Βέκκιος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο όρος βέκκιος, βέκκια, βέκκιο, και στα τρία γένη, (πληθυντικός τα βέκκια) είναι κοινός ναυτικός φραγκολεβαντίνικος όρος κυρίως τοπωνυμιών, που προέρχεται από τη ιταλική γλώσσα και σημαίνει παλαιός, παλαιά και παλαιό αντίστοιχα.

Με το όνομα Βέκκια αναφέρεται μια παράδοξη νησίδα της Αδριατικής, στο μέσο της συστάδας Τρεμίτι (που πρόκειται για τις αρχαίες Διομήδειες), της οποίας το ύψος της είναι σχεδόν «εν χρω» με την επιφάνεια της ηρεμούσας θάλασσας. Επίσης με το ίδιο όνομα είναι γνωστό ένα αγκυροβόλιο στον όρμο του Τάραντα, που ονομάστηκε έτσι από αρχαίο ελληνικό πύργο που υπήρχε εκεί.

Η βέκκια, απαντάται και ως συνθετικό ονόματος ή προσδιοριστικό επίθετο όπως π.χ. η «Φορτέντζα Βέκκια», που αφορά την παλαιά ακρόπολη της Κέρκυρας, ή η ονομαστή «"Πόντε Βέκκια» (παλαιά γέφυρα) στη Φλωρεντία.