Αλλόφωνο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στη φωνητική αλλόφωνο είναι ένας συγκεκριμένος ήχος από πεπερασμένο πλήθος παρόμοιων ήχων ομιλίας (φώνων) που ανήκουν στο ίδιο φώνημα. Το φώνημα είναι μία αφηρημένη ηχητική μονάδα ομιλίας που είναι ικανή να διακρίνει λέξεις. Με άλλα λόγια αλλαγή ενός φωνήματος σε μια λέξη είναι ικανή να παραγάγει καινούργια λέξη. Οι ομιλητές μιας συγκεκριμένης γλώσσας αντιλαμβάνονται ένα φώνημα ως ένα διακριτό ήχο σε αυτήν τη γλώσσα. Το αλλόφωνο δεν είναι διακριτό, αλλά μάλλον παραλλαγή ενός φωνήματος. Αλλαγή του αλλοφώνου δε θα επιφέρει αλλαγή της σημασίας μιας λέξης, αλλά το αποτέλεσμα ίσως ακουστεί μη φυσικό ή είναι ακατανόητο. Υπάρχει τέλος διχογνωμία σχετικά με το πόσο πραγματικά και πόσο καθολικά είναι τα φωνήματα.

Κάθε φορά που παράγεται ήχος ομιλίας, θα είναι λίγο διαφορετικός από άλλη περίπτωση. Μόνο μέρος της απόκλισης είναι σημαντικό (ανιχνεύσιμο ή αντιληπτό δηλαδή) για τους ομιλητές. Μπορεί να υπάρχουν συμπληρωματικά αλλόφωνα, τα οποία είναι τακτικά κατανεμημένα μέσα στην ομιλία, ανάλογα με το φωνητικό περιβάλλον, όπως επίσης και αξιοσημείωτες περιπτώσεις ελεύθερης ποικιλίας, όπου η επιλογή καθορίζεται από την προσωπική επιλογή και συνήθεια. Δεν έχουν όλα τα φωνήματα διαφορετικά αλλόφωνα.

Στην περίπτωση των συμπληρωματικών αλλοφώνων κάθε αλλόφωνο χρησιμοποιείται μέσα σε συγκεκριμένο φωνητικό συγκείμενο και μπορεί να συμμετέχει σε μία φωνολογική διαδικασία.

Ένα τονικό αλλόφωνο καλείται ορισμένες φορές αλλότονο, όπως για παράδειγμα ο ουδέτερος τόνος των Μανδαρινικών.

Παριστάνοντας ένα φώνημα με ένα αλλόφωνο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αφού τα φωνήματα είναι αφαιρέσεις ήχων ομιλίας, και όχι οι ίδιοι οι ήχοι, δεν έχουν άμεση φωνητική μεταγραφή. Όταν γίνονται αντιληπτοί χωρίς αλλοφωνική απόκλιση, χρησιμοποιείται απλή ('ευρεία' δηλ.) μεταγραφή. Ωστόσο, όταν υπάρχουν συμπληρωματικά αλλόφωνα ενός φωνήματος, έτσι που η αλλοφωνία να είναι σημαντική, τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα. Συχνά, αν μόνο ένα από τα αλλοφωνα είναι αρκετά απλό για μεταγραφεί, να μη χρειάζεται δηλαδή διακριτικά, τότε αυτή η αναπαράσταση χρησιμοποιείται και για το φώνημα.

Ωστόσο, μπορεί να υπάρχει κάποιο πλήθος τέτοιων αλλοφώνων, αλλά ο γλωσσολόγος να προτιμά μεγαλύτερη ακρίβεια από ότι αυτό επιτρέπει. Σε τέτοιες περιπτώσεις ένα κοινό τέχνασμα είναι η χρήση της συνθήκης "elsewhere" για τον καθορισμό του αλλοφώνου που θα παραστήσει το φώνημα. Το "elsewhere" αλλόφωνο είναι αυτό που μένει αφού οι συνθήκες για τα υπόλοιπα περιγραφούν από φωνολογικούς κανόνες.

Σε άλλες περιπτώσεις, ένα αλλόφωνο μπορεί να επιλεγεί να παραστήσει το φώνημά του επειδή είναι τυχόν κοινό στις γλώσσες του κόσμου από ότι τα άλλα αλλόφωνα, επειδή τυχόν αντικατοπτρίζει την ιστορική προέλευση του φωνήματος, ή επειδή τυχόν προσφέρει μια πιο ισορροπημένη οπτική στο διάγραμμα του φωνημικού καταλόγου. Σε σπάνιες περιπτώσεις ένας γλωσσολόγος μπορεί να παραστήσει φωνήματα με αφηρημένα σύμβολα, όπως τυπογραφικά σημεία, έτσι ώστε να μην δώσει προνομιακή θέση σε κανένα αλλόφωνο.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]