Αρχή προστασίας ανταγωνισμού

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Αρχή Προστασίας Ανταγωνισμού ή απλά Αρχή/Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι σε πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες μια ανεξάρτητη αρχή που φροντίζει για την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού. Η πρώτη στην ιστορία είναι η αμερικανική Federal Trade Commission δημιουργήθηκε το 1914 σαν απάντηση στην αυξανόμενη δύναμη μονοπωλίων και καρτέλ στις ΗΠΑ.

Αρμοδιότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αρχές ανταγωνισμού εφαρμόζουν το Δίκαιο κατά των περιορισμών του Ανταγωνισμού και μεριμνούν για την εφαρμογή της εκάστοτε Πολιτικής του Ανταγωνισμού. Τα κύρια μέσα που έχουν στη διάθεσή τους είναι η δυνατότητα να απαγορεύουν συμφωνίες, συμπεριφορές και πρακτικές και η επιβολή προστίμων στις επιχειρήσεις που παραβιάζουν το νόμο. Επίσης έχουν την αρμοδιότητα να εγκρίνουν ή να απαγορεύουν συγχωνεύσεις μεταξύ επιχειρήσεων.

Σε αγορές με ιδιαιτερότητες (τεχνική φύση, ιδιαίτερη σημασία για τη χώρα) υπάρχουν συνήθως ειδικές ρυθμιστικές αρχές, π.χ. για τις τηλεπικοινωνίες.

Τα καθήκοντα των αρχών ανταγωνισμού δεν πρέπει να συγχέονται με τα καθήκοντα της Αγορανομίας. Η τελευταία δεν ασχολείται με θέματα ανταγωνισμού, παρά μόνο με ζητήματα εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς (έλεγχος μέτρων και σταθμών, ποιότητα προϊόντων κλπ.).

Τρόπος λειτουργίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επεμβαίνουν σε περιπτώσεις παραβίασης της νομοθεσίας είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από καταγγελία. Επειδή η συλλογή αποδείξεων για τις κατηγορίες κατά των επιχειρήσεων γίνεται όλο και πιο δύσκολη, καθώς οι τελευταίες φροντίζουν να μην αφήνουν έγγραφα που να αποδεικνύουν τις απαγορευμένες συμφωνίες μεταξύ τους (π.χ. καθορισμό τιμών, σχηματισμό καρτέλ), οι ρυθμιστικές αρχές εξοπλίζονται ανά τον κόσμο με διαρκώς ισχυρότερες ανακριτικές εξουσίες. Επίσης εφαρμόζουν συχνά προγράμματα επιείκειας (leniency programme) για όποιο μέλος μιας απαγορευμένης συμφωνίας ή σύμπραξης καταγγείλει τα υπόλοιπα μέλη. Ιδιαίτερα δύσκολος είναι ο ρόλος τους κατά τον έλεγχο των συγχωνεύσεων. Πρέπει κατά το νόμο να προβλέψουν αν μια προγραμματισμένη συγχώνευση μεταξύ δύο επιχειρήσεων θα δημιουργήσει μονοπώλιο και θα περιορίσει τον ανταγωνισμό στην αγορά στο μέλλον και ανάλογα να την επιτρέψουν ή να την απαγορεύσουν. Η δυσκολία έγκειται στο στοιχείο της πρόβλεψης, αφού πολλές φορές η πρόγνωση για την εξέλιξη στην αγορά και στον ανταγωνισμό μόνο με ασθενείς υποθέσεις μπορεί να γίνει, γιατί οι εξελίξεις στην αγορά είναι απρόβλεπτες.

Παραδείγματα Αρχών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις ΗΠΑ το ρόλο της Επιτροπής Ανταγωνισμού έχουν η FTC και το Υπουργείο Δικαιοσύνης (Department of Justice, DoJ). Από αυτές μόνο η FTC έχει την αρμοδιότητα να επιβάλλει πρόστιμα και να ελέγχει συγχωνεύσεις. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης μπορεί να στραφεί μόνο δικαστικά ως απλός διάδικος εναντίον επιχειρήσεων που παραβιάζουν τη νομοθεσία περί ανταγωνισμού. Για τις τηλεπικοινωνίες ρυθμιστική αρχή είναι η Federal Communications Commission.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση το ρόλο αυτόν ασκεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) μέσω της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού (Directorate General for Competition, DG Competition).

Στη Γερμανία γενική αρχή ανταγωνισμού είναι το Bundeskartellamt, συνεπικουρούμενο από την Monopolkommission, η οποία έχει γνωμοδοτικές αρμοδιότητες. Ειδική ρυθμμιστική αρχή για τις τηλεπικοινωνίες είναι η Regulierungsbehörde für Telekommunikation und Post.

Στη Μεγάλη Βρετανία γενική αρχή ανταγωνισμού είναι το Office for Fair Trading συνεπικουρούμενο από την Competition Commission, η οποία έχει γνωμοδοτικές αρμοδιότητες.

Στην Ελλάδα γενική αρχή ανταγωνισμού είναι η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Ειδική ρυθμιστική αρχή για τις αγορές των τηλεπικοινωνιών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών είναι η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]