Ανάλυση κόστους ταξιδιού

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Ανάλυση κόστους ταξιδιού (αγγ. Travel Cost Method – TCM) είναι οικονομική τεχνική που χρησιμοποιείται προκειμένου να εκτιμήσει την οικονομική αξία περιβαλλοντικών αγαθών. Η ανάλυση κόστους ταξιδιού και άλλες οικονομικές τεχνικές αναπτύχθηκαν προκειμένου να αντιμετωπίσουν την αποτυχία της αγοράς να αποδώσει το σύνολο της αξίας των περιβαλλοντικών αγαθών. Κατατάσσεται στην κατηγορία μεθόδων αποκαλυπτόμενης προτίμησης.

Η μέθοδος χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον για την αποτίμηση περιβαλλοντικών πόρων που χρησιμοποιούνται για αναψυχή[1][2][3][4].

Κατά τους King & Mazzota (2000), με τη χρήση της μεθόδου μπορεί να εκτιμηθεί η αξία από:

  • την απώλεια του πόρου αναψυχής
  • τη δημιουργία ενός νέου πόρου αναψυχής
  • την αλλαγή στο κόστος μετάβασης ή στην περιβαλλοντική ποιότητα ενός υφιστάμενου πόρου αναψυχής.

Μεθοδολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βασική παραδοχή είναι ότι οι δαπάνες σε χρόνο και χρήμα που πραγματοποιούνται από τον πληθυσμό προκειμένου να μεταβεί στην περιοχή, αντιπροσωπεύουν, αυτόνομα ή συμπληρωματικά με την τιμή εισόδου εφόσον υπάρχει, την “τιμή αγοράς” της υπηρεσίας αναψυχής[5][3]. Έτσι, θεωρείται ότι εκτιμώντας τη δυνητική επισκεψιμότητα ενός περιβαλλοντικού αγαθού σε διαφορετικά επίπεδα δαπανών, μπορεί να αποκαλυφθεί η μέγιστη επιθυμία πληρωμής για το αγαθό[1][2]. Η μέθοδος υποθέτει ότι η ζήτηση για το περιβαλλοντικό αγαθό ανταποκρίνεται με τον ίδιο τρόπο στις αλλαγές του μεταφορικού κόστους και στις αλλαγές στην τιμή εισόδου. Τα απαιτούμενα δεδομένα συλλέγονται με συνεντεύξεις επί τόπου ή μέσω ταχυδρομείου[4][5].

Οι King & Mazzota (2000) ωστόσο αναφέρουν τρεις παραλλαγές της μεθόδου:

  1. με διαχωρισμό της απόστασης σε ζώνες, οπότε χρησιμοποιούνται κυρίως δευτερογενή δεδομένα, και ελάχιστα ερωτηματολόγια,
  2. με χρήση ερωτηματολογίου στους επισκέπτες της περιοχής,
  3. με μικτή χρήση ερωτηματολογίων και άλλων δεδομένων και πιο σύνθετες στατιστικές τεχνικές.

Με τη χρήση της πρώτης παραλλαγής το κόστος της έρευνας περιορίζεται στο ελάχιστο και η διαδικασία απλοποιείται σημαντικά. Αναπόφευκτα, η απλοποίηση οδηγεί σε απώλεια πληροφορίας, οπότε η περιοχή εκτιμάται ως ενιαίο σύνολο, και η μεταβολή της αξίας της εξαιτίας ποιοτικών αλλαγών δεν μπορεί να ελεγχθεί εύκολα.

Από κάθε ζώνη προσδιορίζεται ο αριθμός των επισκέψεων για ορισμένο χρονικό διάστημα (π.χ., το προηγούμενο έτος) και το κόστος ταξιδιού. Το κόστος αντιστοιχεί στο χρηματικό κόστος ταξιδιού (π.χ. καύσιμα ή εισιτήρια, διόδια, στάθμευση κ.α) συν το κόστος σε χρόνο, υπολογιζόμενο στην απλούστερη εκδοχή ως οι ώρες ταξιδιού επί το μέσο ωριαίο μισθό[1]. Βάσει αυτών των προσδιορισμών κατασκευάζεται με ανάλυση παλινδρόμησης η καμπύλη ζήτησης του περιβαλλοντικού αγαθού, «η οποία έχει αρνητική κλίση, δεδομένου ότι, η αύξηση της απόστασης από τον χώρο αναψυχής προκαλεί, εξαιτίας του αυξανόμενου κόστους, τη μείωση των επισκέψεων»[6]. Η ψυχαγωγική αξία του χώρου ισούται με το πλεόνασμα καταναλωτή (την περιοχή κάτω από την καμπύλη ζήτησης και πάνω από τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες).

Με τη δεύτερη παραλλαγή, συλλέγονται μέσω ερωτηματολογίων περισσότερο ακριβή δεδομένα για τις επισκέψεις. Έτσι, πέρα από την ενισχυμένη ακρίβεια του μοντέλου ως προς τη διάρκεια και το κόστος της επίσκεψης, μπορεί να ενσωματωθούν και ερωτήσεις που αφορούν εναλλακτικές τοποθεσίες και την περιβαλλοντική ποιότητα του τόπου, οπότε και καθίσταται ευκολότερο να αποτιμηθούν οι οικονομικές συνέπειες από ποιοτικές αλλαγές (κατασκευάζονται δύο καμπύλες ζήτησης)[1].

Στη τρίτη παραλλαγή της μεθόδου, (αγγ. random utility approach) επιδιώκεται η μέγιστη ακρίβεια αποτίμησης των ποιοτικών μεταβολών στον τόπο αναψυχής, και η αντιμετώπιση του προβλήματος των πολλαπλών προορισμών[4][7][3]. Για το σκοπό αυτό, ζητείται από τους ερωτώμενους να επιλέξουν ανάμεσα σε διαφορετικές περιοχές, ποιότητες και κόστη, διατυπώνοντας ερωτήσεις τόσο σχετικά με τα ταξίδια που πραγματοποίησαν στον τόπο αναψυχής, όπως και στην δεύτερη παραλλαγή, όσο και για τις δραστηριότητες τους εκεί[1]. Με την εκτεταμένη χρήση των ερωτηματολογίων, είναι δυνατόν να συνεκτιμηθεί το κόστος ευκαιρίας που προκύπτει βάσει του χρόνου παραμονής, αν και η συμπερίληψη του συγκεκριμένου κόστους συνιστά αμφιλεγόμενη πρακτική.

Η Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας των ΗΠΑ (EPA 2010) κατηγοριοποιεί τις παραλλαγές της μεθόδου σε αυτές που εξετάζουν έναν προορισμό (αγγ. singe-site models) και σε αυτές που εξετάζουν τις επιλογές των ατόμων απέναντι σε μια ομάδα διαθέσιμων προορισμών (αγγ. multi-site models). Στη δεύτερη κατηγορία, εκτός από την προσέγγιση random utility (RUA), εντάσσει και την τεχνική Kuhn-Tucker (KT), η οποία αναπτύχθηκε επειδή η RUA δεν προέβλεπε την καταγραφή ταξιδιών σε μια ομάδα προορισμών κατά τη διάρκεια μακρύτερης χρονικής περιόδου, καθώς και για να εισαγάγει τη μηδενική επιλογή[7][3]. Η προσέγγιση ΚΤ είναι έτσι περισσότερο συμβατή με την Λανκαστεριανή παραδοχή μεγιστοποίησης της ωφέλειας μέσω αγοράς δέσμης ιδιοτήτων των αγαθών, και όχι προϊόντων.

Κρίσιμοι παράγοντες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κρίσιμοι και αμφιλεγόμενοι παράγοντες για τη διεξαγωγή της αποτίμησης αποτελούν ο χειρισμός των ταξιδιών που έχουν πολλαπλούς προορισμούς[1][5][4][3] ή που υπερβαίνουν τη μια ημέρα [3], η συμφωνία για το βαθμό στον οποίο ο χρόνος ταξιδιού αλλά και ο χρόνος παραμονής αποτελεί μέρος του κόστους ή μέρος της κατανάλωσης και ο τρόπος υπολογισμού του κόστος αυτού.[8][1][4][3]. Επιπρόσθετα, η EPA (2010) εμφαίνει στη σημαντικότητα της σαφήνειας του καθορισμού του προορισμού αποτίμησης.

Ένας επιπλέον κρίσιμος παράγοντας σχετίζεται με την ύπαρξη εναλλακτικών τοποθεσιών. Εφόσον υπάρχουν, η επιλογή ενός συγκεκριμένου τόπου αναψυχής που βρίσκεται σε μια απόσταση x από τον ερωτώμενο, υπονοεί την ύπαρξη σημαντικότερης αξίας συγκριτικά με την περίπτωση όπου τόπος αναψυχής βρίσκεται στην ίδια απόσταση, αλλά απουσιάζουν οι εναλλακτικές επιλογές. Ωστόσο, η μέθοδος TCM, εφόσον υπολογίζει μόνο το μεταφορικό κόστος, θα αποδώσει την ίδια αξία και στις δύο περιπτώσεις[1][5].

Κατά τους King & Mazzota (2000), πλεονεκτήματα της μεθόδου συνιστούν η απλότητα και το χαμηλό κόστος εφαρμογής της. Επίσης τα δεδομένα συλλέγονται εύκολα από τους επί τόπου χρήστες. Τέλος, ανήκει στην κατηγορία των μεθόδων που χρησιμοποιούν παραδοσιακές, για την οικονομική επιστήμη, προσεγγίσεις κόστους / οφέλους και πραγματικά δεδομένα ταξιδιών αντί για λεκτικές απαντήσεις σε υποθετικά σενάρια, και συνεπώς γίνεται ευκολότερα αποδεκτή από τους λήπτες αποφάσεων.

Μειονεκτήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μέθοδος, πέρα από το ζήτημα της ισχύος των αρχικών της παραδοχών, δεν υπολογίζει τις τυχόν αξίες μη χρήσης[1][2][3]. Γενικά, περιορίζεται στην αποτίμηση της αξίας αναψυχής η οποία δεν ταυτίζεται, και δύσκολα μπορεί να συσχετισθεί με την περιβαλλοντική αξία ενώ ήδη αναφέρθηκε η αδυναμία της στην εκτίμηση της αξίας από αναμενόμενες μελλοντικές ποιοτικές μεταβολές[1][4]), γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα εφαρμογής τής μεθόδου μόνο ex post[5].

Ακόμη, έρχεται έμμεσα σε σύγκρουση με την μέθοδο Ωφελιμιστικής Αποτίμησης, με την έννοια ότι αν η κατοικία ενσωματώνει την αξία του γειτνιάζοντος περιβαλλοντικού πόρου, ορισμένα άτομα έχουν επιλέξει να πληρώσουν για την αξία αυτή με το να κατοικήσουν σε μηδενική απόσταση, παρά ταξιδεύοντας. Ωστόσο, η πληρωμή αυτή δεν καταμετράται από τη TCM[1]. Αντίστοιχης φύσης δυσκολίες προκύπτουν από τους επισκέπτες με μηδενικό κόστος ταξιδιού (συνταξιδιώτες, πεζοί, κ.λπ.) [5]. Ανάλογα, όταν πρόκειται να μετρηθούν τόποι κοντά σε πυκνοκατοικημένες περιοχές δεν υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση στο κόστος ταξιδιού ανά ζώνη ώστε να κατασκευαστεί η καμπύλη ζήτησης[1].

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 King, D., Mazzota, M., (2000) Ecosystem Valuation. [online]. Διαθέσιμο στο: ecosystemvaluation.org (Ανακτήθηκε: 04 Ιανουαρίου 2012).
  2. 2,0 2,1 2,2 Hussen, A. M. (2000). Principles of Environmental Economics: Economics, Ecology and Public Policy, London: Routledge.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 3,7 (U.S.) Environmental Protection Agency (EPA) (2010) Guidelines for preparing economic analysis. [οnline]. Διαθέσιμο στο: Guidelines for Preparing Economic Analyses Αρχειοθετήθηκε 2012-05-06 στο Wayback Machine. (Ανακτήθηκε: 2 Ιανουαρίου 2012).
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 MacMillan, D., (2001) Valuation of Air Pollution Effects on Ecosystems: A Scoping Study, University of Aberdeen Report
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 Καλιαμπάκος, Δ., Δαμίγος, Δ. (2004) Περιβαλλοντική Οικονομία. ΕΜΠ [online]. Διαθέσιμο στο: Περιβάλλον & Ανάπτυξη: Διατμηματικό Μάθημα 8ου Εξαμήνου Αρχειοθετήθηκε 2011-11-14 στο Wayback Machine. (ανακτήθηκε 19 Σεπ. 2011)
  6. Καλιαμπάκος, Δ., Δαμίγος, Δ. (2004) Περιβαλλοντική Οικονομία. ΕΜΠ [online]. Διαθέσιμο στο: Περιβάλλον & Ανάπτυξη: Διατμηματικό Μάθημα 8ου Εξαμήνου Αρχειοθετήθηκε 2011-11-14 στο Wayback Machine. (ανακτήθηκε 19 Σεπ. 2011) σελ. 42
  7. 7,0 7,1 Phaneuf, D.J. and C. Siderelis (2003) An Application of the Kuhn-Tucker Model to the Demand for Water Trail Trips in North Carolina, Marine Resource Economics, 18(1):1–14.
  8. Turner, R.K., Pearce D., and Bateman I. (1994) Environmental Economics: an elementary introduction. Harvester Wheatsheaf, Hertfordshire, UK 116-120. στο Καλιαμπάκος και Δαμίγος, 2008