϋδροθειοφαινίου. Η βιοτίνη είναι ένα συνένζυμο για πολλά ένζυμα καρβοξυλάσης, τα οποία εμπλέκονται στην πέψη των υδατανθράκων, στη σύνθεση των λιπαρών οξέων και στη γλυκονεογένεση.[2] Η βιοτίνη απαιτείται επίσης για τον καταβολισμό και τη χρήση των τριών αμινοξέων διακλαδισμένης αλυσίδας: λευκίνη, ισολευκίνη και βαλίνη.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 «Biotin – Fact Sheet for Health Professionals». Office of Dietary Supplements, US National Institutes of Health. 8 Δεκεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2018. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 «Biotin». Micronutrient Information Center, Linus Pauling Institute, Oregon State University, Corvallis, OR. 21 Οκτωβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2018. 
  3. Penberthy WT, Sadri M, Zempleni J (2020). «Biotin». Στο: BP Marriott, DF Birt, VA Stallings, AA Yates. Present Knowledge in Nutrition, Eleventh Edition. London, United Kingdom: Academic Press (Elsevier). σελίδες 289–304. ISBN 978-0-323-66162-1. 
  4. 4,0 4,1 4,2 «Vitamin H (Biotin) ELISA» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 27 Ιουνίου 2020. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2020. 
  5. «Final report on the safety assessment of biotin». International Journal of Toxicology 20 Suppl 4: 1–12. 2001. PMID 11800048. 
  6. «Vitamin H (Biotin)». University of Maryland Medical Center. 1 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2012. 
  7. Otten JJ, Hellwig JP, Meyers LD, επιμ. (2006). Dietary Reference Intakes: The Essential Guide to Nutrient RequirementsΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. The National Academies Press. ISBN 0-309-10091-7. 
  8. «National Health and Medical Research Council: Nutrient Reference Values for Australia and New Zealand» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 21 Ιανουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 2010. 
  9. «Biotin Fact Sheet for Consumers». 
  10. «Biotin and biotinidase deficiency». Expert Review of Endocrinology & Metabolism 3 (6): 715–724. November 2008. doi:10.1586/17446651.3.6.715. PMID 19727438. 
  11. «The enzymes of biotin dependent CO₂ metabolism: what structures reveal about their reaction mechanisms». Protein Science 21 (11): 1597–619. November 2012. doi:10.1002/pro.2156. PMID 22969052.