Βάρνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Βάρνα (Βουλγαρία))

Συντεταγμένες: 43°13′00″N 27°55′00″E / 43.2167°N 27.9167°E / 43.2167; 27.9167

Αυτό το λήμμα αφορά την πόλη της Βουλγαρίας. Για την περιοχή της Θεσσαλονίκης, δείτε: Βάρνα (Θεσσαλονίκη).
Βάρνα

Σημαία

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Βάρνα
43°12′41″N 27°54′40″E
ΧώραΒουλγαρία
Διοικητική υπαγωγήΔήμος της Βάρνας
Ίδρυση575 π.Χ.
Διοίκηση
 • ΔήμαρχοςΙβάν Πόρτνιχ (από 2013)
Έκταση154,236 km²
Υψόμετρο80 μέτρα
Πληθυσμός350.301 (15  Δεκεμβρίου 2023)[1]
Ταχ. κωδ.9000–9030 και 9103[2]
Τηλ. κωδ.052
Ζώνη ώραςUTC+02:00 (επίσημη ώρα)
UTC+03:00 (θερινή ώρα)
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Βάρνα (βουλγαρικά: Варна) είναι η μεγαλύτερη πόλη και καλοκαιρινό θέρετρο στη βουλγαρική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, έχει πληθυσμό 357,198[3] κατοίκους και είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Βουλγαρίας μετά τη Σόφια. Είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και του Δήμου της Βάρνας και η δέκατη μεγαλύτερη πόλη στα Βαλκάνια μετά την Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα, το Βουκουρέστι, το Βελιγράδι, τη Σόφια, τη Θεσσαλονίκη, το Ζάγκρεμπ, τα Σκόπια και τα Τίρανα. Αναφερόμενη συνήθως ως «Η Θαλάσσια Πρωτεύουσα» ή «Η Καλοκαιρινή Πρωτεύουσα» της Βουλγαρίας, η Βάρνα είναι μείζων τουριστικός προορισμός, αφετηρία για όλα τα θέρετρα στη Βουλγαρική Ακτή της Μαύρης Θάλασσας, περιλαμβάνοντας το Βουλγαρικό Λας Βέγκας - Χρυσή Ακτή, επιχειρηματικό και πανεπιστημιακό κέντρο, λιμάνι και έδρα του Βουλγαρικού Ναυτικού και της εμπορικής ναυτιλίας. Το 2008 η Βάρνα ορίστηκε έδρα της Ευρώ-Περιοχής της Μαύρης Θάλασσας από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Ο πολιτισμός της Βάρνας κατέχει ένα ρεκόρ, ο αρχαιότερος χρυσός θησαυρός στον κόσμο ανακαλύφθηκε στη Νεκρόπολη της Βάρνας και αποτελείται από τεχνουργήματα χρονολογούμενα από το 4750 π.Χ. Η πόλη της Βάρνας έχει αδελφοποιηθεί με τον Πειραιά και την Καβάλα.

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Θεοφάνης ο Ομολογητής ανέφερε για πρώτη φορά το όνομα Βάρνα ως την πόλη, που έγινε γνωστή με τη Σλαβική κατάκτηση των Βαλκανίων τον 6ο-7ο αιώνα. Το όνομα μπορεί να κατάγεται από τους Βαράγγους, που επί πολλά χρόνια διέσχιζαν τη Μαύρη Θάλασσα, φθάνοντας στην Κωνσταντινούπολη τον πρώιμο Μεσαίωνα. Στα Σουηδικά η σημασία του «βαρν» είναι «ασπίδα», «άμυνα», ως εκ τούτου η Βάρνα είναι ένα υπερασπίσιμο, οχυρωμένο μέρος. Το όνομα όμως μπορεί να είναι αρχαιότερο: ίσως προέρχεται από την Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα βε-ρ- (νερό) (βλέπε Βαρούνα) ή από την Πρωτοσλαβική ρίζα βαρν (μαύρο) ή από το Ιρανικό βαρ ή μπαρ (στρατόπεδο, φρούριο). Σύμφωνα με το Θεοφάνη, το 680 ο Ασπαρούχ, ιδρυτής της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, νίκησε το στρατό του Κωνσταντίνου Δ΄ κοντά στο δέλτα του Δούναβη και, καταδιώκοντάς τον, έφθασε εις τὴν λεγομένην Βάρναν, πλησίον Ὀδυσσοῦ. Το νέο όνομα αφορούσε ίσως γειτονικό ποταμό ή λίμνη, Ρωμαϊκό στρατόπεδο ή μια ενδοχώρα και μόνο αργότερα την ίδια την πόλη. Στα τέλη του 10ου αιώνα το όνομα Βάρνα είχε καθιερωθεί τόσο σταθερά, ώστε όταν οι Βυζαντινοί απέσπασαν πάλι τον έλεγχο της περιοχής από τους Βουλγάρους τη δεκαετία του 970, το διατήρησαν, αντί να επαναφέρουν το αρχαίο όνομα Οδυσσός (όχι την Οδησσό της Ουκρανίας). Το τελευταίο θεωρείται συνήθως Καρικής προέλευσης, αν και σύγχρονοι μελετητές δεν το υποστηρίζουν.

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πόλη καταλαμβάνει 238 τ.χ. σε κατάφυτες αναβαθμίδες, που κατεβαίνουν από τα ασβεστολιθικά οροπέδια Φράγκα (ύψος 356 μ.) στα βόρεια και Αβρεν στα νότια κατά μήκος του πεταλόσχημου Κόλπου της Βάρνας στη Μαύρη Θάλασσα, της μακρόστενης Λίμνης της Βάρνας και δύο τεχνητών καναλιών, που συνδέουν τον κόλπο με τη λίμνη και γεφυρώνονται με τη γέφυρα του Ασπαρούχοβο.Είναι το κέντρο ενός αναπτυσσόμενου αστικού συγκροτήματος κατά μήκος της ακτής 20 χλμ. βόρεια και 10 χλμ. νότια (χρήσεων κυρίως κατοικίας και ψυχαγωγίας) και κατά μήκος της λίμνης 25 χλμ. δυτικά (κυρίως συγκοινωνιακές και βιομηχανικές εγκαταστάσεις). Από την αρχαιότητα η πόλη περιβάλλεται από αμπελώνες, οπωρώνες και δάση. Οι ναυτιλιακές εγκαταστάσεις μετεγκαθίστανται στην ενδοχώρα, στις λίμνες και τα κανάλια, ενώ ο κόλπος παραμένει περιοχή ψυχαγωγίας. Ολο σχεδόν το θαλάσσιο μέτωπο είναι πάρκο.

Χάρτης της Λίμνης της Βάρνας και της γύρω περιοχής

Η αστική περιοχή έχει πάνω από 20 χλμ. παραλίας και άφθονες ιαματικές πηγές (θερμοκρασίες 35–55 °C). Διαθέτει ήπιο κλίμα, που επηρεάζεται από τη θάλασσα, με φθινόπωρα παρατεταμένα, ήπια, παρόμοια με Μεσογειακά, και καλοκαίρια ηλιόλουστα και ζεστά, αν και σχετικά πιο δροσερά από τα Μεσογειακά, μετριαζόμενα από αύρες και τακτικές βροχοπτώσεις. Αν και η Βάρνα δέχεται περίπου τα δύο τρίτα των μέσων βροχοπτώσεων της Βουλγαρίας, άφθονα υπόγεια νερά διατηρούν τους δασωμένους λόφους της καταπράσινους όλο το καλοκαίρι. Τα νερά της Μαύρης Θάλασσας έχουν γίνει καθαρότερα μετά το 1989 λόγω της μείωσης των χημικών λιπασμάτων στη γεωργία. Εχουν χαμηλή αλατότητα, στερούνται μεγάλων θηρευτών ή δηλητηριωδών ειδών και το παλιρροϊκό εύρος είναι σχεδόν ανεπαίσθητο.

Κλίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βάρνα έχει υγρό υποτροπικό κλίμα (Κλιματική ταξινόμηση Κέππεν: Cfa) με σημαντικές θαλάσσιες και ηπειρωτικές επιδράσεις. Το καλοκαίρι αρχίζει στις αρχές Μαίου και διαρκεί μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου. Οι θερμοκρασίες το καλοκαίρι ποικίλλουν μεταξύ 18-21 °C τη νύχτα και 25-35 °C την ημέρα. Η θερμοκρασία της θάλασσας τους καλοκαιρινούς μήνες είναι συνήθως μεταξύ 23–27 °C. Το χειμώνα οι θερμοκρασίες είναι γύρω στους 0°C τη νύχτα και 5-10 °C την ημέρα. Χιόνι μπορεί να πέσει Δεκέμβριο, Ιανουάριο και Φεβρουάριο και σπανίως το Μάρτιο. Το χειμώνα πέφτει χιόνι μόνο μερικές φορές και λειώνει σχετικά γρήγορα. Η υψηλότερη καταγεγραμμένη θερμοκρασία είναι 41.0 C και η χαμηλότερη -19.0 C.

Κλιματικά δεδομένα Βάρνα (1952-2011)
Μήνας Ιαν Φεβ Μάρ Απρ Μάι Ιούν Ιούλ Αύγ Σεπ Οκτ Νοε Δεκ Έτος
Μέση Μέγιστη °C (°F) 6.2 7.4 10.3 14.8 20.4 25.1 27.8 27.9 23.9 18.6 12.8 8.1 17,0
Μέση Μηνιαία °C (°F) 1.9 2.8 5.7 10.3 15.4 19.9 22.4 22.3 18.3 13.5 8.4 4.1 12,2
Μέση Ελάχιστη °C (°F) −1.7 −1.1 1.7 6.1 10.8 15.0 17.2 17.1 13.5 9.1 4.6 0.5 7,8
Υετός mm (ίντσες) 31,8 29,9 43,7 57 43,9 57,6 50,7 41,4 44,1 42,6 55,6 42 540,3
υγρασίας 77.9 75 73.3 73.7 74.8 72.5 69.7 69.4 73.1 77.6 78.1 79 74,5
Μέσες ημέρες κατακρημνίσεων 13.5 11.3 11.9 9.3 6.9 6.2 4.7 3.3 6.5 9.6 8.9 11.5 103,6
Μέσες μηνιαίες ώρες ηλιοφάνειας 89.9 102.2 142.6 180.0 248.0 270.0 300.7 299.2 219.0 167.4 105.0 79.1 2.203,0
Πηγή: Climatebase.ru[4]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προϊστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προϊστορικοί οικισμοί, περισσότερο γνωστοί για τη χαλκολιθική τους νεκρόπολη (μέσα 5ης χιλιετίας π.Χ. με χρονολόγηση ραδιενεργού άνθρακα), βασικός αρχαιολογικός χώρος για την παγκόσμια προϊστορία, ονομαζόμενος αρχαίος (προ-Ινδοευρωπαικός) Ευρωπαικός πολιτισμός της Βάρνας και θεωρούμενος η αρχαιότερη παγκοσμίως μεγάλη ανακάλυψη αρχαίων αντικειμένων, υπήρχαν μέσα στα όρια της σύγχρονης πόλης. Στην ευρύτερη περιοχή των λιμνών της Βάρνας (γλυκού νερού πριν τα 1900) και των γειτονικών καρστικών πηγών και σπηλαίων έχουν ανασκαφεί πάνω από 30 προϊστορικοί οικισμοί, με τα αρχαιότερα αντικείμενα να χρονολογούνται από τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο ή πριν από 100.000 χρόνια.

Αρχαιότητα και Βουλγαρική κατάκτηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ερείπια της αρχαίας Ρωμαϊκής Οδησσού
Τα δυτικά αποδυτήρια των Ρωμαϊκών Λουτρών και στο βάθος το καμπαναριό της εκκλησίας του Αγ. Αθανασίου

Η περιοχή της αρχαίας Θράκης κατοικείτο από Θράκες από το 1000 π.Χ. Έλληνες από τη Μίλητο ίδρυσαν την αποικία της Οδησσού προς το τέλος του 7ου αιώνα π.Χ. (τα αρχαιότερα Ελληνικά αρχαιολογικά ευρήματα χρονολογούνται από το 600 ως το 575 π.Χ.) ή, σύμφωνα με τον Ψευδο-Σκύμνο (άγνωστο γεωγράφο του 100 π.Χ. περίπου που συγχέεται με τον Σκύμνο τον Χίο), την εποχή του Αστυάγη (Πέρση βασιλιά (πιθανόν 572 - 570 π.Χ.)) μέσα σε προγενέστερο Θρακικό οικισμό. Το όνομα Οδησσός ήταν προελληνικό, πιθανόν Καρικής προέλευσης. Μέλος της Ποντιακής Πεντάπολης, η Οδησσός ήταν μια μεικτή κοινότητα - περιοχή επαφής των Ελλήνων της Ιωνίας με τις Θρακικές φυλές (Γέτες, Κρόβυζοι, Τέριζοι) της ενδοχώρας. Ανασκαφές σε γειτονικές Θρακικές τοποθεσίες έχουν αποκαλύψει διακοπτόμενα διαστήματα κατοχής από τον 7ο ως τον 4ο αιώνα και στενές εμπορικές σχέσεις με την αποικία. Το Ελληνικό αλφάβητο έχει χρησιμοποιηθεί σε επιγραφές στη Θρακική γλώσσα τουλάχιστον από τον 5ο αιώνα π.Χ. και η πόλη λάτρευε ένα θρακικό μεγάλο θεό, του οποίου η λατρεία επέζησε και τη Ρωμαϊκή περίοδο.

Η Οδησσός περιλαμβάνεται στην καταγραφή της Συμμαχίας της Δήλου το 425 π.Χ. Το 339 π.Χ. πολιορκήθηκε χωρίς επιτυχία από το Φίλιππο Β΄ (ιερείς των Γετών τον έπεισαν να συνάψει συνθήκη), αλλά παραδόθηκε στο Μέγα Αλέξανδρο το 335 π.Χ. και κυβερνήθηκε αργότερα από το διάδοχό του Λυσίμαχο, κατά του οποίου επαναστάτησε το 313 π.Χ., ως μέλος συνασπισμού με άλλες Ποντιακές πόλεις και τους Γέτες. Η Ρωμαϊκή πόλη Οδησσός, που πρώτα περιελήφθη στην Praefectura orae maritimae και κατόπιν το 15 μ.Χ. προσαρτήθηκε στην επαρχία της Μοισίας, καταλάμβανε 47 εκτάρια στη σημερινή κεντρική Βάρνα και είχε επιφανή δημόσια λουτρά, Θέρμες, που ανεγέρθηκαν στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. και είναι σήμερα τα μεγαλύτερα Ρωμαϊκά ερείπια στη Βουλγαρία (το κτίριο είχε πλάτος 100, μήκος 70 και ύψος 25 μέτρα) και τα τέταρτα σε μέγεθος γνωστά Ρωμαϊκά λουτρά στην Ευρώπη. Μεγάλοι αθλητικοί αγώνες τελούνταν κάθε πέντε χρόνια, που πιθανότατα τους παρακολούθησε ο Γορδιανός Γ΄ το 238 μ.Χ.

Η Οδησσός ήταν Πρωτοχριστιανικό κέντρο, όπως πιστοποιείται από ερείπια δέκα αρχαίων βασιλικών, ενός μονοφυσιτικού μοναστηριού και ενδείξεις ότι υπηρέτησε εδώ ως επίσκοπος ένας από τους Εβδομήκοντα Αποστόλους, ο Αμπλίατος, μαθητής του Αγίου Ανδρέα (που, σύμφωνα με παράδοση της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας κήρυξε στην πόλη το 56 μ.Χ.). Σε αυτοκρατορικά έγγραφα του 6ου αιώνα μ.Χ. αναφερόταν ως «αγιοτάτη πόλις», sacratissima civitas. Το 442 μ.Χ. έγινε στην Οδησσό μία συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στο Θεοδόσιο Β΄ και τον Αττίλα. Το 513 έγινε κομβικό σημείο της επανάστασης του Βιταλιανού (Βυζαντινού στρατηγού κατά του Αυτοκράτορα Αναστασίου Α΄). Το 536 ο Ιουστινιανός Α΄ την έκανε έδρα της Quaestura exercitus, που διοικείτο από ένα έπαρχο της Σκυθίας ή quaestor Justinianus και περιελάμβανε την Κάτω Μοισία, τη Σκυθία, την Καρία, τα Νησιά του Αιγαίου και την Κύπρο. Αργότερα το στρατόπεδο έξω από την Οδησσό ήταν η έδρα ενός άλλου ανώτερου Ρωμαίου διοικητή, του magister militum per Thracias.

Θεωρείται ότι η συνθήκη ειρήνης του 681 με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που ίδρυσε το νέο Βουλγαρικό κράτος, συνήφθη στη Βάρνα και η πρώτη Βουλγαρική πρωτεύουσα νότια του Δούναβη πιθανολογείται ότι βρισκόταν προσωρινά στην περιοχή της - πιθανόν σε μια αρχαία πόλη κοντά στη βόρεια ακτή της Λίμνης της Βάρνας, που ονομαζόταν Θεοδωριάς από τον Ιουστινιανό Α΄ - πριν μεταφερθεί στην Πλίσκα, 70 χιλιόμετρα δυτικά. Ο Ασπαρούχ οχύρωσε την πεδιάδα του ποταμού Βάρνα έναντι πιθανής Βυζαντινής απόβασης με το Ασπαρούχοβ Βαλ (Τείχος του Ασπαρούχ), που διατηρείται ακόμη. Σε όλη την πόλη και ακόμη δυτικότερα έχουν ανασκαφεί πολλοί Βουλγαρικοί οικισμοί του 7ου αιώνα. Αναμφισβήτητα, από όλες τις περιοχές, οι πυκνότερα κατοικούμενες από Βουλγάρους ήταν οι βόρεις ακτές των λιμνών της Βάρνας. Πιστεύεται ότι ο Ασπαρούχ γνώριζε τη σημασία του Ρωμαϊκού στρατοπέδου (campus tribunalis), που ιδρύθηκε από τον Ιουστινιανό έξω από την Οδησσό και το θεωρούσε (ή τις επάλξεις του) το καλύτερο κέντρο του ελέγχου τόσο της Κάτω Μοισίας, όσο και της Σκυθίας.

Μεσαίωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο έλεγχος της πόλης πέρασε αρκετές φορές από τους Βυζαντινούς στους Βουλγάρους κατά το Μεσαίωνα. Στα τέλη του 9ου και το πρώτο μισό του 10ου αιώνα η Βάρνα ήταν ο τόπος ενός πριγκιπικού σκριπτόριουμ (χώρου συγγραφής) της Λογοτεχνικής Σχολής της Πρεσλάβας, σε ένα μοναστήρι υπό την προστασία του Βόρις Α΄, που πιθανόν το χρησιμοποίησε ως μοναστικό του αναχωρητήριο. Το σκριπτόριουμ πρέπει να έπαιξε βασικό ρόλο στην εμφάνιση της Κυριλλικής γραφής από Βούλγαρους λογίους, υπό την καθοδήγηση ενός από τους μαθητές των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου. Ο Kάρελ Σκόρπιλ υποστήριξε ότι ο Βόρις Α΄ μπορεί να έχει ενταφιασθεί εκεί. Ο σύνθετος πολιτισμός με Ελληνιστικά, Θρακικά, Ρωμαικά, καθώς και ανατολικά - Αρμενικά, Συριακά, Περσικά - χαρακτηριστικά, που αναπτύχθηκε γύρω από την Οδησσό τον 6ο αιώνα υπό τον Ιουστινιανό, πιθανόν επηρέασε τον πολιτισμό της Πλίσκας και της Πρεσλάβας της Πρωτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, φαινομενικά στην αρχιτεκτονική και τις πλαστικές διακοσμητικές τέχνες, αλλά πιθανόν επίσης στη λογοτεχνία, περιλαμβανομένης της Κυριλλικής φιλολογίας. Το 1201 ο Καλογιάν ανακατέλαβε το φρούριο της Βάρνας, που τότε ήταν στα χέρια των Βυζαντινών, το Μεγάλο Σάββατο, χρησιμοποιώντας ένα πολιορκητικό πύργο και το διασφάλισε για τη Δεύτερη Βουλγαρική Αυτοκρατορία.

Στα τέλη του 13ου αιώνα, με τη Συνθήκη του Νυμφαίου του 1261, η επιθετικοαμυντική συμμαχία μεταξύ του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και της Γένοβας, που άνοιξε τη Μαύρη Θάλασσα στο Γενοβέζικο εμπόριο, σε μια πολύβουη εμπορική πόλη-λιμάνι, όπου σύχναζαν εμπορικά πλοία Γενοβέζικα και αργότερα επίσης από τη Βενετία και τη Ραγούζα. Οι δύο πρώτες θαλάσσιες δημοκρατίες είχαν προξενεία και αποικίες ομογενών εκεί oι έμποροι από τη Ραγούζα διατήρησαν την παρουσία τους στο λιμάνι μέχρι το 17ο αιώνα, ενεργώντας από την αποικία τους στη γειτονική Προβάντια. Η πόλη πλαισιωνόταν από δύο φρούρια με μικρότερα δικά τους εμπορικά λιμάνια, το Καστρίτσι και το Γαλατά, με οπτική επαφή μεταξύ τους και προστατευόταν από δύο ισχυρά οχυρά, που δέσποζαν πάνω από τις λίμνες Μαγκλίζ και Πέτριτς. Εξάγονταν κυρίως σιτάρι, δέρματα ζώων, μέλι και κερί, κρασί, ξυλεία και άλλα τοπικά αγροτικά προϊόντα στις αγορές της Ιταλίας και της Κωνσταντινούπολης και εισάγονταν Μεσογειακά τρόφιμα και είδη πολυτελείας. Η πόλη εισήγαγε τη δική της νομισματική μονάδα, το πέρπερ της Βάρνας, στα μέσα του 14ου αιώνα. Η συναλλαγματική ισοτιμία Βουλγαρικού και Βενετικού νομίσματος καθορίστηκε με συνθήκη. Αναπτύχθηκαν η κοσμηματοποιία, η κατασκευή οικιακών κεραμικών ειδών, η επεξεργασία τροφίμων και δερμάτων και άλλες βιοτεχνίες και ναυπηγεία στις εκβολές του ποταμού Καμτσίγια.

Ιταλικοί πορτολάνικοι χάρτες του 14ου αιώνα εμφανίζουν τη Βάρνα ως αναμφισβήτητα το σημαντικότερο λιμάνι μεταξύ Κωνσταντινούπολης και δέλτα του Δούναβη. Συνήθως ανέφεραν την περιοχή ως Ζαγκόρα. Η πόλη πολιορκήθηκε χωρίς επιτυχία από τον Αμεδαίο ΣΤ΄ κόμη της Σαβοίας, που είχε καταλάβει όλα τα νότια αυτής Βουλγαρικά φρούρια, περιλαμβανομένου του Γαλατά, το 1366. Το 1386 η Βάρνα έγινε για λίγο πρωτεύουσα του αποσχισθέντος Δεσποτάτου της Δοβρουτσάς και καταλήφθηκε στη συνέχεια από τους Οθωμανούς το 1389 (και πάλι το 1444), αφού παραχωρήθηκε προσωρινά στο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο το 1413 (ίσως μέχρι το 1444) και λεηλατήθηκε από Τατάρους το 1414.

Μάχη της Βάρνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μνημείο της Μάχης της Βάρνας του 1444, χαραγμένο σε αρχαίο Θρακικό τύμβο

Στις 10 Νοεμβρίου 1444 διεξήχθη μια από τις τελευταίες μάχες των Σταυροφοριών στην Ευρωπαϊκή ιστορία. Οι Τούρκοι κατατρόπωσαν ένα στρατό 20.000 σταυροφόρων υπό το Λαδίσλαο Γ΄ της Πολωνίας (επίσης Ουλάσζλο Α΄ της Ουγγαρίας), που είχε συγκεντρωθεί στο λιμάνι για να αποπλεύσει για την Κωνσταντινούπολη. Ο Χριστιανικός στρατός δέχτηκε επίθεση από μια υπέρτερη δύναμη 55.000 ή 60.000 Οθωμανών, υπό το σουλτάνο Μουράτ Β΄. Ο Λαδίσλαος Γ΄ σκοτώθηκε σε μια παράτολμη προσπάθεια να συλλάβει το σουλτάνο, κερδίζοντας το προσωνύμιο «Warneńczyk» («της Βάρνας» στα Πολωνικά, είναι επίσης γνωστός ως «Várnai Ulászl» στα Ουγγρικά ή «Ladislaus Varnensis» στα Λατινικά). Η αποτυχία της Σταυροφορίας της Βάρνας κατέστησε την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453 σχεδόν αναπόφευκτη και η Βάρνα (με όλη τη Βουλγαρία) επρόκειτο να παραμείνει υπό την Οθωμανική κυριαρχία για πάνω από τέσσερις αιώνες. Σήμερα υπάρχει στη Βάρνα ένα κενοτάφιο του Λαδίσλαου Γ΄.

Οθωμανική διοίκηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεγάλο λιμάνι, αγροτικό, εμπορικό και ναυπηγικό κέντρο για την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο 16ο και 17ο αιώνα, διατηρώντας σημαντικό και οικονομικά ενεργό Βουλγαρικό πληθυσμό, η Βάρνα έγινε αργότερα ένα από τα «Τετράπλευρα Φρούρια» (με το Ρούσε, το Σούμεν και τη Σιλίστρα) αποκόπτοντας τη Δοβρουτσά από την υπόλοιπη Βουλγαρία και αναχαιτίζοντας τη Ρωσία στους Ρωσοτουρκικούς πολέμους. Οι Ρώσοι την κατέλαβαν προσωρινά το 1773 και πάλι το 1828, μετά την παρατεταμένη Πολιορκία της Βάρνας, επιστρέφοντάς τη στους Οθωμανούς δύο χρόνια αργότερα, αφού κατεδάφισαν το μεσαιωνικό φρούριο.

Στις αρχές του 19ου αιώνα πολλοί ντόπιοι Έλληνες εντάχθηκαν στην πατριωτική οργάνωση Φιλική Εταιρεία. Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης (1821) σημειώθηκε στη Βάρνα επαναστατική δράση, με αποτέλεσμα ντόπιοι προύχοντες, που συμμετείχαν στο Ελληνικό εθνικό κίνημα να εκτελεσθούν από τις Οθωμανικές αρχές, ενώ άλλοι κατάφεραν να διαφύγουν στην Ελλάδα και συνέχισαν τον αγώνα τους.

Εθνογραφικό Μουσείο (αστική κατοικία της Οθωμανικής περιόδου)

Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι, που εκστράτευσαν κατά της Ρωσίας στον Κριμαϊκό Πόλεμο (1854 - 1856) χρησιμοποίησαν τη Βάρνα ως έδρα και κύρια ναυτική βάση. Πολλοί στρατιώτες πέθαναν από χολέρα και η πόλη καταστράφηκε από φωτιά. Ένα Βρετανικό και ένα Γαλλικό μνημείο σηματοδοτούν τα νεκροταφεία, όπου ενταφιάσθηκαν τα θύματα της χολέρας. Το 1866 η πρώτη σιδηροδρομική γραμμή στη Βουλγαρία συνέδεσε τη Βάρνα με το Ρούσε στο Δούναβη, συνδέοντας την Οθωμανική πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη με την Κεντρική Ευρώπη. Για μερικά χρόνια το Οριάν Εξπρές περνούσε από αυτή τη γραμμή. Το λιμάνι της Βάρνας αναπτύχθηκε ως μείζων προμηθευτής τροφίμων - κυρίως σιταριού από το γειτονικό σιτοβολώνα της Νότιας Δοβρουτσάς - για την Κωνσταντινούπολη και πολυσύχναστο κέντρο Ευρωπαϊκών εισαγωγών προς την πρωτεύουσα. Στην πόλη άνοιξαν 12 ξένα προξενεία. Ντόπιοι Βούλγαροι συμμετείχαν στη (Βουλγαρική) Εθνική Αναγέννηση και ο Βασίλ Λέβσκι ίδρυσε μια μυστική επαναστατική επιτροπή.

Τρίτο Βουλγαρικό Κράτος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης της πόλης του 1897

Το 1878 η πόλη, που αριθμούσε 26 χιλιάδες κατοίκους, δόθηκε στη Βουλγαρία από τα Ρωσικά στρατεύματα, που μπήκαν σ' αυτή στις 27 Ιουλίου. Η Βάρνα υπήρξε πόλη του μετώπου στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο όταν δόθηκε και η ομώνυμη ναυμαχία και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η οικονομία της επλήγη σοβαρά από την προσωρινή απώλεια της αγροτικής ενδοχώρας της Νότιας Δοβρουτσάς στη Ρουμανία (1913 - 1916 και 1919 - 1940). Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε την πόλη το Σεπτέμβριο του 1944, βοηθώντας τη στερέωση της Κομμουνιστικής κυριαρχίας στη Βουλγαρία.

Ένα από τα πρώτα κέντρα βιομηχανικής ανάπτυξης και του Βουλγαρικού εργατικού κινήματος, η Βάρνα καθιερώθηκε ως το κύριο εξαγωγικό λιμάνι της χώρας, μεγάλο κέντρο παραγωγής σιτηρών και καλλιέργειας αμπελιών, έδρα του παλαιότερου ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της χώρας εκτός της Σόφιας, δημοφιλής τόπος διεθνών φεστιβάλ και εκδηλώσεων, καθώς και ως ντε φάκτο θερινή πρωτεύουσα της χώρας, με την ανέγερση του βασιλικού θερινού ανακτόρου Ευξείνογκραντ (σήμερα η Βουλγαρική κυβέρνηση συνεδριάζει εδώ το καλοκαίρι). Ο μαζικός τουρισμός εμφανίσθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Η βαριά βιομηχανία και το εμπόριο με τη Σοβιετική Ένωση άνθισαν από το 1950 ως το 1980. Από τις 20 Δεκεμβρίου 1949 μέχρι τις 20 Οκτωβρίου 1956 η πόλη είχε μετονομαστεί από την κομμουνιστική κυβέρνηση Στάλιν, προς τιμήν του Σοβιετικού δικτάτορα Ιωσήφ Στάλιν.

Το 1962 έγινε εδώ η 15η Σκακιστική Ολυμπιάδα. Το 1969 και το 1987 η Βάρνα φιλοξένησε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ρυθμικής γυμναστικής. Από τις 30 Σεπτεμβρίου ως τις 4 Οκτωβρίου 1973 έλαβε χώρα το 10ο Ολυμπιακό Συνέδριο στο Παλάτι των Σπορ. Η Βάρνα είναι υποψήφια Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2019.

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μία από τις παραλίες της Βάρνας
Νέου «λαϊφστάιλ» εμπορικό κέντρο στη συνοικία Τρόσεβο

Η οικονομία βασίζεται στις υπηρεσίες, με το 61 % του καθαρού εισοδήματος να παράγεται στο εμπόριο και τον τουρισμό, το 16 % στη βιομηχανία, το 14 % στις μεταφορές και τις επικοινωνίες και το 6 % στις κατασκευές. Σε άνθηση είναι οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, ιδίως οι τραπεζικές, ασφαλιστικές, η διαχείριση των επενδύσεων και η χρηματοδότηση ακινήτων.

Με τις γειτονικές πόλεις Μπέλοσλαβ και Ντέβνυα η Βάρνα σχηματίζει τη Βιομηχανική Περιοχή Βάρνα-Ντέβνυα, που φιλοξενεί μερικές από τις μεγαλύτερες χημικές, θερμοηλεκτρικές και βιομηχανικές εγκαταστάσεις της Βουλγαρίας, περιλαμβανομένων του Θερμοηλεκτρικού Σταθμού της Βάρνας και του Σόντι Ντέβνυα, των δύο μεγαλύτερων ιδιωτικοποιήσεων στην πρόσφατη ιστορία της χώρας. Υπάρχουν σημαντικές εγκαταστάσεις παραγωγής συσκευών ραδιοπλοήγησης, οικιακών συσκευών, συστημάτων ασφαλείας, υφασμάτων, ενδυμάτων, τροφίμων και ποτών, εκτυπώσεων και άλλων βιομηχανιών. Ορισμένες εγκαταλειμμένες βιομηχανίες δίνουν τη θέση τους σε μεταβιομηχανικές επενδύσεις, όπως ένα εμπορικό κέντρο πήρε τη θέση του εργοστασίου πετρελαιοκινητήρων VAMO και η Ζυθοποιία της Βάρνας έχει αντικατασταθεί από ένα συνεδριακό κέντρο.

Πρώτης προτεραιότητας είναι ο τουρισμός με τα προαστιακά παραθαλάσσια θέρετρα Χρυσής Άμμου, Κωνσταντίνου και Ελένης και άλλα με συνολική χωρητικότητα 60.000 κλινών (2005), προσελκύοντας εκατομμύρια επισκεπτών κάθε χρόνο (4,7 εκατ. το 2006, εκ των οποίων τα 4,0 από το εξωτερικό). Τα θέρετρα δέχθηκαν σημαντικές εσωτερικές και διεθνείς επενδύσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα και είναι φιλικά προς το περιβάλλον, ευρισκόμενα αρκετά μακριά από χημικές και άλλες καπνογόνες βιομηχανίες. Η Βάρνα είναι επίσης ο μοναδικός διεθνής προορισμός κρουαζιέρας της Βουλγαρίας και σημαντικό διεθνές κέντρο συνεδρίων και λουτροθεραπείας.

Οικονομικά η Βάρνα είναι μεταξύ των ταχύτερα αναπτυσσόμενων και με τις καλύτερες επιδόσεις Βουλγαρικών πόλεων. Η ανεργία, 2,34% (2007), είναι πάνω από 3 φορές χαμηλότερη από το μέσο όρο της χώρας. Το 2007 ο μέσος μισθός ήταν ο υψηλότερος, στο ίδιο επίπεδο με τη Σόφια και το Μπουργκάς. Πολλοί Βούλγαροι θεωρούν τη Βάρνα πόλη με εκρηκτική ανάπτυξη και μερικοί μετεγκαθίστανται εδώ, ακόμη και από τη Σόφια και τη Φιλιππούπολη, ή επιστρέφοντας από Δυτικές χώρες, αλλά κυρίως από το Ντόμπριτς, το Σούμεν και την ευρύτερη περιοχή.

Πληθυσμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πρώτα πληθυσμιακά στοιχεία χρονολογούνται από τα μέσα του 17ου αιώνα, όταν η πόλη θεωρείτο ότι είχε περίπου 4.000 κατοίκους, ενώ η πρώτη απογραφή πληθυσμού το 1881 κατέγραψε 24.555. Σύμφωνα με την απογραφή του 1883 ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη μετά το Ρούσε. Στη συνέχεια η Βάρνα έγινε η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Βουλγαρίας και διατήρησε αυτή τη θέση σταθερά τα επόμενα 120 χρόνια, ενώ διάφορες πόλεις εναλάσσονταν στην πρώτη, δεύτερη και τέταρτη θέση.

Τον Ιανουάριο του 2012 η πόλη της Βάρνας είχε πληθυσμό 334.781, που την καθιστά τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Βουλγαρίας, ενώ ο Δήμος της Βάρνας με τα υπαγόμενα σ' αυτόν γειτονικά χωριά 343.643 κατοίκους. Η ανεπίσημη μητροπολιτική περιοχή (που περιλαμβάνει το δήμο της Βάρνας και γειτονικά τμήματα των δήμων Ακσάκοβο, Αβρεν, Μπέλοσλαβ και Ντέβνυα, αλλά όχι γειτονικά τμήματα της Επαρχίας Ντόπριτς) έχει πληθυσμό κατ' εκτίμηση 475.000.

Η Βάρνα είναι μια από τις λίγες πόλεις της Βουλγαρίας με φυσική αύξηση (6.300 γεννήσεις έναντι 3.600 θανάτων το 2009) και λειτουργία νέων παιδικών σταθμών (6 το 2009).

Από το Δεκέμβριο του 2006 διάφορες πηγές, όπως η Βουλγαρική Εθνική Τηλεόραση, εθνικές εφημερίδες, ερευνητικοί οργανισμοί, το γραφείο δημάρχου και η τοπική αστυνομία υποστηρίζουν ότι η Βάρνα έχει πληθυσμό, σύμφωνα με τις σημερινές διευθύνσεις, πάνω από 500.000, που την καθιστά δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, αλλά οι επίσημες στατιστικές δεν συμφωνούν. Η Βάρνα προσελκύει 2 με 3 εκατομ. τουρίστες το χρόνο, που μπορεί να φτάνουν μέχρι 200.000 την ημέρα κατά την υψηλή περίοδο. Ετσι τον Ιούλιο και τον Αύγουστο υπάρχουν στην πόλη περίπου 560.000 άνθρωποι.

Εθνολογική, γλωσσική και θρησκευτική σύνθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι περισσότεροι κάτοικοι της Βάρνας (варненци, βάρνεντσι) είναι Βούλγαροι (94%). Οι Τούρκοι έρχονται δεύτεροι με 3%, αλλά από το 2009 Ρώσοι και άλλοι πρόσφατοι ρωσόφονοι μετανάστες χωρίς Βουλγαρική υπηκοότητα, εκτιμώμενοι σε πάνω από 20.000, ίσως τους έχουν ξεπεράσει σε αριθμό, ενώ υπάρχει αυξανόμενος αριθμός Ασιατών και Αφρικανών μεταναστών και ομογενών. Υπάρχει σημαντικός αριθμός Ρομά (1% του πληθυσμού) κυρίως σε τρεις διακριτές και σε μεγάλο βαθμό εξαθλιωμένες γειτονιές-γκέτο : τη Μακσούντα, τη Ρόζοβα Ντόλινα στη συνοικία Ασπαρούχοβο και τη Τσένγκενε Κούλα στη συνοικία Βλαντισλάντοβο, ενώ η Βάρνα έχει αναλάβει πολλά προγράμματα ενσωμάτωσής τους. Υπάρχουν επίσης Αρμένιοι, Ελληνες, Εβραίοι και άλλες από παλιά εθνικές ομάδες αν και σε πολύ μικρότερους αριθμούς. Στα τέλη του 19ου αιώνα, τις πρώτες δεκαετίες μετά την ένταξη της Βάρνας στη νεότερη Βουλγαρία, οι Βούλγαροι ήταν 3.000 από το συνολικό πληθυσμό των 21.000 κατοίκων. Με την αποχώρηση των περισσότερων Τούρκων και Ελλήνων και την άφιξη Βουλγάρων προσφύγων και εποίκων από την ενδοχώρα, τη Βόρεια Δοβρουτσά, τη Βεσσαραβία και τη Μικρά Ασία και αργότερα προσφύγων από τη Μακεδονία, την Ανατολική Θράκη και τη Νότια Δοβρουτσά μετά το Β΄ Βαλκανικό και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η εθνοτική πολυμορφία έδωσε τη θέση της στη Βουλγαρική επικράτηση, αν και για πολλές δεκαετίες παρέμειναν σημαντικές μειονότητες Γκαγκαούζων, Αρμενίων και Σεφαρδιτών Εβραίων.

Αξιοθέατα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαιολογικό Μουσείο. Αρχοντικά χτισμένα γύρω στα 1900, έξω από το Θαλάσσιο Κήπο
Κεντρικός Σιδηροδρομικός Σταθμός
Ξυλόγλυπτο εικονοστάσι της σχολής του Ντέμπαρ
Αρχοντικό Αρ Νουβό στη Λεωφόρο Πρίγκιπα Βόρι Α΄
Εκκλησία Αγίου Αθανασίου με τα αρχαία λουτρά σε πρώτο πλάνο
Η Ναυτική Λέσχη της Βάρνας σε φωτογραφία του 1931, πηγή: Κρατικά Αρχεία της Βουλγαρίας

Αξιοθέατα της πόλης είναι το Αρχαιολογικό Μουσείο της Βάρνας, που εκθέτει το Χρυσό της Βάρνας, τα Ρωμαϊκά Λουτρά, το Πάρκο Μουσείο της Μάχης της Βάρνας, το Ναυτικό Μουσείο στην Ιταλική Βίλα Ασαρέτο, που εκθέτει το μουσειακό πλοίο τορπιλάκατος Ντράζκι, το Εθνογραφικό Μουσείο σε ένα συγκρότημα της Οθωμανικής περιόδου, που περιγράφει τη ζωή των ντόπιων αστών, ψαράδων και χωρικών στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα.

Ο Θαλάσσιος Κήπος της Βάρνας, το λεγόμενο Sea Garden, δημιουργήθηκε το 1881 με την εισήγηση του τότε δημάρχου Μιχαήλ Κολόνι (Mihail Koloni). Η Γαλλίδα πολιτικός μηχανικός Μαρτίνε (Martine) προετοίμασε το σχέδιο του μεγάλου θαλάσσιου πάρκου, το οποίο πραγματοποιήθηκε από τον Άντον Νόβακ (Anton Novák) το 1895 – 1902. Ο Κήπος τους θερινούς μήνες λειτουργεί ως θέατρο, ενυδρείο, ζωολογικός κήπος και ως πλανητάριο. Η ιδιαίτερη κεντρική είσοδος του Κήπου χτίστηκε το 1983. Ο Θαλάσσιος Κήπος είναι ένα από τα σύμβολα της πόλης που ανακηρύχθηκε σε εθνικό μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς.Ο ζωολογικός κήπος της Βάρνας εγκαινιάστηκε το 1961. Το 1968 χτίστηκε το πλανητάριο. Καθώς κατευθύνεστε προς την κύρια είσοδο του Θαλάσσιου Κήπου μπορείτε να δείτε σχεδιασμένο ένα κύκνο σε σχήμα ηλιακού ρολογιού.

Το Ενυδρείο της Βάρνας (άνοιξε το 1932), το Δελφινάριο Φέστα (άνοιξε το 1984), το Αστεροσκοπείο και Πλανητάριο Νικόλαος Κοπέρνικος, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, ένα ερπετάριο, ένα ζωολογικό και ένα αλπικό κήπο, ένα παιδικό πάρκο ψυχαγωγίας με μια λιμνούλα, ένα πλωτό σπίτι και ένα παγοδρόμιο και άλλα αξιοθέατα. Ο Δρόμος της Εθνικής Αναγέννησης είναι διακοσμημένος με ορειχάλκινα μνημεία επιφανών Βουλγάρων και ο Δρόμος των Κοσμοναυτών περιέχει δένδρα φυτεμένα από το Γιούρι Γκαγκάριν και άλλους Σοβιετικούς και Βούλγαρους κοσμοναύτες. Ο Κήπος είναι εθνικό μνημείο αρχιτεκτονικής τοπίου και θεωρείται το μεγαλύτερο διαμορφωμένο πάρκο στα Βαλκάνια.

Ο παραλιακός δρόμος πλαισιώνεται από σειρά παραλιακών κλαμπ που προσφέρουν έντονη νυχτερινή ροκ, χιπ-χόπ, Βουλγάρικη και Αμερικάνικη ποπ, τέκνο και τσάλγκα. Το 2006 ο Ιντιπέντεντ βάφτισε τη Βάρνα νέα φάνκι-πόλη της Ευρώπης, πρωτεύουσα ευζωίας της Βουλγαρίας. Η πόλη απολαμβάνει παγκόσμια φήμη για τη ροκ, χιπ-χόπ διεθνή μουσική της και καλλιτέχνες, κλαμπ και σχετικές εκδηλώσεις, όπως το Πρωινό του Ιουλίου και χώρους διεθνούς ροκ και χιπ-χόπ.

Θαλάσσιος Κήπος

Οι παραλίες της πόλης, γνωστές επίσης ως ΄΄θαλάσσια λουτρά΄΄, είναι διάσπαρτες με θερμές (μέχρι 55 β.C) πηγές μεταλλικών θειούχων νερών (που χρησιμοποιούνται για σπα, πισίνες και δημόσια λουτρά) και αρκετές μικρές προστατευμένες μαρίνες. Ακόμη η μήκους 2,05 χλμ. και ύψους 52 μ. γέφυρα ΄΄Ασπαρούχοφ μοστ΄΄ είναι δημοφιλές σημείο για μπάντζι-τζάμπιγκ. Εξω από την πόλη είναι το ανάκτορο Ευξείνογκραντ, με πάρκο και οινοποιείο, ο Βοτανικός Κήπος του Πανεπιστημίου της Σόφιας (Εκοπαρκ Βάρνα), ο βραχώδης σχηματισμός Πόμπιτι Καμάνι και το μεσαιωνικό σπηλαιομονάστηρο Αλατζά.

Οι περιοχές τουριστικών αγορών περιλαμβάνουν τις σειρές μπουτίκ κατά μήκος της Λεωφ. Πρίγκιπα Βόρις (με τις τιμές των ενοικίων να συναγωνίζονται εκείνες της Λεωφ. Βίτοσα στη Σόφια) και γειτονικούς πεζόδρομους, καθώς και το μεγάλο εμπορικό κέντρο και συγκρότημα κινηματογράφων στη συνοικία Μλάντοστ, κατάλληλα για εποχούμενους. Δύο άλλες πλατείες με καταστήματα, η Πικαντίλι Παρκ και η Σέντραλ Πλάτσα, είναι σε βολική θέση για την εξυπηρέτηση των τουριστών στα θέρετρα βόρεια του κέντρου της πόλης, και οδηγώντας και πηγαίνοντας με τα δημόσια μέσα μεταφοράς. Αφθονούν τα ΑΤΜ και τα βενζινάδικα με ψιλικατζίδικα συνεχούς λειτουργίας.

Τα καταστήματα τροφίμων μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ Πικαντίλι και Μπούρλεκς. Στα καταστήματα και τα εστιατόρια οι πιστωτικές κάρτες γίνονται κατά κανόνα δεκτές. Υπάρχουν αρκετές λαϊκές αγορές, που διαθέτουν φρέσκα τοπικά προϊόντα. Το Παζάρι Κόλκοτσεν, η μεγαλύτερη από όλες, έχει επίσης ψαραγορά, αλλά βρίσκεται σε πολυσύχναστη περιοχή, πρακτικά απροσπέλαστη για αυτοκίνητα.

Όπως άλλες πόλεις στην περιοχή η Βάρνα έχει το δικό της μερίδιο αδέσποτων σκυλιών, επί το πλείστον ήσυχων και φιλικών, με λάμποντα κλιπς στα αυτιά τους, σημάδι ότι έχουν στειρωθεί και εμβολιασθεί. Εντούτοις η αστική άγρια ζωή κυριαρχείται από τους πανταχού παρόντες γλάρους, ενώ καφέ σκίουροι ζουν στο Θαλάσσιο Κήπο. Τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο μεταναστευτικοί κύκνοι διαχειμάζουν στις προστατευμένες παραλίες.

Τόποι λατρείας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκκλησία του Αγίου Νικολάου των θαλασσινών

Μεταξύ των σημαντικών παλιών Βουλγαρικών Ορθόδοξων ναών είναι ο μητρoπολιτικός Καθεδρικός της Κοίμησης της Θεoτόκου (της επισκοπής Βάρνας και Βελίκι Πρέσλαβ), η Θεοτόκος Παναγία των αρχών του 17ου αιώνα (χτισμένη στη θέση αρχαιότερης εκκλησίας, όπυ ο Λαδίσλαος Γ΄ ίσως έχει ταφεί), ο Αγιος Αθανάσιος (πρώην Ελληνικός μητροπολιτικός καθεδρικός) στα χνάρια μιας κατεδαφισμένης εκκλησίας του 10ου αιώνα, το 15ου αιώνα παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής, η εκκλησία των ναυτικών του Αγίου Νικολάου, το παρεκκλήσι του Αρχάγγελου Μιχαήλ, θέση του πρώτου Βουλγαρικού κοσμικού σχολείου από την εποχή της Εθνικής Αναγέννησης και η εκκλησία Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, του ομώνυμου μοναστηριού του 14ου αιώνα στα προάστια.

Ι. Καθεδρικός Ναός Κοίμησης της Θεοτόκου στην Βάρνα
Τρούλος του Καθεδρικού

Τα υπολείμματα μιας μεγάλης φρουριακής βασιλικής του 4ου-5ου αιώνα στο πάρκο Τζανάβαρα λίγο νότια της πόλης γίνονται τουριστικός προορισμός με μερικά εξαιρετικά ψηφιδωτά εκτεθειμένα επί τόπου. Ανασκάπτονται και συντηρούνται τα υπολείμματα άλλης ογκώδους βασιλικής του 9ου αιώνα στο σκριπτόριουμ στο μοναστήρι της Θεοτόκου Παναγίας του Βόρις Α΄. Αποκαθίσταται επίσης μια επισκοπική βασιλική του 4ου-5ου αιώνα βόρεια των Λουτρών. Υπάρχουν επίσης μερικοί νεότεροι Ορθόδοξοι ναοί. Δύο αφιερωμένοι στον Απόστολο Ανδρέα και τον τοπικό μάρτυρα Άγιο Προκόπιο της Βάρνας, είναι ακόμη υπό κατασκευή. Στην περιοχή έχουν ξεφυτρώσει πολλά μικρότερα Ορθόδοξα εκκλησάκια. Στις αρχές του 2009 ο Βασίλ Ντάνεφ, ηγέτης της Εθνικής Οργάνωσης για τις Ενωμένες Κοινότητες των Ρομά, δήλωσε ότι οι ντόπιοι Ρομά θα ανήγειραν επίσης ένα Ορθόδοξο εκκλησάκι.

Υπάρχει επίσης μια παλιά Αρμενική Αποστολική εκκλησία, δύο Ρωμαιοκαθολικές εκκλησίες (μόνο μία είναι τώρα ανοιχτή και λειτουργεί στα Πολωνικά τις Κυριακές), μια ακμάζουσα Ευαγγελική Μεθοδική επισκοπική εκκλησία, όπου γίνονται οργανικές συναυλίες, ενεργές Ευαγγελική της Πεντηκοστής, των Αντβεντιστών της Έβδομης Ημέρας και δύο εκκλησίες των Βαπτιστών.

Δύο τζαμιά (το ένα είναι ανοιχτό) έχουν επιβιώσει από την Οθωμανική εποχή, όταν υπήρχαν στην πόλη 18, όπως και δύο κάποτε μεγαλοπρεπείς αλλά τώρα ερειπωμένες συναγωγές, μια Σεφαρδίτικη και μία Ασκεναζίτικη, η δεύτερη σε Γοτθικό ρυθμό (είναι υπό αποκατάσταση). Ένα νέο τζαμί προστέθηκε πρόσφατα στη νότια περιοχή Ασπαρούχοβο, για την εξυπηρέτηση της γειτονικής συνοικίας Μουσουλμάνων Ρομά.

Υπάρχει επίσης ένα Βουδιστικό κέντρο.

Σε μια διαφορετική νότα ο πνευματικός δάσκαλος Πέταρ Ντένωφ άρχισε να διδάσκει το δόγμα του Εσωτερικού Χριστιανισμού στη Βάρνα στα τέλη της δεκαετίας του 1890 και εκεί συγκλήθηκαν από το 1899 ως το 1908 οι ετήσιες συναντήσεις της Συναρχικής Αλυσίδας του, αργότερα γνωστής ως Παγκόσμιας Λευκής Αδελφότητας.

Αρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέχρι το 1878 η Βάρνα ήταν μια Οθωμανική πόλη με σπίτια κυρίως ξύλινα σε ύφος χαρακτηριστικό των ακτών της Μαύρης Θάλασσας, πυκνοστριμωγμένα σε στενά σοκάκια. Περιβαλλόταν από ένα πέτρινο τείχος, ανακαινισμένο τη δεκαετία του 1830, με ακρόπολη, τάφρο διακοσμημένες σιδερένιες πύλες, πλαισιωμένες από πύργους και μια θολωτή γέφυρα πάνω από τον Ποταμό Βάρνα. Στην περιοχή αφθονούσαν αρχαία προοθωμανικά ερείπια, που χρησιμοποιούντο ευρέως ως λατομεία.

Σήμερα διατηρείται ελάχιστη από αυτή την κληρονομιά. Το κέντρο της πόλης ξαναχτίστηκε από την εκκολαπτόμενη Βουλγαρική μεσαία τάξη στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα σε Δυτικό στυλ με τοπικές εκδοχές της Νεοαναγέννησης, του Νεομπαρόκ, του Νεοκλασικισμού, της Αρ Νουβώ και της Αρ Ντεκό (πολλά από αυτά τα κτίρια, των οποίων η κυριότητα αποδόθηκε ξανά μετά το 1989, έχουν υποστεί ανακαινίσεις).

Λιθοδομή από τα κατεδαφισμένα τείχη της πόλης χρησιμοποιήθηκαν για τον καθεδρικό, τα δύο πρότυπα γυμνάσια και την επίστρωση νέων λεωφόρων. Η μεσαία τάξη έχτισε λειτουργικές μονοκατοικίες και πολυκατοικίες. Κομψά αρχοντικά ανεγέρθηκαν στις κεντρικές λεωφόρους και στους αμπελώνες βόρεια της πόλης. Εμφανίσθηκαν μερικά βιομηχανικά προάστια της εργατικής τάξης (μονοκατοικιών με μικρές πράσινες αυλές). Πρόσφυγες από τους πολέμους της δεκαετίας του 1910 εγκαταστάθηκαν επίσης σε φτωχότερες αλλά σφύζουσες συνοικίες στα άκρα της πόλης.

Κατά τη γρήγορη αστικοποίηση από τη δεκαετία του 1960 μέχρι τις αρχές εκείνης του 1980, μεγάλα οικιστικά συγκροτήματα εξαπλώθηκαν σε εκτάσεις, όπου προηγουμένως υπήρχαν μικροί ιδιωτικοί αμπελώνες ή αγροτικές κοοπερατίβες, καθώς ο πληθυσμός της πόλης τριπλασιάσθηκε. Σχεδιάστηκαν παραλιακά θέρετρα κατά το πλείστον σε κομψό σύγχρονο στυλ, που χάθηκε λίγο στις πρόσφατες πολυτελέστερες ανακαινίσεις τους. Από τα αξιοθέατα της δεκαετίας του 1960 είναι το Παλάτι Πολιτισμού και Σπορ.

Από το 1989, με την επιστροφή της χώρας στον καπιταλισμό, αναβαθμισμένες πολυκατοικίες πολλαπλασιάστηκαν τόσο στο κέντρο, όσο και σε υψώματα πάνω από την πόλη με θέα της θάλασσας και της λίμνης. Οι αμπελώνες της Βάρνας (΄λόζια΄), που χρονολογούνται ίσως από την αρχαιότητα και εκτείνονται σε χιλιόμετρα στη γύρω περιοχή, άρχισαν να μετατρέπονται από κυρίως αγροτικές εκτάσεις, διάσπαρτες με παραθεριστικές κατοικίες ή ΄βίλι΄, σε εύπορα προάστια, επιδεικνύοντας πολυτελείς βίλες και ξενοδοχεία, με επιστέγασμα το ψαγμένο μεταμοντέρνο κιτς της Βίλα Ακουα.

Με τη νέα ανοικοδόμηση των προαστίων να ξεπερνά μακράν την ανάπτυξη των υποδομών, προκλήθηκαν κατολισθήσεις, που διέρρηξαν προσωρινά μεγάλους αυτοκινητόδρομους. Καθώς ο αριθμός των αυτοκινήτων τετραπλασιάσθηκε από το 1989, η Βάρνα έγινε γνωστή για τα μποτιλιαρίσματα της. Το πάρκινγκ στους καταπράσινους αλλά στενούς δρόμους της παλιάς πόλης συνήθως καταλαμβάνει τα πεζοδρόμια. Την ίδια στιγμή εκτάσεις παραγκουπόλεων, που μοιάζουν περισσότερο στο Ρίο ντε Τζανέιρο παραμένουν στις συνοικίες των Ρομά των δυτικών άκρων της πόλης, λόγω της αναποτελεσματικότητας των τοπικών πολιτικών.

Τα παραλιακά θέρετρα ανοικοδομήθηκαν και επεκτάθηκαν, ευτυχώς όχι με τόσο έντονη ανάπτυξη, όσο άλλοι τουριστικοί προορισμοί στη Βουλγαρική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, και το πράσινό τους κατά μέγα μέρος διατηρήθηκε. Νέα σύγχρονα κτίρια γραφείων άρχισαν να αναμορφώνουν το παλιό κέντρο και τα περίχωρα.

Μουσεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εθνικό Ναυτικό μουσείο, τορπιλάκατος Ντράζκι
Συγκρότημα πολυκατοικιών Τσάικα, σοσιαλιστική πρόταση για το Παγκόσμιο Συνέδριο Αρχιτεκτονικής του 1972
Δελφινάριο
  • Αρχαιολογικό Μουσείο (ίδρυση 1888)
  • Ναυτικό Μουσείο (ίδρυση 1923)
  • Ρωμαϊκά Λουτρά
  • Μοναστήρι Αλατζά
  • Πάρκο-Μουσείο της Μάχης της Βάρνας (ίδρυση 1924)
  • Εθνογραφικό Μουσείο
  • Μουσείο Εθνικής Αναγέννησης
  • Μουσείο Ιστορίας της Βάρνας
  • Μουσείο Ιστορίας της Ιατρικής
  • Μουσείο Υγείας (παιδικό)
  • Μουσείο Μαριονέτας (μαριονέτες αντίκες από παραστάσεις κουκλοθέατρου)
  • Εθνογραφικό χωριό Πρωτοβουλγαρικού Οικισμού Φαναγόρειας - η μεγαλύτερη αρχαιοελληνική πόλη στον Πορθμό του Κερτς- (μακέτα, με ιστορικές αναπαραστάσεις)
  • Ενυδρείο (ίδρυση1912)
  • Αστεροσκοπείο και Πλανητάριο «Νικόλαος Κοπέρνικος»
  • Πλανητάριο Ναυτικής Ακσαδημίας
  • Μουσείο Φυσικής Ιστορίας
  • Ερπετάριο
  • Ζωολογικός Κήπος
  • Δελφινάριο (ίδρυση 1984)

Εικόνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]