Απώλεια της βιοποικιλότητας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 49: Γραμμή 49:
Η [[ηχορρύπανση]] είναι συχνή στα θαλάσσια οικοσυστήματα, επηρεάζοντας τουλάχιστον 55 θαλάσσια είδη. Για πολλούς θαλάσσιους πληθυσμούς, ο ήχος είναι η κύρια αίσθηση που χρησιμοποιείται για την επιβίωσή τους. Mπορεί να ανιχνεύσει ήχο εκατοντάδες έως χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από μια πηγή, ενώ η όραση περιορίζεται σε δεκάδες μέτρα υποβρύχια.<ref name=":8">{{Cite web|url=https://www.semanticscholar.org/paper/The-Impact-of-Ocean-Noise-Pollution-on-Marine-Weilgart/593daf2a8025c2cea9cbafa805456000f107b3da|title=The Impact of Ocean Noise Pollution on Marine Biodiversity|last=Weilgart|first=Linda S.|ημερομηνία=2008|website=www.semanticscholar.org|language=en|accessdate=2021-06-20}}</ref> Καθώς οι ανθρωπογενείς θόρυβοι συνεχίζουν να αυξάνονται, διπλασιάζοντας κάθε δεκαετία, αυτό θέτει σε κίνδυνο την επιβίωση των θαλάσσιων ειδών.<ref>{{Cite journal|title=Application of the maximum signal to interference ratio criterion to the adaptive microphone array|url=https://asa.scitation.org/doi/10.1121/1.1989785|journal=Acoustics Research Letters Online|date=2005-07-14|pages=232–237|volume=6|issue=4|doi=10.1121/1.1989785|first=Slobodan T.|last=Jovicic|first2=Zoran M.|last2=Saric|first3=Srbijanka R.|last3=Turajlic}}</ref> Μια μελέτη ανακάλυψε ότι καθώς οι σεισμικοί θόρυβοι και το ναυτικό σόναρ αυξάνονται στα θαλάσσια οικοσυστήματα, στα [[κητώδη]], όπως οι [[Φάλαινα|φάλαινες]] και τα [[Δελφίνι|δελφίνια]], η ποικιλομορφία μειώνεται.<ref>{{Cite journal|title=“Gas and Fat Embolic Syndrome” Involving a Mass Stranding of Beaked Whales (Family Ziphiidae) Exposed to Anthropogenic Sonar Signals|last3=Rodríguez|first9=M.|last8=Martín|first8=V.|last7=Jaber|first7=J. R.|last6=Castro|first6=P.|last5=Herráez|first5=P.|last4=de los Monteros|first4=A. Espinosa|first3=F.|url=https://doi.org/10.1354/vp.42-4-446|last2=Edwards|first2=J. F.|last=Fernández|first=A.|language=en|doi=10.1354/vp.42-4-446|issue=4|volume=42|pages=446–457|issn=0300-9858|date=2005-07-01|journal=Veterinary Pathology|last9=Arbelo}}</ref> Η ηχορρύπανση επηρεάζει επίσης την ακοή των ψαριών, σκοτώνει και απομονώνει πληθυσμούς φαλαινών, εντείνει την απόκριση στρες στα θαλάσσια είδη και αλλάζει τη φυσιολογία των ειδών. Τα θαλάσσια είδη που είναι ευαίσθητα στον θόρυβο βρίσκονται σε ενδιαιτήματα ή περιοχές που δεν εκτίθενται σε σημαντικό ανθρωπογενή θόρυβο, κάτι το οποίο περιορίζει τα κατάλληλα ενδιαιτήματα για τροφή και ζευγάρωμα. Οι φάλαινες έχουν αλλάξει τη διαδρομή μετανάστευσής τους για να αποφύγουν τον ανθρωπογενή θόρυβο και να μπορούν να επικοινωνούν. Η ηχορρύπανση επηρεάζει επίσης την ανθρώπινη διαβίωση. Πολλές μελέτες έχουν παρατηρήσει ότι λιγότερα ψάρια, όπως [[μπακαλιάρος]], [[μπακαλιάρος του Ατλαντικού]], [[ρέγγα]], και [[προσφυγάκι]], έχουν εντοπιστεί σε περιοχές με σεισμικούς θορύβους, όπου τα ποσοστά αλίευσης έχουν μειωθεί κατά 40-80%.<ref name=":8" /><ref>{{Cite journal|title=Effects of seismic shooting on local abundance and catch rates of cod ((Gadus morhua) and haddock )(Melanogrammus aeglefinus)|url=https://cdnsciencepub.com/doi/abs/10.1139/f96-177|journal=Canadian Journal of Fisheries and Aquatic Sciences|date=2011-04-09|doi=10.1139/f96-177|language=en|first=A.|last=Engås|first2=S.|last2=Løkkeborg|first3=E.|last3=Ona|first4=A. V.|last4=Soldal}}</ref><ref>{{Cite journal|title=Effects of Sounds from a Geophysical Survey Device on Catch-per-Unit-Effort in a Hook-and-Line Fishery for Rockfish (Sebastes spp.)|url=https://cdnsciencepub.com/doi/abs/10.1139/f92-151|journal=Canadian Journal of Fisheries and Aquatic Sciences|date=2011-04-11|doi=10.1139/f92-151|language=en|first=John R.|last=Skalski|first2=Walter H.|last2=Pearson|first3=Charles I.|last3=Malme}}</ref><ref>{{Cite journal|title=Acoustic mapping of pelagic fish distribution and abundance in relation to a seismic shooting area off the Norwegian west coast|url=https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S016578360300290X|journal=Fisheries Research|date=2004-04-01|issn=0165-7836|pages=143–150|volume=67|issue=2|doi=10.1016/j.fishres.2003.09.046|language=en}}</ref>
Η [[ηχορρύπανση]] είναι συχνή στα θαλάσσια οικοσυστήματα, επηρεάζοντας τουλάχιστον 55 θαλάσσια είδη. Για πολλούς θαλάσσιους πληθυσμούς, ο ήχος είναι η κύρια αίσθηση που χρησιμοποιείται για την επιβίωσή τους. Mπορεί να ανιχνεύσει ήχο εκατοντάδες έως χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από μια πηγή, ενώ η όραση περιορίζεται σε δεκάδες μέτρα υποβρύχια.<ref name=":8">{{Cite web|url=https://www.semanticscholar.org/paper/The-Impact-of-Ocean-Noise-Pollution-on-Marine-Weilgart/593daf2a8025c2cea9cbafa805456000f107b3da|title=The Impact of Ocean Noise Pollution on Marine Biodiversity|last=Weilgart|first=Linda S.|ημερομηνία=2008|website=www.semanticscholar.org|language=en|accessdate=2021-06-20}}</ref> Καθώς οι ανθρωπογενείς θόρυβοι συνεχίζουν να αυξάνονται, διπλασιάζοντας κάθε δεκαετία, αυτό θέτει σε κίνδυνο την επιβίωση των θαλάσσιων ειδών.<ref>{{Cite journal|title=Application of the maximum signal to interference ratio criterion to the adaptive microphone array|url=https://asa.scitation.org/doi/10.1121/1.1989785|journal=Acoustics Research Letters Online|date=2005-07-14|pages=232–237|volume=6|issue=4|doi=10.1121/1.1989785|first=Slobodan T.|last=Jovicic|first2=Zoran M.|last2=Saric|first3=Srbijanka R.|last3=Turajlic}}</ref> Μια μελέτη ανακάλυψε ότι καθώς οι σεισμικοί θόρυβοι και το ναυτικό σόναρ αυξάνονται στα θαλάσσια οικοσυστήματα, στα [[κητώδη]], όπως οι [[Φάλαινα|φάλαινες]] και τα [[Δελφίνι|δελφίνια]], η ποικιλομορφία μειώνεται.<ref>{{Cite journal|title=“Gas and Fat Embolic Syndrome” Involving a Mass Stranding of Beaked Whales (Family Ziphiidae) Exposed to Anthropogenic Sonar Signals|last3=Rodríguez|first9=M.|last8=Martín|first8=V.|last7=Jaber|first7=J. R.|last6=Castro|first6=P.|last5=Herráez|first5=P.|last4=de los Monteros|first4=A. Espinosa|first3=F.|url=https://doi.org/10.1354/vp.42-4-446|last2=Edwards|first2=J. F.|last=Fernández|first=A.|language=en|doi=10.1354/vp.42-4-446|issue=4|volume=42|pages=446–457|issn=0300-9858|date=2005-07-01|journal=Veterinary Pathology|last9=Arbelo}}</ref> Η ηχορρύπανση επηρεάζει επίσης την ακοή των ψαριών, σκοτώνει και απομονώνει πληθυσμούς φαλαινών, εντείνει την απόκριση στρες στα θαλάσσια είδη και αλλάζει τη φυσιολογία των ειδών. Τα θαλάσσια είδη που είναι ευαίσθητα στον θόρυβο βρίσκονται σε ενδιαιτήματα ή περιοχές που δεν εκτίθενται σε σημαντικό ανθρωπογενή θόρυβο, κάτι το οποίο περιορίζει τα κατάλληλα ενδιαιτήματα για τροφή και ζευγάρωμα. Οι φάλαινες έχουν αλλάξει τη διαδρομή μετανάστευσής τους για να αποφύγουν τον ανθρωπογενή θόρυβο και να μπορούν να επικοινωνούν. Η ηχορρύπανση επηρεάζει επίσης την ανθρώπινη διαβίωση. Πολλές μελέτες έχουν παρατηρήσει ότι λιγότερα ψάρια, όπως [[μπακαλιάρος]], [[μπακαλιάρος του Ατλαντικού]], [[ρέγγα]], και [[προσφυγάκι]], έχουν εντοπιστεί σε περιοχές με σεισμικούς θορύβους, όπου τα ποσοστά αλίευσης έχουν μειωθεί κατά 40-80%.<ref name=":8" /><ref>{{Cite journal|title=Effects of seismic shooting on local abundance and catch rates of cod ((Gadus morhua) and haddock )(Melanogrammus aeglefinus)|url=https://cdnsciencepub.com/doi/abs/10.1139/f96-177|journal=Canadian Journal of Fisheries and Aquatic Sciences|date=2011-04-09|doi=10.1139/f96-177|language=en|first=A.|last=Engås|first2=S.|last2=Løkkeborg|first3=E.|last3=Ona|first4=A. V.|last4=Soldal}}</ref><ref>{{Cite journal|title=Effects of Sounds from a Geophysical Survey Device on Catch-per-Unit-Effort in a Hook-and-Line Fishery for Rockfish (Sebastes spp.)|url=https://cdnsciencepub.com/doi/abs/10.1139/f92-151|journal=Canadian Journal of Fisheries and Aquatic Sciences|date=2011-04-11|doi=10.1139/f92-151|language=en|first=John R.|last=Skalski|first2=Walter H.|last2=Pearson|first3=Charles I.|last3=Malme}}</ref><ref>{{Cite journal|title=Acoustic mapping of pelagic fish distribution and abundance in relation to a seismic shooting area off the Norwegian west coast|url=https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S016578360300290X|journal=Fisheries Research|date=2004-04-01|issn=0165-7836|pages=143–150|volume=67|issue=2|doi=10.1016/j.fishres.2003.09.046|language=en}}</ref>


Η ηχορρύπανση αλλάζει επίσης τις κοινότητες και την ποικιλομορφία των πτηνών. Οι ανθρωπογενείς θόρυβοι έχουν παρόμοια επίδραση στον πληθυσμό των πτηνών όπως στα θαλάσσια οικοσυστήματα, όπου οι θόρυβοι μειώνουν την αναπαραγωγική επιτυχία.<ref name=":7" /><ref name=":8" /> Τα πτηνά δεν μπορούν να ανιχνεύσουν θηρευτές λόγω παρεμβολών των ανθρωπογενών θορύβων, ελαχιστοποιώντας τις περιοχές φωλιάσματος και αυξάνοντας την απόκριση στο άγχος. Ορισμένα είδη πτηνών είναι πιο ευαίσθητα στους θορύβους σε σύγκριση με άλλα, με αποτέλεσμα τα πουλιά αυτά να μεταναστεύουν σε λιγότερο θορυβώδεις οικοτόπους.<ref name=":7" />
Η ηχορρύπανση αλλάζει επίσης τις κοινότητες και την ποικιλομορφία των πτηνών. Οι ανθρωπογενείς θόρυβοι έχουν παρόμοια επίδραση στον πληθυσμό των πτηνών όπως στα θαλάσσια οικοσυστήματα, όπου οι θόρυβοι μειώνουν την αναπαραγωγική επιτυχία.<ref name=":7" /><ref name=":8" /> Τα πτηνά δεν μπορούν να ανιχνεύσουν θηρευτές λόγω παρεμβολών των ανθρωπογενών θορύβων, ελαχιστοποιώντας τις περιοχές φωλιάσματος και αυξάνοντας την απόκριση στο άγχος. Ορισμένα είδη πτηνών είναι πιο ευαίσθητα στους θορύβους σε σύγκριση με άλλα, με αποτέλεσμα να μεταναστεύουν σε λιγότερο θορυβώδεις οικοτόπους.<ref name=":7" />

=== Εισβλητικά είδη ===
[[Αρχείο:NeogobiusFluviatilis.JPG|μικρογραφία|Ο Neogobius fluviatilis προέρχεται από τη [[Μαύρη Θάλασσα]] και τη [[Θάλασσα του Αζόφ]]. Εδώ είναι ένα εισβλητικό είδος, το οποίο μέσω του [[Δούναβης|Δούναβη]] της [[Κεντρική Ευρώπη|Κεντρικής Ευρώπης]] κατέληξε στον [[Ρήνος|Ρήνο]] στο [[Άρνεμ]] της [[Ολλανδία|Ολλανδίας]].]]
Τα χωροκατακτητικά είδη έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην απώλεια της βιοποικιλότητας και έχουν υποβαθμίσει διάφορα οικοσυστήματα παγκοσμίως. Αποτελούν μεταναστευτικά είδη που έχουν παρεισφρήσει και εκτοπίσει τα γηγενή είδη, αλλάζουν τον πλούτο των ειδών και τους τροφικούς ιστούς, όπως επίσης και τις λειτουργίες και τις υπηρεσίες των οικοσυστημάτων.<ref>{{Cite web|url=https://polarpedia.eu/el/%cf%87%cf%89%cf%81%ce%bf%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b1%ce%ba%cf%84%ce%b7%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ac-%ce%b5%ce%af%ce%b4%ce%b7/|title=Χωροκατακτητικά είδη|ημερομηνία=2019-09-25|website=Polarpedia|accessdate=2021-06-20}}</ref><ref name=":9">{{Cite journal|title=Assessing the global threat of invasive species to marine biodiversity|first=Jennifer L.|first4=Mark D.|last3=Revenga|first3=Carmen|last2=Gamboa|first2=Rebecca L.|last=Molnar|language=en|url=https://esajournals.onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1890/070064|doi=10.1890/070064|issue=9|volume=6|pages=485–492|issn=1540-9309|date=2008|journal=Frontiers in Ecology and the Environment|last4=Spalding}}</ref><ref name=":10">{{Cite journal|title=Biological invaders are threats to human health: an overview|first=G.|first4=F.|last3=Genovesi|first3=P.|last2=Tricarico|first2=E.|last=Mazza|doi=10.1080/03949370.2013.863225|url=https://doi.org/10.1080/03949370.2013.863225|issue=2-3|volume=26|pages=112–129|issn=0394-9370|date=2014-07-03|journal=Ethology Ecology & Evolution|last4=Gherardi}}</ref> Σύμφωνα με την Αξιολόγηση Οικοσυστήματος Χιλιετίας των Ηνωμένων Εθνών, τα χωροκατακτητικά είδη θεωρούνται ένας από τους πέντε βασικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην απώλεια της βιοποικιλότητας.<ref name=":11">{{Cite journal|title=Invasive Species, Environmental Change and Management, and Health|url=https://www.annualreviews.org/doi/10.1146/annurev-environ-033009-095548|journal=Annual Review of Environment and Resources|date=2010-10-22|issn=1543-5938|pages=25–55|volume=35|issue=1|doi=10.1146/annurev-environ-033009-095548|first=Petr|last=Pyšek|first2=David M.|last2=Richardson}}</ref> Τον τελευταίο μισό αιώνα, οι βιολογικές εισβολές έχουν αυξηθεί πάρα πολύ παγκοσμίως λόγω της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, με αποτέλεσμα την απώλεια βιοποικιλότητας.<ref name=":10" /> Τα οικοσυστήματα που είναι ευάλωτα σε βιολογικές εισβολές περιλαμβάνουν παράκτιες περιοχές, οικοσυστήματα γλυκού νερού, νησιά και μέρη με μεσογειακό κλίμα. Με βάση μια ανασκόπηση μελετών σχετικά με τις επιπτώσεις των εισβλητικών ειδών στα οικοσυστήματα μεσογειακού τύπου διαπιστώθηκε σημαντική απώλεια του πλούτου των ιθαγενών ειδών.<ref name=":11" /> Τα χωροκατακτητικά είδη εισέρχονται σε νέο βιότοπο, είτε εκ προθέσεως είτε ακούσια, από ανθρώπινες δραστηριότητες.<ref>{{Cite web|url=https://oceanservice.noaa.gov/facts/invasive.html|title=What is an invasive species?|last=US Department of Commerce|first=National Oceanic and Atmospheric Administration|website=oceanservice.noaa.gov|language=EN-US|accessdate=2021-06-20}}</ref>

Επιπλέον, η υπερθέρμανση του πλανήτη έχει αλλάξει τις τυπικές συνθήκες σε διάφορα περιβάλλοντα, επιτρέποντας μεγαλύτερη μετανάστευση και κατανομή των ειδών που εξαρτώνται από το θερμό κλίμα.<ref>{{Cite journal|title=Impacts of climate change on the future of biodiversity|first=Céline|first5=Franck|last4=Thuiller|first4=Wilfried|last3=Leadley|first3=Paul|last2=Bertelsmeier|first2=Cleo|last=Bellard|language=en|url=https://onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1111/j.1461-0248.2011.01736.x|doi=10.1111/j.1461-0248.2011.01736.x|issue=4|volume=15|pages=365–377|pmid=22257223|pmc=PMC3880584|issn=1461-0248|date=2012|journal=Ecology Letters|last5=Courchamp}}</ref> Αυτό το φαινόμενο θα μπορούσε είτε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη βιοποικιλότητα (νέα είδη εισάγονται σε νέα περιβάλλοντα), είτε μείωση της βιοποικιλότητας (προώθηση εισβλητικών ειδών). Μια βιολογική εισβολή θεωρείται επιτυχής εάν το εισβλητικό είδος μπορεί να προσαρμοστεί και να επιβιώσει στο νέο περιβάλλον, να αναπαραχθεί, να διασκορπιστεί και να ανταγωνιστεί με τις ιθαγενείς κοινότητες. Μερικά χωροκατακτητικά είδη είναι γνωστό ότι έχουν υψηλούς ρυθμούς διασποράς και έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε περιφερειακή κλίμακα. Για παράδειγμα, το 2010, ο [[μοσχοπόντικας]], ο [[σκύλος ρακούν]], τα [[θυσανόπτερα]] και το [[κινεζικό καβούρι]] εντοπίστηκαν ότι έχουν επηρεάσει 20 έως 50 περιοχές στην Ευρώπη.<ref name=":11" />

Τα χωροκατακτητικά είδη μπορούν να γίνουν οικονομικά επιζήμια για πολλές χώρες. Λόγω της οικολογικής υποβάθμισης που προκαλείται από τα είδη αυτά, μπορεί να αλλάξει τη λειτουργικότητα και να μειωθούν οι υπηρεσίες που παρέχουν τα οικοσυστήματα. Μπορεί επίσης να υπάρχει ένα επιπρόσθετο κόστος για τον έλεγχο της εξάπλωσης της βιολογικής εισβολής, τον μετριασμό των περαιτέρω επιπτώσεων και την αποκατάσταση των οικοσυστημάτων. Για παράδειγμα, το κόστος ζημιών που έχουν προκληθεί από 79 χωροκατακτητικά είδη μεταξύ 1906-1991 στις Ηνωμένες Πολιτείες εκτιμάται σε περίπου 120 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ.<ref name=":11" /> Στην Κίνα, τα χωροκατακτητικά είδη έχουν μειώσει το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της χώρας (ΑΕΠ) κατά 1,36% ετησίως.<ref>{{Cite journal|title=The distribution and economic losses of alien species invasion to China|last3=Li|first9=Shunping|last8=Sun|first8=Hongying|last7=Huang|first7=Zongguo|last6=Han|first6=Zhengmin|last5=Guo|first5=Jianying|last4=Qiang|first4=Sheng|first3=Mingyan|url=https://doi.org/10.1007/s10530-005-5841-2|last2=Ding|first2=Hui|last=Xu|first=Haigen|language=en|doi=10.1007/s10530-005-5841-2|issue=7|volume=8|pages=1495–1500|issn=1573-1464|date=2006-10-01|journal=Biological Invasions|last9=He}}</ref> Η διαχείριση της βιολογικής εισβολής μπορεί επίσης να είναι δαπανηρή. Στην Αυστραλία, το κόστος παρακολούθησης, ελέγχου, διαχείρισης και έρευνας των εισβλητικών ειδών ζιζανίων είναι περίπου 116,4 εκατομμύρια δολάρια Αυστραλίας ετησίως, με κόστος μόνο για την κεντρική και την τοπική αυτοδιοίκηση. Σε κάποιες περιπτώσεις τα χωροκατακτητικά είδη μπορεί να είναι επωφελή. Για παράδειγμα, τα εισβλητικά δέντρα μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην εμπορική δασοκομία. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις, οι οικονομικές αποδόσεις είναι πολύ μικρότερες από το κόστος που προκαλείται από τη βιολογική εισβολή.<ref name=":9" /><ref name=":11" />

Πέρα από την οικολογική ζημία και τις οικονομικές απώλειες, τα εισβλητικά είδη μπορούν να επηρεάσουν την ανθρώπινη υγεία. Με την αλλοίωση της λειτουργικότητας των οικοσυστημάτων, τα χωροκατακτητικά είδη προκαλούν αρνητικές επιπτώσεις την ανθρώπινη ευημερία, η οποία περιλαμβάνει μειωμένη διαθεσιμότητα πόρων και εξάπλωση ανθρώπινων ασθενειών. Όσον αφορά στην ανθρώπινη υγεία, τα εισβλητικά είδη έχουν προκαλέσει αλλεργίες και δερματικές βλάβες. Σε αυτά τα είδη οφείλεται ο [[ιός ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας]] (HIV), η [[ανεμοβλογιά]] και το [[σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο]] (SARS).<ref name=":11" />


== Δείτε επίσης ==
== Δείτε επίσης ==

Έκδοση από την 21:09, 20 Ιουνίου 2021

Περίληψη των κύριων κατηγοριών περιβαλλοντικών αλλαγών που σχετίζονται με τη βιοποικιλότητα, εκφραζόμενες ως ποσοστό της ανθρώπινης αλλαγής (με κόκκινο χρώμα) σε σχέση με τη βασική γραμμή (μπλε).

Η απώλεια της βιοποικιλότητας περιλαμβάνει την εξαφάνιση των ειδών παγκοσμίως, καθώς και την τοπική μείωση ή απώλεια ειδών σε έναν συγκεκριμένο βιότοπο, με αποτέλεσμα την απώλεια βιολογικής ποικιλομορφίας.[1] Το τελευταίο φαινόμενο μπορεί να είναι προσωρινό ή μόνιμο, ανάλογα με το αν η περιβαλλοντική υποβάθμιση που οδηγεί στην απώλεια είναι αναστρέψιμη μέσω οικολογικής αποκατάστασης / οικολογικής ανθεκτικότητας ή οριστική (π.χ. μέσω απώλειας γης). Η παγκόσμια εξαφάνιση οδηγείται από ανθρώπινες δραστηριότητες που υπερβαίνουν τα πλανητικά όρια ως μέρος του ανθρωπόκαινου και μέχρι στιγμής έχει αποδειχθεί ότι είναι μη αναστρέψιμες.[2]

Παρόλο που η μόνιμη παγκόσμια απώλεια ειδών είναι ένα πιο δραματικό και τραγικό φαινόμενο από τις περιφερειακές αλλαγές στη σύνθεση των ειδών, ακόμη όμως και οι μικρές αλλαγές από μια υγιή σταθερή κατάσταση μπορούν να έχουν δραματική επίδραση στον ιστό των τροφίμων και στην τροφική αλυσίδα. Οι μειώσεις σε ένα μόνο είδος μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά ολόκληρη την αλυσίδα (συνεξαφάνιση), οδηγώντας σε μια συνολική μείωση της βιοποικιλότητας, παρά τις πιθανές εναλλακτικές σταθερές καταστάσεις ενός οικοσυστήματος. Οι οικολογικές επιπτώσεις της βιοποικιλότητας αντισταθμίζονται συνήθως από την απώλεια της. Η μειωμένη βιοποικιλότητα, ειδικότερα, οδηγεί σε μειωμένες υπηρεσίες οικοσυστήματος και τελικά θέτει σε άμεσο κίνδυνο την επισιτιστική ασφάλεια, αλλά μπορεί επίσης να έχει πιο μακροχρόνιες συνέπειες για τη δημόσια υγεία των ανθρώπων.[2]

Διεθνείς περιβαλλοντικοί οργανισμοί αγωνίζονται για την πρόληψη της απώλειας της βιοποικιλότητας εδώ και δεκαετίες, οι αξιωματούχοι της δημόσιας υγείας την έχουν ενσωματώσει στην πρακτική της δημόσιας υγείας και η ολοένα και μεγαλύτερη διατήρηση της βιοποικιλότητας αποτελεί μέρος της διεθνούς πολιτικής. Για παράδειγμα, η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιοποικιλότητα επικεντρώνεται στην πρόληψη της απώλειας της βιοποικιλότητας και στην προληπτική διατήρηση των άγριων περιοχών. Η διεθνής δέσμευση και οι στόχοι για αυτό το έργο ενσωματώνονται επί του παρόντος από τον Στόχο Βιώσιμης Ανάπτυξης 15 «Ζωή στην επιφάνεια της γης» και τον Στόχο Βιώσιμης Ανάπτυξης 14 «Ζωή κάτω από το νερό». Ωστόσο, η έκθεση του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον «Kάνοντας Ειρήνη με τη Φύση» που κυκλοφόρησε το 2020 διαπίστωνε ότι οι περισσότερες από αυτές τις προσπάθειες δεν κατάφεραν να επιτύχουν τους διεθνείς στόχους.[3]

Ρυθμός απώλειας

Ξέρετε, όταν δημιουργήσαμε για πρώτη φορά το WWF, στόχος μας ήταν να σώσουμε τα απειλούμενα είδη από την εξαφάνιση. Αλλά έχουμε αποτύχει εντελώς. Δεν καταφέραμε να σώσουμε ούτε ένα. Αν είχαμε βάλει όλα αυτά τα χρήματα σε προφυλακτικά, θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει κάτι καλό.

Sir Peter Scott, Ιδρυτής του Παγκόσμιου Ταμείου για τη Φύση (WWF), Cosmos Magazine, 2010.[4]

Το Conservation International (conservation.org) ορίζει 36 σημεία πρόσβασης για τη βιοποικιλότητα - εξαιρετικά μέρη που φιλοξενούν τεράστιο αριθμό ειδών φυτών και ζώων που δεν βρίσκονται πουθενά αλλού.Όλα απειλούνται έντονα από την απώλεια και την υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων, καθιστώντας τη διατήρησή τους ζωτικής σημασίας για την προστασία της φύσης προς όφελος όλης της ζωής στη Γη.[5] Στον χάρτη απεικονίζεται ένα από τα σημεία αυτά, τα Nησιά της Ανατολικής Μελανησίας, Ωκεανία.[6]

Ο τρέχων ρυθμός απώλειας παγκόσμιας ποικιλομορφίας εκτιμάται ότι είναι 100 έως 1000 φορές υψηλότερος από τον (φυσικά απαντώμενο) ρυθμό εξαφάνισης υποβάθρου, ταχύτερος από οποιονδήποτε άλλο χρόνο στην ανθρώπινη ιστορία[7] και αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια.[8][9][10] Αυτές οι ταχέως αυξανόμενες τάσεις εξαφάνισης που επηρεάζουν πολλές ομάδες ζώων, συμπεριλαμβανομένων θηλαστικών, πτηνών, ερπετών, αμφιβίων και ψαριών, ώθησαν τους επιστήμονες να κηρύξουν μια σύγχρονη κρίση βιοποικιλότητας.[11]

Τα τοπικά ποσοστά απώλειας μπορούν να μετρηθούν χρησιμοποιώντας τον πλούτο των ειδών και τη διακύμανσή τους με την πάροδο του χρόνου. Λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές συχνότητες, έχουν αναπτυχθεί πολλοί δείκτες βιοποικιλότητας. Εκτός από τον πλούτο, η ομοιογένεια και η ετερογένεια θεωρούνται οι κύριες διαστάσεις κατά τις οποίες μπορεί να μετρηθεί η ποικιλομορφία.[2]

Όπως με όλα τα μέτρα της ποικιλομορφίας, είναι σημαντικό να ταξινομηθεί με ακρίβεια το χωρικό και χρονικό πεδίο της παρατήρησης. Οι ορισμοί τείνουν να γίνουν λιγότερο ακριβείς καθώς η πολυπλοκότητα του θέματος αυξάνεται και οι σχετικές χωρικές και χρονικές κλίμακες διευρύνονται.[12] Η ίδια η βιοποικιλότητα δεν είναι μια ενιαία έννοια αλλά μπορεί να χωριστεί σε διάφορες κλίμακες (π.χ. ποικιλομορφία οικοσυστήματος έναντι ποικιλομορφίας ενδιαιτήματος) ή διαφορετικές υποκατηγορίες (π.χ. φυλογενετική ποικιλομορφία, ποικιλομορφία ειδών, γενετική ποικιλομορφία, ποικιλομορφία νουκλεοτιδίων). Το ζήτημα της καθαρής απώλειας σε περιορισμένες περιοχές είναι συχνά θέμα συζήτησης, αλλά οι μεγαλύτεροι χρόνοι παρατήρησης θεωρούνται ότι συνεισφέρουν θετικά στις εκτιμήσεις της απώλειας.[13][14]

Για τη σύγκριση των ρυθμών μεταξύ διαφορετικών γεωγραφικών περιοχών, θα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι γεωγραφικές απoστάσεις (LDG) στην ποικιλομορφία των ειδών.

Το 2006, πολλά περισσότερα είδη ταξινομήθηκαν επίσημα ως σπάνια ή απειλούμενα ή είδη που κινδυνεύουν με αφανισμό. Επιπλέον, οι επιστήμονες έχουν εκτιμήσει ότι κινδυνεύουν περισσότερα εκατομμύρια είδη που δεν έχουν αναγνωριστεί επίσημα. Το 2021, περίπου το 28% των 134.400 ειδών που αξιολογήθηκαν βάσει των κριτηρίων της κόκκινης λίστας IUCN αναφέρονται ως απειλούμενα με εξαφάνιση - συνολικά 37.400 είδη σε σύγκριση με τα 16.119 απειλούμενα είδη το 2006.[15]

Αίτια

Η βιοποικιλότητα ορίζεται συνήθως ως η ποικιλία της ζωής στη Γη σε όλες τις μορφές της, συμπεριλαμβανομένης της ποικιλίας των ειδών, των γενετικών παραλλαγών τους και της αλληλεπίδρασης αυτών των μορφών ζωής. Ωστόσο, από τα τέλη του 20ού αιώνα η απώλεια της βιοποικιλότητας που προκαλείται από την ανθρώπινη συμπεριφορά έχει προκαλέσει σοβαρές και μακροχρόνιες επιπτώσεις.[16] Οι ανθρώπινες δραστηριότητες που προκαλούν την απώλεια της βιοποικιλότητας περιλαμβάνουν καταστροφή των ενδιαιτημάτων, ρύπανση και υπερεκμετάλλευση των πόρων.[17]

Αλλαγή στη χρήση γης

Aλλαγή χρήσης γης στη Γκαμπόν, Αφρική.

Η παγκόσμια έκθεση αξιολόγησης σχετικά με τη βιοποικιλότητα και τις υπηρεσίες των οικοσυστημάτων IPBES του 2019 υποστηρίζει ότι η βιομηχανική γεωργία είναι ο πρωταρχικός μοχλός που προκαλεί την κατάρρευση της βιοποικιλότητας.[18] Oι γεωργικές δραστηριότητες καταστρέφουν τη βιοποικιλότητα μετατρέποντας τους φυσικούς οικοτόπους σε συστήματα με έντονη διαχείριση και απελευθερώνοντας ρύπους, συμπεριλαμβανομένων των αερίων του θερμοκηπίου. Οι τροφικές ανάγκες ενισχύουν περαιτέρω τις επιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών και των αποβλήτων.[19] Οι άμεσες επιπτώσεις της αστικής ανάπτυξης στην απώλεια των ενδιαιτημάτων είναι καλά κατανοητές: η κατασκευή κτιρίων οδηγεί συχνά σε καταστροφή και τον κατακερματισμό των ενδιαιτημάτων. Μικρά τμήματα οικοτόπων δεν είναι σε θέση να υποστηρίξουν το ίδιο επίπεδο γενετικής ή ταξινομικής ποικιλομορφίας με το παρελθόν, ενώ ορισμένα από τα πιο ευαίσθητα είδη μπορεί να εξαφανιστούν τοπικά.[20]

Σύμφωνα με μια μελέτη του 2020 που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Sustainability, περισσότερα από 17.000 είδη κινδυνεύουν να χάσουν τους βιότοπους έως το 2050 καθώς οι γεωργικές δραστηριότητες συνεχίζουν να επεκτείνονται προκειμένου να καλύψουν τις μελλοντικές ανάγκες σε τρόφιμα. Οι ερευνητές προτείνουν ότι η μεγαλύτερη γεωργική αποδοτικότητα στον αναπτυσσόμενο κόσμο και οι μεταβάσεις μεγάλης κλίμακας σε πιο υγιεινές, πλανητικές δίαιτες θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη μείωση της απώλειας ενδιαιτημάτων.[21] Ομοίως, μια έκθεση του Chatham House θεωρεί ότι μια σφαιρική στροφή σε μεγάλο βαθμό προς δίαιτες φυτικής προέλευσης θα ελευθερώσει τη γη για να επιτρέψει την αποκατάσταση των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας, διότι τη δεκαετία του 2010 πάνω από το 80% του συνόλου της παγκόσμιας γεωργικής γης χρησιμοποιήθηκε για την εκτροφή ζώων.[22]

Ρύπανση

Ατμοσφαιρική ρύπανση

Δορυφορική λήψη από το Copernicus Sentinel-5P όπου φαίνονται οι μηνιαίες μέσες συγκεντρώσεις διοξειδίου του αζώτου πάνω από την Κίνα το 2019, 2020 και 2021. Το 2019, η ατμοσφαιρική ρύπανση είχε μειωθεί λόγω της πανδημίας COVID-19 για να ξαναγυρίσει στα προηγούμενα επίπεδά της το 2021.

Τέσσερα αέρια του θερμοκηπίου που μελετώνται συνήθως και παρακολουθούνται είναι οι υδρατμοί, το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο και το οξείδιο του αζώτου. Τα τελευταία 250 χρόνια, οι συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα και μεθανίου έχουν αυξηθεί, μαζί με την εισαγωγή καθαρά ανθρωπογενών εκπομπών όπως υδροφθοράνθρακες, υπερφθοράνθρακες και εξαφθοριούχο θείο στην ατμόσφαιρα.[23] Αυτοί οι ρύποι εκπέμπονται στην ατμόσφαιρα από την καύση ορυκτών καυσίμων και βιομάζας, την αποψίλωση των δασών και τις γεωργικές πρακτικές που ενισχύουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.[24][25] Καθώς μεγαλύτερες συγκεντρώσεις αερίων του θερμοκηπίου απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα, προκαλείται αύξηση της θερμοκρασίας στην επιφάνεια της Γης.[23] Με την αύξηση της θερμοκρασίας υπάρχουν υψηλότερα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης, μεγαλύτερη μεταβλητότητα στις καιρικές συνθήκες, εντατικοποίηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και αλλαγές στην κατανομή της βλάστησης στο τοπίο.[17][26]

Άλλοι ρύποι που απελευθερώνονται από τη βιομηχανική και τη γεωργική δραστηριότητα είναι το διοξείδιο του θείου και τα οξείδια του αζώτου.[23] Μόλις τα άερια αυτά εισέλθουν στην ατμόσφαιρα, αντιδρούν με σταγονίδια νέφους (πυρήνες συμπύκνωσης νέφους), σταγόνες βροχής ή νιφάδες χιονιού, σχηματίζοντας θειικό οξύ και νιτρικό οξύ. Με την αλληλεπίδραση μεταξύ των σταγονιδίων νερού και θειικού και νιτρικού οξέος, δημιουργείται όξινη βροχή.[27][28] Αυτά τα οξέα μετατοπίζονται σε διάφορες περιοχές κατά τη διάρκεια της βροχόπτωσης, έχοντας σημαντική εναέρια απόσταση (εκατοντάδες χιλιόμετρα) από την πηγή εκπομπών. Το διοξείδιο του θείου και το οξείδιο του αζώτου μπορούν επίσης να μεταφερθούν στη βλάστηση μέσω ξηρής εναπόθεσης.[29]

Η συγκέντρωση διοξειδίου του θείου και οξειδίου του αζώτου έχει πολλές επιπτώσεις στα υδρόβια οικοσυστήματα, συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής της οξύτητας, της αυξημένης περιεκτικότητας σε άζωτο και αλουμίνιο, και της αλλαγής των βιογεωχημικών διεργασιών.[29] Συνήθως, το διοξείδιο του θείου και το οξείδιο του αζώτου δεν έχουν άμεσες φυσιολογικές επιδράσεις κατά την έκθεση. Τα περισσότερα αποτελέσματα αναπτύσσονται με τη συσσώρευση και την παρατεταμένη έκθεση αυτών των αερίων στο περιβάλλον, τροποποιώντας τη χημεία του εδάφους και του νερού.[29][30] Κατά συνέπεια, το θείο συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην οξίνιση της λίμνης και των ωκεανών και το άζωτο ξεκινά τον ευτροφισμό των εσωτερικών και παράκτιων υδάτινων σωμάτων που δεν έχουν άζωτο. Και τα δύο αυτά φαινόμενα μεταβάλλουν τη φυσική σύνθεση των υδρόβιων βιοτόπων και επηρεάζουν τον αρχικό ιστό των τροφίμων με υψηλότερο επίπεδο οξύτητας, ελαχιστοποιώντας την υδρόβια και θαλάσσια βιοποικιλότητα.[28][29]

Η εναπόθεση αζώτου επηρεάζει επίσης τα χερσαία οικοσυστήματα, συμπεριλαμβανομένων των δασών, των λειμώνων, των αλπικών περιοχών και των τυρφώνων.[29] Η εισροή αζώτου αλλάζει τον φυσικό βιογεωχημικό κύκλο και προωθεί την οξίνιση του εδάφους.[31] Ως αποτέλεσμα, είναι πιθανό η σύνθεση των φυτικών και ζωικών ειδών και η λειτουργικότητα του οικοσυστήματος να μειωθούν και να υπάρχει αυξημένη ευαισθησία στο έδαφος. Αυτό θα συμβάλλει στην πιο αργή ανάπτυξη των δασών, στις ζημιές των δέντρων σε υψηλότερα υψόμετρα και στην αντικατάσταση των φυσικών βιοτόπων με είδη που να απορροφούν το άζωτο.[16] Επιπλέον, το θειικό και το νιτρικό άλας μπορούν να εκπλυθούν από το έδαφος, αφαιρώντας βασικά θρεπτικά συστατικά όπως ασβέστιο και μαγνήσιο, και να εναποτίθενται σε γλυκά νερά, παράκτια και ωκεάνια περιβάλλοντα, προωθώντας τον ευτροφισμό.[29]

Ηχορρύπανση

Οι θόρυβοι που δημιουργούνται από την κυκλοφορία, τα πλοία, τα οχήματα και τα αεροσκάφη μπορούν να επηρεάσουν την επιβίωση των ειδών άγριας ζωής και να φτάσουν σε αδιατάρακτους βιότοπους.[32] Αν και οι ήχοι είναι συνήθως παρόντες στο περιβάλλον, οι ανθρωπογενείς θόρυβοι διακρίνονται λόγω διαφορών στη συχνότητα και στο πλάτος. Πολλά ζώα χρησιμοποιούν ήχους για να επικοινωνούν με άλλους του είδους τους, είτε πρόκειται για αναπαραγωγικούς σκοπούς, πλοήγηση ή για να ειδοποιούν άλλους για θήραμα ή αρπακτικά ζώα. Ωστόσο, οι ανθρωπογενείς θόρυβοι εμποδίζουν τα είδη να εντοπίσουν αυτούς τους ήχους, επηρεάζοντας τη συνολική επικοινωνία εντός του πληθυσμού.[33] Είδη όπως πουλιά, αμφίβια, ερπετά, ψάρια, θηλαστικά και ασπόνδυλα είναι παραδείγματα βιολογικών ομάδων που επηρεάζονται από ηχορρύπανση.[34] Εάν τα ζώα δεν μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αναπαραγωγής (δεν μπορούν να βρούν συντρόφους) και την υψηλότερη θνησιμότητα (έλλειψη επικοινωνίας για ανίχνευση αρπακτικών).[32]

Η ηχορρύπανση είναι συχνή στα θαλάσσια οικοσυστήματα, επηρεάζοντας τουλάχιστον 55 θαλάσσια είδη. Για πολλούς θαλάσσιους πληθυσμούς, ο ήχος είναι η κύρια αίσθηση που χρησιμοποιείται για την επιβίωσή τους. Mπορεί να ανιχνεύσει ήχο εκατοντάδες έως χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από μια πηγή, ενώ η όραση περιορίζεται σε δεκάδες μέτρα υποβρύχια.[35] Καθώς οι ανθρωπογενείς θόρυβοι συνεχίζουν να αυξάνονται, διπλασιάζοντας κάθε δεκαετία, αυτό θέτει σε κίνδυνο την επιβίωση των θαλάσσιων ειδών.[36] Μια μελέτη ανακάλυψε ότι καθώς οι σεισμικοί θόρυβοι και το ναυτικό σόναρ αυξάνονται στα θαλάσσια οικοσυστήματα, στα κητώδη, όπως οι φάλαινες και τα δελφίνια, η ποικιλομορφία μειώνεται.[37] Η ηχορρύπανση επηρεάζει επίσης την ακοή των ψαριών, σκοτώνει και απομονώνει πληθυσμούς φαλαινών, εντείνει την απόκριση στρες στα θαλάσσια είδη και αλλάζει τη φυσιολογία των ειδών. Τα θαλάσσια είδη που είναι ευαίσθητα στον θόρυβο βρίσκονται σε ενδιαιτήματα ή περιοχές που δεν εκτίθενται σε σημαντικό ανθρωπογενή θόρυβο, κάτι το οποίο περιορίζει τα κατάλληλα ενδιαιτήματα για τροφή και ζευγάρωμα. Οι φάλαινες έχουν αλλάξει τη διαδρομή μετανάστευσής τους για να αποφύγουν τον ανθρωπογενή θόρυβο και να μπορούν να επικοινωνούν. Η ηχορρύπανση επηρεάζει επίσης την ανθρώπινη διαβίωση. Πολλές μελέτες έχουν παρατηρήσει ότι λιγότερα ψάρια, όπως μπακαλιάρος, μπακαλιάρος του Ατλαντικού, ρέγγα, και προσφυγάκι, έχουν εντοπιστεί σε περιοχές με σεισμικούς θορύβους, όπου τα ποσοστά αλίευσης έχουν μειωθεί κατά 40-80%.[35][38][39][40]

Η ηχορρύπανση αλλάζει επίσης τις κοινότητες και την ποικιλομορφία των πτηνών. Οι ανθρωπογενείς θόρυβοι έχουν παρόμοια επίδραση στον πληθυσμό των πτηνών όπως στα θαλάσσια οικοσυστήματα, όπου οι θόρυβοι μειώνουν την αναπαραγωγική επιτυχία.[33][35] Τα πτηνά δεν μπορούν να ανιχνεύσουν θηρευτές λόγω παρεμβολών των ανθρωπογενών θορύβων, ελαχιστοποιώντας τις περιοχές φωλιάσματος και αυξάνοντας την απόκριση στο άγχος. Ορισμένα είδη πτηνών είναι πιο ευαίσθητα στους θορύβους σε σύγκριση με άλλα, με αποτέλεσμα να μεταναστεύουν σε λιγότερο θορυβώδεις οικοτόπους.[33]

Εισβλητικά είδη

Ο Neogobius fluviatilis προέρχεται από τη Μαύρη Θάλασσα και τη Θάλασσα του Αζόφ. Εδώ είναι ένα εισβλητικό είδος, το οποίο μέσω του Δούναβη της Κεντρικής Ευρώπης κατέληξε στον Ρήνο στο Άρνεμ της Ολλανδίας.

Τα χωροκατακτητικά είδη έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην απώλεια της βιοποικιλότητας και έχουν υποβαθμίσει διάφορα οικοσυστήματα παγκοσμίως. Αποτελούν μεταναστευτικά είδη που έχουν παρεισφρήσει και εκτοπίσει τα γηγενή είδη, αλλάζουν τον πλούτο των ειδών και τους τροφικούς ιστούς, όπως επίσης και τις λειτουργίες και τις υπηρεσίες των οικοσυστημάτων.[41][42][43] Σύμφωνα με την Αξιολόγηση Οικοσυστήματος Χιλιετίας των Ηνωμένων Εθνών, τα χωροκατακτητικά είδη θεωρούνται ένας από τους πέντε βασικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην απώλεια της βιοποικιλότητας.[44] Τον τελευταίο μισό αιώνα, οι βιολογικές εισβολές έχουν αυξηθεί πάρα πολύ παγκοσμίως λόγω της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, με αποτέλεσμα την απώλεια βιοποικιλότητας.[43] Τα οικοσυστήματα που είναι ευάλωτα σε βιολογικές εισβολές περιλαμβάνουν παράκτιες περιοχές, οικοσυστήματα γλυκού νερού, νησιά και μέρη με μεσογειακό κλίμα. Με βάση μια ανασκόπηση μελετών σχετικά με τις επιπτώσεις των εισβλητικών ειδών στα οικοσυστήματα μεσογειακού τύπου διαπιστώθηκε σημαντική απώλεια του πλούτου των ιθαγενών ειδών.[44] Τα χωροκατακτητικά είδη εισέρχονται σε νέο βιότοπο, είτε εκ προθέσεως είτε ακούσια, από ανθρώπινες δραστηριότητες.[45]

Επιπλέον, η υπερθέρμανση του πλανήτη έχει αλλάξει τις τυπικές συνθήκες σε διάφορα περιβάλλοντα, επιτρέποντας μεγαλύτερη μετανάστευση και κατανομή των ειδών που εξαρτώνται από το θερμό κλίμα.[46] Αυτό το φαινόμενο θα μπορούσε είτε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη βιοποικιλότητα (νέα είδη εισάγονται σε νέα περιβάλλοντα), είτε μείωση της βιοποικιλότητας (προώθηση εισβλητικών ειδών). Μια βιολογική εισβολή θεωρείται επιτυχής εάν το εισβλητικό είδος μπορεί να προσαρμοστεί και να επιβιώσει στο νέο περιβάλλον, να αναπαραχθεί, να διασκορπιστεί και να ανταγωνιστεί με τις ιθαγενείς κοινότητες. Μερικά χωροκατακτητικά είδη είναι γνωστό ότι έχουν υψηλούς ρυθμούς διασποράς και έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε περιφερειακή κλίμακα. Για παράδειγμα, το 2010, ο μοσχοπόντικας, ο σκύλος ρακούν, τα θυσανόπτερα και το κινεζικό καβούρι εντοπίστηκαν ότι έχουν επηρεάσει 20 έως 50 περιοχές στην Ευρώπη.[44]

Τα χωροκατακτητικά είδη μπορούν να γίνουν οικονομικά επιζήμια για πολλές χώρες. Λόγω της οικολογικής υποβάθμισης που προκαλείται από τα είδη αυτά, μπορεί να αλλάξει τη λειτουργικότητα και να μειωθούν οι υπηρεσίες που παρέχουν τα οικοσυστήματα. Μπορεί επίσης να υπάρχει ένα επιπρόσθετο κόστος για τον έλεγχο της εξάπλωσης της βιολογικής εισβολής, τον μετριασμό των περαιτέρω επιπτώσεων και την αποκατάσταση των οικοσυστημάτων. Για παράδειγμα, το κόστος ζημιών που έχουν προκληθεί από 79 χωροκατακτητικά είδη μεταξύ 1906-1991 στις Ηνωμένες Πολιτείες εκτιμάται σε περίπου 120 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ.[44] Στην Κίνα, τα χωροκατακτητικά είδη έχουν μειώσει το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της χώρας (ΑΕΠ) κατά 1,36% ετησίως.[47] Η διαχείριση της βιολογικής εισβολής μπορεί επίσης να είναι δαπανηρή. Στην Αυστραλία, το κόστος παρακολούθησης, ελέγχου, διαχείρισης και έρευνας των εισβλητικών ειδών ζιζανίων είναι περίπου 116,4 εκατομμύρια δολάρια Αυστραλίας ετησίως, με κόστος μόνο για την κεντρική και την τοπική αυτοδιοίκηση. Σε κάποιες περιπτώσεις τα χωροκατακτητικά είδη μπορεί να είναι επωφελή. Για παράδειγμα, τα εισβλητικά δέντρα μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην εμπορική δασοκομία. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις, οι οικονομικές αποδόσεις είναι πολύ μικρότερες από το κόστος που προκαλείται από τη βιολογική εισβολή.[42][44]

Πέρα από την οικολογική ζημία και τις οικονομικές απώλειες, τα εισβλητικά είδη μπορούν να επηρεάσουν την ανθρώπινη υγεία. Με την αλλοίωση της λειτουργικότητας των οικοσυστημάτων, τα χωροκατακτητικά είδη προκαλούν αρνητικές επιπτώσεις την ανθρώπινη ευημερία, η οποία περιλαμβάνει μειωμένη διαθεσιμότητα πόρων και εξάπλωση ανθρώπινων ασθενειών. Όσον αφορά στην ανθρώπινη υγεία, τα εισβλητικά είδη έχουν προκαλέσει αλλεργίες και δερματικές βλάβες. Σε αυτά τα είδη οφείλεται ο ιός ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV), η ανεμοβλογιά και το σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο (SARS).[44]

Δείτε επίσης

Παραπομπές

  1. «biodiversity loss | Causes, Effects, & Facts». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2021. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Cardinale, Bradley J.; Duffy, J. Emmett; Gonzalez, Andrew; Hooper, David U.; Perrings, Charles; Venail, Patrick; Narwani, Anita; Mace, Georgina M. και άλλοι. (2012-06). «Biodiversity loss and its impact on humanity» (στα αγγλικά). Nature 486 (7401): 59–67. doi:10.1038/nature11148. ISSN 1476-4687. https://www.nature.com/articles/nature11148. 
  3. «Making Peace With Nature». 2021. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2021. 
  4. Short, R. (13 Μαΐου 2010). "A plague of people". Cosmos.
  5. «Biodiversity Hotspots». www.conservation.org. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2021. 
  6. «East Melanesian Islands | CEPF». www.cepf.net (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2021. 
  7. «Economics of biodiversity review: what are the recommendations?». the Guardian (στα Αγγλικά). 2 Φεβρουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2021. 
  8. Ceballos, Gerardo; Ehrlich, Paul R.; Barnosky, Anthony D.; García, Andrés; Pringle, Robert M.; Palmer, Todd M. (2015-06-01). «Accelerated modern human–induced species losses: Entering the sixth mass extinction» (στα αγγλικά). Science Advances 1 (5): e1400253. doi:10.1126/sciadv.1400253. ISSN 2375-2548. https://advances.sciencemag.org/content/1/5/e1400253. 
  9. Vos, Jurriaan M. De; Joppa, Lucas N.; Gittleman, John L.; Stephens, Patrick R.; Pimm, Stuart L. (2015). «Estimating the normal background rate of species extinction» (στα es). Conservation Biology 29 (2): 452–462. doi:10.1111/cobi.12380. ISSN 1523-1739. https://conbio.onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1111/cobi.12380. 
  10. Ceballos, Gerardo; Ehrlich, Paul R.; Raven, Peter H. (2020-06-16). «Vertebrates on the brink as indicators of biological annihilation and the sixth mass extinction». Proceedings of the National Academy of Sciences 117 (24): 13596–13602. https://www.pnas.org/content/117/24/13596. 
  11. Andermann, Tobias; Faurby, Søren; Turvey, Samuel T.; Antonelli, Alexandre; Silvestro, Daniele (2020-09-01). «The past and future human impact on mammalian diversity» (στα αγγλικά). Science Advances 6 (36): eabb2313. doi:10.1126/sciadv.abb2313. ISSN 2375-2548. PMID 32917612. https://advances.sciencemag.org/content/6/36/eabb2313. 
  12. «Biological diversity and habitat diversity: a matter of science and perception» (PDF). web.archive.org. 2 Φεβρουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2021. 
  13. Gonzalez, Andrew; Cardinale, Bradley J.; Allington, Ginger R. H.; Byrnes, Jarrett; Endsley, K. Arthur; Brown, Daniel G.; Hooper, David U.; Isbell, Forest και άλλοι. (2016). «Estimating local biodiversity change: a critique of papers claiming no net loss of local diversity» (στα αγγλικά). Ecology 97 (8): 1949–1960. doi:10.1890/15-1759.1. ISSN 1939-9170. https://esajournals.onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1890/15-1759.1. 
  14. Cardinale, Bradley (2014-06-06). «Overlooked local biodiversity loss» (στα αγγλικά). Science 344 (6188): 1098–1098. doi:10.1126/science.344.6188.1098-a. ISSN 0036-8075. PMID 24904146. https://science.sciencemag.org/content/344/6188/1098.1. 
  15. «The IUCN Red List of Threatened Species». IUCN Red List of Threatened Species. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2021. 
  16. 16,0 16,1 «biodiversity loss | Causes, Effects, & Facts». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2021. 
  17. 17,0 17,1 Harfoot, Michael B. J.; Tittensor, Derek P.; Knight, Sarah; Arnell, Andrew P.; Blyth, Simon; Brooks, Sharon; Butchart, Stuart H. M.; Hutton, Jon και άλλοι. (2018). «Present and future biodiversity risks from fossil fuel exploitation» (στα αγγλικά). Conservation Letters 11 (4): e12448. doi:10.1111/conl.12448. ISSN 1755-263X. https://conbio.onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1111/conl.12448. 
  18. Vidal, John (15 Μαρτίου 2019). «We Face A Crisis Bigger Than Climate Change, But We're Not Talking About It». HuffPost (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2021. 
  19. «Causes and Consequences of Biodiversity Declines | Learn Science at Scitable». www.nature.com. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2021. 
  20. «Genetic diversity and local population structure of fragmented populations of Trillium camschatcense (Trilliaceae)» (στα αγγλικά). Biological Conservation 109 (2): 249–258. 2003-02-01. doi:10.1016/S0006-3207(02)00153-2. ISSN 0006-3207. https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S0006320702001532. 
  21. Williams, David R.; Clark, Michael; Buchanan, Graeme M.; Ficetola, G. Francesco; Rondinini, Carlo; Tilman, David (2021-04). «Proactive conservation to prevent habitat losses to agricultural expansion» (στα αγγλικά). Nature Sustainability 4 (4): 314–322. doi:10.1038/s41893-020-00656-5. ISSN 2398-9629. https://www.nature.com/articles/s41893-020-00656-5. 
  22. «Food system impacts on biodiversity loss». Chatham House – International Affairs Think Tank (στα Αγγλικά). 3 Φεβρουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2021. 
  23. 23,0 23,1 23,2 Sabljic, Aleksandar (4 Φεβρουαρίου 2009). ENVIRONMENTAL AND ECOLOGICAL CHEMISTRY - Volume I. EOLSS Publications. ISBN 978-1-84826-186-0. 
  24. Dudley, Nigel; Alexander, Sasha (2017-07-03). «Agriculture and biodiversity: a review». Biodiversity 18 (2-3): 45–49. doi:10.1080/14888386.2017.1351892. ISSN 1488-8386. https://doi.org/10.1080/14888386.2017.1351892. 
  25. Rosa, Eugene A.; Dietz, Thomas (2012-08). «Human drivers of national greenhouse-gas emissions» (στα αγγλικά). Nature Climate Change 2 (8): 581–586. doi:10.1038/nclimate1506. ISSN 1758-6798. https://www.nature.com/articles/nclimate1506. 
  26. Backhaus, Thomas; Snape, Jason; Lazorchak, Jim (2012). «The impact of chemical pollution on biodiversity and ecosystem services: the need for an improved understanding» (στα αγγλικά). Integrated Environmental Assessment and Management 8 (4): 575–576. doi:10.1002/ieam.1353. ISSN 1551-3793. https://setac.onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1002/ieam.1353. 
  27. Singh, Anita; Agrawal, Madhoolika (2008-01). «Acid rain and its ecological consequences». Journal of Environmental Biology 29 (1): 15–24. ISSN 0254-8704. PMID 18831326. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/18831326/. 
  28. 28,0 28,1 Payne, Richard J.; Dise, Nancy B.; Field, Christopher D.; Dore, Anthony J.; Caporn, Simon JM; Stevens, Carly J. (2017). «Nitrogen deposition and plant biodiversity: past, present, and future» (στα αγγλικά). Frontiers in Ecology and the Environment 15 (8): 431–436. doi:10.1002/fee.1528. ISSN 1540-9309. https://esajournals.onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1002/fee.1528. 
  29. 29,0 29,1 29,2 29,3 29,4 29,5 Lovett, Gary M.; Tear, Timothy H.; Evers, David C.; Findlay, Stuart E. G.; Cosby, B. Jack; Dunscomb, Judy K.; Driscoll, Charles T.; Weathers, Kathleen C. (2009). «Effects of Air Pollution on Ecosystems and Biological Diversity in the Eastern United States» (στα αγγλικά). Annals of the New York Academy of Sciences 1162 (1): 99–135. doi:10.1111/j.1749-6632.2009.04153.x. ISSN 1749-6632. https://nyaspubs.onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1111/j.1749-6632.2009.04153.x. 
  30. Nowlan, C. R.; Martin, R. V.; Philip, S.; Lamsal, L. N.; Krotkov, N. A.; Marais, E. A.; Wang, S.; Zhang, Q. (2014). «Global dry deposition of nitrogen dioxide and sulfur dioxide inferred from space-based measurements» (στα αγγλικά). Global Biogeochemical Cycles 28 (10): 1025–1043. doi:10.1002/2014GB004805. ISSN 1944-9224. https://agupubs.onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1002/2014GB004805. 
  31. Jandl, Robert· Smidt, Stefan· Mutsch, Franz· Fürst, Alfred· Zechmeister, Harald· Bauer, Heidi· Dirnböck, Thomas (10 Ιουλίου 2012). «Acidification and Nitrogen Eutrophication of Austrian Forest Soils». Applied and Environmental Soil Science (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2021. 
  32. 32,0 32,1 Sordello, Romain; Flamerie De Lachapelle, Frédérique; Livoreil, Barbara; Vanpeene, Sylvie (2019-02-12). «Evidence of the environmental impact of noise pollution on biodiversity: a systematic map protocol». Environmental Evidence 8 (1): 8. doi:10.1186/s13750-019-0146-6. ISSN 2047-2382. https://doi.org/10.1186/s13750-019-0146-6. 
  33. 33,0 33,1 33,2 Francis, Clinton D.; Ortega, Catherine P.; Cruz, Alexander (2009-08-25). «Noise Pollution Changes Avian Communities and Species Interactions» (στα English). Current Biology 19 (16): 1415–1419. doi:10.1016/j.cub.2009.06.052. ISSN 0960-9822. PMID 19631542. https://www.cell.com/current-biology/abstract/S0960-9822(09)01328-1. 
  34. Kunc, Hansjoerg P.; Schmidt, Rouven (2019-11-29). «The effects of anthropogenic noise on animals: a meta-analysis». Biology Letters 15 (11): 20190649. doi:10.1098/rsbl.2019.0649. PMID 31744413. PMC PMC6892517. https://royalsocietypublishing.org/doi/10.1098/rsbl.2019.0649. 
  35. 35,0 35,1 35,2 Weilgart, Linda S. (2008). «The Impact of Ocean Noise Pollution on Marine Biodiversity». www.semanticscholar.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2021. 
  36. Jovicic, Slobodan T.; Saric, Zoran M.; Turajlic, Srbijanka R. (2005-07-14). «Application of the maximum signal to interference ratio criterion to the adaptive microphone array». Acoustics Research Letters Online 6 (4): 232–237. doi:10.1121/1.1989785. https://asa.scitation.org/doi/10.1121/1.1989785. 
  37. Fernández, A.; Edwards, J. F.; Rodríguez, F.; de los Monteros, A. Espinosa; Herráez, P.; Castro, P.; Jaber, J. R.; Martín, V. και άλλοι. (2005-07-01). «“Gas and Fat Embolic Syndrome” Involving a Mass Stranding of Beaked Whales (Family Ziphiidae) Exposed to Anthropogenic Sonar Signals» (στα αγγλικά). Veterinary Pathology 42 (4): 446–457. doi:10.1354/vp.42-4-446. ISSN 0300-9858. https://doi.org/10.1354/vp.42-4-446. 
  38. Engås, A.; Løkkeborg, S.; Ona, E.; Soldal, A. V. (2011-04-09). «Effects of seismic shooting on local abundance and catch rates of cod ((Gadus morhua) and haddock )(Melanogrammus aeglefinus)» (στα αγγλικά). Canadian Journal of Fisheries and Aquatic Sciences. doi:10.1139/f96-177. https://cdnsciencepub.com/doi/abs/10.1139/f96-177. 
  39. Skalski, John R.; Pearson, Walter H.; Malme, Charles I. (2011-04-11). «Effects of Sounds from a Geophysical Survey Device on Catch-per-Unit-Effort in a Hook-and-Line Fishery for Rockfish (Sebastes spp.)» (στα αγγλικά). Canadian Journal of Fisheries and Aquatic Sciences. doi:10.1139/f92-151. https://cdnsciencepub.com/doi/abs/10.1139/f92-151. 
  40. «Acoustic mapping of pelagic fish distribution and abundance in relation to a seismic shooting area off the Norwegian west coast» (στα αγγλικά). Fisheries Research 67 (2): 143–150. 2004-04-01. doi:10.1016/j.fishres.2003.09.046. ISSN 0165-7836. https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S016578360300290X. 
  41. «Χωροκατακτητικά είδη». Polarpedia. 25 Σεπτεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2021. 
  42. 42,0 42,1 Molnar, Jennifer L.; Gamboa, Rebecca L.; Revenga, Carmen; Spalding, Mark D. (2008). «Assessing the global threat of invasive species to marine biodiversity» (στα αγγλικά). Frontiers in Ecology and the Environment 6 (9): 485–492. doi:10.1890/070064. ISSN 1540-9309. https://esajournals.onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1890/070064. 
  43. 43,0 43,1 Mazza, G.; Tricarico, E.; Genovesi, P.; Gherardi, F. (2014-07-03). «Biological invaders are threats to human health: an overview». Ethology Ecology & Evolution 26 (2-3): 112–129. doi:10.1080/03949370.2013.863225. ISSN 0394-9370. https://doi.org/10.1080/03949370.2013.863225. 
  44. 44,0 44,1 44,2 44,3 44,4 44,5 Pyšek, Petr; Richardson, David M. (2010-10-22). «Invasive Species, Environmental Change and Management, and Health». Annual Review of Environment and Resources 35 (1): 25–55. doi:10.1146/annurev-environ-033009-095548. ISSN 1543-5938. https://www.annualreviews.org/doi/10.1146/annurev-environ-033009-095548. 
  45. US Department of Commerce, National Oceanic and Atmospheric Administration. «What is an invasive species?». oceanservice.noaa.gov (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2021. 
  46. Bellard, Céline; Bertelsmeier, Cleo; Leadley, Paul; Thuiller, Wilfried; Courchamp, Franck (2012). «Impacts of climate change on the future of biodiversity» (στα αγγλικά). Ecology Letters 15 (4): 365–377. doi:10.1111/j.1461-0248.2011.01736.x. ISSN 1461-0248. PMID 22257223. PMC PMC3880584. https://onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1111/j.1461-0248.2011.01736.x. 
  47. Xu, Haigen; Ding, Hui; Li, Mingyan; Qiang, Sheng; Guo, Jianying; Han, Zhengmin; Huang, Zongguo; Sun, Hongying και άλλοι. (2006-10-01). «The distribution and economic losses of alien species invasion to China» (στα αγγλικά). Biological Invasions 8 (7): 1495–1500. doi:10.1007/s10530-005-5841-2. ISSN 1573-1464. https://doi.org/10.1007/s10530-005-5841-2.