Αμαλία της Ελλάδας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Βασίλισσα Αμαλία της Ελλάδας)
Αμαλία
Βασίλισσα της Ελλάδας
Δούκισσα του Ολδεμβούργου
Πριγκίπισσα του Χόλσταϊν-Γκόττορπ
Περίοδος22 Δεκεμβρίου 1836 - 23 Οκτωβρίου 1862
ΔιάδοχοςΜεγάλη Δούκισσα Όλγα Κωνσταντίνοβνα της Ρωσίας
Γέννηση21 Δεκεμβρίου 1818
Ολδεμβούργο, Μεγάλο Δουκάτο του Ολδεμβούργου
Θάνατος20 Μαΐου 1875 (56 ετών)
Βαμβέργη, Βασίλειο της Βαυαρίας
Τόπος ταφήςΤεάτινερκιρχε, Μόναχο, Βασίλειο της Βαυαρίας
ΣύζυγοςΌθων της Ελλάδας
Πλήρες όνομα
   Αμαλία Μαρία Φρειδερίκη
ΟίκοςΟίκος του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Γκόττορπ
ΠατέραςΑύγουστος του Ολδεμβούργου
ΜητέραΑδελαΐδα του Άνχαλτ-Μπέρνμπουργκ-Σάουμμπουργκ-Χόυμ
ΘρησκείαΛουθηρανισμός
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Η Αμαλία (γερμανικά: Amalie von Oldenburg, 21 Δεκεμβρίου 1818 - 20 Μαΐου 1875) ήταν κόρη του Δούκα του Ολδεμβούργου και η βασιλική σύζυγος του Όθωνα της Ελλάδος. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του (1836 - 1862) έλαβε τον τίτλο Αμαλία, Βασίλισσα της Ελλάδος.

Πρώιμος βίος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αμαλία Μαρία Φρειδερίκη γεννήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1818 στο Ολδεμβούργο, στο Μεγάλο Δουκάτο του Ολδεμβούργου. Ήταν κόρη του Αυγούστου του Ολδεμβούργου και της πρώτης συζύγου του Αδελαΐδας του Άνχαλτ-Μπέρνμπουρκ-Σάουμμπουρκ-Χόυμ. Ήταν δύο ετών όταν πέθανε η μητέρα της. Ο πατέρας της παντρεύτηκε ακόμη δύο φορές και απέκτησε άλλα τέσσερα παιδιά.

Από μικρή ηλικία ανατράφηκε από τη βαρόνη Σέλλα. Διδάχθηκε ξένες γλώσσες, ζωγραφική, μουσική και χορό καθώς και ξιφασκία και ιππασία. Επέδειξε όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το θέατρο, τον χορό, την ιππασία, την ξιφασκία και το κυνήγι.

Γάμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο γάμος της με τον Όθωνα, Βασιλιά της Ελλάδας, τελέστηκε στην πατρίδα της το Ολδεμβούργο στις 10 Νοεμβρίου 1836 και το ζευγάρι έφτασε στην Αθήνα στις 2 Φεβρουαρίου 1837. Η Αμαλία έλαβε το όνομα "Αμαλία, Βασίλισσα της Ελλάδος", που διατήρησε μέχρι το 1862. Σημειώνεται ότι ο γάμος αυτός έγινε χωρίς να έχει ενημερωθεί προηγουμένως η Βουλή, κατόπιν προσωπικής απόφασης του ίδιου του Όθωνα, προκειμένου έτσι να μη μαθευτεί στις Μεγάλες Δυνάμεις, που τότε εμπλέκονταν για το κάθε τι στη χώρα και του δημιουργήσουν θέμα στις προσωπικές - ιδιωτικές του προτιμήσεις.

Αυτό όμως δημιούργησε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα στον Όθωνα, κατά την επιστροφή του, που ξεπεράστηκε όμως πολύ γρήγορα. (Το ίδιο αναγκάσθηκαν να πράξουν αργότερα οι βασιλείς Γεώργιος Α΄ και Αλέξανδρος).

Πρώτα χρόνια Βασιλείας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τον ερχομό της στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στην οικία Αφθονίδη προ του κήπου Κλαυθμώνος που γρήγορα είχε διασκευαστεί σε πρώτο ανάκτορο. Εκεί δέχθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1837 για πρώτη φορά την αθηναϊκή κοινωνία με διερμηνέα τον Αλέξανδρο Ραγκαβή. Η επίσημη όμως υποδοχή της από τον ελληνικό λαό με αποθεωτικές εκδηλώσεις έγινε στις 25 Μαρτίου του 1837, όπου και εμφανίσθηκε δημόσια στο πλευρό του Βασιλιά.

Τον επόμενο χρόνο με διάταγμα του Όθωνα η ημερομηνία αυτή ορίσθηκε ως πρώτη εθνική επέτειος συνδυαζόμενη πρώτιστα με τον εορτασμό της ελληνικής ανεξαρτησίας.
Αμέσως η νεαρή Βασίλισσα με την έμφυτη ορμητικότητά της επιδόθηκε στη συμφιλίωση των διαφόρων μερίδων (φατριών) της αθηναϊκής κοινωνίας προσπαθώντας να συγκροτήσει τη νέα ελληνική αριστοκρατία.

Προσωπογραφία της βασίλισσας Αμαλίας. Έργο του Σπυρίδωνα Χα(ν)τζηγιαννόπουλου, 1848, λάδι σε μουσαμά.

Στη τότε Αθήνα τρεις ήταν οι μεγάλες φατρίες που δέσποζαν οι Φαναριώτες, ως παλαιά βυζαντινή αριστοκρατία, οι "Αγωνιστές" στους οποίους η Ελλάδα όφειλε την ανεξαρτησία της, που τους αντιμάχονταν οι προηγούμενοι, και οι "Επήλυδες" αυτοί που συγκέντρωναν τον πλούτο και που συνεχίζουν να υπάρχουν μέχρι και σήμερα ακόμη εντονότερα. Η προσπάθειά της όμως αυτή απέτυχε εξ ολοκλήρου λόγω των ανόμοιων στοιχείων αυτών των φατριών.

Δυστυχώς η Αμαλία με τη συνήθη ειλικρίνειά της δεν κατόρθωσε να κρύψει τον θαυμασμό που έτρεφε προς τους Αγωνιστές με συνέπεια να εντείνει αντιζηλίες και να δημιουργήσει εχθρούς στις άλλες δυο παρατάξεις που δεν άργησαν να εκδηλωθούν. Επίσης με την αυστηρότητα και την ακαμψία στις αρχές που την χαρακτήριζαν, αφενός δεν άλλαξε θρήσκευμα και αφετέρου απέκλεισε την επαφή των Ανακτόρων με κάθε πρόσωπο που δεν θεωρούταν άμεμπτο, τουλάχιστον ηθικά, χωρίς να αποφεύγει να εξηγεί και τους λόγους της εναντίον τους συμπεριφοράς βλάπτοντας έτσι αυτούς δημόσια και που τελικά ελάχιστοι εξ αυτών προέρχονταν από τους Αγωνιστές.

Έτσι συνεχώς και νέοι εχθροί της, δημιουργούνταν. Οι αντιζηλίες όμως αυτές, μεταξύ των φατριών, δεν ήταν δημιούργημα της Αμαλίας, που ατυχώς προσπάθησε να δημιουργήσει αριστοκρατία (κοινωνικές τάξεις) σε μία χώρα αμέσως μετά από τόσες ατυχίες που είχε υποστεί ο λαός και που θα έπρεπε ως εκ τούτου να είχε αφομοιωθεί σε μία ενιαία κοινωνία, αλλά από τη περίοδο του Αγώνα του 1821, ιδιαίτερα μεταξύ των Αγωνιστών και των ξενικών, δηλαδή των Ελλήνων του εξωτερικού, όπως θα λέγανε σήμερα τους Φαναριώτες.

Δυστυχώς, όμως, η φύση της Αμαλίας δεν της επέτρεψε διπλωματική συμπεριφορά έναντι αυτών. Επίσης πολλές φορές έχει αναφερθεί πως η Βασίλισσα παραγκωνίζονταν από τις οικογένειες των Φαναριωτών. Αυτό εκτός του ότι δεν έχουν υπάρξει σχετικές πηγές αποτελεί μύθο, αφού ειδικά οι οικογένειες αυτών υπήρξαν πάντα φιλομοναρχικές.

Κοινωνικό έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σκίτσο του Αμαλίειου Ορφανοτροφείου από το περιοδικό Ποικίλη Στοά του 1882.

Παράλληλα η βασίλισσα Αμαλία άρχισε να παρουσιάζει έντονη δράση καλλωπισμού της πόλης των Αθηνών με δημιουργία κήπων, πλούσιας δενδροφύτευσης δρόμων, καθώς και έντονη φιλανθρωπική δράση, κυριότερα δείγματα των οποίων ήταν: οι Βασιλικοί Κήποι της Αθήνας, το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, ο Πύργος της Βασιλίσσης, η πρωτοποριακή για τα δεδομένα της εποχής και σε όλη την Ευρώπη ίδρυση ασφαλιστικού φορέα για τους ναυτικούς, το γνωστό Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο κ.ά., καθιερώνοντας ακόμα και επίσημη γυναικεία ενδυμασία ανακτόρων, φολκλορική φορεσιά της ελληνικής υπαίθρου, ένα πρωτόγνωρο μέτρο στις τότε βασιλικές Αυλές της Ευρώπης.

Οι κήποι της Αθήνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αμαλία ενδιαφέρθηκε έντονα για τη γεωργία και τη δενδροκηποκομία και προώθησε την αμπελοκαλλιέργεια. Η γεωργική παραγωγή της Ελλάδας ήταν ανεπαρκής για να τροφοδοτήσει ολόκληρη τη χώρα. Ένα μεγάλο μέρος των πιο εύφορων εδαφών που καλλιεργούνταν από τους Έλληνες αγρότες ήταν ακόμα υπό οθωμανικό έλεγχο (τα γνωστά τσιφλίκια), και σε μοναστηριακά (τα γνωστά βακούφια και μετόχια, πολλά από τα οποία υφίστανται μέχρι και σήμερα[1]).

Υπό την καθοδήγηση της Βασίλισσας, οι Βασιλικοί Κήποι δημιουργήθηκαν ακριβώς πίσω από το Νέο Παλάτι που χτίστηκε το 1838. Οι κήποι σχεδιάστηκαν το 1839, και πάνω από 500 είδη φυτών παραγγέλθηκαν από όλο τον κόσμο. Δυστυχώς, το κλίμα στην Αθήνα αποδείχθηκε πάρα πολύ σκληρό για πολλές ποικιλίες φυτών αν και κάποιες, πολύ λίγες, παραμένουν μέχρι και σήμερα.

Εργάστηκε ενεργά προς την κοινωνική βελτίωση και τη δημιουργία των κήπων στην Αθήνα, και κέρδισε καταρχάς τις καρδιές των Ελλήνων με την ομορφιά της.

Η φορεσιά «Αμαλία»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν έφθασε στην Ελλάδα ως σύζυγος του Βασιλιά το 1837, άσκησε άμεση επίδραση στην κοινωνική ζωή και τη μόδα. Κατάλαβε από νωρίς ότι η ενδυμασία της οφείλει να μιμηθεί αυτή των νέων υπηκόων της, και έτσι δημιούργησε ένα ρομαντικό αυλικό ένδυμα, το οποίο έγινε το εθνικό γυναικείο ένδυμα, γνωστό ως Αμαλία. Η φορεσιά της Αμαλίας, που καθιερώθηκε ως επίσημη στολή της Αυλής, ήταν βασικά η αστική φορεσιά της Πελοποννήσου που συνηθιζόταν και στην Αθήνα.

Ακολουθεί το ύφος Biedermeier, με φουστάνι ή καβάδι από πολύτιμη στόφα, συχνά χρυσοΰφαντη, με μπούστο ανοιχτό για να φαίνεται η ολοκέντητη τραχηλιά του πουκάμισου. Από πάνω το νησιώτικο ζακέτο, το κοντογούνι, βελούδινο, συνήθως σε σκούρο χρώμα, χρυσοκεντημένο και πάρα πολύ εφαρμοστό. Στο κεφάλι φοριέται το φέσι ή το καλπάκι. Το φέσι που αρχικά ήταν μεγάλο, το φορούσαν οι παντρεμένες με πολλούς τρόπους, κυρίως όμως σπαστό. Μεγάλη σημασία είχε η φούντα του, το παπάζι, καμωμένη από χρυσές κλωστές, πλεγμένες κοτσίδα και στολισμένες με μαργαριτάρια ή πούλιες. Το φέσι το κάλυπταν με το μαύρο βέλο των Καθολικών όταν πήγαιναν στην εκκλησία. Το καλπάκι φοριόταν από τις ανύπαντρες γυναίκες. Τα κοσμήματα ήταν κυρίως ευρωπαϊκής τέχνης, αν και παλιότερα οι Αθηναίες αρχόντισσες φορούσαν στο λαιμό τη χανάκα, κόσμημα από αλυσίδες, απ' όπου κρέμονταν χρυσά νομίσματα μεγάλης αξίας.

Αυτό το φόρεμα έγινε η συνηθισμένη ενδυμασία όλων των χριστιανών αστών γυναικών που κατοικούσαν σε πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Η στολή Αμαλία φοριόταν έως το μακρινό Βελιγράδι.

Ολόσωμος πίνακας της Αμαλίας με φορεσιά "Αμαλία". Έργο του Νικηφόρου Λύτρα.

Μετέπειτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεδομένου ότι ο Όθων και οι Βαυαροί σύμβουλοί του επενέβαιναν στις πολιτικές υποθέσεις, όπου διέβλεπαν εκτροπές, αλλά και από το γεγονός της ατεκνίας ο Όθων είχε διορίσει την Αμαλία αντιβασιλέα με εύλογη συνέπεια να ασχολείται και αυτή, επίσης. Εκ του γεγονότος αυτού έγινε πολλές φορές στόχος σκληρών και άδικων επιθέσεων και η εικόνα της υπέφερε περαιτέρω με το πρόσχημα της ατεκνίας για την οποία την διέβαλαν πρώτιστα οι "καλοκάγαθοι" πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Στο θέμα της θρησκείας παρέμεινε πιστή Προτεστάντισσα, σε μια σχεδόν ολοκληρωτικά ορθόδοξη χώρα, σε όλη τη βασιλεία της και μέχρι τον θάνατό της.

Απόπειρα δολοφονίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1861, ένας πανεπιστημιακός φοιτητής "μισογύνης" όπως αποδείχθηκε, ονόματι Αριστείδης Δόσιος αποπειράθηκε να δολοφονήσει την Αμαλία. Γενόμενος όμως αντιληπτός από την ίδια, έστρεψε το άλογό της εναντίον του με αποτέλεσμα να τρομοκρατηθεί και να αστοχήσει. Στη συνέχεια, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά η Βασίλισσα, όταν διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε οργάνωση, επενέβη, και η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια, όπου κλείσθηκε στις τότε φυλακές του Μεντρεσέ της Αθήνας για έναν μόνο χρόνο.

Χαιρετήθηκε ως ήρωας για την προσπάθειά του από ορισμένες φατρίες, πλην όμως, η απόπειρα αυτή προκάλεσε τα αυθόρμητα συναισθήματα συμπόνιας προς το βασιλικό ζεύγος, μεταξύ του λαού, με διάφορες εκδηλώσεις χαράς.

Προτομή της Βασίλισσας ως ακρόπρωρο της ομώνυμης φρεγάτας Αμαλία. Μετά την έξωση του Όθωνα, η φρεγάτα μετονομάστηκε σε Ελλάς. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.

Εξορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ακριβώς έναν χρόνο αργότερα, ενώ το βασιλικό ζεύγος ήταν σε μια επίσκεψη στην Πελοπόννησο, μια εξέγερση πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, που είχαν υποστηρίξει τον Όθωνα, τον συμβούλευσαν να μην αντισταθεί και έτσι η βασιλεία Όθωνα και Αμαλίας πήρε τέλος. Αποχώρησαν από την Ελλάδα με το βρετανικό πολεμικό πλοίο Σκύλα, έχοντας πάρει μαζί τους τα ελληνικά βασιλικά εμβλήματα. Τα εμβλήματα αυτά θα επιστρέψουν στην Ελλάδα μετά από 100 χρόνια περίπου.

Ο Όθων και η Αμαλία πέρασαν το υπόλοιπο της ζωής τους στη εξορία στην πατρίδα του Όθωνα, τη Βαυαρία. Έγιναν δεκτοί στη βαυαρική Αυλή από τον αδελφό του Όθωνα, βασιλιά Μαξιμιλιανό, αλλά σύντομα οι σχέσεις της βασιλικής οικογένειας με την Αμαλία επιδεινώθηκαν, καθώς την κατηγόρησαν ότι υπονόμευσε τον Όθωνα υπέρ της ανόδου του αδελφού της, Έλιμαρ, στον ελληνικό θρόνο.

Τελικά, το ζεύγος έλαβε επίδομα και την άδεια να μετακομίσει στη Νέα Κατοικία (Neue Residenz) στη Βαμβέργη. Εκεί, συνέστησαν μια μικρή Αυλή από πιστούς ακόλουθους που δεν τους εγκατέλειψαν μετά την εκθρόνιση. Διατήρησαν την ελληνική ενδυμασία των ανακτόρων και αποφάσισαν να μιλούν την ελληνική γλώσσα κάθε ημέρα, μεταξύ 6 και 8 το απόγευμα, για να θυμούνται τα χρόνια τους στην Ελλάδα.

Θάνατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αμαλία πέθανε σε ηλικία 56 ετών από αποπληξία στη Βαμβέργη το 1875 και ενταφιάστηκε στο Ναό των Θεατίνων στο Μόναχο, δίπλα στον αγαπημένο της σύζυγο[2], ο οποίος είχε αποβιώσει το 1867 σε ηλικία 52 ετών.

Φωτογραφία της Αμαλίας στην εξορία σε προχωρημένη ηλικία, περ. 1870.

Υστεροφημία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πόλη Αμαλιάδα, το χωριό Αμαλιάπολη της Μαγνησίας, η λεωφόρος Αμαλίας στην Αθήνα και η λεωφόρος Όθωνος-Αμαλίας στην Πάτρα ονομάστηκαν προς τιμήν της Αμαλίας. Στη Γερμανία, η γέφυρα Αμαλίας στο Ολδεμβούργο και οι οδοί Αμάλιενστρασσε στο Βύρτσμπουργκ και στη Βαμβέργη έλαβαν τα ονόματά τους προς τιμήν της.

Οι επιστολές που είχε αποστείλει στη νύφη της, Ματθίλδη Καρολίνα της Βαυαρίας, μεταξύ 1837 και 1861, και στον αδελφό της, Πέτρο, μεταξύ 1861 και 1862, έχουν διατηρηθεί και βρίσκονται σε κρατικά αρχεία της Γερμανίας.

Ο βοτανολόγος Τέοντορ φον Χέλντραϊχ ονόμασε τέσσερα είδη φυτών προς τιμήν της.

Απεικόνιση στις τέχνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τίτλοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προσφωνήσεις της
Βασίλισσας Αμαλίας των Ελλήνων
Προσφώνηση αναφοράς Μεγαλειοτάτη
Προφορική Μεγαλειοτάτη
Εναλλακτική Δ/Δ
  • 21 Δεκεμβρίου 1818 - 20 Μαΐου 1875: Η Υψηλότητα Δούκισσα Αμαλία του Ολδεμβούργου, Πριγκίπισσα του Χόλσταϊν-Γκόττορπ
  • 22 Δεκεμβρίου 1836 - 23 Οκτωβρίου 1862: Η Μεγαλειότητα της Η Βασίλισσα της Ελλάδας
  • 23 Οκτωβρίου 1862 - 20 Μαΐου 1875: Η Μεγαλειότητα της Η Βασίλισσα Αμαλία της Ελλάδας

Πρόγονοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ζαούσης, Αλέξανδρος Λ., Αμαλία και Όθων, Εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 2002, ISBN 960-410-254-0
  • Παπαντωνίου, Ιωάννα, Η ελληνική ενδυμασία, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 2000, σελ. 270-271 ISBN 960-7059-10-7
  • Ι.Σ. Δοανίδου, «Η βασίλισσα Αμαλία και το Αρσάκειο», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τόμ. ΙΘ', σελ. 153-166
  • Brekis, Spyros L. Ph.D.; Ιστορία της Νεώτερης Ελλαδάς (History of Modern Greece) (in Greek) (coursebook in the 'History of Modern Greece' course of the University of Athens)

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμαλία της Ελλάδας
Νεότερος κλάδος του Οίκου του Όλντενμπουργκ
Γέννηση: 21 Δεκεμβρίου 1818 Θάνατος: 20 Μαΐου 1875
Ελληνική βασιλική οικογένεια
Νέος Τίτλος Βασιλική σύζυγος της Ελλάδας
22 Δεκεμβρίου 1836 - 23 Οκτωβρίου 1862
Διάδοχος
Όλγα των Ελλήνων