Αγνωμοσύνη (θεολογία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Αγνωμοσύνη (< αγνώμων < ἀ + γνώμη) ονομάζεται η μη αναγνώριση της ηθικής υποχρέωσής μας έναντι μιας ευεργεσίας που τύχαμε από κάποιον ή κάποιους.

Στην ηθική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αγνωμοσύνη οφείλεται κυρίως στη φιλαυτία με την οποία ο αγνώμων, κρατεί μία εχθρική στάση απέναντι στον ευεργέτη του, μη θέλοντας να παραδεχθεί ότι δεν μπορούσε να υπερβεί τις αντίξοές του συνθήκες με μόνες τις δικές του δυνάμεις. Συνήθως δε, οι αχάριστοι είτε δείχνουν αμέσως μία μικρή ή τυπική ευγνωμοσύνη, παύοντας πλέον στο εξής να θυμούνται το καλό, είτε εμφανίζονται υποκριτικά απέναντι των ευεργετών τους πάντοτε ως υπόχρεοι, κινούμενοι όμως από συμφέρον: «φοβού τούς υπό σού ευεργετηθέντας, τύπτουσι πρώτοι».

Πολύ συχνά δε οι άνθρωποι μέσω τής έκφρασης ευγνωμοσύνης υποκρύπτουν τον μυστικό πόθο να επιτύχουν πρόσθετες ή/και μεγαλύτερες ευεργεσίες[1]. Έτσι, η ευγνωμοσύνη καταντά τελικώς κολακεία και εκμετάλλευση.

Η αγνωμοσύνη (ή αχαριστία), ως αντίθετο της ευγνωμοσύνης, μαρτυρεί αγενή ψυχή και ποταπό φρόνημα: «Ο γαρ περί τον ευεργέτην αχάριστος, τι άν γένοιτο ποτέ περί τούς άλλους;», ερωτά ο ιερός Ιωάννης Χρυσόστομος[2]. Οι αγνώμονες θεωρούνται και από αυτά τα ζώα κατώτεροι, αφού μερικά από αυτά, όπως τα άλογα, τα βόδια, οι γάτες, τα πουλιά, τα σκυλιά, οι κότες, τα λιοντάρια, οι ελέφαντες κ.ά., εκδηλώνουν την ευγνωμοσύνη τους προς τον άνθρωπο κατά τρόπο συγκινητικό.

Η προκλητική αχαριστία ή/και η προσβολή προς τους ευεργέτες προκαλεί σε αυτούς δικαιολογημένη αγανάκτηση, θυμό και πολύ μεγάλη στενοχώρια [3].

Έπειτα, οι αγνώμονες όχι μόνο επιδεικνύουν κακό παράδειγμα γενικώς, αλλά και απογοητεύουν όσους προτίθενται να ευεργετήσουν. Επομένως, η αγνωμοσύνη είναι αυτόχρημα αντικοινωνικό φαινόμενο. Αντίθετα, με την ευγνωμοσύνη αναπτύσσονται δεσμοί οικογενειακοί, ακόμα δε και διεθνικοί. Ομοίως, η αγνωμοσύνη αποτελεί και αντίθεη εκδήλωση: «ος αποδίδωσι κακά αντί αγαθών, ου κινηθήσεται κακά εκ του οίκου αυτού» [4].

Τα ως άνω αίτια αυτά τής αγνωμοσύνης κινούνται μέσα σε ένα γενικότερο ηθικο-κοινωνικό κλίμα που δέχεται ότι το να ευγνωμονεί κανείς συνιστά γνώρισμα ανθρώπου δουλόφρονα και υποτελή, αφού η άσκηση της αρετής, κατά τούς Αρχαίους Έλληνες, «ουκ εις χάριν, αλλ’ εις οφείλημα γίγνεται» [5], η δε ευεργεσία σπανίως ασκείται ανιδιοτελώς. Το κλίμα αυτό ενισχύθηκε στην εποχή μας με τη χειραφέτηση του σύγχρονου ανθρώπου, έτσι ώστε άνθρωπος να λογίζεται πλέον «ένα δημιούργημα με δυο πόδια και καθόλου αίσθηση ευγνωμοσύνης», όπως γράφει ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι.

Κατά τον Ξενοφώντα [6], οι αρχαίοι Πέρσες δίκαζαν την αχαριστία, κολάζοντας μάλιστα τους αχάριστους. Επίσης, οι Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και ρήτορες (Πλούταρχος, Κλεόβουλος, Δημοσθένης κ.ά.) έψεξαν με διάφορους τρόπους τούς αγνώμονες.

Στη Θεολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την Αγία Γραφή, οι πρωτόπλαστοι εξέπεσαν πνευματικώς λόγω τής αγνωμοσύνης τους προς τον Θεό. Οι Προφήτες τού Ισραήλ [7] και οι Πατέρες τής Εκκλησίας [8] συχνά μέμφονται τούς Ιουδαίους για τη σκληρόκαρδη αγνωμοσύνη και αχαριστία τους, η οποία νεκρώνει την ψυχή. [9]. Στην Παλαιά Διαθήκη η αχαριστία των τέκνων προς τους γονείς τους τιμωρούταν από τον Θεό και τους ανθρώπους [10]

Στην Καινή Διαθήκη ο Χριστός εκφράσθηκε με μεγάλη πικρία για τους εννέα λεπρούς, που σε αντίθεση με τον δέκατο, δεν επέστρεψαν να ευχαριστήσουν και δοξάσουν τον Θεό για τη θεραπεία τους [11]. Ο ίδιος ο Κύριος αντί τού μάννα, που έθρεψε τον Ισραήλ, εισέπραξε χολή και σταυρικό θάνατο.

Στον Χριστιανισμό, όπου έχουμε εντολή «μηδενί κακόν αντί κακού αποδιδόντες» [12], δεν είναι δυνατόν να μην ευχαριστούμε τους ευεργέτες μας [13], προπάντων δε τον Θεό [14]: «Όσω άν τις μείζονα ευερετήται, τοσούτω μάλλον εστιν υπεύθυνος κολάσει αγνωμονών, και μηδέ τή τιμή γενόμενος βελτίων» [15]. Μάλιστα δε, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, η αγνωμοσύνη προς τον Θεό θεωρείται αμαρτία χειρότερη από την πορνεία [16].


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. François de La Rochefoucauld, 298
  2. Β’ Τιμ. 8, MPG 62, 643
  3. Ιω. Χρυσ., Προς Σταγείριον 3, 1, MPG 47, 473
  4. Παροιμ. 17, 13
  5. Θουκυδ. 2, 40
  6. Κύρου παιδείας, Β’
  7. Αρ. 11, 1-13. 18-20, Δευτ. 32, 15, Κριτ. 2, 16-22. 3, 12, Νεεμ. 9, 16-18. 26, Ψαλμ. 77, 11-12. 30-31. 105, 13-22. 43, Ωσ. 7, 13-16, Ησ. 1, 3, Μιχ. 6, 3-5, Μαλ. 1, 2-6
  8. Ισίδωρος Πηλουσιώτης, Αντώνιος Μοναχός κ.ά.
  9. Ιω. Χρυσ., Εις Ματθ., 25, MPG 57, 332
  10. Δευτ. 21. 27, Β’ Βασ.
  11. Λουκ. 17, 17
  12. Ρωμ. 12, 17, Α’ Θεσ. 5, 15
  13. Β’ Τιμ. 3, 2
  14. Ιω. Χρυσ., Εις Εβρ. 20, 2, MPG 63, 144
  15. Ιω. Χρυσ., εις Ματθ. 52, MPG 58, 522
  16. Ιω. Χρυσόστομος, Εις Ησ., 1, 7, MPG 56, 22

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Τσιτσίγκος Σ. Κ., «Αγνωμοσύνη», Μεγάλη Ορθόδοξη Εγκυκλοπαίδεια, τ. Α’, σ. 170,
  • Αβούρης Σ. Ν., «Αγνωμοσύνη», ΘΗΕ 1 (1962) 295
  • Δημητρόπουλου Π. Χ., Ορθόδοξος Χριστιανική Ηθική, εν Αθήναις 1970
  • Λεβαδέως Ι. Ν., Κάτοπτρον της κοινωνίας, εν Αθήναις 1902.