Αρμάδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η λέξη Αρμάδα είναι συνώνυμη του στόλου που συγκροτείται όμως από μεγάλο αριθμό πολεμικών πλοίων. Η λέξη προέρχεται από την ενετική και ισπανική "armada", η οποία στην αρχή σήμαινε μεγάλη στρατιωτική δύναμη και αργότερα περιορίστηκε κατ' έννοια στη ναυτική δύναμη, στον "νηΐτη στρατό" των αρχαίων Ελλήνων ή στο "αρμέ ναβάλ" των Γάλλων.

Επειδή όμως άρχισαν να αναπτύσσονται παρόμοιοι στόλοι και από κράτη με χαμηλή ναυτική εμπειρία και χωρίς οργάνωση, ο όρος "αρμάδα" άρχισε να χρησιμοποιείται ως ειρωνικό προσωνύμιο των στόλων αυτών των κρατών.

Κατά τον Μεσαίωνα όμως, αλλά και πολύ αργότερα, περί τα τέλη του 17ου αιώνα ο όρος έχασε τον κοινό ουσιαστικό χαρακτήρα του και άρχισε να χρησιμοποιείται ως κύριο όνομα συνοδευόμενο από επίθετο, π.χ. "ρωσική αρμάδα", "τουρκική αρμάδα" κ.λπ. Χαρακτηριστική υπήρξε στη παγκόσμια ναυτική ιστορία η λεγόμενη Αήττητη αρμάδα, γνωστότερη στην ιστορία της Ευρώπης ως "Λα αρμάντα Ινβεσίμπλ".

Κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και ειδικότερα στην αρχή του Αγώνα, "Αρμάδα" ή "Μεγάλη Αρμάδα" αποκαλούσαν οι Έλληνες ναυμάχοι τον τουρκικό (οθωμανικό) στόλο. Αργότερα όμως μετά τις πρώτες επιτυχίες που είχαν με τα πυρπολικά αλλά και βλέποντας την απειρία των τούρκων ναυτών αυτού του στόλου που τον αποτελούσαν κυρίως αζάπηδες, η ονομασία "μεγάλη αρμάδα" άρχισε ν΄ αποδίδεται ως ειρωνικό προσωνύμιο του οθωμανικού στόλου.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη" τομ.Ε΄, σελ.563