Αματέρ-Ζερόμ Λε Μπρα ντε Φορζ ντε Μπουαζαρντί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αματέρ-Ζερόμ Λε Μπρα ντε Φορζ ντε Μπουαζαρντί
Ψευδώνυμοle Sorcier
Ημερομηνία Γέννησης13 Οκτωβρίου 1762
Τόπος ΓέννησηςΜπρεαίν
Ημερομηνία Θανάτου18 Ιουνίου 1795 (32 ετών)
Τόπος Θανάτουκοντά στο Μονκοντούρ
ΚαταγωγήΒρετονική, Γαλλική
Προσχώρηση Βασίλειο της Γαλλίας
Βασίλειο της Γαλλίας
Βρετονική Ένωση
Σουάνοι
ΒαθμόςΣυνταγματάρχης Πεζικού
Διάρκεια Θητείας1780-1795
Ένοπλη ΣύρραξηΕξέγερση των Σουάνων
ΔιακρίσειςΙππότης του Βασιλικού και Στρατιωτικού Τάγματος του Αγίου-Λουδοβίκου
Οικογένεια Μπουαζαρντί

Ο Αματέρ-Ζερόμ Λε Μπρα ντε Φορζ, Ιππότης του Μπουαζαρντί, Σουάνος αρχηγός των Κοτ-ντυ-Νορ. Γεννημένος στο Μπρεαίν, ανήκε στην κατώτερη αριστοκρατία (ιππότης). Η οικογένειά του, ωστόσο, είχε τις καταβολές της στην τάξη των αστών.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πορτραίτο του Μπουαζαρντί από τον Yan' Dargent

Ως ευγενής, εισήλθε στο βασιλικό ναυτικό το 1780, ενώ ήταν ως παλαιός αξιωματικός στο σύνταγμα της Royal-Marine που αποχώρησε από τον στρατό στις 9 Ιουλίου 1792, αντιτιθέμενος στην αναχώρηση του συντάγματός του για την γαλλική αποικία του Αγίου Δομίνικου. Συμπεριελήφθη λανθασμένα στον κατάλογο των μεταναστών του 1792 και αυτό το λάθος του κόστισε ορισμένα προβλήματα με τις αρχές, λόγω των οποίων αποσύρθηκε στο Μπρεάν. Ήταν όμως η επιστράτευση των 300.000 ανδρών τον Μάρτιο του 1793 που τον οδήγησε στο να συμμετάσχει στην Εξέγερση των Σουάνων.

Πράγματι, καθώς η Γαλλική Επανάσταση χρειαζόταν έμψυχο δυναμικό για την στελέχωση του στρατού, διατάχθηκε η στρατολόγηση στρατιωτών μέσω κλήρωσης ανά κοινότητα. Στις 25 Μαρτίου 1793, το Πομερέ, ευρισκόμενο σε απόσταση 8 χιλιομέτρων από το Μπρεάν αρνήθηκε την κλήρωση και άρπαξε τους καταλόγους των στρατεύσιμων από τους επιθεωρητές της Δημοκρατίας. Αυτό ήταν και το σύνθημα για τον ξεσηκωμό στις Κοτ-ντυ-Νορ. Με το σύνθημα Marchons sur Pommeret (Εμπρός προς το Πομερέ), οι νέοι του Μπρεάν κατευθύνθηκαν τότε, με τον Μπουαζαρντί επικεφαλής τους, προς την εξεγερμένη κοινότητα. Στην διαδρομή, στο σημείο το οποίο είναι γνωστό ως la lande du gras πλησίον του Μελέν από νέους των γειτονικών κοινοτήτων. Όλοι μαζί (πιθανώς 4.000), κατευθύνθηκαν προς το Πομερέ και βιαιοπράγησαν σε βάρος του Δημοκράτη μπακάλη της κωμόπολης.

Την ίδια ημέρα, λήστεψαν την Δημοκρατική ταχυδρομική άμαξα στην Σαιντ-Αν (Κοετμιέ). Τα γεγονότα του Πομερέ αποτέλεσαν παράδειγμα προς μίμηση και στο Μπρεάν, όπου οι νέοι ακολούθησαν το παράδειγμα των γειτόνων τους. Οι εξεγερμένοι ήρθαν να ζητήσουν τον Μπουαζαρντί όχι λόγω της αριστοκρατικής καταγωγής του, αλλά λόγω των στρατιωτικών του γνώσεων.

Ο Μπουαζαρντί, χαρισματικός και προσβάσιμος ως χαρακτήρας κατάφερε να επιβληθεί τάχιστα ως ηγετική μορφή των Σουάνων στην περιοχή. Έλαβε μέρος στην πρώτη εξέγερση, αυτή του Λα Ρουερί, και ορίστηκε από τον τελευταίο να αναλάβει την διοίκηση των στρατιωτικών δυνάμεων της Βρετονικής Ένωσης στις Κοτ-ντυ-Νορ. Κατάφερε να γίνει γνωστό και σε άλλες περιοχές, καθώς ήρθε σε επικοινωνία με τον, προερχόμενο από την Βαντέ, Φρανσουά ντε Σαρέτ. Ωστόσο η εξέγερση των Σουάνων στην περιοχή του Λαμπάλ ήταν μικρότερης κλίμακας. Οι δράσεις του τύπου κλεφτοπόλεμου στην περιοχή παρέμειναν περιορισμένες, με σημαντικότερη ωστόσο επιχείρηση, την κατάληψη του Ζυγκόν, μικρής πόλης που βρίσκεται μεταξύ του Λαμπάλ και του Ντινάν όπου έκοψε το δέντρο της ελευθερίας, παρήλασε με τους άνδρες του ενώ ταυτόχρονα συνομιλούσε με τους κατοίκους του, από τους οποίους έλαβε και το ψευδώνυμο του Sorcier (μάγου), καθώς η κατάληψη δεν είχε ως αποτέλεσμα κάποιο νεκρό, ενώ όλοι οι Δημοκρατικοί στρατιώτες συνελήφθησαν.

Μετά τον θάνατο του Λα Ρουερί, αποσύρθηκε προς την ακτογραμμή μεταξύ του Λαμπάλ και του Μονκοντούρ και, συγκεντρώνοντας όσους επιθυμούσαν να στρατευτούν κατά της Επανάστασης, όρισε το κέντρο των επιχειρήσεών του στο Μπρεάν. Ο Μπουαζαρντό πέραν της σπιρτάδας που του χάριζε το νεαρό της ηλικίας του, όντας επιδέξιος και ταυτόχρονα ανδρείος ο αντίκτυπός του ήταν τέτοιος στους αγρότες της περιοχής που θα είχαν θυσιαστεί όλοι τους για να τον γλιτώσουν από τον θάνατο, ενώ θεωρούσαν ότι είχε την ικανότητα να προβλέπει το μέλλον.

Ο Μπουαζαρντί, καταζητούμενος και ασύλληπτος, κρυβόταν μεταξύ των Πομερέ, Μπρεάν και Μονκοντούρ χάρη στις πολλές φιλίες του. Έλαβε, τότε, το ψευδώνυμο Sorcier (μάγος) από τους Δημοκρατικούς.

Επίσης, οι καλοί του τρόποι και η αβρότητα του χαρακτήρα του τον καθιστούσαν γενικώς αγαπητό. Κατά τον Αύγουστο του 1794, είχε συνάντηση με τον Πουιζαί και τον αναγνώρισε ως αρχιστράτηγο των Σουάνων. Ο Πουιζαί τον έχρισε συνταγματάρχη και τον τίμησε με τον Σταυρό του Αγίου Λουδοβίκου. Ανέλαβε διοικητής των βασιλοφρόνων των Κοτ-ντυ-Νορ, ενώ κατά τον μήνα Οκτώβριο του 1794, ευρισκόμενος σε δεινή θέση από την μεραρχία του Δημοκρατικού στρατηγού Ρεΐ, και οδηγούμενος από το παράδειγμα του Σαρέτ, πίστεψε ότι θα κατάφερνε να απομακρύνει τον κίνδυνο με την έναρξη ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων. Έχοντας ζητήσει συνάντηση με τον στρατηγό Ζαν Ουμπέρ, ο οποίος διοικούσε στο Μονκοντούρ μια Δημοκρατική μεραρχία, του υπέδειξε, κατά τις πρώτες ημέρες του μήνα Δεκεμβρίου, ένα άλσος ως τόπο συνάντησης, όπου και βρέθηκε με πενήντα οπλισμένους Σουάνους. Ο Ουμπέρ κατέφθασε μόνος, χωρίς καμία συνοδεία. Ο Βασιλόφρων στρατηγός, παραξενεμένος από την ασφάλεια που είχε ο συγκεκριμένος αξιωματικός, του είπε :

Η απόδειξη εμπιστοσύνης που μου δίνεις με κάνει να αποφασίσω να πράξω αναλόγως. Θα διατάξω σε υποχώρηση τα στρατεύματά μου, και θα ερευνήσω μαζί σου τρόπους ώστε η ειρήνη να επανέλθει σε αυτό τον δύστυχο τόπο !

Οι φιλίες,ωστόσο, του Μπουαζαρντί δεν περιορίζονταν μονάχα στους Βασιλόφρονες. Ένας βαθύς και αμοιβαίος σεβασμός τον συνέδεε με τον Δημοκρατικό στρατηγό Ουμπέρ, χάρη στον οποίο κατάφερε να υπογράψει ανακωχή με τον Λαζάρ Ος ο οποίος, επίσης, τον σεβόταν (Μάρτιος 1795).

Μετά την ειρήνευση, η ανακωχή δεν τηρήθηκε και επιθέσεις κατά προσώπων άρχισαν να γίνονται στο τμήμα της περιοχής που βρισκόταν υπό τις διαταγές του Μπουαζαρντί. Καθώς οι εχθροπραξίες μεταξύ των δύο πλευρών είχαν ξαναρχίσει, ο Μπουαζαρντί πέρασε στην αντεπίθεση. Η καταδίωξη κατά του Μάγου ξεκίνησε και πάλι και ένα Δημοκρατικό στρατόπεδο εγκαταστάθηκε στο Μελέν.

Ο θάνατος του (από τον Yan' Dargent)

Καθώς οι Δημοκρατικοί είχαν ενημερωθεί ότι θα τον έβρισκαν στις 15 Ιουνίου 1795 στο Κάστρο του Βιλεμέ, το οποίο ήταν δικής του ιδιοκτησίας, μία ομάδα γρεναδιέρων βάδισε προς αυτή την κατεύθυνση ώστε να τον συλλάβει. Επρόκειτο, πράγματι, να παντρευτεί το βράδυ μεταξύ της 16ης και της 17ης Ιουνίου. Προδόθηκε, όμως, από έναν νεαρό τον οποίο είχε φιλοξενήσει. Ο Μπουαζαρντί αντελήφθη με μεγάλη καθυστέρηση την σε βάρος του προδοσία. Επεχείρησε να διαφύγει : οι γρεναδιέροι τον καταδίωξαν με πυροβολισμούς. Χτυπήθηκε από τους πυροβολισμούς και αποτελειώθηκε από τις σπαθιές δύο στρατιωτών στο δρόμο από το Μπρεάν προς το Μονκοντούρ, πλησίον του Παρεκκλησιού του Σαιν-Μαλό (ένα θρησκευτικό μνημείο στέκει έως σήμερα στο συγκεκριμένο σημείο) παρουσία της νεαρής φίλης του Ζοζεφίν ντε Κερκαντιό. Το αιματοβαμμένο κεφάλι του, αφού αποκολλήθηκε από το υπόλοιπο σώμα του, περιφέρθηκε στους δρόμους του Λαμπάλ και του Μονκοντούρ και στη συνέχεια πετάχτηκε στον βάλτο του Λωναί. Οι δύο δολοφόνοι του αντιμετώπισαν ελαφριές ποινές. Αργότερα, ο βάλτος αποξηράνθηκε και η νεκροκεφαλή του Μπουαζαρντί βρέθηκε, η οποία και βρίσκεται πλέον στο κοιμητήριο του Κορν-αν-Μαρουέ.

Καθώς η εξέγερση των Σουάνων έχασε έναν χαρισματικό ηγέτη, άλλαξε στη συνέχεια μορφή στην περιοχή των Κοτ-ντυ-Νορ. Μετατράπηκε σε μικρότερης έκτασης αγροτική εξέγερση (Λεγκρί Ντυβάλ, Ντυβικέ, Καρφόρ) μέχρι το 1800 και σε αγροτική εξέγερση-ληστρικές επιδρομές (Ντυζαρντέν) 1800-1804.

Σημειώνεται ωστόσο ότι συμβολικά, η εξέγερση των Σουάνων στις Κοτ-ντυ-Νορ παρέμεινε σημαντική. Ο Μερσιέ λα Βαντέ, έμπιστος του Ζορζ Καντουντάλ ορίστηκε υπεύθυνος του νομού (σκοτώθηκε πλησίον του Λουντεάκ το 1801), ενώ ο Σαιν-Ρεζάν, αρχηγός της περιοχής του Μερντρινιάκ ήταν ο δράστης της πρώτης απόπειρας δολοφονίας του Ναπολέοντα Βοναπάρτη (Χριστούγεννα 1800).

Η ιστορία του Μπουαζαρντί έχει έναν σχετικό ρομαντικό χαρακτήρα, κυρίως λόγω της χαρισματικότητάς του, του ειδυλλίου του με την Ζοζεφίν ντε Κερκαντιό και του τραγικού του θανάτου. Για τους Βασιλόφρονες, έγινε « Αχιλλέας για την ανδρεία του, Οδυσσέας για την επιτυχία των μηχανευμάτων του ». Αναφέρεται ότι ο Μπαλζάκ εμπνεύστηκε από την ιστορία του στο μυθιστόρημά του Les Chouans. Η περιγραφή των γεγονότων σύμφωνα με την οποία η δολοφονία του έγινε την παραμονή της τέλεσης του γάμου του δεν έχει αναγνωριστεί από τους περισσότερους ιστορικούς.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • « Amateur-Jérôme Le Bras des Forges de Boishardy », dans Louis-Gabriel Michaud, Biographie universelle ancienne et moderne : histoire par ordre alphabétique de la vie publique et privée de tous les hommes avec la collaboration de plus de 300 savants et littérateurs français ou étrangers, 2e édition, 1843-1865.
  • Georges Lenôtre, La Mirlitantouille, éditions Perrin, 1925.
  • Chanoine Hervé Pommeret, Boishardy, l'histoire et la légende, Bulletin de la Société d'émulation des Côtes-du-Nord, t. LXIII, 1931 ; réédition en 1995 par l'Office d’Édition du livre d'histoire, préface de Claude-Guy Onfray et notice biographique de l'auteur par Gilbert Guyon.
  • J. Aigueperse, Boishardy, général des Chouans, éditions F. Lanore, 1977.
  • Daniel de la Motte-Rouge, Boishardy, général chouan, pilier de la paix avec les généraux républicains Humbert et Hoche, article dans le Bulletin de l'association des Amis du Vieux Lamballe et du Penthièvre, 1989.
  • Guy de Sallier Dupin (préface de Michel Mohrt), Boishardy, chef chouan breton, éditions de la Plomée, 2000.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]