Βασκονία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χάρτης της Βασκονίας (με κόκκινο) στη διάρκεια της βασιλείας του Εύδη του Μέγα (710-740).

Η Βασκονία ήταν περιοχή η οποία ελεγχόταν πολιτικά και στρατιωτικά από τους Βάσκονες, από τα τέλη του 6ου αιώνα έως τον 11ο αιώνα και η οποία εκτεινόταν και στις δύο πλευρές των Πυρηναίων, φυσική άμυνα απέναντι στις επιδρομές των Φράγκων, των Βησιγότθων και των Μουσουλμάνων. Στα βόρεια των Πυρηναίων, τα σύνορά της ποίκιλαν ανάλογα με τη χρονική περίοδο, καθώς έφταναν ως την Αιρ-Λεσκάρ στα τέλη του 6ου αιώνα, ωστόσο ξεπέρναγαν τον Γαρούνα κατά τον 8ο αιώνα. Στα νότια των Πυρηναίων, τα σύνορά της ξεπερνούσαν τον άξονα Βιτόρια-Ολίτε κατά τον 6ο αιώνα, ενώ, κατά τον 7ο αιώνα, έφταναν ως την Σαραγόσα[1]. Είναι η ονομασία που το 626 αντικατέστησε αυτή της Νοβεμποπουλανίας, στο βόρειο τμήμα της, στο Δουκάτο της Γασκώνης.[2][3]

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Βάσκοι ήταν γνωστοί μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ως Baskones (Βάσκονες) (χαϊδευτικού του Βάσκος, «basko»), επρόκειτο, λοιπόν, ως αποτέλεσμα, για την πρώτη ονομασία που αντιπροσώπευε το σύνολο του βασκικού λαού και αυτό, με την ίδια ευκαιρία, όριζε την πρώτη μορφή πολιτικής του οργάνωσης: το Δουκάτο της Βασκονίας[4].

Η «Baskonia» εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε έναν χάρτη του Πτολεμαίου κατά τον 2ο αιώνα και παρουσίαζε, όπως ο Στράβων και ο Ποσειδώνιος πριν από αυτόν, δύο ξεχωριστά αποσπάσματα τα οποία αναφέρονταν στους «Ουασκώνους». Ωστόσο, δεν αναφερόταν παρά μονάχα στη προ ρωμαϊκή βασκόνικη φυλή. Ο όρος αυτός εμφανιζόταν, επίσης, στον χάρτη του Παυλίνου του Νολ κατά τον 4ο αιώνα (το 394).

Ο Φράγκος χρονογράφος, Γρηγόριος της Τουρ, έκανε λόγο το 587 για την «Wasconia» με ένα «W». Χάρη σε αυτά τα γραπτά, γνωρίζουμε, σήμερα, ότι αυτή η εδαφική περιοχή υπέστη την τρίτη μεγάλη της εισβολή, μετά από αυτές των Ρωμαίων και των Βησιγότθων, δηλαδή αυτή των «Φράγκων». Οι Βάσκονες υπέστησαν μεγάλο αριθμό επιθέσεων και σε ευρεία έκταση αυτή την φορά. Η στρατιωτική πίεση που τους ασκείτο από τους Φράγκους ήταν τέτοια, που όλες οι πρωτοβασκικές και ακουιτανικές φυλές ενώθηκαν και δημιούργησαν μια πρώτη ενοποιημένη πολιτικά οντότητα υπό την ονομασία «Δουκάτο της Βασκονίας».

Κατά τον 7ο αιώνα, ο κοσμογράφος Ανώνυμος της Ραβένα συμπεριέλαβε στον χάρτη του την «Baskonia». Την ξεχώριζε, μάλιστα, σε δύο περιοχές, την «Guasconia» ή «Vasconum patria» (χώρα των Βασκόνων) στα βόρεια των Πυρηναίων και « Spanoguasconia », οι Βασκόνοι της Ιβηρικής Χερσονήσου, διαίρεση η οποία αντιστοιχούσαν στην ρωμαϊκή γεωγραφική υποδιαίρεση της περιοχής. Στο βιβλίο του με τίτλο «Geografica» ανέφερε : "Οι παλαιοί Ακουιτανοί αποκαλούσαν την πατρίδα τους «Baskonia» (Guasconia)". Παρομοίως, σε κοντή απόσταση από την Βασκονία, βρισκόταν η πατρίδα «Hispanobaskonia» («Spanoguasconiam»).

Το συγκεκριμένο χειρόγραφο, το οποίο διατηρείται, χρονολογείται από τον 13ο αιώνα και είναι γνωστό με τον τίτλο «Ανώνυμος της Ραβένα». Περιελάμβανε για πρώτη φορά, σε γραπτή μορφή, την λέξη «Gasconia» με ένα «g». Στην πορεία, άρχισε να χρησιμοποιείται περισσότερο το «Gasconia» ή «Gascogne» ως αναφορά στην Ανώτερη Βασκονία (το βόρειο τμήμα της Ηπειρωτικής Βασκονίας), η οποία σταδιακά εκρομανίστηκε υιοθετώντας δική της γλώσσα, την γασκωνική με βάση τα euskara (από το Σαιν-Σεβέρ ως τον Γκαρούνα)[4].

Σε έναν χάρτη του 11ου αιώνα (ενώ έχει, ήδη, ιδρυθεί το Βασίλειο της Παμπλόνα) ο οποίος βρίσκεται στο αββαείο της γασκωνικής κοινότητας του Σαιν-Σερβέρ, και που σχεδιάστηκε από τον Στεφάνιους Γκαρσία από το Μωλεόν, οι λέξεις « Ακουιτανία » και « Waskonia » ή Βασκονία ορίζονται ως ανήκουσες σε μια ενιαία εδαφική περιοχή, χωρίς καμία μορφής διαίρεση μεταξύ της Ιβηρικής Βασκονίας και της Ηπειρωτικής Βασκονίας.

Στην εραλδική της κοινότητας του Σαιν-Σερβέρ, αναφέρεται η παρακάτω φράση : «Caput Vasconiae» (Κεφαλή της Βασκονίας). Το χωριό αυτό, το οποίο βρίσκεται σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από το Μον-ντε-Μαρσάν, πρωτεύουσα του νομού των Λαντ, αποτελεί, επίσης, σύνορο μεταξύ της Κάτω και της Άνω Βασκονίας, μια φραγκικής έμπνευσης διοικητική υποδιαίρεση που όριζε τα εδάφη που ανήκαν στους Φράγκους στην ευρύτερη περιοχή. Οι ίδιοι αυτοί Φράγκοι ήταν από τις μεγαλύτερες απειλές για τους Βάσκονες, ωστόσο, στη διάρκεια της ιστορίας της περιοχής, δεν ήταν η μοναδική[4].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Manex Goyhenetche, Histoire générale du Pays basque : Préhistoire-Époque Romaine-Moyen-Âge, t. 1, Donostia, Elkarlanean, 1998, 492 p. (ISBN 2913156207), p. 125-158
  2. Jean-Louis Davant (préf. Lorea Uribe Etxebarria), Histoire du peuple basque, Bayonne, Elkar argitaletxea, octobre 2009 (1re éd. 1970), 352 p. (ISBN 978-84-9783-548-0)
  3. Jean de Jaurgain, La Vasconie: étude historique et critique sur les origines du royaume de Navarre, du duché de Gascogne, des comtés de Comminges, d'Aragon, de Foix, de Bigorre, d'Alava & de Biscaye, de la vicomté de Béarn et des grands fiefs du duché de Gascogne, t. 1, PyréMonde (Ed.Régionalismes), 1898, 441 p. (ISBN 2846181446 et 9782846181846)
  4. 4,0 4,1 4,2 (Ισπανικά) Historia de los differentes nombres dados al pueblo vasco de Aitzol Altuna Enzunza Galdakano (Bizkaia), Navarre

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Michel Rouche, L'Aquitaine des Wisigoths aux Arabes, 418-781 : naissance d'une région, Paris, École des Hautes Études en Sciences Sociales, Jean Touzot, 1979 ISBN 978-2-7132-0685-6.