Αλέγκρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Ο μουσικός διεθνής όρος αλέγκρο προέρχεται από την ιταλική γλώσσα που σημαίνει εύθυμος.

Επικράτησε όμως ως μουσικός όρος να σημαίνει ρυθμική αγωγή, μάλλον γρήγορη, που βρίσκεται μεταξύ «πρέστο» και «αλεγκρέτο», χωρίς έτσι να διατηρεί την αρχική σημασία. Έτσι είναι δυνατόν ένα αλέγκρο να μην είναι εύθυμο.

Επίσης, με την ίδια ονομασία λέγεται και το τμήμα μεγάλης μουσικής σύνθεσης (κοντσέρτου, συμφωνίας ή σονάτας κ.λπ) γραμμένο σε ρυθμική τέτοια αγωγή.