Αρχαίες και σύγχρονες θεατρικές παραστάσεις

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

«Μπορώ να πάρω οποιονδήποτε κενό χώρο και να τον ονομάσω γυμνή σκηνή. Κάποιος διασχίζει αυτόν τον κενό χώρο και κάποιος άλλος τον παρακολουθεί κι αυτό μόνον απαιτείται για την πρόκληση θεατρικής πράξης»[1].

Σε αυτή την αφαιρετική μεν αλλά όχι σύγχρονη άποψη βρίσκεται πιθανώς η ουσία του θεάτρου[2] ως σημείου συγκέντρωσης και θέασης του δράματος[3].

Θρησκευτικότητα και μυθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Johann Nepomuk ως Παν στο Δάφνις και Χλόη του Όφφενμπαχ

Οποιαδήποτε θεωρία περί της καταγωγής της τραγωδίας και αν ασπάζεται κανείς[4], παραμένει γεγονός ότι το αττικό δράμα περιβαλλόταν τον μανδύα της θρησκευτικότητας και της αρχέγονης διονυσιακής μαγείας. Όλες οι δραματικές παραστάσεις διδάσκονταν κατά τη διάρκεια των γιορτασμών προς τιμήν του Διονύσου. Επίσης, το αττικό δράμα διακρινόταν για τις στενές του σχέσεις με τη μυθολογική παράδοση, καθώς οι ποιητές αντλούσαν το υλικό τους από το λατρευτικό υπόβαθρο της αρχέγονης μαγείας, της ηρωολατρείας και της λατρείας των θεών[5]. Η παρουσία των θεών, άλλωστε, υπήρξε καθοριστική για την ελληνική σκέψη και απετέλεσε σημαντικό μέρος της ζωής της πόλης. Οι δραματικοί αγώνες διεξάγονταν κατά τη διάρκεια θρησκευτικών γιορτασμών στην πόλη και ήταν αφιερωμένοι στο θεό Διόνυσο, έστω και αν ο θεός δεν αποτελούσε ενδεχομένως κεντρικό θέμα στην πλοκή των έργων. Το ίδιο το θεατρικό κτήριο βρισκόταν εντός του ιερού χώρου του θεού και ακολουθούσε σε μεγάλο βαθμό το συμβολισμό του, ενώ η σκευή των ηθοποιών συνδεόταν άμεσα με βαθύτερα στρώματα της διονυσιακής λατρείας[6].

Σημαντική συνεισφορά στη διαμόρφωση του θρησκευτικού χαρακτήρα της αρχαίας παράστασης είχε ο χορός, στοιχείο που απουσιάζει από τις σύγχρονες θεατρικές παραστάσεις. Εκτός από τις κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις που του αποδόθηκαν[7], ο χορός φέρει και μια βαριά θρησκευτική κληρονομιά. Η ερμηνεία του θεϊκού και του ανθρώπινου στο χορό είναι εμφανής στην ουσία της λέξης χορός και του σχετικού ρήματος χορεύω, που σημαίνει χορεύω χορικό ή κυκλικό χορό.

Προσωπείο σε εγκαυστική εικόνα του 1ου αιώνα, αρχαιολογικό μουσείο του Παλέρμο

Ο χορός και τα παράγωγά του συνήθως χρησιμοποιούνταν για να περιγράψουν τη δραστηριότητα θεοτήτων όπως ο Διόνυσος, ο Απόλλων ή η Άρτεμις. Στο ανθρώπινο πλαίσιο περιέγραφαν έναν ιδιαίτερο τύπο συλλογικών χορών που συνήθως εκτελούνταν σε κύκλο. Ενώ η γενική λέξη για το χορό στα αρχαία Ελληνικά είναι ορχούμαι και περιλαμβάνει όλους τους τύπους του χορού, δραματικούς, λατρευτικούς κ.λπ., το ρήμα χορεύω έχει μια περιορισμένη έννοια σύμφωνα με τον Μ. Βέγκνερ, στο έργο του Μουσική και Χορός[8]. Στην Αθήνα του 5ου αιώνα τούτος ο κυκλικός χορός ονομάζεται ιερά, ενώ οι συμμετέχοντες αναφέρονται ως όσιοι[9].

Μία από τις σημαντικότερες, λοιπόν, διαφοροποιήσεις της αρχαίας και της σύγχρονης παράστασης θεμελιώνεται στην έλλειψη θρησκευτικού χαρακτήρα, εξαιτίας μιας σταθερής μετάβασης από την αρχαϊκή τελετουργία στην αισθητική κυρίως απόλαυση και τον κοινωνικό προβληματισμό[10]. Η δυναμική της θρησκευτικής τελετουργίας, την οποία μας υπενθυμίζει σαφώς ο χορός, είναι απούσα στη σύγχρονη θεατρική παράσταση, η οποία χρησιμοποιεί ενίοτε αρχετυπικές μορφές, αλλά δεν είναι σταθερά προσδεδεμένη στο άρμα της μυθολογικής προσέγγισης.

Ένα από τα σημαντικότερα κοινωνικά στοιχεία της αρχαίας παράστασης είναι ότι διαμορφώνεται ως προϊόν πάνδημης συμμετοχής, μέσω του θεσμού της χορηγίας και της συμμετοχής του θεατή στα θεατρικά δρώμενα (χορηγία, χορός).

Κοινωνία και πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μεγαλύτερο, όμως, κοινωνικό πλαίσιο για το θέατρο και τον αγωνιστικό του χαρακτήρα είναι πιθανώς η συγκέντρωση της κοινότητας. Πρόκειται για μια συνάθροιση που έχει ως χαρακτηριστικό της τον όρο αγών, (από τη ρίζα «-», που σημαίνει συγκεντρώνω[11]). Τονίζουμε ιδιαίτερα την ιδέα της συνάθροισης, γιατί ακόμη και ως ανταγωνισμό ή διαγωνισμό να αποδώσει κανείς τη λέξη αγών και πάλι η συνάθροιση είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη για την προβολή της ατομικής έκφρασης. Κανείς δε διαγωνίζεται με τον εαυτό του.

Παρόλο που τυπικά το σύγχρονο θέατρο παραμένει ένας τόπος συνάθροισης, η συμμετοχή των πολιτών και ο αγωνιστικός χαρακτήρας λείπουν, εκτός και αν υιοθετήσει κανείς την ακραία άποψη ότι ο καλλιτεχνικός ανταγωνισμός των σκηνοθετών και οι κρατικές επιχορηγήσεις μπορούν να εκληφθούν ως μακρινοί απόγονοι του αγωνιστικού στοιχείου του αττικού δράματος ή του χορηγικού θεσμού.

Όσον αφορά στα πολιτικά χαρακτηριστικά του αττικού δράματος η ευφυέστατη παρουσίαση και πολιτική κριτική των ιδρυτικών θεσμών που γεννούν την πόλη στους Όρνιθες του Αριστοφάνη, ή ο προβληματισμός του χορού –της πόλης ουσιαστικά- που συνδιαλέγεται με το ηρωικό παρελθόν της, αρκούν για να δείξουν την έντονη πολιτική παρουσία του αττικού δράματος στα δρώμενα της εποχής του.

Οι ανθρωπολόγοι έχουν επινοήσει τον όρο πόλις θέατρο, προκειμένου να εκφράσουν τους θεατρικούς μηχανισμούς πάνω στους οποίους στηρίζεται η διαχείριση της κρατικής εξουσίας από την αρχαιότητα ως σήμερα. Ως πόλις-θέατρο, λοιπόν, το αθηναϊκό κράτος εκμεταλλευόταν τη γιορτή και τις θεατρικές παραστάσεις για εθνική αυτοπροβολή απ’ ό,τι φαίνεται. Ο Θουκυδίδης και ο Αριστοφάνης υπογράμμισαν στα έργα τους Επιτάφιος Περικλέους και Αχαρνής ότι τα Διονύσια επέτρεπαν στην πολιτεία να επιδεικνύει το μεγαλείο της στις άλλες πόλεις, μετατρεπόμενη η ίδια σε θέαμα[12].

Ιδωμένη από αυτή την άποψη, η άμεση σχέση της διδασκαλίας με την πολιτική είναι απούσα από τή σύγχρονη θεατρική παράσταση, η οποία ασκεί μεν κοινωνική και πολιτική κριτική αλλά δεν περιέχει το στοιχείο της συμμετοχής που διασφαλίζει τη συλλογική κρίση. Η όποια κριτική είναι σταθερά προσδεδεμένη στο άρμα της ατομικής αντίληψης του σκηνοθέτη ή του θεατρικού συγγραφέα για τα κοινά, ή κινείται από ένα δεδομένο ιδεολογικό υπόβαθρο.

Αρχιτεκτονική και σκηνογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ηθοποιός της Νέας Κωμωδίας, πιθανώς στο ρόλο του στρατιώτη ή του ταξιδευτή. Τερακότα περ. 300–150 π.Χ. (Κυρηναϊκή).

Το ίδιο το θέατρον ο φυσικός τόπος της παράστασης είναι εντελώς διαφορετικός κατά τον 6ο - 5ο Π.Κ.Ε. αι. και ενταγμένος στο φυσικό τοπίο. Ήδη από τις αρχές της αποκαλούμενης περίκλειας περιόδου[13], όμως, οι αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις στη σκηνή διαμορφώνουν ένα διαφορετικό status στη σχέση θεατή και δράματος σε μια προσπάθεια πιθανώς ρεαλιστικότερης απεικόνισης των σκηνογραφικών χαρακτηριστικών ή εξυπηρέτησης των αυξανόμενων δραματουργικών απαιτήσεων[14]. Τούτη η προσπάθεια κορυφώθηκε στη ρωμαϊκή περίοδο και άλλαξε ριζικά την εσωτερική συνοχή και την εξωτερική μορφή του θεατρικού χώρου[15].

Αντιρεαλιστική στο σύνολό της η σκηνοθεσία και η ερμηνεία του αρχαίου δράματος περιοριζόταν σε σκηνογραφικές συμβάσεις[16]. Η ποιητική εκφορά του λόγου ή η μακρυγορία των αγγελιαφόρων σε αντίθεση με τους συνήθεις κατά το πλείστον διαλόγους της σύγχρονης θεατρικής παράστασης είναι μια αντιρεαλιστική τεχνική. Το ίδιο αντιρεαλιστική είναι η γυμνή σκηνή στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή, σε αντίθεση με το δωμάτιο του Άντον Τσέχωφ στον Βυσσινόκηπο. Ο «χειριδωτός» χιτώνας των αρχαίων υποκριτών και του χορού σε αντίθεση τα συνηθισμένα καθημερινά ρούχα των σύγχρονων ηθοποιών είναι μια άλλη αντιρεαλιστική πρακτική, όπως επίσης και τα προσωπεία των πρωταγωνιστών -υπολείμματα αρχαιότερων ανιμιστικών λατρειών[17] σε αντίθεση με τα φυσικά πρόσωπα της σύγχρονης ερμηνείας.

Σύγxρονη θεατρική σκηνή (ADIEU Ives Thuwis)

Το ηλιόφως των αρχαίων παραστάσεων σε αντιπαράθεση με τον επιμελημένο -ψευδαισθητικό εν γένει- φωτισμό της σκηνής είναι πιθανώς το μόνο εξ ανάγκης ρεαλιστικό στοιχείο της αρχαίας παράστασης. Στις τεχνικές διαφοροποιήσεις θα μπορούσαμε να περιλάβουμε και την εγγενή αδυναμία διαρκούς επανάληψης των θεατρικών παραστάσεων, οι οποίες εντάσσονταν στο ευρύτερο πλαίσιο των ετήσιων εορταστικών εκδηλώσεων προς τιμήν του Διονύσου[18]. Η διδασκαλία ενός συγκεκριμένου δράματος δεν ήταν επαναλαμβανόμενη εμπειρία[19]. Ήταν μοναδική παράσταση σε αντίθεση με τη δυνατότητα των συγχρόνων σκηνοθετών να ανεβάζουν τις παραγωγές τους για μακρό χρονικό διάστημα και να τις επαναλαμβάνουν σε διαφορετικές χειμερινές ή θερινές θεατρικές περιόδους.

Επισκόπηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σκηνογραφικός διάκοσμος από το Έμπορος της Βενετίας του Ουΐλιαμ Σαίξπηρ. Πράξη II, Σκηνή vii, από χαρακτικό

Η θεατρική διδασκαλία απ’ ό,τι φαίνεται δεν υπήρξε απλό ψυχαγωγικό δρώμενο, ή μάλλον ήταν ψυχαγωγικό με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Διαμόρφωνε συνειδήσεις και την ίδια στιγμή διαμορφωνόταν από τη συλλογική συνείδηση. Συνδυάζοντας την αρχέγονη παράδοση, τη θρησκεία, την κοινωνική και πολιτική κριτική με την εκπαίδευση, έγινε κόμβος, ένα σημαντικό σταυροδρόμι για τις συνιστώσες που παράγουν συνήθως πολιτισμική δράση, μια βιωματική εμπειρία στην οποία ο κοινωνικός προβληματισμός, η χαρά της συμμετοχής, η θρησκευτική ευλάβεια και ο γιορτασμός συνδυάζονταν με τρόπο μοναδικό. Από αυτή την άποψη θεωρούμενο ενσωμάτωσε τους κανόνες της πόλης και την ίδια στιγμή έγινε ένα μεγάλο λαϊκό δικαστήριο για την κρίση της κοινωνικής της διαχείρισης. Όλα αυτά τα στοιχεία λείπουν από το σύγχρονο θέατρο που μπορεί να ασκεί κοινωνική και πολιτική κριτική, να σατιρίζει θεσμούς και πρόσωπα ή να παράγει πολιτισμό μέσα στα όρια της αισθητικής απόλαυσης, αποκομμένο όμως από τον παλμό και τη μέθεξη της πάνδημης συμμετοχής και την τελετουργική δύναμη της αρχαιοελληνικής παράστασης.

Παραπομπές - σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Σε ελεύθερη απόδοση από το Brook, P., 1968, 2.
  2. Βλ. Liddell, H. G.- Scott R. 1940, A Greek-English Lexicon, Clarendon Press, Oxford: Λήμ. θέατρον: τόπος προς θέαν.
  3. Κυριολεκτικά της πράξης. Βλ. επίσης Λεξικό Σουΐδα, Θύραθεν, Θεσ/νίκη, 2002: Λήμ. δράμα.
  4. Για παράδειγμα διαφορετικής άποψης βλ. Ridgeway W. 1910, The Dramas and Dramatic Dances of Non-European Races, Cambridge University Press, Cambridge, 5-11. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι η τραγωδία είναι γέννημα λατρείας νεκρών ηρώων όπως ο Άδραστος, ο αρχαίος βασιλιάς της Σικυώνας. Δεδομένου ότι στη λατρεία του Διονύσου είναι έντονο το ηρωικό στοιχείο, η άποψή του θα ερμήνευε πιθανώς και την ανάμειξη της Σικυώνος στη γέννηση της τραγωδίας. Τούτη την άποψη φαίνεται πως έχει και ο Lesky. Περισσότερα βλ. Lesky Α. 1981, 332.
  5. Το μυθολογικό υλικό είναι αυταπόδεικτα εμφανές στο αττικό δράμα. Ωστόσο, έχει ιδιαίτερη σημασία ο τρόπος με τον οποίο ο κάθε ποιητής διαχειρίζεται το μυθολογικό υλικό, προβάλλοντας τα δικά του στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού.
  6. Ανδριανού Ε – Ξιφαρά Π. 2001, 23.
  7. Κυρίως από τον Πλάτωνα που ορίζει τον χορό ως ιδανική συμπεριφορά και αναπόσπαστο κομμάτι της παιδείας στην πολιτεία του. Για περισσότερα βλ. Lonsdale, 1993, 28-32.
  8. Περισσότερα για το όρχησις βλ. Wegner M. 1968, 40-44.
  9. Ευριπίδου, Τρωάδαι, 328, όπου η Κασσάνδρα αποκαλεί τον χορό όσιο. [...τύχαις: ο χορός όσιος....]
  10. Βλ. επίσης, Blume H.D., 1986, 70
  11. Liddell, H. G.- Scott R., ό.π Λήμ. αγών: συγκέντρωση, συνάθροιση.
  12. Βλ. επίσης, Blume H.D., ό.π, 36.
  13. Βλ. Blume H.D., ό.π, 65.
  14. Το θεατρικό κτήριο διαφοροποιείται αρκετά από το προγενέστερο των κλασικών χρόνων. Ο μετασχηματισμός του εκφράζει ουσιώδεις αλλαγές στη δραματική παράσταση, την απώλεια του τελετουργικό της χαρακτήρα χάριν του θεάματος και την αύξηση του ρόλου των υποκριτών εις βάρος του ρόλου του χορού.
  15. Blume H.D., ό.π, 71
  16. Περισσότερα για τον δεσμευτικό ρόλο της σκηνής και τις σκηνογραφικές συμβάσεις βλ. Seagull Ch. 1996, 458. Επίσης, Ανδριανού Ε – Ξιφαρά Π. 2001, 23
  17. Ειδικά το προσωπείο μπορεί να θεωρηθεί ως ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στη σύγχρονη και την αρχαία παράσταση
  18. Βλ. Blume, H.D. 1986, 29.
  19. Εκτός από την περίπτωση του Αισχύλου, ο οποίος συμμετείχε πιθανώς και ως πρωταγωνιστής σε έργο του που παίχθηκε στο θέατρο των Συρακουσών.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ανδριανού Ε – Ξιφαρά Π. 2001, Αρχαίο ελληνικό θέατρο: ο δραματικός λόγος από τον Αισχύλο ως τον Μένανδρο, ΕΑΠ, Πάτρα.
  • Blume, H.D. 1986, Εισαγωγή στο αρχαίο θέατρο, (μτφρ. Μ. Ιατρού), Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα.
  • Lesky Α., 1981, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας5, (μτφρ. Γ. Τσοπανάκη), Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη.
  • Vernant, J.P. (επιμ.) 1996, Ο έλληνας άνθρωπος4, (μτφρ. Χ. Τασιάκος), Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
  • Brook, P. 1968, The Empty Space, Pelican Books Ltd, Harmondsworth.
  • Lonsdale, St. Η. 1993, Dance and Ritual Play in Ancient Greek Religion, Johns Hopkins University Press, London.
  • Ridgeway W. 1910, The Dramas and Dramatic Dances of Non-European Races, Cambridge University Press, Cambridge.
  • Wegner M. 1968, Music und Tanz, Vandenhoeck and Ruprecht, Archaeologica Homerica 3 U, Gottingen.
  • Λεξικό Σουΐδα, Θύραθεν, 2002, Θεσ/νίκη.
  • Liddell H. G.- Scott R. 1940, A Greek-English Lexicon, Clarendon Press, Oxford.