Αρχαία Φανοτή (Ντόλιανη)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Κεντρική Πύλη της ακρόπολης Φανοτής (Ντόλιανη)

Η Αρχαία Φανοτή (Ντόλιανη) αποτελεί αρχαιολογικό χώρο στο Δήμο Παραποτάμου Θεσπρωτίας, 16 χλμ. δυτικά της Ηγουμενίτσας.

Αποτελεί έναν τειχισμένο με διπλό οχυρωματικό περίβολο οικισμό, ο οποίος υπήρξε κέντρο του αρχαίου θεσπρωτικού φύλου των Φανοτέων, που πιστεύεται ότι κατοικούσε στην περιοχή μεταξύ της Μουργκάνας και του μέσου ποταμού Καλαμά.

Η Αρχαία Φανοτή, τη γνωστή και από τη φιλολογική παράδοση (Πολύβιος, Λίβιος), διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια του τελευταίου Μακεδονικού πολέμου. Ο αρχαίος οικισμός, πάνω σε φυσικά οχυρό λόφο ύψους 85 μ. δίπλα ακριβώς από τον Καλαμά, ανάμεσα στα χωριά Αγ. Γεώργιος και Γεροπλάτανος, έχει έκταση 53 στρέμματα. Άλλες σημαντικές αρχαίες πόλεις στό Νομό Θεσπρωτίας ήταν και είναι σήμερα επισκέψιμες:

Ακόμη δε:

  • ΠΕΤΡΩΔΑ, σημερινό Παλαιοκκλήσι και
  • ΠΙΤΖΙΟΙ σημερινός ΑΕΤΟΣ (από Χρυσόβουλο του Δεσπότου Συμεών του Σερβου 9 εκδιδόμενον το 1361, ενδιαφέρον την χώραν των Ιωαννίνων εν μέρει).
Η Κεντρική Πύλη της ακρόπολης Φανοτής (Ντόλιανη)
Το κτίριο με τα τοξωτά ανοίγματα στην ακρόπολη Φανοτής (Ντόλιανη)
Ο Πύργος της ακρόπολης Φανοτής (Ντόλιανη)

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με βάση τα υπάρχοντα αρχαιολογικά δεδομένα, ο τειχισμένος οικισμός της Φανοτής ιδρύεται στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ., εποχή κατά την οποία συνοικίζονται και οι υπόλοιπες σημαντικές θεσπρωτικές πόλεις, όπως η Ελέα (Βέλιανη), η Γιτάνη και η Ελίνα (Δυμόκαστρο), και ακμάζει κατά την ελληνιστική περίοδο. Ο πληθυσμός του κατά τα ελληνιστικά χρόνια υπολογίζεται στους 1.600 κατοίκους. Σύμφωνα με τον Λατίνο ιστορικό Λίβιο, η Φανοτή είναι η πρώτη Ελληνική πόλη, που έπεσε στα χέρια των Ρωμαϊκών Λεγεώνων του Αιμίλιου Παύλου το 168 π.Χ. Στην αναφορά στη Φανοτή που γίνεται από το Ρωμαίο ιστορικό Λίβιο, "η πόλη απέκρουσε αποτελεσματικά την πολιορκία των ρωμαϊκών στρατευμάτων" το 170/169 π.Χ. Τo 167 π.Χ. παραδόθηκε στο ρωμαίο στρατηγό Λούκιο Ανίκιο Γάλλο. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, ακολούθησε εν μέρει τη μοίρα των υπόλοιπων ηπειρωτικών πόλεων. Τα τείχη υπέστησαν εκτεταμένες καταστροφές και η πόλη ερημώθηκε κατά το μεγαλύτερο τμήμα της χωρίς να εγκαταλειφθεί. Η κατοίκηση συνεχίστηκε εντός των ορίων του εσωτερικού οχυρωματικού περιβόλου, ο οποίος επισκευάστηκε επιμελώς, ενώ στο ψηλότερο σημείο του οικισμού κατασκευάστηκε τετράγωνος πύργος.

Κατά την αυτοκρατορική περίοδο, με την ίδρυση της ρωμαϊκής αποικίας της Φωτικής, η Φανοτή αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους οικισμούς που εξαρτώνταν διοικητικά (ως vici) από την αποικία, καθώς βρισκόταν μέσα στα όρια της επικράτειάς της (territorium). Να σημειωθεί ότι ο οικισμός ήταν χτισμένος σε μια, από κάθε άποψη, προνομιακή θέση, καθώς δέσποζε στον εύφορο κάμπο που περικλείεται μέσα στην καμπύλη του ποταμού Καλαμά και επιπλέον έλεγχε τον διεθνή ρωμαϊκό δρόμο Απολλωνίας - Βουθρωτού - Φωτικής - Νικόπολης.[2]

Κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο, επάνω στο δυτικό πύργο της πύλης του εξωτερικού περιβόλου κατασκευάζεται χριστιανικός ναός. Πέραν του ναού θα πρέπει να υπήρχε και οικισμός στην περιοχή, όπως προκύπτει από την ύπαρξη εκτεταμένου νεκροταφείου, τμήματα του οποίου εντοπίζονται τόσο σε γειτνίαση με το χριστιανικό ναό, όσο και στις πλαγιές του απέναντι λόφου, στην ίδια θέση με το νεκροταφείο της αρχαίας πόλης.

Κατοίκηση της ακρόπολης διαπιστώνεται εκ νέου κατά την οθωμανική περίοδο και συνεχίζεται έως τα νεότερα χρόνια, οπότε έχουμε την οριστική εγκατάλειψη του οικισμού. Το 1995, με αφορμή τη διαπίστωση λαθρανασκαφής, διενεργήθηκε μικρής έκτασης ανασκαφή στο βορειοανατολικό τμήμα της ακρόπολης, κατά την οποία ερευνήθηκε μερικώς το κτήριο 3, πιθανόν μεγάλη οικία των ελληνιστικών χρόνων, που επαναχρησιμοποιήθηκε κατά τη ρωμαϊκή, αλλά και τη μεταβυζαντινή εποχή. Τα κινητά ευρήματα από την έρευνα του εν λόγω κτηρίου καλύπτουν ένα ευρύτατο χρονολογικό φάσμα από την εποχή του Κοινού των Ηπειρωτών (233 - 167 π.Χ.) έως την οθωμανική περίοδο.[3].

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γεωγραφική θέση της Αρχαίας Φανοτής είναι άριστη. Από την μια μεριά σε κλίμακες απλώνεται η αρχαία πόλη και τα μεταγενέστερα κτίρια, ενώ πίσω από την κορυφή, όπου δεσπόζει ο πύργος της ακρόπολης, απλώνεται το φαράγγι του Καλαμά ποταμού. Ο οικισμός της Ντόλιανης αναπτύσσεται επάνω σε λόφο, τον οποίο περιτρέχει ο ποταμός Καλαμάς από τα δυτικά και εν μέρει τα νότια.

Η θέση είναι φυσικά οχυρωμένη, καθώς κυρίως από τη δυτική, αλλά και τη νότια πλευρά, οι πλαγιές είναι βραχώδεις, εξαιρετικά απόκρημνες και μη προσπελάσιμες. Για την προστασία των βατών πλευρών στο βόρειο και ανατολικό τμήμα του λόφου κατασκευάστηκε διπλός οχυρωματικός περίβολος, σύγχρονος με την ίδρυση της πόλης. Με τείχος ενισχύθηκαν και τα βατά σημεία στο νοτιοδυτικό τμήμα της ακρόπολης.

Η οχύρωση αποτελείται από δύο επάλληλους περιβόλους. Ο εσωτερικός οχυρωματικός περίβολος δέχτηκε πολλές επισκευές με αποτέλεσμα να διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Τον υπόλοιπο οικισμό, που απλωνόταν στις ομαλές πλαγιές του λόφου, περιέκλειε ένας δεύτερος περίβολος, από τον οποίο έχουν εντοπιστεί προς το παρόν ελάχιστα ίχνη. Η κατασκευή του διπλού οχυρωματικού περιβόλου ενισχύεται με πύργους και θλάσεις όψεων. Τόσο ο εσωτερικός, όσο και ο εξωτερικός περίβολος είναι κατασκευασμένοι κατά το ψευδοϊσοδομικό σύστημα τειχοποιίας και το πλάτος τους κυμαίνεται μεταξύ 3,50 και 4,50 μ. Για την κατασκευή τους έχει γίνει χρήση τοπικού ασβεστόλιθου. Είναι τοποθετημένοι με τρόπο, ώστε να διαμορφώνουν δύο μέτωπα, το κενό μεταξύ των οποίων φέρει γέμισμα από μικρότερου μεγέθους αργούς λίθους. Η οχύρωση διέθετε μία μνημειακή πύλη στον εξωτερικό περίβολο, η οποία σε κάποια φάση της ήταν τοξωτή, και τουλάχιστον τέσσερις στον εσωτερικό, ενώ υπάρχει η πιθανότητα ύπαρξης και μίας πέμπτης πύλης. Στο εσωτερικό της ακρόπολης, εξαιτίας της διαχρονικής κατοίκησης, οι νεότερες επιχώσεις έχουν καλύψει εντελώς τα αρχαιότερα κτήρια, από τα οποία έχει αποκαλυφτεί μερικώς, ύστερα από περιορισμένης έκτασης ανασκαφική έρευνα, μόνο ένα μεγάλο ορθογώνιο κτίσμα (Νο3), πιθανότατα μία ελληνιστική οικία, στο βορειοανατολικό τμήμα της ακρόπολης, δίπλα στην οχύρωση. Στα βορειοδυτικά, στο ψηλότερο σημείο της ακρόπολης, δεσπόζει τετράγωνος πύργος, ο οποίος -βάσει της τοιχοποιίας του- έχει χρονολογηθεί από το Σ. Δάκαρη στους ρωμαϊκούς χρόνους. Σε όλη την έκταση της ακρόπολης είναι σήμερα ορατά νεότερα κτήρια υπό μορφή χαλασμάτων κάτω από λιθοσωρούς καταπεσμένου οικοδομικού υλικού. Πρόκειται, ως επί το πλείστον, για κατοικίες αγροτοκτηνοτροφικού χαρακτήρα. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει αποσπασματικά σωζόμενο κτίσμα με τοξωτά ανοίγματα και ιδιαίτερα επιμελημένη τοιχοποιία (κτήριο 15), που κατασκευάστηκε κατά τους μεταβυζαντινούς χρόνους επάνω στο νοτιοανατολικό πύργο του εσωτερικού οχυρωματικού περιβόλου. Τα νεότερα κτήρια συνδέονται μεταξύ τους με περιβόλους από ξερολιθιά και επικοινωνούν μέσω μονοπατιών.

Ανασκαφικές έρευνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 2000, στα πλαίσια της διάνοιξης δρόμου από το συνοικισμό του Γεροπλατάνου έως τη νέα γέφυρα του Καλαμά, στις υπώρειες του λόφου βορειοανατολικά του οικισμού, όπου από το Σ. Δάκαρη τοποθετείται το νεκροταφείο του, εντοπίστηκαν και ερευνήθηκαν συνολικά έντεκα κιβωτιόσχημοι τάφοι της βυζαντινής περιόδου με ελάχιστα κτερίσματα, κυρίως χάλκινα και αργυρά κοσμήματα. Το 2001 εντοπίστηκε και ανασκάφηκε ελληνιστικός κιβωτιόσχημος τάφος, μερικές δεκάδες μέτρα βόρεια των τάφων της βυζαντινής περιόδου. Παρά την πολύ κακή κατάσταση διατήρησής του, στο εσωτερικό του εντοπίστηκε ομάδα κτερισμάτων, μεταξύ των οποίων πήλινα λυχνάρια, μυροδοχεία και σιδερένιο δαχτυλίδι.[3]

Το Σεπτέμβριο του 2002 ξεκίνησαν οι εργασίες για την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου της Ντόλιανης στα πλαίσια του Γ΄ Κ.Π.Σ. - Π.Ε.Π. Ηπείρου. Το Μάρτιο του 2003 ολοκληρώθηκε η εκπόνηση της οριστικής μελέτης ανάδειξης του χώρου. Στο έργο περιλαμβάνονται κατασκευή περίφραξης, δημιουργία χώρου στάθμευσης και φυλακίου-κτηρίου εξυπηρέτησης των επισκεπτών, εγκατάσταση δικτύων ηλεκτροδότησης, ύδρευσης και πυρασφάλειας, αποψιλώσεις, αποχωματώσεις, τακτοποίηση του διάσπαρτου οικοδομικού υλικού, δημιουργία μονοπατιού περιήγησης με ενημερωτικές πινακίδες και χώρων θέασης για τους επισκέπτες και έκδοση ενημερωτικού φυλλαδίου - οδηγού.[3]

Ο οχυρωμένος οικισμός της Ντόλιανης αποτελεί έναν από τους πλέον ενδιαφέροντες αρχαίους οικισμούς της Θεσπρωτίας. Δεσπόζει επιβλητικά σε ύψωμα δίπλα στον ποταμό Καλαμά και αποτελεί μοναδικό παράδειγμα διαχρονικού οικισμού στη Θεσπρωτία, καθώς διασώζει αρχαιολογικά κατάλοιπα από την πρώιμη αρχαιότητα έως τη μεταβυζαντινή περίοδο. Επί χρόνια η αδυναμία πραγματοποίησης έστω και των πλέον στοιχειωδών έργων υποδομής και συντήρησης, εξαιτίας μη επαρκών χρηματοδοτήσεων, κρατούσε τον αρχαιολογικό χώρο έως πρόσφατα άγνωστο, πνιγμένο από την πυκνή βλάστηση, απροσπέλαστο σε κοινό και ερευνητές, ουσιαστικά ένα χώρο με "λίθους, πλίνθους και κεράμους, ατάκτως ερριμένους".

Με κέντρο και αφετηρία το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας, οδήγησε στη δημιουργία ενός δικτύου επισκέψιμων αρχαιολογικών χώρων και μνημείων συμβάλλοντας στην αναβάθμιση των πολιτιστικών υποδομών της Θεσπρωτίας. Οι εργασίες ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου της Ντόλιανης πραγματοποιήθηκαν από το Σεπτέμβριο του 2002 έως το Δεκέμβριο του 2008 και υλοποιήθηκαν σε δύο φάσεις. Η Α΄ Φάση των εργασιών (2002 - 2007 ) αποτέλεσε ξεχωριστό υποέργο στα πλαίσια του ευρύτερου έργου "Ανάδειξη - Ανάπλαση αρχαιολογικών χώρων Ελέας και Ντόλιανης Θεσπρωτίας", ενώ οι εργασίες της Β΄ Φάσης (2006 - 2008 ) πραγματοποιήθηκαν ως αυτόνομο έργο με τον τίτλο "Ανάδειξη αρχαιολογικού χώρου Ντόλιανης Θεσπρωτίας - Β΄ Φάση: Αποκατάσταση - ανάδειξη βόρειας κύριας πύλης και κτιρίου 11, στερεωτικές εργασίες σε τείχη και πύργο ακρόπολης, τοποθέτηση λυόμενης θεατρικής κατασκευής".

Με την ολοκλήρωση των έργων αυτών, ο αρχαιολογικός χώρος, έχοντας εξασφαλίσει την αναγνωσιμότητα των κυριοτέρων μνημείων του και διαθέτοντας όλες τις αναγκαίες υποδομές, παραδίδεται πλέον επισκέψιμος στους πολίτες. [4]

Διοικητικές Πληροφορίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανήκει στην ΛΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.

Πρόσβαση στον Αρχαιολογικό Χώρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αρχαιολογικός χώρος δεν είναι επισκέψιμος λόγω εργασιών (έτος 2012). Ο χώρος είναι προσβάσιμος οδικώς, μέσω του ασφαλτοστρωμένου επαρχιακού δρόμου που οδηγεί από την Ε.Ο. Ηγουμενίτσας - Ιωαννίνων προς το Δ.Δ. Γεροπλατάνου του Δήμου Παραποτάμου. Η απόσταση του χώρου από την Ε.Ο. είναι περίπου 3 χλμ.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Hammond Ν.G.L., Epirus: the geography, the ancient remains, the history and the topography of Epirus and the adjacent areas, Οξφόρδη 1967, 78-79
  • Η΄Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Μελέτη ανάδειξης αρχαιολογικού χώρου Ντόλιανης, Ηγουμενίτσα 2003

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Εκδοτική Αθηνών: Ηπειρος, έκδοση 2009
  2. Δ. Κ. Σαμσάρης, Η ρωμαϊκή αποικία της Φωτικής στη Θεσπρωτία της Ηπείρου (Ιστορικογεωγραφική και επιγραφική συμβολή), Γιάννινα 1994, σ. 83-84
  3. 3,0 3,1 3,2 Γεώργιος Ρήγινος, αρχαιολόγος και Βασιλική Λάμπρου, αρχαιολόγος: «Αρχαία Φανοτή (Ντόλιανη), ιστοσελίδα της ΛΒ Εφορείας Αρχαιοτήτων
  4. Αικατερίνη Κάντα – Κίτσου, Διευθύντρια της ΛΒ΄ Ε.Π.Κ.Α.Η Αρχαία Φανωτή και τα τελευταία έργα ανάδειξής της, 2008