Αρμίδι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στην ελληνική κοινή ναυτική γλώσσα αρμίδι (επίσημα: ορμίδιον) ή βιλάι[1] ονομάζεται το λεπτό ιδίως σχοινί (το πεισμάτιον) που χρησιμοποιείται από τους ναυτικούς δια της έλξης του στην άρση ή καθαίρεση βαρέων αντικειμένων ή προσδένοντάς το στην άκρη των κάβων για τον ευκολότερο χειρισμό τους στη πρόσδεση των πλοίων.

Αρμίδι επίσης ή ορμιά λέγεται η πετονιά δηλαδή το λεπτό και ισχυρό νήμα στην άκρη του οποίου έχει προσδεθεί αγκίστρι που αποτελεί αλιευτικό εργαλείο, για αλιεία από βράχο ή λέμβο.

Τέλος αρμίδι ή ορμίδιο ονομάζεται και το βλήμα που εκτοξεύεται από την ορμιδοβόλο συσκευή διάσωσης.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Το βιλάι είναι αγγλικό και προέρχεται από το heaving line. Παλιότερα, όταν οι Έλληνες ναυτικοί κατέπλεαν σε αγγλικό λιμάνι άκουγαν τους Άγγλους καβοδέτες να τους ζητάνε το αρμίδι, το heaving line . Οι Έλληνες που δεν γνώριζαν αγγλικά το άκουγαν χηβιλάι και αργότερα το απλοποίησαν περισσότερο σε βιλάι.